Ο Τόμπυ Πήτερς και ο Ρέημοντ Τσάντλερ
Τον ιδιωτικό ντετέκτιβ Τόμπυ Πήτερς, που δουλεύει μια υπόθεση δολοφονίας στα στούντιο της Μετρο Γκόλντουιν Μάγιερ, κάποιος τον παρακολουθεί στο βιβλίο του Στιούαρτ Καμίνσκυ «Φόνος στο δρόμο της ευτυχίας». Μετά από ώρα ο Τόμπυ αποφασίζει να δράσει. Τραβάει το πιστόλι του και όπως ο τύπος πάει να στρίψει από τη γωνία το χώνει στη μούρη του.
«Ο τύπος πίσω μου παραπάτησε και εμφανίστηκε με το 38αρι μου χωμένο κάτω από τη μύτη του. Ήταν ο καλοντυμένες τύπος από το σαλόνι του φθηνού ξενοδοχείου. Τον έσπρωξα στην είσοδο της πολυκατοικίας και τον τράβηξα στη σκιά. Έμοιαζε έκπληκτος, όχι όμως υπερβολικά και δεν φαινόταν φοβισμένος. Τον έψαξα να δω αν είχε όπλο πάνω του, με τον τρόπο που με είχαν μάθει οι μπάτσοι. Ήταν καθαρός και τον κοίταξα με προσοχή. Φορούσε ένα λεπτό γκρίζο κοστούμι με λευκή γραβάτα και πουκάμισο. Δεν ήταν ντυμένος για παρακολούθηση. Ξεχώριζε σαν χιονόμπαλα σε μια στοίβα κάρβουνα.
Ήταν πενηντάρης. Είχε στρογγυλό πρόσωπο, το στόμα του ήταν μικρό και λιγάκι αδύναμο. Η μύτη του ίσια και φορούσε στρογγυλά γυαλιά με κοκάλινο σκελετό. Τα μαλλιά του είχαν κλίσει προς τα πίσω και ήταν αραιά, αλλά τα είχε χτενίσει στο πλάι για να κρύψει το πέρασμα του χρόνου.
«Εντάξει», είπα, «ποιος είσαι και γιατί με ακολουθείς;»
Έβγαλε μια πίπα και την άναψε. Τα χέρια του δεν έτρεμαν, η φωνή του ήταν λίγο σφιγμένη, αλλά απολύτως ήρεμη.
«Το όνομά μου είναι Τσάντλερ. Ρέημοντ Τσάντλερ», είπε ρουφώντας την πίπα του. «Είμαι συγγραφέας. Γράφω αστυνομικά μυθιστορήματα».
«Αυτό δεν εξηγεί τί γύρευες στο κωλοχανείο και γιατί με πήρες από πίσω», του σφύριξα μέσα από τα δόντια μου όσο πιο απειλητικά μπορούσα, αλλά εκείνος με κοίταξε με ενδιαφέρον και ύφος σαν να το διασκέδαζε.
«Κάθομαι συχνά στα σαλόνια ξενοδοχείων και μαζεύω στοιχεία για τους χαρακτήρες μου και για τους διαλόγους. Το μέρος ήταν χειρότερο από αυτά που συνηθίζω να πηγαίνω, αλλά άξιζε τον κόπο. Βρήκα εσένα. Είσαι ο πρώτος πραγματικός ιδιωτικός που βλέπω σε ώρα εργασίας».
Δεν μπορούσα να πω αν με δούλευε ή όχι. Η ιστορία μου ακουγόταν αφελής.
«Τί βιβλία έχεις γράψει;»
«Ένα που λέγεται Ο μεγάλος ύπνος και πρόσφατα ένα άλλο, το Αντίο γλυκιά μου».
«Δεν τα έχω ακούσει».
«Τα αστυνομικά που είχαν επιτυχία τα τελευταία πέντε χρόνια μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού κάποιου που έχει δύο μόνο δάχτυλα», είπε αναστενάζοντας.
Τώρα μου φάνηκε κάπως πιο πολύ για συγγραφέας.
«Δεν μου μοιάζεις επικίνδυνος», παραδέχθηκα, «αλλά…»
«Είμαι πολύ επικίνδυνος με μια βρεμένη πετσέτα», είπε χαμογελώντας ειρωνικά. «Το αγαπημένο μου όπλο είναι ένα εικοσαδόλαρο. Το οποίο σπάνια το έχω στην τσέπη μου. Κοίτα, μπορείς να ελέγξεις εύκολα την ταυτότητά μου. Εκδότης μου είναι ο Κνοπφ. Μένω στη Σάντα Μόνικα με τη γυναίκα μου Σίσυ…»
Του είπα πως ακριβώς αυτό θα έκανα. Τον έβαλα σε μια ταβέρνα σε σημείο να τον βλέπω και πήγα στον τηλεφωνικό θάλαμο. Είχα την εντύπωση πως ήταν άνθρωπος θλιμμένος, κουρασμένος από τη ζωή, αλλά κάτι είχε ξυπνήσει μέσα του και χαμογελούσε καθώς κάπνιζε.