Τα πουλιά της Μπανγκόκ, του Manuel Vazquez Montalban
O Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν γεννήθηκε στη Γαλικία το 1939 από πατέρα κομμουνιστή και μητέρα αναρχοσυνδικαλίστρια. Σπούδασε φιλοσοφία και λογοτεχνία. Μέλος του Κ.Κ.Ισπανίας, σε ηλικία 23 ετών, προδωμένος από συντρόφους του, φυλακίζεται και βασανίζεται. Εμφανίζεται το 1967 ως ποιητής και μεταφράζει T.S.Eliot, τον οποίο, παρά την ιδεολογική τους αντίθεση, θαύμαζε.
Οι περιπέτειες του μελαγχολικού και μηδενιστή Πέπε Καρβάλιο αποτελούν το γνωστότερο κομμάτι του μυθιστοριογράφου, δοκιμιογράφου, ποιητή, ευθυμογράφου, πολιτικού ρεπόρτερ, αρθρογράφου στην «ElPais» και συγγραφέα γαστρονομίας. Η φιγούρα του ντετέκτιβ Καρβάλιο εμφανίστηκε το 1972 στο βιβλίο ‘’Εγώ σκότωσα τον Κέννεντυ’’. Ευρύτερα γνωστός όμως γίνεται το 1979 με τις ‘’Θάλασσες του Νότου’’, όπου κερδίζει και την πρώτη τιμητική του διάκριση στην Ισπανία. Ακολούθησαν πολλές και διεθνείς.
Πέθανε το 1992 στο αεροδρόμιο της Μπανγκόκ από ανακοπή καρδιάς, επιστρέφοντας από ένα ταξίδι του στην Αυστραλία. Ο Αντρέα Καμιλλέρι, μεγάλος θαυμαστής του, ονόμασε προς τιμήν του τον ήρωα του, Salvo Montalbano.
«Συνειδητοποιείτε ότι εμείς, οι ιδιωτικοί ντετέκτιβ, είμαστε τα βαρόμετρα της καθιερωμένης ηθικής; Σας το λέω, η κοινωνία είναι σάπια. Δεν πιστεύει σε τίποτα», δηλώνει ο Πέπε Καρβάλιο στο φίλο του, Μπισκουτέρ, στις ‘’Θάλασσες του Νότου’’. Με έντονα κριτική ματιά πάνω στην μοντέρνα μετα-φρανκική κοινωνία, οι ιστορίες με τον Καρβάλιο αποτελούν μια υπέροχη μίξη από αστυνομική λογοτεχνία, κοινωνικό σχολιασμό, χιούμορ και γαστρονομική απόλαυση. Ο ήρωας, alterego του Μονταλμπάν, βρίσκεται στον αντίποδα του κλασσικού ιδιωτικού ντετέκτιβ, διαθέτοντας μια πολύπλοκη και αντιθετική προσωπικότητα. Είναι ο καθρέφτης της κοινωνίας στην οποία συνυπάρχει ο κυνικός, ο παρατηρητής και ο ειρωνικός σχολιαστής της.
Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αποτελεί ο κυνισμός με τον οποίο αντιμετωπίζει τα γεγονότα της ζωής, απόρροια του παρελθόντος του. Στην αντιφατική του φιγούρα ενσαρκώνονται οι ψευδαισθήσεις και η απογοήτευση που δημιούργησε στον μέσο Ισπανό, η μετάβαση στην Δημοκρατία. Όσον αφορά λοιπόν τον επιδιωκόμενο κοινωνικό του σκοπό, τα μυθιστορήματα του Μονταλμπάν, σύμφωνα με την Anne Mullen (CrimescenesDetectiveNarrativesinEuropeanCulturesince 1945), ασκούν μια επιβλητική έλξη στη συλλογική μνήμη αυτών, που δεν επιθυμούν να θυμούνται.
Ta πουλιά της Μπανγκόκ
Μετάφραση: Χρ. Θεοδωροπούλου
(ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ 2005)
Μια απερισκεψία, ή ίσως η ελαφρότητα που χαρακτήριζε τη ζωή της οδηγεί την θελκτική για άντρες και γυναίκες Θέλια Ματάις Θερβέρα στον άλλο κόσμο. Ο Δαλμάσες και η Δονάτο ζηλεύουν που δεν είναι μαζί της εκείνη τη νύχτα, όταν η Μάρτα Μιγέλ, βλέποντας να χάνει το αντικείμενο του πόθου της και νοιώθοντας να εισπράττει μια βάναυση, κατ’ εκείνη, καταφρόνια, κτυπάει θανάσιμα στο κεφάλι την Θέλια με μια παγωμένη μποτίλια σαμπάνιας.
