Que la Bete Meure
“Ο άνθρωπος που μετατρέπεται σε κτήνος
απαλλάσσεται από τον πόνο του να είναι άνθρωπος”
Ένα μικρό αγόρι που κάνει διακοπές στη Βρετάνη παρασύρεται από ένα σπορ αυτοκίνητο, εγκαταλείπεται αβοήθητο και τελικά υποκύπτει στα τραύματά του. Ο πατέρας του παιδιού, Charles Ternier, βλέποντας την αστυνομία να αντιμετωπίζει το δυστύχημα γραφειοκρατικά και αδιάφορα, ορκίζεται να εντοπίσει το δολοφόνο και να πάρει το νόμο στα χέρια του.
Ο σκηνοθέτης Claude Chabrol είναι από τους μεγαλύτερους μάστορες του γαλλικού (crime) cinema, με καριέρα πέντε δεκαετιών. Σε αντίθεση με άλλους, πολυσυζητημένους συμπατριώτες του όπως ο Jean Pierre Melville και ο Jacques Deray, o Chabrol επιλέγει μια προσγειωμένη οπτική για την αφήγηση αποτρόπαιων καταστάσεων. Τα εγκλήματα που περιγράφονται στις ταινίες του, συνήθως αφορούν προσωπικές υποθέσεις, απιστίες συζύγων, πράξεις εκδίκησης και παντού κυριαρχεί η αμφιβολία και η έλλειψη εμπιστοσύνης. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με κλέφτες, αστυνόμους και γοητευτικούς δολοφόνους, αλλά με αποτυχημένα ζευγάρια, ερωτικά τρίγωνα και καθημερινούς ανθρώπους που η μοίρα οδηγεί στον παραλογισμό.
Αναμενόμενα, με τις υποθέσεις που περιγράφονται να είναι πιο προσγειωμένες, έτσι και το cast των ταινιών του Chabrol είναι εξαιρετικά ταλαντούχο, αλλά λιγότερο φαντεζί από των Melville και Deray. Στη διανομή δε συναντάμε ούτε Alain Delon, ούτε Yves Montand, ούτε Jean Gabin, ούτε Catheurine Deneuve, αντίθετα οι ρόλοι μοιράζονται σε ηθοποιούς που παραπέμπουν λιγότερο σε μοντέλα για φωτογραφήσεις και περισσότερο σε κοινούς, καθημερινούς ανθρώπους.
Το “Que la Bete Meure” είναι ίσως το καλύτερο crime movie του Chabrol και από τις κορυφαίες στιγμές του είδους στη Γαλλία. Βασισμένο στο βιβλίο του Nicholas Blake (ψευδώνυμο του Cecil Day Lewis, πατέρα του ηθοποιού Daniel Day Lewis) παρακολουθεί την επίμονη και μεθοδική προσπάθεια ενός απελπισμένου πατέρα να εντοπίσει το δολοφόνο του γιου του. Ο Charles Ternier είναι ένας ευγενικός και καλλιεργημένος αστός, όχι ένας άνθρωπος του υποκόσμου, ούτε ένας ερευνητής εγκλημάτων. Παρόλα αυτά, όταν βλέπει τις αρχές να μην ασχολούνται εντατικά, αποφασίζει να προσεγγίσει ο ίδιος το πρόβλημα, ψάχνοντας με υπομονή και να πει ψέματα όπου χρειαστεί, αρκεί να φτάσει στο στόχο του. Το concept θυμίζει κάπως το σκανδιναβικό “In Order of Disappearance”, όμως εδώ τα γεγονότα είναι εντελώς τυχαία, οι αντίπαλοι ισάξιοι, το οργανωμένο έγκλημα δεν κάνει πουθενά την εμφάνισή του και βασικά, δεν υπάρχει η παραμικρή διάθεση σαρκασμού και γελοιοποίησης των καταστάσεων.
Στο ρόλο του πατέρα συναντάμε τον Michel Duchaussoy, o οποίος παίζει εξαιρετικά και κουβαλάει στην πλάτη του ολόκληρη την ταινία. Με τους τίτλους αρχής γκρεμίζεται όλη του η ζωή, όταν ένα μαύρο Mustang παρασύρει το παιδί του. Μετά το αρχικό σοκ – με τον πόνο να του σιγοτρώει τα σωθικά – κάθεται μπροστά στο γραφείο του και ζυγίζει την κατάσταση με χαρτί, μολύβι και στρατηγική. Γυρνάει τριγύρω, ρωτάει κόσμο, ψαχουλεύει σε μάντρες αυτοκινήτων για χτυπημένα φτερά αυτοκινήτων και καταγράφει τα πάντα στο ημερολόγιό του. Παρόλα αυτά, όσο κι αν προσπαθεί να φερθεί ψυχρά κι αποστασιοποιημένα, είναι άσχημα χτυπημένος από τη μοίρα και ξεσπάει με φαινομενικά ασήμαντα πράγματα, όπως όταν μια γυναίκα τον κοροϊδεύει για το παιδικό αρκουδάκι που βρίσκει στο σπίτι του. Ο Duchaussoy είναι πάντοτε μετρημένος, πειστικός κι εξαιρετική επιλογή για το ρόλο.
