Ο αστυνομικός στον παλαιό ελληνικό κινηματογράφο
Είναι πολύ ενδιαφέρον να μελετήσει κανείς τον τρόπο που παρουσιάζονται και δρουν οι αστυνομικοί στα έργα του παλαιού Ελληνικού Κινηματογράφου. Με τον όρο «Παλαιό Ελληνικό Κινηματογράφο» εννοούμε τη βιομηχανική περίοδο της μαζικής-εμπορικής παραγωγής ταινιών που χαρακτηρίζει την περίοδο 1955-1975. Ο εμπορικός κινηματογράφος άνθησε γιατί υποστηρίχτηκε από ένα μετεμφυλιακό και προσφάτως αστικοποιημένο κοινό, που από τη μια είδε στη μεγάλη οθόνη ήρωες και καταστάσεις που του θύμιζαν τα προβλήματά του, τα ήθη του, την ιδεολογία του και έβρισκε πολλά κοινά χαρακτηριστικά (φτώχεια, εσωτερική μετανάστευση, εξεύρεση δουλειάς, προσπάθεια για ανέλιξη και κοινωνική καταξίωση, κ.α.) και από την άλλη ο κινηματογράφος αποτελούσε μια φτηνή και προσιτή διασκέδαση για όλη την (φτωχή) οικογένεια (Παραδείση, 1991).
Οι ταινίες αυτής της περιόδου τυποποιούνται σε κωμωδίες, αισθηματικά δράματα, μιούζικαλ, αστυνομικές, κοινωνικής καταγγελίας, ιστορικές, φουστανέλας, κ.α. (Παραδείση, 1991). Σε πολλά από αυτά τα είδη υπάρχουν ρόλοι αστυνομικών. Στο παρόν σημείωμα θα αναφερθούμε μόνο στον αστυνομικό της κωμωδίας και της αστυνομικής ταινίας.
Ο Κώστας Χατζηχρήστος ως Ηλίας του 16ου. Εδώ με τον Θανάση Βέγγο.
Η ΚΩΜΩΔΙΑ
Η κωμωδία όπως και τ’άλλα είδη του παλαιού ελληνικού κινηματογράφου κυριαρχείται από τη μικροαστική ηθική και ανάγει σε αξίωμα την ιδεολογία του «βολέματος» και της κοινωνικής αναρρίχησης πάσει θυσία. Η κωμωδία στηρίζεται στην άμεση σχέση που έχει με την επικαιρότητα και τα καυτά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι που έχουν αφήσει το χωριό και έχουν έρθει στην Αθήνα. Οι ταινίες αυτές καθρεπτίζουν την μικροαστική ιδεολογία της εποχής τους, μιας εποχής μετάβασης από την προπολεμική αγροτική Ελλάδα στην ιδιόμορφα αστικοποιημένη Ελλάδα, όπως αυτή αναδύεται μέσα στη δεκαετία του ’60. Ένα άλλο στοιχείο των κωμωδιών είναι οι κωμικοί ηθοποιοί που χάρη στο ταλέντο τους και την ευρηματικότητά τους υπερβαίνουν τις πολλές σκηνοθετικές και αισθητικές ατέλειες των ταινιών και τις κάνουν δημοφιλές θέαμα και για τον σημερινό θεατή (Κούκιος, 1982× Βακαλόπουλος, 1982× Παραδείση, 1991). «Οι κωμωδίες, πολιτικά συντηρητικότατες, αποτυπώνουν εν τούτοις άθελά τους και λόγω της φύσης του μέσου μια σειρά από πληροφορίες για τη μετεμφυλιακή Ελλάδα (οικονομική κρίση, ανεργία, το όνειρο για κοινωνική ένταξη) που είναι δύσκολο να βρεθούν σε οποιαδήποτε άλλη μορφή τέχνης και λόγω της λογοκρισίας της εποχής. Ταυτόχρονα διασώζουν και το ανθρώπινο πρόσωπο μιας κοινωνίας που έχει πια εξαφανιστεί (αλληλεγγύη της γειτονιάς, συντροφικότητα και οικογενειακή σύμπνοια μπροστά σε μια «εξωτερική απειλή», κ.α.) δημιουργώντας κάποια συγκίνηση στους σημερινούς θεατές, πράγμα που δεν καταφέρνουν πολλές σύγχρονες ταινίες (Παραδείση, 1991). Πρόθεση του παρόντος σημειώματος είναι να εντοπίσει μερικά χαρακτηριστικά στοιχεία που παρουσιάζουν οι αστυνομικοί της εποχής σ’αυτές τις ταινίες.