Προφανώς, αυτή θα πρέπει να είναι και η ιστορία του βιβλίου. Μοιάζει με κινέζικη, αστυνομική ιστορία, όπου ο αναγνώστης γνωρίζει μεν τον δράστη αλλά ακολουθεί τη σκέψη και τις κινήσεις του Επιθεωρητή, που τον οδηγούν στην αποκάλυψη του ενόχου. Όμως όχι! Με τον Μονταλμπάν δεν βγάζει κανείς εύκολα συμπεράσματα. Διότι αμέσως μετά τη σκηνή της δολοφονίας εμφανίζεται ο Πέπε Καρβάλιο ν’ αναπολεί ένα ταξίδι του στην Μπανγκόκ και να εξηγεί έτσι και τον τίτλο του βιβλίου…(Είκοσι φορές είπα στον εαυτό μου: ‘’Θα ρωτήσεις το όνομα αυτών των πουλιών’’ και ποτέ δεν το ρώτησα. Σε διαβεβαιώνω πάντως ότι κάθε σούρουπο υπήρχαν μυριάδες εκατομμύρια πάνω στα καλώδια, που συναγωνίζονταν τους υστερινούς θορύβους της Μπανγκόκ, μ’ ένα τιτίβισμα που μπορούσε να είναι τιτίβισμα χαράς ή απελπισίας, ανάλογα με το αν εσύ ήσουν χαρούμενος ή απελπισμένος’’.)
Τι ξέρουμε για τον Πέπε Καρβάλιο; Πληροφορίες που έχουν δοθεί κατά καιρούς απ’ τον δημιουργό του, μας λένε τα εξής: « Ο ήρωας μεγαλώνει την εποχή του Φράνκο, γίνεται μέλος του Κ.Κ.Ισπανίας και εκτίει ποινή δύο ετών ως πολιτικός κρατούμενος, προδωμένος απ’ τους συντρόφους του. Μας θυμίζει κάτι αυτό; Στην συνέχεια εγκαταλείπει την Ισπανία και πηγαίνει στις ΗΠΑ, όπου γίνεται πράκτορας της CIA. Μετά από τέσσερα χρόνια επιστρέφει στη Βαρκελώνη και ανοίγει το ιδιωτικό του γραφείο ερευνών στην φτωχική συνοικία Ράμπλας. Από εκεί, παρέα με τον βοηθό και προσωπικό του μάγειρα(!) Μπισκουτέρ τον οδηγούν οι υποθέσεις του στα πιο διαφορετικά κοινωνικά στρώματα της πόλης αλλά και εκτός αυτής. Κατοικεί στην Βαλβιδρέρα, μια εξοχική περιοχή στα βόρεια της Βαρκελώνης. Είναι παθιασμένος μάγειρας και λάτρης του καλού φαγητού, του ποτού και της γυναίκας.» Αυτά, μόνο για αρχή! Θα μάθουμε πολλά περισσότερα για τον ήρωα στη συνέχεια…
Τα πρώτα τηλεγραφήματα απ’ τη φίλη του Τερέσα Μαρσέ, που βαρέθηκε να βλέπει τον άντρα και τον γιό της, ήταν ευχάριστα. Το τηλεφώνημα της όμως μέσα στη νύχτα ήταν άκρως ανησυχητικό…
(«Είναι θαύμα που μπόρεσα να σου τηλεφωνήσω. Βρίσκομαι σε δύσκολη θέση. Θέλουν να μας σκοτώσουν, Πέπε»
«Να σας σκοτώσουν; Ποιους; Όλο το γκρουπ; Τη λευκή φυλή; Τους Καταλανούς;»
«Τον Άρτσιτ κι εμένα.»
«Ποιος είναι ο Άρτσιτ;»
«Είναι μεγάλη ιστορία και δεν είμαι ασφαλής εδώ. Είναι ο συνοδός μου. Μας κυνηγάνε Πέπε. Σου μιλάω σοβαρά. Κάνε κάτι».
«Τι μπορώ να κάνω;»
«Μίλησε σε κάποιους. Ή έλα εδώ, Πέπε».
