Ο μπαγάσας του Ντόναλντ Ουέστλεηκ
Στα χνάρια του Ρίπλεϋ, πριν καθιερωθεί ως «ύφος» ήρωα των αστυνομικών ιστοριών, ο Ουέστλεηκ εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα το 1960, με πρωταγωνιστή έναν «συμπαθή» εκτελεστή της μαφίας.
Αρχικός τίτλος The Merceneries (Οι μισθοφόροι), αργότερα The Cutie (Ο μπαγάσας). Αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, που θυμίζει λίγο τις ηρωίδες του Γούλριτζ, καθώς ο αφηγητής μπλέκει άσχημα και βαδίζει προς ένα δυσοίωνο τέλος.
Ο Clay (George Clayton) είναι το δεξί χέρι του μαφιόζου Ed Ganolese. Είναι ερωτευμένος με την Ella, μια ωραιότατη χορεύτρια, η οποία δεν είναι καθόλου «χαζή». Του θέτει το αμείλικτο ερώτημα ποιος είναι ο πραγματικός συναισθηματικός του κόσμος, καθώς πρόκειται για έναν πλήρως απαθή εκτελεστή που «σκοτώνει ανθρώπους σαν να ανοίγει κονσέρβες». Αρκεί το αφεντικό να του πει ότι για το καλό της οργάνωσης πρέπει να βγάλει κάποιον από τη μέση και το κάνει δίχως δεύτερη κουβέντα. Και μάλιστα δίχως να του αρέσει η «εκτέλεση», όπως αρέσει, κατά την άποψή του, σε διάφορους άλλους επαγγελματίες.
Με έναν από αυτούς μάλιστα συνομιλεί: «Τον ρώτησα γιατί απολαμβάνει να σκοτώνει και μου απάντησε: “Ο θάνατος πάντα προκαλεί το ενδιαφέρον, Κλέυ, πάντα συνεγείρει. Ρώτα το πλήθος που μαζεύεται γύρω από ένα τροχαίο ή περιμένει στο πεζοδρόμιο για να δει αν θα πηδήξει τελικά αυτός που ανέβηκε στην ταράτσα ή ρώτα τους θεατές των εκτελέσεων. Το απολαμβάνουν, όπως εγώ όταν τραβάω τη σκανδάλη και ο τύπος σωριάζεται νεκρός. Κι εγώ αναπνέω ακόμα”. Αν δεν έχεις σκοτώσει ποτέ, δεν μπορείς να πεις αν ο φόνος είναι ευχάριστος ή όχι. Εγώ ποτέ δεν τον ευχαριστήθηκα. Πρόκειται για δουλειά και μόνο. Μια δουλειά που πρέπει να την κάνω. Κι αν αφήσω το οποιοδήποτε συναίσθημα να με κυριεύσει, αυτό το συναίσθημα θα είναι η λύπη».
Η Έλλα τρομάζει τόσο πολύ από την αποστασιοποιημένη συμπεριφορά του Κλέυ όταν πρόκειται να εκτελέσει κάποιον, ώστε τον ρωτάει ευθέως αν μπορεί να ζήσει μαζί της. Ο Κλέυ βρίσκεται αντιμέτωπος με το μεγάλο δίλλημα. Και ο ψυχρός εκτελεστής αρχίζει να μας γίνεται λίγο πιο συμπαθής καθώς μετράει τον εαυτό του με κάθε ειλικρίνεια.
«Αυτό που απολαμβάνω δεν είναι το φόνο, αλλά τη φήμη που έχω αποκτήσει. O Εντ δεν έχει παρά να μου κουνήσει το δάχτυλο και να μου πει: Κλέυ, αυτός ο τύπος πρέπει να σταματήσει να αναπνέει, μην τον δώσεις υπεργολαβία, και ξέρει ότι ο τύπος θα πάψει να αναπνέει και δεν θα τον κάνω πάσα σε κάποιον επαγγελματία δολοφόνο ούτε θα κάνω προχειροδουλειά. Ο νόμος δεν μας έχει πλησιάσει για κανένα φόνο που έχω διαπράξει προσωπικά. Είναι μέρος της φήμης μου. Όπως ότι δεν εξαγοράζομαι, δεν φοβάμαι, δεν κοροϊδεύομε. Ο Εντ χρειάζεται κάποιον σαν εμένα, που μπορεί να σκοτώνει όταν χρειάζεται, αλλά που δεν του αρέσει η γεύση του αίματος…Γεγονός που μας γυρίζει στο αρχικό ερώτημα. Μπορώ να παντρευτώ την Έλλα και να συνεχίσω να δουλεύω για τον Εντ Γκαντονέζε; Η δυσάρεστη απάντηση είναι πως όχι. Οπότε πάμε στην επόμενη ερώτηση: τι προτιμώ, την τρέχουσα ζωή και δουλειά μου ή την Έλλα;».
Στην τρέχουσα δουλειά έχει να παίξει και τον ρόλο του ντετέκτιβ, πριν από το ρόλο του εκτελεστή. Να ανακαλύψει τον «μπαγάσα» που πάει να την φέρει στον Εντ. Συμπάσχουμε μερικώς και στο τέλος μάλλον λυπόμαστε, διότι κυνηγώντας τον «μπαγάσα» το πιθανότερο είναι ότι δεν θα τα καταφέρει να βγει ζωντανός από αυτή την υπόθεση…
Είναι ένα από τα τρία βιβλία που σφραγίζουν τη νέα εποχή του αστυνομικού μετά τον πόλεμο: Ο φονιάς μέσα μου (1952), Ο ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϋ (1956), Ο μπαγάσας (1960).