Συνήθως παρουσιάζονται να δρουν ως μονάδες ή ανά δύο και η δράση τους οφείλεται στη δική τους αντίληψη και τακτική περί αστυνομίας και αστυνόμευσης. Η καθοδήγηση από προϊσταμένους εξαντλείται σε διαταγές μέσα σε γραφεία (μεταφορά κρατουμένων, χωρισμό αντίπαλων κατά λογομαχίες). Οι προϊστάμενοι εμφανίζονται μέσα στα γραφεία τους να δέχονται τους ήρωες-πρωταγωνιστές και να παρεμβαίνουν κατευναστικά για τη λύση των διαφορών. Συνήθως ο αστυνομικός που αναλαμβάνει δράση είναι ο αστυφύλακας που περιπολεί πεζός στη γειτονιά. Εμφανίζεται πάντα σε κρίσιμα σημεία (κατά τη διάρκεια της παράβασης, κατά τη συμπλοκή ή παρεξήγηση) και αναλαμβάνει να κυνηγήσει ή να συλλάβει τον παραβάτη, να λύσει την σύγκρουση ή να οδηγήσει τις αντιμαχόμενες πλευρές στο αστυνομικό τμήμα. Ο αστυνομικός είναι παρόν αμέσως μόλις τον χρειάζεται ο/η ήρωας/ηρωίδα ή η πλοκή του έργου, δρα με σωφροσύνη χρησιμοποιώντας την δική του κρίση και λογική και δίνει πάντα δίκαιες λύσεις. Η παρέμβασή του και το κύρος του, που πηγάζουν από τη φύση του
επαγγέλματος που ασκεί εξουσία, δεν αμφισβητούνται σε καμία περίπτωση. Αντίθετα η πλοκή του σεναρίου και οι ήρωες έχουν ανάγκη την παρέμβασή του για να βγουν από αδιέξοδα ή δύσκολες καταστάσεις, γι’αυτό και δέχονται αναντίρρητα την επαγγελματική του αυθεντία.
Στις περισσότερες (φαρσο)κωμωδίες ο ρόλος του αστυνομικού είναι μικρός με δευτερεύουσα σημασία και μόνο σε ελάχιστες είναι πρωταγωνιστικός με την ιδιότητα του αστυνομικού να κυριαρχεί (Ο Ηλίας του 16ου, 1959, του Αλέκου Σακελλάριου× Ο Αδελφός μου ο Τροχονόμος, 1963, του Φιλίππου Φυλακτού× Ο Μελέτης στην Άμεσο Δράση, 1966, του Χρήστου Κυριακόπουλου× Η Κόμισα της Φάμπρικας, 1969, του Ντίμη Δαδήρα). Σ’αυτές τις ταινίες σημαντικό χρόνο καταλαμβάνει η παρουσίαση της προσωπικής ζωής του αστυνομικού, ο οποίος έχει τις ίδιες ακριβώς ανθρώπινες ιδιότητες και ευαισθησίες με τους άλλους ήρωες. Τρέφει αισθήματα για μια κοπέλα, πρέπει να αποκαταστήσει την αδελφή του, επηρεάζεται από τα προβλήματα που έχουν άλλοι άνθρωποι, συμπάσχει και βοηθάει, αντιμετωπίζει χρόνια οικονομικά προβλήματα, κ.α. Τα στοιχεία αυτά κατατάσσουν τους αστυνομικούς στην ίδια μικροαστική τάξη, στην οποία ανήκουν και οι περισσότεροι θεατές των ταινιών και τους κάνουν πιο οικείους και προσιτούς.
