Το τραίνο του Σιμενόν
1940. Ο γερμανικός στρατός εισβάλει στο Βέλγιο. Εντός των Γαλλικών συνόρων στη Λα Ροσέλ καταφθάνουν Βέλγοι πρόσφυγες. Εκεί βρίσκεται και ο Ζωρζ Σιμενόν. Θα καταφέρει να γράψει μια από τις ιστορίες, ένα από τα «σκληρά» βιβλία του στα όρια των αστυνομικών του, το 1961, μετά από είκοσι ένα χρόνια. Στην Ελλάδα εκδίδεται για πρώτη φορά στη σειρά της Άγρας. Η Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία το κατέστησε πάλι επίκαιρο.
«Ήθελα να γράψω το μυθιστόρημα εδώ και πολύ καιρό. Έπρεπε να βρω τον τόνο. Η αναπαράσταση της ατμόσφαιρας δεν απαιτούσε μαγικά κόλπα. Ο κύριος που περιμένει τα τραίνα στη Λα Ροσέλ είμαι εγώ. Εγώ έστελνα τα τραίνα σε όποια κατεύθυνση μπορούσα, εγώ τα σταματούσα σε κάποιο σημείο στην ύπαιθρο. Το επικίνδυνο ήταν να βάλω στο βιβλίο πολύ από τον εαυτό μου». Αυτό τελικά έκανε.
Ο ήρωάς του ο Μαρσέλ Φερόν από τις Αρδένες, πωλητής ραδιοφώνων, τριάντα ετών, υποχρεώνεται ή αποφασίζει τελικά να φύγει.
«Η εντύπωσή μου είναι ότι η μοίρα μου επιφύλασσε κάτι καινούργιο όταν ξέσπασε ο πόλεμος, και αυτό δεν με εξέπληξε, γιατί ήμουν σίγουρος ότι κάτι τέτοιο θα συνέβαινε μια μέρα. Επρόκειτο για ένα πόλεμο που έστρεφε τους ανθρώπους τους μεν εναντίον των δε, κατά εκατομμύρια…Δεν ζούσα πλέον στο δικό μου ρυθμό, αλλά με αυτόν του ραδιοφώνου, του δρόμου, της πόλης που ξυπνούσε πιο γρήγορα απ’ ότι συνήθως…Ξαφνικά φοβήθηκα. Μου φάνηκε ότι έπρεπε να φύγουμε, δεν ήταν πλέον θέμα ωρών αλλά λεπτών…Δεν μετάνιωνα, δεν λυπόμουν για τίποτα. Το αντίθετο μάλιστα, όλο αυτό μου προκαλούσε μια κρυφή χαρά, όπως όταν καταστρέφει κανείς κάτι που το έχει κατασκευάσει με τα χέρια με μεγάλη υπομονή. Αυτό που μετρούσε ήταν να φύγουμε…»
Ο Φερόν καταφεύγει στο σιδηροδρομικό σταθμό όπου επικρατεί το χάος. Μαζί του είναι η τετράχρονη κόρη του και η γυναίκα του έγκυος επτά μηνών. Τα γυναικόπαιδα μπαίνουν στα βαγόνια πρώτης θέσης και οι άντρες στα μεγάλα βαγόνια για τη μεταφορά ζώων. Ο συρμός κάποια στιγμή διασπάται στα δύο και ο Φερόν χάνει την οικογένειά του προσωρινά.
Στο ταξίδι προς το άγνωστο γνωρίζει μια Τσέχα Εβραία την Άννα Κούπφερ. Μέσα από τους κινδύνους, τους βομβαρδισμούς, τα πρώτα θύματα μεταξύ των επιβατών, την ανέχεια και την αγωνία, έρχονται κοντά, ψυχικά και σωματικά, ερωτεύονται θα μπορούσαμε να πούμε, όπως καμία φορά συμβαίνει μεταξύ αγνώστων όταν γνωρίζονται κάτω από ακραίες συνθήκες. Στο βαγόνι από ένα σημείο και μετά οι σαράντα κάτοικοί του βάζουν στην άκρη όλες τις κοινωνικές συμβάσεις. Τρώνε, αφοδεύουν και κάνουν έρωτα σκουντώντας ο ένας τον άλλο για να κάνουν λίγο χώρο και να καλύψουν μια ακόμα βασική ανθρώπινη ανάγκη στη διάρκεια της φυγής τους.
Φθάνοντας κάποια στιγμή στο σταθμό της Λα Ροσσέλ, ο Φερόν βρίσκει πάλι την οικογένειά του. Εγκαταλείπει την Άννα και συνεχίζει την προηγούμενη ζωή του. Όταν συνάπτεται ανακωχή, οι πρόσφυγες επιστρέφουν στα σπίτια τους. Στα τελευταία χρόνια της Κατοχής η Άννα εμφανίζεται ξανά ταράζοντας την ύπαρξη του Φερον. Την καταδιώκει η Γκεστάπο. Θα θυσιάσει την ασφάλεια της οικογένειάς του για χάρη της; Η Άννα καταλαβαίνει το δίλλημά του και εξαφανίζεται. Λίγες βδομάδες αργότερα ο Φερόν μαθαίνει πως η Άννα εκτελέστηκε.