Τα μέλη της ΕΛΣΑΛ εμπνέονται από την πανδημία και γράφουν σύντομες "ιστορίες εγκλεισμού"
Έψαχνα τα κλειδιά μου. Είχα ανοίξει όλα τα συρτάρια, αναποδογυρίσει τις καρέκλες, σηκώσει ψηλά με ισορροπία ταχυδακτυλουργού και δύναμη μασίστα τα δύο πανομοιότυπα τραπεζάκια σαλονιού –στο ένα στεκόταν ένα μισογεμάτο ποτήρι ενώ στο άλλο ένα μισοάδειο–, αδειάσει τις ντουλάπες κάνοντας στάσεις σε ρούχα που είχα να φορέσω καιρό –τα κοιτούσα σαν ν’ αντίκριζα παλιούς γνωστούς που δεν θυμόμουν τ’ όνομά τους, τα σήκωνα ψηλά κι έριχνα μια ηδονοβλεπτική ματιά στο εσωτερικό τους πριν χαμογελάσω σίγουρος ότι μου είναι πολύ μεγάλα πια–, είχα κυλιστεί κάτω από το κρεβάτι –το πτώμα της σιδερώστρας εξακολουθούσε να ελπίζει σε ανάσταση, μακάριοι οι πτωχοί σκέφτηκα στιγμιαία μα έδιωξα την σκέψη αυτή πριν οδηγηθώ σε απολογισμό του δικού μου πλούτου–, δοκιμάσει όλα τα παπούτσια, αναμενόμενα δεν μου ταίριαζε κανένα, τέλος απελπίστηκα κι έκατσα στη μέση του σαλονιού με το φως να πέφτει κάθετα στο κέντρο του κρανίου μου, εκεί που η τριχοφυΐα με είχε απαρνηθεί εδώ και καιρό. Τα παράθυρα του διαμερίσματος ήταν σφαλιχτά καθιστώντας υποχρεωτική τη λειτουργία του ηλεκτρικού λαμπτήρα πυρακτώσεως· προφανώς το διαμέρισμα απαιτούσε ενεργειακή αναβάθμιση, ίσως και μελέτη στατικότητας, ενώ απαραίτητη ήταν, δίχως άλλο, η ανακαίνιση της κουζίνας, το χρώμα παλιακό, τα πόμολα απόντα κι ο απορροφητήρας έσταζε ένα πυώδες υγρό το οποίο λίμναζε στην λευκή επιφάνεια κάνοντας τα σκουριασμένα μάτια να μοιάζουν με εγκαταλελειμμένα ξερονήσια που χρόνια δεν προσμένουν επίσκεψη. Έκανα μια μικρή προσπάθεια να θυμηθώ από πότε ήμουν εδώ, ήμουν σχεδόν σίγουρος ότι κάτι υπήρχε πριν από τον εγκλεισμό μου σε τούτο το οίκημα αλλά δεν θα ‘παιρνα όρκο για το τι ήταν αυτό, δεν είχα καμία ανάμνηση ούτε της εισόδου μου στον χώρο, ούτε κάποιας πληροφορίας για το εάν βρισκόμουν στο ύψος του εδάφους, σε κάποιον όροφο άνωθεν ή βυθισμένος εντός, ο ορίζοντας μου ήταν άγνωστος όπως κι η ύπαρξη άλλων πλασμάτων σαν κι εμένα, με άκοπα νύχια, αλωπεκίαση και τρίχες να καλύπτουν άναρχα κάποια μέρη του σώματός, ίσως ήμουν το τελευταίο δείγμα του είδους μου –εγώ ειμί ο ένας, ιδού ο άνθρωπος κι εις τις θέλει οπίσω μου ελθείν– ίσως όμως και το πρώτο, ένα τυχαίο αποτέλεσμα της εξέλιξης, ο Homo domesticus carceris, το πλάσμα που του έμελε να κατακτήσει τον κόσμο δια της απουσίας του, αποκλεισμένο από τη φύση, τις ηλιακές ακτινοβολίες διαφόρων συχνοτήτων και ανέμους που ακούν σε ονόματα όπως μαΐστρος, γρέγος, τραμουντάνα, σορόκος κι άλλα παρεμφερή, μια βιολογική απόληξη που έρπει στον αόρατο ιστό από οπτικές ίνες κι οθόνες υψηλής ανάλυσης ή σ’ εκείνον της αναλογικής τηλεόρασης και των καλωδίων χαλκού ανάλογα με το εξελικτικό του φορτίο. Η πολλή σκέψη με είχε κουράσει και το κρανίο μου είχε αρχίσει να υπερθερμαίνεται, σηκώθηκα μισοζαλισμένος, έφτασα με δυσκολία στην βρύση, την άνοιξα και καθώς έβαζα το κεφάλι μου κάτω από το νερό πρόσεξα πως η πόρτα της εξόδου ήταν ορθάνοιχτή, έκλεισα τα μάτια, μέτρησα από μέσα μου ως το δέκα και με το νερό να στάζει στο πάτωμα κινήθηκα στα τυφλά προς τα εκεί. Την έκλεισα απαλά και γύρισα να ψάξω τα κλειδιά μου.
Φωτογραφία: Kazimir Malevich - Assistant Village Idiot
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΥ - Προηγούμενο διήγημα ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΥ - Επόμενο διήγημα
Ετικέτες: Λευτέρης Γιαννακουδάκης