Στο «υπηρεσιακό μέρος» της ζωής του αστυνομικού αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι κατά κανόνα έχουμε μια αποδεκτή και καλοδεχούμενη απ’όλους αστυνομική παρέμβαση, η οποία τοποθετείται μέσα στα αποδεκτά όρια του νόμου, των αστυνομικών κανονισμών αλλά και των κοινωνικών κανόνων. Ενώ οι σχέσεις αστυνομίας και κοινού εκείνης της περιόδου είναι προβληματικές (μετεμφυλιακές συγκρούσεις-δικτατορία) ο κινηματογραφικός αστυνομικός της κωμωδίας παρουσιάζεται συμπαθής, αφοσιωμένος και άψογος στο καθήκον του, ενώ οι γκάφες του τονίζουν τις ομοιότητες που έχει με τους άλλους πρωταγωνιστές της κωμωδίας, αποκτώντας έτσι κι αυτός την ανάλογη συμπάθεια του κοινού, που τρέφει προς τους άλλους χαρακτήρες.
Στη σημερινή εποχή δικαίως πολλοί αναπολούν τους αστυνομικούς της ελληνικής κωμωδίας για τους εμπιστευτούν όχι την επίλυση της μεταξύ τους αφελούς παρεξήγησης αλλά του πολύτιμου, για σήμερα, αγαθού της ατομικής ασφάλειας και της ομαλής κοινωνικής διαβίωσης, ιδιαίτερα στα αστικά κέντρα (Ξανθούλης, 1997). Ο αστυφύλακας της γειτονιάς είτε αυτός είναι ο υπερκινητικός Ηλίας του 16ου (Κ. Χατζηχρήστος) είτε ο αδέκαστος τροχονόμος (Ν. Σταυρίδης) είναι σήμερα περιζήτητος από τους πολίτες περισσότερο από ποτέ.
Ο Γιάννης Μπέρτος ως αστυνόμος Μπέκας, στο "Έγκλημα στο Κολωνάκι.
Η ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΤΑΙΝΙΑ
Στο τέλος της δεκαετίας του ’50 και αρχές της δεκαετίας του ’60 ο ελληνικός κινηματογράφος επιχειρεί μια απόπειρα δημιουργίας «φιλμ νουάρ», με όλα τα χαρακτηριστικά αυτού του είδους: βαθύ μυστήριο που διαλευκαίνεται μόνο στο τέλος, νυχτερινές σκηνές καταδίωξης με βροχή, ύπαρξη μοιραίας γυναίκας που παρασύρει στην καταστροφή κάποιον από τους ώριμους πρωταγωνιστές του δράματος. Όμως παρά την εμπορική τους επιτυχία οι ταινίες αυτές παρέμειναν ελάχιστες και δεν δημιούργησαν πραγματικά είδος (Παραδείση, 1991). Ενώ η κωμωδία επέτυχε εξαιτίας περισσότερο των σπουδαίων κωμικών, η αστυνομική ταινία δεν αναπτύχθηκε, αφού είναι δύσκολο είδος. Απαιτούνται ταυτόχρονα σπουδαίοι ηθοποιοί και σπουδαίοι ρυθμοί με έντονη δράση. Λίγες ήταν οι καλές προσπάθειες για αποτελέσματα ανάλογα αυτών των μαιτρ του είδους, των αμερικάνων και γάλλων. Οι ταινίες που ξεχωρίζουν διαθέτοντας ταχύτητα στην εναλλαγή εικόνων, κίνηση του φακού, καταδιώξεις, ύφος, ενότητα και ρυθμό είναι το «Έγκλημα στα Παρασκήνια, 1960» του Ντίνου Κατσουρίδη, θέμα παρμένο από το ομώνυμο αστυνομικό μυθιστόρημα του Γιάννη Μαρή, η «Ληστεία στην Αθήνα, 1969» του Βαγγέλη Σερντάρη και ο «Ζεστός Μήνας Αύγουστος, 1966» του Σωκράτη Καψάσκη (Σολδάτος, 1989).
Άλλες γνωστές αστυνομικές ταινίες της περιόδου είναι: «Πανικός, 1969», «Κατάχρηση Εξουσίας, 1971», «Έγκλημα στο Κολωνάκι, 1959», «Έγκλημα στην Ομόνοια, 1962», «Έγκλημα στο Καβούρι, 1974», «Ενώ Σφύριζε το Τραίνο, 1961», «Λίγο πριν Ξημερώσει, 1963», «Νιάτα στο Πεζοδρόμιο, 1964», «Αμφιβολίες, 1964», «Απαγωγή, 1964», «Κραυγή, 1964», «Αδίστακτοι, 1965», «Ο Λαμπίρης Εναντίον των Παρανόμων, 1967», «Η Ώρα της Αλήθειας, 1969», κ.α. (Βαλούκος, 1998× Σολδάτος, 1989).
