Τα μέλη της ΕΛΣΑΛ εμπνέονται από την πανδημία και γράφουν σύντομες "ιστορίες εγκλεισμού"
«Η απομόνωση ήταν πλήρης και κράτησε 128 μέρες, για να λήξει ξαφνικά τρεις μέρες μετά τη μεταπολίτευση. Σε μια από τις πρώτες επιτρεπόμενες εξόδους από το κελί στην τουαλέτα, βρήκα πεταμένη στον απόπατο μια μισοσκισμένη σελίδα εφημερίδας που περιείχε ένα σκακιστικό πρόβλημα. Εκμεταλλεύτηκα μια ολιγωρία του φρουρού κι έσκισα το κομματάκι με την απεικόνιση της σκακιέρας. Το έκρυψα στην τσέπη μου και μόλις επέστρεψα στο κελί το έχωσε σ’ ένα μικρό σκάσιμο του σοβά στον τοίχο. Οι αξιωματικοί πραγματοποιούσαν τακτικές εφόδους και έψαχναν τα πάντα στο κελί. Παρατηρούσαν ακόμα και έσβηναν τις ημερολογιακές γραμμές στον τοίχο. Το φερμουάρ του παντελονιού μου είχε ξηλωθεί λίγο στο πάνω μέρος και το μικροσκοπικό σιδεράκι που τραβάς πάνω το φερμουάρ έφυγε από τη θέση του. Με αυτό σκάλιζα στο ντουβάρι μικροσκοπικές γραμμές πάνω σ’ ένα ήδη υπαρκτό σχέδιο. Κι έτσι σε καμιά δεκαριά εξονυχιστικές επιθεωρήσεις η καταγραφή του χρόνου έμεινε αλώβητη. Όπως αλώβητο έμεινε και το χωμένο στον τοίχο χαρτάκι. Σε αυτή την κρυψώνα κράτησε κάπου τρεις μήνες, μέχρι που έλιωσε εντελώς. Όμως μέχρι τότε είχα απομνημονεύσει τις θέσεις. Ποτέ, όμως, δεν κατόρθωσα να βρω τη λύση του προβλήματος. Τα βράδια που οι φρουροί έκαναν πιο σπάνια κατόπτευση του μόνιμα φωτισμένου εσωτερικού τού κελιού από το ματάκι της σιδερένιας πόρτας, έβγαζα το πολύτιμο χαρτάκι από την κούρνια του τοίχου και το μελετούσα. Ίσως κατά βάθος να μη ήθελα να λύσω το πρόβλημα και χάσω έτσι την απόλαυση της συνομιλίας μ’ ένα μικρό, αλλά πολύ συντροφικό, γρίφο. Ειλικρινά δεν ξέρω. Πάντως με την απότομη επανεισδοχή μου στον πάνω κόσμο κι ύστερα από την πρώτη νύχτα με την επίσης κρατούμενη μικρή ερωτική μου σύντροφο, ξέχασα μια κι έξω τις θέσεις στη σκακιέρα, λες και κάποιος είχε ρίξει ξαφνικά μια μαύρη κουρτίνα στη θερμή, φασματική σκακιέρα του γρίφου. Αυτή η υπό έλεγχο ιδεοληψία μοιάζει με τα σχέδια ή τις ιδέες μυθιστορήματος που οι συγγραφείς έχουν στο μυαλό τους, αλλά τις εγκαταλείπουν ξαφνικά, για να παραδώσουν τον εαυτό τους σε άλλα χλοερά ή διχαλωτά μονοπάτια. Αυτό που θυμάμαι είναι ότι ήταν ένα πρόβλημα με λίγα κομμάτια, μόνο ελαφριά, τέσσερα πιόνια ας πούμε και τους βασιλιάδες. Φινάλε. Δυο λευκά πιόνια, δυο μαύρα. Τα λευκά σε τρεις κινήσεις βγάζουν βασίλισσα. Από τη θέση του μαύρου βασιλιά έμοιαζε να πρόκειται για θυσία ενός πιονιού, αλλά νομίζω ότι δεν μου έβγαιναν οι άλλες δυο κινήσεις με τίποτα.
Στο κελί θυμάμαι ότι πέντε-έξι φορές είχα αναγκαστεί να κατουρήσω. Και δυο τρεις φορές να αφοδεύσω. Όλες τις φορές έγινε πολύ αξιοπρεπώς, διότι είχα βουτήξει από τα αποχωρητήρια κάποια πλαστική σακούλα, νομίζω με τα βρόμικα χαρτιά. Το στομάχι μου είχε διαλυθεί από την πείνα και την αγωνία. Κάποια στιγμή σκέφθηκα να αυτοκτονήσω “εικονικά”. Να αυτοτραυματιστώ κοπανώντας με πολύ δύναμη το κεφάλι μου στον τοίχο για να σταματήσω μια ανάκριση με βασανιστήρια πάνω σε ψεύτικα δεδομένα· οι ανακριτές το έκαναν επίτηδες για να σε τρελάνουν λίγο, πριν επανέλθουν σε αυτά που πραγματικά ήθελαν, μια επιστροφή που επιζητούσες πλέον κι εσύ διακαώς. Και θα γινόταν, ήταν ζήτημα δευτερολέπτων… η πόρτα άνοιξε ξαφνικά…»
Εδώ σταματάει το χειρόγραφο.
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΥ - Προηγούμενο διήγημα ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΥ - Επόμενο διήγημα
Ετικέτες: Ανδρέας Αποστολίδης