Γαιτάνος Γιάννης : «Η μηχανή Singer δεν χωρούσε πουθενά», Ηλέκτρα 2005
►Γιάννης Γαιτάνος: «Η μηχανή Singer δεν χωρούσε πουθενά», Ηλέκτρα 2005
Βιογραφικό Ο Γιάννης Γαϊτάνος γεννήθηκε το 1946 στην Καβάλα. Σπούδασε οικονομικά, μάρκετινγκ και επικοινωνιολογία στη Μεγάλη Βρετανία: στο West London College, στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας του Watford και στο Πανεπιστήμιο του Sussex. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Διατέλεσε επί δεκαπέντε χρόνια υπεύθυνος των διεθνών συμπαραγωγών της ΕΡΤ. Υπήρξε, μεταξύ άλλων, executive producer στα σήριαλ Τα άγρια άλογα του Μισέλ Ντεόν και Φλόγα και ψυχή του Μίκα Βαλτάρι, που έγιναν διεθνείς επιτυχίες.
Εργάστηκε επί πέντε χρόνια ως συντάκτης στο τηλεοπτικό πολιτιστικό μαγκαζίνο της ΕΡΤ Περισκόπιο και δίδαξε επί δέκα χρόνια «Θεωρία και Πράξη των Μ.Μ.Ε.» στη Σχολή Τηλεόρασης και Κινηματογράφου Λ. ΣΤΑΥΡΑΚΟΣ. Έγραψε δέκα σενάρια για ταινίες μικρού μήκους και ντοκυμανταίρ που προβλήθηκαν από την ΕΡΤ. Υπήρξε μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού Τέχνης Σήμα.
Κείμενά του έχουν δημοσιευθεί στα περιοδικά Διαβάζω, Λέξη, Σμουτ (Βρετανία), Υπόστεγο (Καβάλα), TV World (Βρετανία), Munchen Film News (Γερμανία), Γράμμα Φρανκφούρτης (Γερμανία), New Left Review (Βρετανία) και Σήμα.
Έργα του ίδιου: Συνάντηση στο Vanishing Point, ιδιωτική έκδοση, 1978 (μυθιστόρημα)
Συμφωνία κυρίων και άλλες ιστορίες, εκδ. Gutenberg, 1982 (διηγήματα)
Με φλος φουαγιάλ, εκδ. Καστανιώτης, 1987 (μυθιστόρημα)
Το τελευταίο πέρασμα, εκδ. Εστία, 1992 (μυθιστόρημα)
Μια μέρα μια ζωή, εκδ. Α.Α. Λιβάνη, 1995 (μυθιστόρημα)
Στην καρδιά της σιωπής, εκδ. Φυτράκη, 1998 (μυθιστόρημα)
Η μεγάλη νύχτα, εκδ. Διήγηση, 2003 (νουβέλα)
Θεωρία και πράξη των Μ.Μ.Ε, εκδ. Σχολή Σταυράκου, 1996 (δοκίμιο)
Περίληψη βιβλίου Από το κεφάλαιο VΙΙΙ: (...) «Δημήτρη...» ακούστηκε ξαφνικά ψιθυριστή η φωνή της Ειρήνης μέσα στο σκοτάδι. «Νομίζεις ότι εσύ μόνο έχεις το δικαίωμα να ζεις; Δεν μιλούμε πια καθόλου μεταξύ μας... Μήπως θα ήταν καλύτερα για σένα να χωρίζαμε για ένα διάστημα; Μίλα μου καθαρά και ξάστερα... μίλα μου... θέλω να το ξέρεις. Βαρέθηκα αυτή τη μέτρια ζωή σ’ αυτό το μικρό απρόσωπο διαμέρισμα. Δεν το αντέχω να βολοδέρνω μόνη εδώ μέσα...»
Μικρή παύση.
«Το μόνο πράγμα που κληρονόμησα από τη μάνα μου ήταν μια ραπτομηχανή Singer. Αυτή η μηχανή ήταν σαν προέκταση του εαυτού της. Η μάνα και η μηχανή ήταν ένα. Μ’ αυτήν έραβε ολονών μας τα ρούχα. Αυτή, λοιπόν, η μηχανή, όπως ξέρεις, δεν χωρούσε εδώ μέσα... δεν χωρούσε πουθενά. Εκείνη η μέρα που τη δώσαμε στον παλιατζή ήταν για μένα μια στιγμή εκμηδένισης. Σαν να άκουγα έναν βραχνό ολολυγμό να αναδύεται από τα όνειρα της νιότης μου. Μια μέρα πραγματικού πένθους. Σήμερα νιώθω ότι και η εικόνα της μηχανής μέσα μου πρέπει να πεθάνει... ένας δεύτερος θάνατος του αγαπημένου αντικειμένου. Και ξέρεις γιατί; Εκείνον τον καιρό ποθούσα, ονειρευόμουν, πάλευα... Τώρα, χωρίς να το θέλω, το πένθος της εικόνας μού φέρνει θλίψη. Η μηχανή μού θυμίζει την έκπτωση από τις προτεραιότητες που θα ήθελα να είχα στη ζωή». (...)