«Πέπε, σ’ ότι αγαπάς. Κινητοποίησε κάποιους. Κάνε κάτι αποκεί. Είναι μεγάλη ιστορία, δεν μπορώ τώρα να σου εξηγήσω, αλλά…»)
Ο Καρβάλιο αναστατώνεται. Αναμνήσεις απ’ το δυνατό άρωμα του ‘’Σίνγκαπορ Σλινγκ’’ και του εξωτικού ‘’Μεκόνγκ’’ αναδύονται απ’ τη μνήμη του…
(«Μίλησέ μου για την Μπανγκόκ, αφεντικό. Είναι όμορφη;»
«Μια πόλη μες στη σαπίλα. Τη μοντέρνα πόλη τη σαπίζει ο κόσμος και την παραποτάμια πόλη τη σαπίζει το σκατό. Κι αυτό ισχύει από παλιά, Μπισκουτέρ. Τέλος πάντων».)
Σφήνα ανάμεσα στις δύο υποθέσεις, ο γέρος-Νταουρέλια. Για τον Καρβάλιο, που ακολουθεί τη χρυσή καταλανο-γιαπωνέζικη συνήθεια του, δουλεύοντας το ένα τρίτο της ημέρας ώστε να μπορεί να κοιμάται οκτώ ώρες και να επουλώνει τις πληγές του κορμιού και της ψυχής του τις υπόλοιπες οκτώ, ήταν ότι πρέπει. Η επιχείρηση ‘’Τέντες Νταουρέλια Α.Ε.’’ αποτελείται απ’ τον γέρο, τη γυναίκα του και τα τέσσερα παιδιά του μετά των συζύγων τους. Ένα πραγματικό εργοτάξιο. Αλλά κάποιος δουλεύει περισσότερο για τον εαυτό του…
(«Υπεξαίρεση. Με κλέβουν, μας κλέβουν» τα λόγια του γέρου-Νταουρέλια. «Έλειμμα έξι εκατομμυρίων»
«Κάποιος απ’ την οικογένεια;»
«Αποκλείεται», είπε με τα χείλη μα όχι με τα μάτια του και άρχισε να ενημερώνει τον Καρβάλιο για τις αρετές και τα βίτσια των εξ αίματος και των εξ’ αγχιστείας παιδιών του».)
Η έκβαση του δράματος της εταιρείας ‘’Τέντες και Πισίνες Νταουρέλια Α.Ε.’’ καταλήγει σε θυμηδία. Ο γαμπρός Πάμπλο προσπαθεί να καλύψει τις ατασθαλίες του ισχυριζόμενος ακριβά δείπνα στους πελάτες του. Κανείς δεν τον πιστεύει. Ο γέρο-Νταουρέλια φουρκίζεται, αλλά μπροστά στο φευγιό της κόρης του και την απαγωγή των εγγονιών του μαζεύεται και προσπαθεί να σώσει την κατάσταση δίνοντας μια εξαιρετική παράσταση…
(«Εσύ, Πάου, παραδέξου το, το παράκανες, μερικά τέτοια δείπνα ακόμα και θα το κλείσουμε το μαγαζί. Τι σας έδιναν να φάτε; Αρχίδια πιθήκου με μπεσαμέλ;»)
Όλοι γελάνε με το αστείο του πατέρα, ο Καρβάλιο παίρνει την επιταγή και αποχωρεί, αφού πρώτα τσιμπήσει το μάγουλο του Πάμπλο ψιθυρίζοντάς του…(«Όλοι οι μπαγαπόντηδες είναι τυχεροί.»)
Η μαεστρία του Μονταλμπάν στην περιγραφή της οικογένειας και το χαρακτηριστικό του χιούμορ προσφέρουν μια απ’ τις απολαυστικότερες νότες του βιβλίου.
Ο Πέπε Καρβάλιο νοιώθει ως ένας ‘’επικίνδυνος επιζών ‘’ και η Βαρκελώνη είναι το κέντρο του κόσμου του. Παρουσιάζεται τρυφερά ως μια νουάρ πόλη, είναι ένας ‘’χαρακτήρας’’ από μόνη της. Και ο Καρβάλιο ανησυχεί. Ανησυχεί για τις αλλαγές που αναμένονται λόγω των Ολυμπιακών Αγώνων. Η Βαρκελώνη υφίσταται μια διαδικασία εξέλιξης, περιέργως όμως, η διαδικασία της αλλαγής δεν θεωρείται λύτρωση από το παρελθόν. Ίχνη νοσταλγίας για τη χαμένη φύση και μια διάχυτη απογοήτευση για την αστική πρόοδο εναλλάσονται συνεχώς με παιδικές τρυφερές αναμνήσεις. Πόσο πολύ αγαπάει αυτή την πόλη! Κι’ όλα αυτά μαζί δοσμένα μ’ έναν κυνισμό που κάποιες φορές σπάει κόκκαλα…
(Η καρδιά του Καρβάλιο ήταν γεμάτη ευγνωμοσύνη και ένιωσε αλληλέγγυος με τους θαμώνες της πλατείας. Κάθε μέτρο πεζοδρομίου ή πλατείας που ανακτιόταν καταλαμβανόταν αμέσως από παιδιά, γέρους και σκυλιά, τα τρία καλύτερα είδη κατοικίδιων ζώων που υπάρχουν, γιατί ο Καρβάλιο ανέκαθεν θεωρούσε τις γάτες περαστικούς και ακοινώνητους καλεσμένους και τα καναρίνια αιχμαλώτους του επικίνδυνου οίκτου των ανθρώπων.)
