Drive
Ο ανώνυμος οδηγός δουλεύει σε ένα από τα χιλιάδες συνεργεία αυτοκινήτων του Los Angeles και ευκαιριακά εκτελεί επικίνδυνα stunts σε κινηματογραφικές παραγωγές. Μετά τη δύση του ήλιου, χρησιμοποιεί τις εντυπωσιακές ικανότητές του πίσω από τιμόνι για να βοηθήσει ληστές να διαφύγουν από την αστυνομία. Μοναδικό του ενδιαφέρον πέρα από τα αυτοκίνητα και την οδήγηση, είναι μια αθώα γειτόνισσά του κι ο ανήλικος γιος της. Οι τρεις κάνουν παρέα και βολτάρουν στην ηλιόλουστη California, μέχρι που ο σύζυγος της κοπέλας και πατέρας του μικρού αποφυλακίζεται. Ο άντρας χρωστάει χρήματα σε αδίστακτους εγκληματίες και ο οδηγός – παρασυρμένος από τα αισθήματά του για τη μητέρα και το παιδί της – αποφασίζει τον βοηθήσει να ξεχρεώσει.
Ο Nicolas Winding Refn είναι ένα αμφιλεγόμενος σκηνοθέτης, που του αρέσει να προκαλεί με μεγαλόστομες δηλώσεις, χωρίς να στερείται φαντασίας και ικανοτήτων πίσω από την κάμερα. Μετά την πολύ ενδιαφέρουσα τριλογία Pusher, όπου με ελάχιστα χρήματα και μεγάλο θράσος, απεικόνισε τη μικροεγκληματικότητα και το κουκουλωμένο περιθώριο στην καθωσπρέπει Δανία, πήγε στην Αμερική και αφοσιώθηκε σε αυτό που ξεχωρίζει: Να δημιουργεί σινεμά με μεγάλες δόσεις βίας, υποβλητική ατμόσφαιρα και καταστάσεις άγριες και ταυτόχρονα ανθρώπινες.
Το κινηματογραφικό Drive βασίστηκε στο ομώνυμο (και σχετικά επιτυχημένο) βιβλίο του James Sallis, με πρωταγωνιστή έναν ανώνυμο οδηγό που μεταφέρει ληστές με το αυτοκίνητο στην Arizona και την California. Η ταινία έσκασε σα βόμβα το 2011, σαρώνοντας στο Φεστιβάλ των Κανών και φιγουράροντας στα πρωτοσέλιδα των κινηματογραφικών περιοδικών. Οι εισπράξεις ξεπέρασαν τα 80 εκατομμύρια δολάρια από έναν προϋπολογισμό 15 εκατομμυρίων και ο Refn αναδείχτηκε σαν το κινηματογραφικό Next Big Thing. Στη συνέχεια, το Drive αποδομήθηκε από κριτικούς που έγραψαν ότι πρόκειται για αποθέωση του στυλ σε βάρος της ουσίας, ότι όλοι οι χαρακτήρες είναι καρικατούρες κι ότι τελικά ο θεατής παρακολουθεί για εκατό λεπτά παρέλαση τεράτων, υπερβολική βία και λουτρά φώτων NEON.
Όπως και το πρωτότυπο βιβλίο, έτσι και η ταινία του Refn βασίζεται στην ατμόσφαιρα, με πολλά πράγματα να μην εξηγούνται και τους χαρακτήρες να φαντάζουν μονοδιάστατοι. Παρόλα αυτά, η κινηματογράφηση είναι πραγματικά υπέροχη και οι εικόνες δένουν με τη μουσική με τρόπο ανεπανάληπτο. Ο σκηνοθέτης δεν ανακαλύπτει τον τροχό, ούτε τετραγωνίζει τον κύκλο. Πατάει στην παράδοση του νέο-νουάρ (ή ΝΕΟΝ-νουάρ) των ‘70s και ‘80s – ειδικά στην ταινία του Walter Hill, The Driver – και τη μεταφέρει αποτελεσματικά στη σύγχρονη πραγματικότητα. Στους δεύτερους ρόλους συναντάμε έμπειρους βετεράνους όπως ο Ron Perlman και ο Bryan Cranston (o Walter White του Breaking Bad) και σύγχρονους επαγγελματίες, όπως ο Oscar Isaac, η Christina Hendricks (του Madmen) και η Carrey Mulligan. Αυτός όμως που κλέβει την παράσταση, με την εσωτερική και υπόγεια ερμηνεία του είναι ο οδηγός, Ryan Gosling. Για πολλούς παίζει ανέκφραστα και σα ρομπότ, η προσέγγιση όμως του μονοκόμματου, αυτιστικού και αποφασισμένου ήρωα είναι άκρως αποτελεσματική. Η εικόνα ενός αμίλητου, στεγνού άντρα, που κρατάει ένα σφυρί και το βλέφαρό του δεν παίζει καθόλου είναι άκρως τρομακτική και ταιριαστή σε crime μυθοπλασία.
Είναι αλήθεια ότι ο Refn ποντάρει πολλά στο στυλ και ζητάει από το θεατή του να μπει στη βάρκα και να αφεθεί μέσα στο ήρεμο κανάλι της ταινίας, που εξελίσσεται σε χείμαρρο την τελευταία μισή ώρα. Όμως, δεν έχουμε να κάνουμε με Cinema du Look στα πρότυπα των Besson και Carax, αντίθετα παρακολουθούμε με ενδιαφέρον το ταξίδι των ηρώων (που είναι στην πλειοψηφία τους ελαττωματικοί και προβληματικοί), τις αποφάσεις τους και τις δράσεις τους μέσα σε ένα μακελειό φωτισμού και ήχων.
Δυστυχώς, ο Δανός δημιουργός φαίνεται να εγκλωβίστηκε στο στυλ στις επόμενες δουλειές του, βάζοντας σε δεύτερη, ή τρίτη μοίρα το σενάριο και την πλοκή. Το Drive είναι η τελευταία του δουλειά που ο θεατής παρακολουθεί με την καρδιά και το μυαλό του. Πρόκειται για μια από τις πλέον ενδιαφέρουσες crime fiction ταινίες από το 2000 και μετά και μια ιδανική εισαγωγή στο σύμπαν του αμφιλεγόμενου, Δανού auther. Τέλος, δουλειές του James Sallis έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά και θα ικανοποιήσουν τους φίλους των σκληρών, ατμοσφαιρικών αστυνομικών ιστοριών, με σκοτεινούς κι αμφιλεγόμενους ήρωες.