Οι ελληνικές αστυνομικές ταινίες προσπαθούν να βρουν αντιστοιχίες με τα αμερικάνικα και γαλλικά φιλμ νουάρ, χωρίς όμως να ξεφεύγουν από το κλασικό σχήμα παράνομη πράξη, αποκάλυψη, τιμωρία. Άλλωστε οποιαδήποτε ανατροπή του θα προϋπόθετε τη σύγκρουση με τη λογοκρισία και μ’ ένα ηθικό κατεστημένο (Σολδάτος, 1991). Τις περισσότερες φορές είναι παρόντα τα δύο βασικά χαρακτηριστικά του αστυνομικού κοκτέιλ, δηλαδή: α) ένας περίεργος φόνος, και β) ένας αστυνομικός-ντετέκτιβ που με σειρά συλλογισμών φωτίζει το μυστήριο (Βαλούκος, 1984).
Συνήθως οι αστυνομικές ταινίες είναι μεταφορές ή επηρεασμένες από αντίστοιχα έργα αστυνομικής λογοτεχνίας. Τα γνωρίσματά τους είναι εκείνα του αστυνομικού μυθιστορήματος. Το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στο κλασικό ερώτημα-αίνιγμα «ποιος είναι ο δολοφόνος». Υπάρχει ένας αστυνομικός-καταλύτης που συγκεντρώνει και συστηματοποιεί τις σπαρμένες ενδείξεις με τέτοιο τρόπο, ώστε να συμπληρώνει με τη μέθοδο του παζλ το πορτρέτο του δολοφόνου. Ο ήρωας αστυνομικός κατέχει χαρακτηριστικά του ντετέκτιβ τύπου Σερλοκ Χόλμς. Είναι ένας καλός παρατηρητής «που τακτοποιεί τα διάσπαρτα στοιχεία σε μια γραμμική ενότητα, αποκαθιστώντας τη λογική τάξη των πραγμάτων. Έτσι «η λύση του προβλήματος δεν είναι παρά μια απλή επανατοποθέτηση των δεδομένων, που ελέγχονται με τη σιδερένια λογική ενός σκακιστή» ενώ «μια επιτόπια έρευνα τον οδηγεί στην επισήμανση κάποιων λεπτομερειών, που αποτελούν το κύριο υλικό μιας πολύπλοκης και σκληρής συλλογιστικής, που οδηγεί στη λύση του μυστηρίου» (Βαλούκος, 1984).
Συνήθως οι τρόποι που παρεμβαίνουν οι αστυνομικοί χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες που ακολουθούν οι δύο σημαντικές σχολές του αστυνομικού μυθιστορήματος. Στην πρώτη ο αστυνομικός λύνει το έγκλημα μέσα από μια προσεκτικά διατυπωμένη σκέψη που περιλαμβάνει την τακτοποίηση διαφόρων ενδείξεων σ’ένα σύστημα λογικής (Σερλοκ Χολμς, Ηρακλής Πουαρό). Στην δεύτερη ο αστυνομικός επεμβαίνει με τη δυναμική του παρουσία και γίνεται ο καταλύτης της δράσης, μέσα από την οποία προκύπτει η λύση (αστυνομικοί του Τσάντλερ, Χάμετ, Κέιν) (Βαλούκος, 1986)
Ο δικός μας αστυνόμος Μπέκας του Γιάννη Μαρή ανήκει μάλλον στην πρώτη κατηγορία. Παρουσιάζεται ως «ένας κοινός τύπος, που μάλλον χαρακτηρίζεται από χοντροκοπιά και αδεξιότητα σε σχέση με τις συμπεριφορές των αστών. Δεν δείχνει αλλά είναι έξυπνος και λίγο πιο τολμηρός από τον καθένα. Έχει μια διαίσθηση αλάνθαστη. Εκεί που οι συνάδελφοί του και ο προϊστάμενός του βλέπουν μια καθαρή περίπτωση, ο αστυνόμος οσμίζεται κάποια κενά, κάτι δεν του στέκεται καλά. Ξέρει ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο καθαρά όσο