Όμως η υπόθεση της Μπανγκόκ ακόμα αργεί. Καλεί τον γείτονα του Φουστέρ για δείπνο. Σπαγγέτι αλά Αναλίσα, σαλτιμπόγκα αλά ρομάνα, Κιάντι του ΄76 και ‘’βιβλία απ΄την βιβλιοθήκη του στο τζάκι’’ είναι το μενού της βραδιάς. Με τελετουργικές κινήσεις ρίχνει στη πυρά οτιδήποτε κάποτε του χάριζε ελπίδες ή του δημιουργούσε όραμα για το μέλλον. Στο λουκούλειο γεύμα γεμάτο πολιτικές νύξεις και άφθονο κυνικό χιούμορ φτάνει αργοπορημένη και θλιμένη η Τσάρο. Έχει πάντα μπροστά της έναν άνθρωπο που αποφάσισε να ‘’παγώσει’’ τα συναισθήματα του. Για τους δικούς του λόγους. Εκείνη είναι πόρνη και του έχει χαρίσει τη καρδιά της, για τους δικούς της λόγους…
(Η Τσάρο δεν άντεξε άλλο και πήγε κοντά του, κάθισε δίπλα του, γύρεψε ένα αγκάλιασμα, ήθελε να χωθεί στην αγκαλιά του θαρρείς και ήταν σπηλιά κι έξω συνέχιζε να βρέχει. «Μου δίνεις την αγωνία σου κι εγώ την παίρνω. Είμαι η τράπεζα της αγωνίας σου, του φόβου σου». Της χάιδεψε τα μαλλιά και την άφησε να κλάψει.)
Άραγε προς τι οι τόσες λεπτομέρειες για τον τρόπο ζωής του Καρβάλιο; Ο Μονταλμπάν τα θέλει όλα στο ΦΩΣ. Περιγράφει έναν άνθρωπο οξυδερκή, ανθρώπινο, ασεβή αλλά έντονα πραγματιστή. Δεν κρύβει τίποτα απ’ τις αντιφάσεις του χαρακτήρα του και δεν θα διστάσει να αποκαλύψει τις σκοτεινές του πλευρές και ουσιαστικά, σε κάποια στιγμή, να τον εξευτελίσει. Όλα αυτά εξηγούν την εμμονή του Πέπε για την Θέλια Ματάις και την προσπάθεια του να αναλάβει την υπόθεση εξιχνίασης της δολοφονίας της. Μπροστά στην άρνηση του άντρα της και του Πεπόν Δαλμάσες πλησιάζει την Ρόσα Δονάτο, η οποία τον ειρωνεύεται και του συμπεριφέρεται με τον χειρότερο τρόπο. Κι’ εκείνος … (Ένιωθε την ανάγκη να βρει τον εαυτό του, μέσα στο γραφείο του, να ξαναβρεί το περιβάλλον του και την επαγγελματική του συνείδηση ύστερα από μια μέρα απανωτών απορρίψεων που είχε επιδιώξει ο ίδιος. Η αγανάκτηση για το φέρσιμό του χρειαζόταν την παρουσία ενός καθρέφτη, ώστε να μπορέσει να τον σπάσει με μια γροθιά και μαζί μ’ αυτόν το είδωλο του.)Κι’ ενώ αποσύρεται στην Βαλβιδρέρα και ‘’γλύφει τις πληγές του’’ δέχεται τηλεφώνημα απ’ την Μάρτα Μιγέλ, την μάρτυρα που είδε τελευταία φορά ζωντανή την Θέλια και κλείνει με βαριά καρδιά ραντεβού μαζί της την επομένη.
