Τα μέλη της ΕΛΣΑΛ εμπνέονται από την πανδημία και γράφουν σύντομες "ιστορίες εγκλεισμού"
«… Ο κρότος που ακούστηκε έκανε άλλους να… και άλλους να…»
Ξεκίνησε να γράφει, πριν λίγο∙ και, εδώ, ο συγγραφέας διστάζει ανάμεσα στο “ανατριχιάσουν”, το “αναρωτηθούν” ή το “ανησυχήσουν”. Όμως, κανένα δεν του αρέσει. Όλα αφήνουν κάτι ακάλυπτο, ατελές ή … (δεν βρίσκει τη λέξη). Και αν κατέληγε, στην τύχη;
Μμμμ! Μάλλον, όχι!
Τα βρίσκει μονότονα πολυσύλλαβα και αυτό το κοινό αρχικό “αν”, τα κάνει να μοιάζουν, άχρωμα, ανιαρά, γραμμικά, ξενέρωτα, κοινότοπα, προφανή, αμοιβαία αποκλειόμενα.
Όταν κάπου σκοντάφτεις, απλά αλλάζεις θέση.
Σηκώθηκε από την καρέκλα (υπόλειμμα πατρογονικής art deco;) κατευθύνθηκε στο παράθυρο και έσκυψε επικίνδυνα έξω.
Το σκοτάδι δεν βοηθούσε, αλλά διέκρινε στο πεζοδρόμιο, σε ένα υποφωτισμένο ημικύκλιο, πέντε ή έξη σιλουέτες να έχουν σκύψει επάνω από έναν όγκο, υπερβολικά σκοτεινό και απόμακρο, για να διακρίνει.
«Κάλεσε κανείς ασθενοφόρο;»
Έτσι, με το φως πίσω του, θα έμοιαζε με τεράστιο πουλί γαντζωμένο στο περβάζι. Κάποιος γύρισε το πρόσωπό του προς τα επάνω. Κανείς δεν του απάντησε.
Έχει καλώς.
Πρόβλημά τους.
Βρήκε μία κούπα. Ο καφές ήταν έτοιμος. ‘Όταν κάπου σκοντάφτεις, απλά αλλάζεις θέση, γεμίζεις μια κούπα καφέ.
Ηλίθια ιστορία! Οι άνθρωποι θεωρούν ότι είναι υπεράνω βαρύτητας και επιχειρούν να πετάξουν. Βέβαια, οι σοφότεροι, επιφυλάσσουν το πείραμα στους άλλους. Αν πετύχει, το αποτολμούν και οι ίδιοι∙ αν όχι, σοφότεροι κατά την κατάληξη, κάθονται στ’ αυγά τους.
Επιστροφή στη γραφομηχανή. Αλήθεια, τι αναχρονισμός!
Όχι για τον άλλο, που πάντα έλεγε «…τις λέξεις δεν αρκεί να τις βλέπεις, πρέπει και να τις ακούς».
Και το ρήμα επέμενε να του κρύβεται. Κανένα πρόβλημα∙ έγκλειστος, όπως το είχε αποφασίσει, στο καινούριο του κουκούλι, θα είχε όλον τον χρόνο. Άσε που την έβρισκε κιόλας, «αγάπα το κελί σου, τρώγε το φαΐ σου, διάβαζε πολύ», δεν έλεγαν κάποιοι;
Ξάπλωσε. Όταν κάπου σκοντάφτεις, απλά αλλάζεις θέση, γεμίζεις μια κούπα καφέ, ξαπλώνεις.
Στα σίγουρα, τον είχε ζαλίσει. Εξάλλου, το επιδίωκε. Τον παρενοχλούσε. Τον επισκεπτόταν στο δωμάτιο-κελί του, όπου παρέμενε αποκλεισμένος (επιλογή του) τις τελευταίες εβδομάδες (ή ήταν μήνες;). Συστηματικά. Καθημερινά. Φυσικά, αρματωμένος με όλα τα στοιχεία. Ήταν προφανές∙ ο άλλος τον αντέγραφε. Αλλά και τι θράσος, θράσος πρωτοφανές∙ έως, αξιόποινο. Θα πρέπει να είχε τρελαθεί, επτά ανατυπώσεις σε εννιά μήνες, εποχή που ο κόσμος είχε πάψει να διαβάζει, δεν διάβαζε, το βιβλίο στην εικοστή πρώτη θέση στη λίστα των είκοσι προτεραιοτήτων∙ ήταν ακριβό, έλεγαν...
Τον είχε απειλήσει ότι θα τον ξεμπροστιάσει. Ο άλλος τον ειρωνευόταν. Του έλεγε ότι κανείς δεν θα τον πίστευε, έτσι ανώνυμος και ανεμοπαρμένος που ήταν. Και πως αν έγραψε δυο σωστές σελίδες, αυτές χάνονταν στις ασυναρτησίες για τις οποίες ήταν επώνυμα γνωστός. Και κουνούσε τα χέρια του, σαν κυματόδαρτος ο ίδιος, σαρκαστικά, περιγελαστικά, ένα τεράστιο, εκτός τόπου, χθόνιο πουλί, και έκανε κύκλους γύρω-γύρω στο δωμάτιο-κελί του και πλάι στο παράθυρο, κι όταν αυτός τον πλησίασε, κι όταν αυτός τον ακούμπησε (τον ακούμπησε;) ο άλλος θα χαθεί - λάθος του; - στο μαύρο του παραθύρου, ίδιος πρωτεϊκός, Σεφέρειος Νιζίνσκυ στο ανατολίτικο χαλί του.
Άλλαξε πλευρό. ‘Όταν κάπου σκοντάφτεις, απλά αλλάζεις θέση, γεμίζεις μια κούπα καφέ, ξαπλώνεις, αλλάζεις πλευρό∙ έγκλειστα, αγκαλιάζεις τη μοναξιά σου.
Αθήνα, Απρίλιος 2020
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΥ - Προηγούμενο διήγημα ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΥ - Επόμενο διήγημα
Ετικέτες: Αντώνης Γκόλτσος