Οι άλλοι δύο χαρακτήρες που ξεχωρίζουν είναι του δολοφόνου και της κουνιάδας του (η οποία εμπλέκεται συναισθηματικά με τον πρωταγωνιστή). Ο Jean Yanne – σταθερή παρουσία και αξία στις ταινίες του Chabrol – υποδύεται ένα ανθρώπινο τέρας, έναν άξεστο, νεόπλουτο μεγαλέμπορο αυτοκινήτων που υποτιμάει και καταπιέζει τους πάντες γύρω του, σεβόμενος μονάχα την αντιπαθητική και ξιπασμένη μητέρα του. Μένει σε μια υπέροχη αγροικία, πασπατεύει την υπηρέτριά του μπροστά σε όλους και σηκώνει με το παραμικρό χέρι στον ανήλικο γιο του. Ακούγεται σα μια καρικατούρα, κομμένη και ραμμένη έτσι ώστε να βρει δίκαιο θάνατο με την αυλαία. Όμως ο Yanne κατορθώνει να αποδώσει μια αυθεντική περσόνα άξεστου και μεγαλομανούς χωριάτη, για την οποία ο άτυχος πατέρας θα γράψει στο ημερολόγιό του “φοβόμουν μήπως τον συμπαθήσω, αλλά τελικά πρόκειται για ένα κτήνος που όλοι γύρω του σιχαίνονται”. Η Caroline Cellier υποδύεται την κουνιάδα, μια γοητευτική ηθοποιό της τηλεόρασης, ασταθή ψυχολογικά, αλλά όχι χαζοβιόλα. Είναι όμορφη και πειστική στο ρόλο, όχι στα πρότυπα μιας εκθαμβωτικής παρουσίας αλά Ursula Andress και Raquel Welch, αλλά μιας ευαίσθητης, νεαρής κοπέλας που θυμίζει την Stephane Audran, από τα άλλα έργα του Chabrol.
Η ταινία δεν είναι whodunit, καθώς ο θεατής γνωρίζει από την αρχή το δολοφόνο. Οι κεντρικές θεματικές είναι η αυτοδικία και οι επιπτώσεις στη ζωή και την ψυχολογία των ηρώων, πριν και μετά από μια πράξη εκδίκησης. Σχεδόν στα μέσα του “Que la Bete Meure” ο πατέρας έρχεται σε επαφή με το δολοφόνο του παιδιού του κι έχει άπειρες ευκαιρίες να τον ξεπαστρέψει. Όμως εκείνος τον μελετάει καρτερικά, τον παρακολουθεί να βιάζει τις ζωές των μελών της οικογένειάς του και συλλογίζεται μέχρι την τελευταία στιγμή, αν αξίζει πράγματι να τον τελειώσει. Θα καλμάρει η εκδίκηση τον πόνο του; Θα επαναφέρει άραγε τις χαμένες ισορροπίες στην οικογένεια του θύτη; Η μήπως η δολοφονία θα μπλέξει ακόμα περισσότερο τις ταραγμένες ζωές τους;
Η ματιά του σκηνοθέτη δεν έχει κανένα διδακτισμό, ούτε τοποθετείται υπέρ της πράξης εκδίκησης. Αντίθετα, ο Chabrol παρακολουθεί σαν εξωτερικός, ουδέτερος παρατηρητής ανθρώπους που είναι ικανοί κι έξυπνοι, όμως τα παιχνίδια της μοίρας τους υπερβαίνουν. Η ονειρική κινηματογράφηση της Βρετάνης σε συνδυασμό με την υπέροχη μουσική, ενισχύει την εσωτερικότητα και τη μελαγχολία της ταινίας. Παρότι τα τοπία είναι πανέμορφα, ο θεατής εισπράττει παγωμάρα και παρακμή. Το τέλος που επιλέγεται είναι ίσως τραβηγμένο και πολλοί ενδέχεται να ξενίσουν. Προσωπικά πιστεύω ότι ο Chabrol περισσότερο θέλησε να κάνει έναν επίλογο ανακατεύοντας μέχρις εσχάτων την ψυχοσύνθεση των ηρώων, παρά να δημιουργήσει προβληματισμό για “το τι ήθελε να πει” και για το “ποιος είχε δίκιο”.
Ακόμα και με το αμφιλεγόμενο τέλος του, το “Que la Bete Meure” είναι ένα crime cinema αριστούργημα που βασίζεται σε εσωτερικές εντάσεις, δραματικές καταστάσεις και σχεδόν καθόλου σε κυνηγητά κι αίματα. Από αυτήν εδώ τη στήλη έχουμε συχνά προσπαθήσει να αναδείξουμε ταινίες πιο ακατέργαστες, καλτ, έως και σκουπιδιάρικες εφόσον μας τράβηξαν το ενδιαφέρον. Στη συγκεκριμένη ταινία είναι δύσκολο να βρεθεί ψεγάδι σε επίπεδο υποκριτικής, σκηνοθεσίας, λεπτομερειών και έντασης. Είναι καλλιτεχνική και προσεγμένη, χωρίς να γίνεται δήθεν και ανώδυνη. Αντιθέτως, είναι φορτισμένη συναισθηματικά κι αποπνικτική, χωρίς να πέφτει ούτε μια σφαίρα. Βεβαίως, αν το ενδιαφέρον σας για αστυνομικές ταινίες εξαντλείται στον (υπέροχο) Walter Hill και στην ανελέητη ανταλλαγή πυρών, εδώ μάλλον θα κοιμηθείτε. Αν όμως γοητεύεστε από ιστορίες εκδίκησης εκτελεσμένες από ανθρώπους της διπλανής πόρτας, η ταινία του Chabrol θα σας καθηλώσει. Είναι μια λιγότερο γκλαμουράτη εκδοχή των αφηγημάτων της Patricia Highsmith, με χαρακτήρες πιο απτούς, αλλά εξίσου αδίστακτους κι αποφασισμένους.