Μετά από όλα αυτά, κι’ αφού ο αναγνώστης έχει φτάσει πλέον στην ενενηκοστή σελίδα αρχίζει ουσιαστικά η υπόθεση αναζήτησης της Τερέσα Μαρσέ. Η οικογένεια της δεν είναι σίγουρα συμβατική. Ο έφηβος γιός της Ερνέστ έχει αφήσει έγκυο μια συνομήλικη του και ζουν μαζί σ’ ένα κοινόβιο. Ο σύζυγος, όψιμος χίππυ, δουλεύει περιστασιακά στην Ιμπίθα. Οι γονείς Μαρσέ, πλούσιοι, αλλά χωρίς επαφή με τα παιδιά τους. Ο πατέρας Μαρσέ, πρώην οπαδός του Φράνκο, αυταρχικός και έξαλλος με την κακομαθημένη κόρη του, αρνείται να κινητοποιηθεί και να ενημερώσει το Υπουργείο Εξωτερικών για την εξαφάνιση. Ο Καρβάλιο φεύγει με την διεύθυνση του μικρού στη χούφτα του, δοσμένη κρυφά απ’ την μητέρα της Τερέσα. Θέλει πολύ να βοηθήσει, όμως μόνο κάποιος απ’ την οικογένεια μπορεί να κινητοποιήσει τις αρχές και να πληρώσει τα έξοδα του. Στο πρακτορείο, μαζί με τον Ερνέστο, πληροφορείται πως η Τερέσα αποκόπηκε μόνη της απ’ το γκρουπ και συνήψε σχέση μ’ έναν νεαρό Ταϊλανδέζο πόρνο…(«Η υπόθεση βρωμάει. Η ισπανική πρεσβεία επενέβη, αλλά ο αρχηγός της αστυνομίας της Ταϊλάνδης αυτοπροσώπως τους είπε πως η υπόθεση δεν είναι υπό τον έλεγχό της και ότι αυτό το ζευγάρι ανακατεύτηκε εκεί που δεν του έπεφτε λόγος.. Η Μπανγκόκ… είναι μια τρομερή πόλη, στην οποία όποιος δεν εμπορεύεται ναρκωτικά απ’ το βορρά εμπορεύεται ρουμπίνια απ’ τη Βιρμανία ή γυναίκες και ο καθένας ελέγχει μια εδαφική περιοχή Ο ξεναγός μου είπε : Η υπόθεση βρωμάει.») Στον ξενώνα σκύλων ‘’Πλούτο’’ συναντά τον ξεπεσμένο Πλάνους Ριουτόρτ, ο οποίος είναι ανίκανος να προσφέρει οποιαδήποτε βοήθεια. Ξαναγυρίζει πίσω στον γέρο-Μαρσέ με τον Ερνέστο και τελικά μέσα από γκροτέσκ σκηνές πηγαίνουν όλοι μαζί στο πρακτορείο. Εκεί μαθαίνουν πως η Τερέσα με τον νεαρό φίλο της παρευρέθηκαν τελευταία φορά μαζί στο Τσιάνγκ-Μάι. Έκτοτε εξαφανίστηκαν…(«Έδειχναν ερωτευμένοι.»)
Η ιλαροτραγωδία συνεχίζεται και ο γέρο-Μαρσέ αρνείται πεισματικά να πληρώσει τα έξοδα για την αποστολή του Καρβάλιο στην Μπανγκόνκ.
