Τα μέλη της ΕΛΣΑΛ εμπνέονται από την πανδημία και γράφουν σύντομες "ιστορίες εγκλεισμού"
Τις δυο πρώτες ημέρες του υποχρεωτικού εγκλεισμού, ο Παναγιώτης, δημοτικός υπάλληλος, βρέθηκε στο σπίτι με τα παιδιά του που δεν είχαν σχολείο. Ποτέ άλλοτε δεν είχε ενδιαφερθεί τόσο για τη σχολική τους πρόοδο και τα εξωσχολικά τους ενδιαφέροντα όσο αυτές τις ημέρες. Τις υπόλοιπες ώρες μιλούσε στο τηλέφωνο με τους φίλους του, ξάπλωνε και κοιμόταν όσες ώρες επιθυμούσε και κάπου-κάπου ενδιαφερόταν για τις ασχολίες της γυναίκας του Μαρίας.
Κατά την άποψή του, η σύζυγος δεν είχε πλέον δικαιολογία να μη μαγειρεύει αφού δεν εργαζόταν, αλλά εκείνη επικαλέστηκε την ισότητα των φύλων και άρχισαν οι προστριβές. Όταν λιγοστέψαν τα τρόφιμα, τα φάρμακα και τα υπόλοιπα αναγκαία ήδη, μετά από νέο καβγαδάκι, αποφάσισε να βγει να κάνει μια βόλτα, να πάρει αέρα και να ψωνίσει.
Πριν φτάσει στην εξώπορτα ο Παναγιώτης, η Μαρία άρχισε να ψάχνει στο συρτάρι του γραφείου του που κρατούσε διπλοκλειδωμένο, αλλά λόγω της ταραχής του απόψε είχε ξεχάσει το κλειδί στην κλειδαριά.
Το άνοιξε στα γρήγορα και πάρα λίγο να το κλείσει γιατί δεν έβλεπε τίποτα ενδιαφέρον, όταν πρόσεξε ότι στα πλάγια εξείχε μια άκρη χαρτιού. Επρόκειτο για φάκελο. Προσεκτικά τον έβγαλε έξω.
Περιείχε δεκάδες γράμματα χωρίς αποστολέα, με παραλήπτη τον Παναγιώτη. Όσο τα διάβαζε τόσο της ανέβαινε το αίμα στο κεφάλι, καθώς οι αποστολείς τους δεν αρκούνταν να περιγράφουν με λεπτομέρειες τις ώρες που είχαν περάσει μαζί και την ικανοποίηση που είχαν νιώσει αλλά να κάνουν και σχόλια για την ψυχρή γυναίκα του με λεπτομερείς περιγραφές. Πώς τα γνώριζαν αν δεν τους τα είχε αποκαλύψει ο ίδιος; Όλα θα μπορούσε να τα παραβλέψει η Μαρία αλλά ο Παναγιώτης να πλαγιάζει με άντρες, ΌΧΙ.
Τα παιδιά είχαν πέσει για ύπνο κι εκείνος άναψε το τζάκι. Ορεξάτος, έπιασε τη γυναικούλα του από τη μέση και την έφερε στο κρεβάτι.
Η Μαρία, προσεκτικά σήκωσε τη μασιά του τζακιού που βρισκόταν δίπλα της και με όλη τη δύναμη που της έδωσε η φριχτή αποκάλυψη την έφερε στο κεφάλι του. Η κραυγή του ξύπνησε τα παιδιά, αλλά η μητέρα τους τα καθησύχασε και τα ξαναέβαλε για ύπνο. Κατόπιν τηλεφώνησε στην αρμόδια υπηρεσία να παραλάβει έναν ασθενή, θύμα του κορωνοϊού, άφησε τα παιδιά στους γονείς της κι έφυγε να συναντήσει τον τελευταίο της εραστή.
Άτυχη! Δεν γνώριζε ότι ο φίλος της μόλις είχε ανιχνευτεί θετικός σ` έναν από τους μεγαλύτερους κατά συρροή δολοφόνους της ανθρωπότητας κι εκείνος δεν είχε θεωρήσει απαραίτητο να της το αναφέρει.
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΥ - Προηγούμενο διήγημα ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΥ - Επόμενο διήγημα
Ετικέτες: Κυριακή Γεροζήση