δείχνουν. Η πραγματικότητα είναι ένα μπερδεμένο κουβάρι που θέλει πολλή δουλειά και σκέψη για να το ξεμπερδέψει. Κάποιες πρωτοβουλίες που παίρνει τον φέρνουν σε σύγκρουση με τους προϊσταμένους του (εκπροσώπους μιας γραφειοκρατικής νοοτροπίας)». «Κάνει μια ήρεμη ζωή, είναι χρόνια παντρεμένος με μια συμπαθητική παχουλή γυναίκα, ζει σε λαϊκή γειτονιά, κυκλοφορεί με το λεωφορείο. Κάνει συντηρητική ζωή, όπως οι περισσότεροι έλληνες εκείνη την εποχή. Αντιπροσωπεύει ένα πολιτιστικό πρότυπο και μια ηθική που συγκρούεται με την ηθική των πλουσίων». Είναι «φορέας μιας απόλυτης ηθικής και μιας τετράγωνης αντίληψης για τη ζωή που διεισδύει, λόγω της δουλειάς του, στον διεφθαρμένο κόσμο της μεγαλοαστικής τάξης. Άνθρωπος ντόμπρος, τίμιος, αυθόρμητος και λιγάκι πρωτόγονος με μια «επαρχιώτικη» κριτική για την αστική τάξη». «Κερδίζει χωρίς να είναι ο αντιπροσωπευτικός τύπος αστυνομικού, ο εκπρόσωπος ενός βίαιου κατασταλτικού μηχανισμού. Αντίθετα, διαθέτει πολλές ευαισθησίες και διατηρεί ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που παραπέμπουν σε ένα οικείο τύπο ανθρώπου» (Σπηλιόπουλος, 1984× Τσοκόπουλος, 1998× Καλαμαράς, 2000).
Στις ελληνικές αστυνομικές ταινίες ο αστυνομικός φθάνει στη λύση του μυστηρίου και στην επιτυχία με τη διανοητική δουλειά και την επίμονη έρευνα για στοιχεία και λεπτομέρειες, τα οποία ταιριασμένα κατάλληλα οδηγούν στην αλήθεια. Η δυναμική δράση του (χρήση όπλου, ανθρωποκυνηγητό, σωματική βία, κλπ) περιορίζεται σε μερικές σκηνές όταν συνήθως «έχουν τελειώσει όλα» και ο δράστης ή οι δράστες έχουν αποκαλυφθεί. Δείχνει να έχει ισχυρή προσωπικότητα, να κατευθύνει με μαεστρία και σιγουριά τους υφισταμένους του και να ελέγχει πλήρως όλες τις ενέργειες των αστυνομικών που ασχολούνται με την υπό έρευνα υπόθεση. Οι υφιστάμενοι πιστεύουν στις ικανότητες του και τον υπηρετούν πιστά συμβάλλοντας στην εξέλιξη της υπόθεσης. Φροντίζει πάντα να είναι στο κατάλληλο σημείο, ώστε να πέφτει στην αντίληψή του η «ύποπτη κίνηση» ή με την παρατηρητικότητά και την επιμονή του να εντοπίζει τα «αξιόλογα στοιχεία» που έχουν αφήσει οι δράστες στο τόπο του εγκλήματος ή στα μέρη από τα οποία πέρασαν. Η δράση του αστυνομικού είναι καταλυτική για να επικρατήσει το «Καλό», η «Ηθική» και το «Δίκαιο του Νόμου» γι’αυτό γίνεται συμπαθής από τους θεατές, οι οποίοι αισθάνονται ότι ανήκουν στην πλευρά του «Καλού» και του «Δικαίου» και επιθυμούν να αποδοθεί «Δικαιοσύνη». Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Ραφαηλίδης (1984) «έχουμε ανάγκη από δολοφόνους προκειμένου να αισθανόμαστε εξ αντιδιαστολής καλύτεροι εμείς οι «καλοί», που δεν θα ξέραμε πώς να ονομάσουμε την καλοσύνη μας, χωρίς την άρνησή της».