Απηυδισμένος απ’ τα γεγονότα και χωρίς να έχει αναλάβει καμία υπόθεση έως τώρα συναντά την Μάρτα Μιγέλ. Εκείνη τον προσκαλεί στο σπίτι της για ένα άκρως ιβηρικό γεύμα. Τον περιποιείται με τον καλύτερο τρόπο κι’ ενώ ετοιμάζεται για κάποιες εκμυστηρεύσεις εκείνος αρχίζει να φοβάται, να φοβάται πολύ…(Τα μάτια του Καρβάλιο έβλεπαν τη Μάρτα Μιγέλ να ζυγώνει σαν σκοτεινό βουνό, πονεμένη, πρόστυχη μέσα στον πόνο και στην αγωνία της, και φοβόταν το στόμα της γυναίκας, φοβόταν όλα αυτά που ήθελαν να του πουν λίγο λίγο εκείνα τα χείλη, φοβόταν το βάρος της εξομολόγησης που η γυναίκα ήθελα να ξεράσει πάνω του, και τότε το χέρι του Καρβάλιο πήγε να τη συναντήσει, χώθηκε κάτω από τη φούστα της και ανέβηκε ανάμεσα απ’ τους θραψερούς μηρούς της γραπώνοντας μες στη σφιγμένη του γροθιά το μαλλιαρό και ζεστό της φύλο. Η Μάρτα Μιγέλ τινάχτηκε προς τα πίσω, συνοφρυώθηκε σαστισμένη και αηδιασμένη για να συμπληρώσει την επιθετική παρόρμηση που ανέβηκε στα χείλη της φτύνοντας του κατάμουτρα τη λέξη : «Σιχαμένε!»)Έξοχη γραφή και περιγραφή του ψυχισμού των ηρώων του. Η Μάρτα θέλει να ομολογήσει τη πράξη της αλλά ο Καρβάλιο νοιώθει απλά να μην τον αφορά…
Η κυρία Μαρσέ παίρνει την πρωτοβουλία και του αναθέτει την υπόθεση εντόπισης της κόρης της. Η οικονομική της προσφορά είναι πενιχρή, αλλά του υπόσχεται πως θα τον πληρώσει όσα της ζητήσει…(Ο Καρβάλιο πέταξε τα χρήματα στον απέναντι τοίχο πάνω από το κεφάλι του Μπισκουτέρ και πήγε στην τουαλέτα για να κατουρήσει όλο τον κόσμο και τον εαυτόν του μαζί.)Σε λίγες ημέρες διεξάγονται εκλογές στην Ισπανία. Θα ψηφίσει αναγκαστικά μέσω ταχυδρομείου.
…(Σύννεφα, πάνω απ’ την Μπανγκόκ, ξαφνικά μια πόλη κατάλληλη για το πέταγμα των πουλιών, απλωμένη γύρω από τον Τσάο Πράγια. Μια εικόνα πέρασε από το νου του Καρβάλιο σαν φλας ξεθαμμένο από το σεντούκι των αναμνήσεων. Μια Ταϊλανδέζα μ’ ένα τσιγάρο στον κόλπο, να καπνίζει με τον κόλπο, γυμνή, περιστοιχισμένη από αδειούχους αμερικανούς στρατιώτες με πολιτικά και από ζευγάρια απ’ όλο τον κόσμο που διαπίστωναν, για άλλη μια φορά, ότι οι Ασιάτες τα κάνουν όλα ανάποδα.) Ο Χαθίντο, ο νεαρός ξεναγός του γκρουπ άρχισε να ενημερώνει τους τουρίστες…(Βρίσκονταν σε μια δημοκρατία υπό κηδεμονία, σε μια δημοκρατική δικτατορία, σε μια στρατοκρατούμενη συνταγματική μοναρχία…). Οι πληροφορίες που παίρνει απ’ τη πρεσβεία της Ισπανίας στήνουν μια στιβαρή και αληθοφανή ιστορία, η οποία έχει ως εξής: Το ζευγάρι Τερέσα-΄Αρτσιτ καταδιώκεται από ομάδα μισθοφόρων που δεν σκοπεύουν να τους αφήσουν να βγούν απ’ τη χώρα. Ο ‘Αρτσιτ ήταν μπλεγμένος σε λαθρεμπόριο διαμαντιών. Το απεκάλυψε στην Τερέσα κι’ εκείνη τον έπεισε να υπεξαιρέσει ένα μέρος τους εμπορεύματος και να φύγουν μαζί για την Ευρώπη!!! Ήταν όμως μπλεγμένος στην μυστική εταιρεία που ελέγχει το εμπόριο ρουμπινιών την ‘’Μάι πεν ράι’’. Εκείνοι τον εντόπισαν στο ξενοδοχείο τους, όπου την επομένη η αστυνομία βρήκε ένα πτώμα στο δωμάτιο τους. Το γιο του θρυλικού ‘’Τζανγκλ κιντ’’, κινέζου κομμουνιστή, μέλους του Κουόμιτανγκ και θεσμού σήμερα στον υπόκοσμο και το λαθρεμπόριο ναρκωτικών. Σημαντικό πρόσωπο στην ιστορία παίζει και ο Τσαρόεν, φίδι κολοβό, υπάλληλος του Υπουργείου Εσωτερικών. Και μια προειδοποίηση για το τέλος «Να κάνετε τα αδύνατα δυνατά για να μην σας βάλουν στη φυλακή. Η φυλακή εδώ είναι σκέτη φρίκη.»
Απτόητος πηγαίνει στο ξενοδοχείο Μαλαισία, όπου εμφανίζεται μπροστά του ο Τσαρόεν…(«Είστε ο νεοαφιχθείς Ισπανός;»
Γύρισε και αντίκρυσε μπροστά του ένα Ταϊλανδό με βαμβακερό, κιτρινιάρικο κουστούμι, κακοδεμένη γραβάτα, νεανικό πρόσωπο- που προδινόταν από έντονες ρυτίδες γύρω από τα μάτια και από τα γκριζαρισμένα μαλλιά στον αριστερό του κρόταφο- και με μισάνοιχτα μαβιά χείλη που σχημάτιζαν κάτι που έμοιαζε με χαμόγελο.)Μαθαίνει πως ο Άρτσιτ επέστρεψε τα διαμάντια, όμως πρέπει να πληρώσει για τον χαμό του γιού του ‘’Τζάνγκλ Κιντ’’. Με το ίδιο νόμισμα. Ο Τσαρόεν του δίνει χαρτιά με ονόματα τόπων και προσώπων. Ίσως αυτός να μπορέσει να μάθει κάτι παραπάνω. Κι’ ενώ αυτά συμβαίνουν στην Μπανγκόκ, η Μάρτα Μιγέλ περιφέρεται σαν φάντασμα και ψάχνει απεγνωσμένα να βρει τον Καρβάλιο. Συναντά μόνον τον Μπισκουτέρ, τον Βρωμιούχο και την Τσάρο…
Επισκέπτεται με τον Τσαρόεν, το άγρυπνο μάτι από πάνω του, τους γονείς του Άρτσιτ. Η μητέρα τον εμπιστεύεται και τον στέλνει στο Ταμ Κραμπόκ να συναντήσει έναν ‘’άγιο άνθρωπο’’. Μετά από περιπέτειες, ξεφεύγει απ’ τον Τσαρόεν και συναντά τον μοναχό Τσιν Ραμσούν, αφού πρώτα εκπλήσσεται απ’ το πρωτότυπο μουσικό αρχείο του ηγούμενου!
… («Εμείς πιστεύουμε πως η επιθυμία, το μίσος και ο τρόμος πυροδοτούν τονκόσμο. Έτσι γινόταν πάντα και το ίδιο θα γίνεται εσαεί. Ο Άρτσιτ είναι θύμα της επιθυμίας, του μίσους και του τρόμου και θα πεθάνει ως θύμα. Λυπάμαι γι’ αυτό, γιατί τον αγαπώ, γιατί αγαπώ τη μητέρα του. Μην ξεχάσετε, όμως, τα λόγια μου»),τονίζει στον Καρβάλιο ο μοναχός.
Ενώ συμβαίνουν όλα αυτά οι σοσιαλιστές κερδίζουν την εξουσία με τον Φελίπε Γκονζάλες και οι κομμουνιστές εκλέγουν μόνο πέντε βουλευτές. Καταπίνει τη πίκρα του και συναντά στις όχθες του Τσάο Πράγια τον Κάο Τσονγκ, υπεύθυνο του γραφείου ενοικίαση μικρών σκαφών για τον διάπλου των καναλιών. Θα του προμηθεύσει ιταλικό διαβατήριο. Φτάνοντας επιτέλους στο ‘’Νάρα Λοτζ’’ μαθαίνει πως η μοναδική πελάτισσα του ξενοδοχείου, μια Ιταλίδα, έφυγε την προηγούμενη ημέρα. Έρχεται στα χέρια του το τηλεγράφημα, που έλαβε η Τερέσα, πριν να φύγει. Προσπαθεί να μαντέψει την κατεύθυνση της. Σίγουρα θα προσεγγίζει τα σύνορα της Μαλαισίας, ο μόνος ασφαλής δρόμος για να εγκαταλείψει την Ταϊλάνδη. Μετά από περιπέτειες μέσα στη ζούγκλα, περνάει τα σύνορα. . Στο αεροδρόμιο της Πενάνγκ, στη Μαλαισία, κάτι τον σπρώχει να τηλεφωνήσει στον Μπισκουτέρ και αμέσως μετά πνίγει την επιθυμία του να τσακίσει το τηλέφωνο στον απέναντι τοίχο. Παίρνει οργισμένος το πρώτο αεροπλάνο για την Μπανγκόκ για να πετάξει αργά το βράδυ για την Ισπανία. Στην τελευταία του συνάντηση με τον Τσαρόεν στο αεροδρόμιο τον ρωτάει πάλι για τα πουλιά…(«Μπορεί να σας φανεί ανόητη ερώτηση, δεν θέλω, όμως, να φύγω από την Μπανγκόκ χωρίς να πάρω μια απάντηση. Πρόκειται για το όνομα αυτών των πουλιών…» Ο Τσαρόεν έκλεισε τα μάτια του, ψάχνοντας ίσως μια απάντηση μέσα στη μνήμη του ή προσπαθώντας να μαντέψει την πιθανή κρυφή πρόθεση ή το δούλεμα που κρυβόταν πίσω από την ερώτηση του ξένου. «Swallow», απάντησε. «Χελιδόνια» μετέφρασε νοερά ο Καρβάλιο στη γλώσσα του, ενώ συνάμα στα χείλη του ζωγραφιζόταν ένα χαμόγελο περιπαιχτικό για τον ίδιο του τον εαυτό. «Χελιδόνια. Απλώς χελιδόνια».)