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι η μελέτη ταινιών του παλαιού ελληνικού κινηματογράφου μπορεί να μας δώσει πολλά στοιχεία για την ένταξη του αστυνομικού στο κοινωνικό περιβάλλον της εποχής και τις σχέσεις του με τον κόσμο. Ακόμα περισσότερο μας δείχνει τα πρότυπα αστυνομικών που θα επιθυμούσαν να έχουν οι πολίτες. Δεν είναι τυχαία τα χαρακτηριστικά του ευαίσθητου, τίμιου και συμπαθητικού αστυνομικού της κωμωδίας, ούτε η τετράγωνη λογική, ο επαγγελματισμός και η αποτελεσματικότητα του ήρωα της αστυνομικής ταινίας. Ανάλογα χαρακτηριστικά παρατηρούνται και στον σύγχρονο ελληνικό και ξένο κινηματογράφο, όπως και στη σύγχρονη αστυνομική λογοτεχνία, από την οποία αντλεί σενάρια ο κινηματογράφος. Μόνο που σήμερα στη λογοτεχνία και στον κινηματογράφο παρουσιάζονται έντονα τα ρεαλιστικά στοιχεία της αστυνομικής δράσης με όλα τα θετικά και τα (πολλά) αρνητικά στοιχεία των σύγχρονων αστυνομικών (δράση στο περιθώριο, αλκοόλ, άγνοια της περιπλοκότητας του κόσμου που δρουν, ανασφάλεια, διατήρηση εύθραυστων ισορροπιών, ασάφεια στον ορισμό του παράνομου, διαφθορά, διασυνδέσεις με οργανωμένο έγκλημα και διεφθαρμένους πολιτικούς κλπ). Γνωρίζουμε ότι ο Μπέκας δεν μπορεί να δράσει αποτελεσματικά στον σημερινό κόσμο. Τη θέση του έχουν ήδη πάρει ο αστυνόμος Χαρίτος (Π. Μάρκαρης) και ο αστυνόμος Σούλης (Α. Αποστολίδης), οι οποίοι αξίζει να μελετηθούν είτε στην τηλεοπτική τους εκδοχή (Χαρίτος) είτε στην μυθιστορηματική τους δράση.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
Βακαλόπουλου Χρήστου (1982) Μυθολογίες, Μυθοπλασίες. Σύγχρονος Κινηματογράφος, Ιαν.-Ιουν., σσ. 15-20. Βαλούκου Στάθη (1998) Η Φιλμογραφία του Ελληνικού Κινηματογράφου. Αθήνα: Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών. Βαλούκου Στάθη (1986) Ηρακλής Πουαρό. Μέθοδοι και Στυλ ενός Κυνηγού Δολοφόνων. Διαβάζω, τ. 149, 31-7-1986, σσ. 21-26. Βαλούκου Στάθη (1984) Ιστορίες με Ντετέκτιβ στη Λογοτεχνία και τον Κινηματογράφο. Διαβάζω, τ. 86, 25-1-1984, σσ. 26-31. Καλαμαρά Βασίλη (2000) Αστυνόμος Μπέκας, ο Έλληνας Μεγκρέ. Εφημ. Ελευθεροτυπία-Βιβλιοθήκη, 2-6-2000, σσ. 14-15. Κούκιου Μανόλη (1982) Ελληνική Φαρσοκωμωδία. Σύγχρονος Κινηματογράφος, Ιαν.-Ιουν., σσ. 7-9. Ξανθούλη Γιάννη (1997) Που ζει ο Ηλίας του 16ου; Εφημ. Ελευθεροτυπία, 12-08-1997, σ. 20 Παραδείση (1991) Ο Παλιός και ο Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος. Ρέθυμνο: Πανεπιστημιακές Παραδόσεις. Ραφαηλίδη Βασίλη (1984) Η Ηθική Χρησιμότητα του Φόνου στο Αστυνομικό Μυθιστόρημα. Διαβάζω, τ. 86, 25-1-1984, σσ. 46-48. Σολδάτου Γιάννη (1989) Ιστορία του Ελληνικού Κινηματογράφου, 2ος τόμος, Ε΄ έκδοση. Αθήνα: Αιγόκερος. Σπηλιόπουλου Βασίλη (1984) Ανιχνεύοντας τον κόσμο του Γιάννη Μαρή. Διαβάζω, τ. 86, 25-1-1984, σσ. 39-45. Τσοκόπουλου Βάσια (1998) Ο κόσμος του Γιάννη Μαρή. Εφημ. Καθημερινή-Επτά Ημέρες, 28-6-1998, σσ. 11-13.
ΙΩΣΗΦ ΚΑΜΠΑΝΑΚΗΣ
Δημοσιεύτηκε στην Αστυνομική Ανασκόπηση, Μάρτιος-Απρίλιος 2003, 20(218), 178-181