Στη Βαρκελώνη διαβάζει το σημείωμα της Τερέσα. Αποφασίζει να πάει στη Μαρ Μενόρ για να την συναντήσει όμως ο Επιθεωρητής Κοντρέρας τον συλλαμβάνει και τον κατηγορεί για απόκρυψη στοιχείων σχετικά με την υπόθεση της Μάρτα Μιγέλ και του δίνει το σημείωμα που εκείνη άφησε, πριν να φύγει, αγκαλιά με την μητέρα της, απ’ τον ανυπόφορο κόσμο που ζούσε…(«Κύριε Καρβάλιο, παρακάλεσα το Θεό, μα δεν με άκουσε. Εσείς το είχατε μαντέψει και δεν με βοηθήσατε να ξαλαφρώσω. Τώρα, έκλασε η νύφη, σχόλασε ο γάμος».)Τελικά ο Κοντρέρας τον αφήνει ελεύθερο και ο Καρβάλιο φτάνει εξουθενωμένος στην Μαρ Μενόρ. . Αυτή η ιστορία έστειλε πολλούς ανθρώπους στον τάφο αλλά οι ήρωες της έχουν μείνει αλώβητοι. Ο ‘’Τζανγκλ Κιντ’’ είναι στο κατόπι τους. Πως τους ανεκάλυψε; Εδώ υπάρχει σαφώς ένα κενό. Η προφητεία όμως του μοναχού επαληθεύεται. Ο διώκτης τους σημαδεύει ενώ o Ταϊλανδός σηκώνεται για να προστατεύσει την αγαπημένη του. Ίσως να μην πίστευε και ο ίδιος πως ήταν ακόμη ζωντανοί. Ο Καρβάλιο φωνάζει στην Τερέσα. Μάταια. Ο Άρτσιτ πέφτει κάτω κτυπημένος από καραμπίνα….
( Τα χείλη του Άρτσιτ προσπάθησαν κάτι να πουν προτού παραδοθούν στην ακαμψία του θανάτου. Ο Καρβάλιο ήταν πεπεισμένος πως είχαν προσπαθήσει να επαναλάβουν τ’ όνομα των πουλιών, αναγνωρίζοντας τα πουλιά και, μαζί μ’ αυτά, την απέραντη πατρίδα των ουρανών.)
Ο Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν στήνει με έντονα καταλανικά χρώματα και τις πέντε αισθήσεις στο κόκκινο, αριστοτεχνικά το σκηνικό του. Με μια γραφή που την διακρίνει η μουσικότητα και ο εσωτερικός ρυθμός, ο οποίος σε κάποια σημεία γίνεται ξέφρενος, προσφέρει σε συνδυασμό με την οξυδερκή κοινωνικοπολιτική κριτική και το κυνικό του χιούμορ έναν άλλο τρόπο ανάγνωσης. Ιδιότυπος ψυχογράφος ίσως δεν ενδείκνυται για τον αναγνώστη που παθιάζεται με μια ιστορία τύπου (whodoneit). Σε αντίθεση με την οικονομία λόγου του Σιμενόν, λόγω της πληθωρικότητας που τον διακρίνει, σε κάποια σημεία φλυαρεί και αυτό ίσως είναι ένα μειονέκτημα για το βιβλίο.
Υπάρχει επίσης μια εκλεκτική συγγένεια με τον Πάκο Ιγκνάθιο Τάιμπο ΙΙ. Ο ‘’μαγικός ρεαλισμός’’ του Τάιμπο ή ο ‘’κυνικός πραγματισμός’’ του Μονταλμπάν με εργαλείο την ισπανική γλώσσα στις καλύτερές της στιγμές.
Υ.Γ.
Πολύ καλή η μετάφραση της Χρ. Θεοδωροπούλου.
Αναστασία Μπαξεβάνη