Δανέλλης Βασίλης: "Τα μυστικά των άλλων"
Μερικά μυστικά προτιμούν να παραμένουν ανείπωτα. Κουρνιάζουν στις σκιές των ματιών, βουτούν στα σκοτάδια της καρδιάς, σκαλίζουν απόμερες γωνιές του πίσω μέρους του μυαλού για να βρουν ασφαλές καταφύγιο.
Ορισμένα, τα πιο αδίστακτα, βυθίζουν τα κοκαλιάρικα δάχτυλα τους στην ψυχή, περιμένοντας εκεί γαντζωμένα έως ότου εκείνη να ξεκινήσει την μάταια αναζήτηση του «Δημιουργού» της, εγκαταλείποντας για πάντα την μοναδική στέγη που της προσφέρθηκε ποτέ, αλλά και τον μοναδικό φύλακα του μυστικού που δραπετεύει μαζί της.
Σκέψεις περίπλοκες για κάποιον σαν εμένα, που μπορεί να τις αποκτήσει μόνο με προσπάθεια από το πάτο ενός ποτηριού αφού πρώτα σουρώσει αρκετή ποσότητα ποτού, σαν καρικατούρα χρυσοθήρα που διυλίζει αιωνίως λασπόνερο για ψήγματα πολύτιμου μετάλλου.
Ωστόσο, δεν χρειάζομαι ούτε σταγόνα μπέρμπον για να πω με σιγουριά πως τελικά κανένα μυστικό δεν μπορεί να αποφύγει να αποκαλύψει την άσχημη φάτσα του, σε όποιον πραγματικά το αναζητήσει. Ορισμένοι πιστεύουν πως μπορούν να τα πάρουν στον τάφο τους ή –αλίμονο- να τα θάψουν στον τάφο κάποιου άλλου. Μάταια.
Τα σημάδια που αφήνουν τα μυστικά στην προσπάθεια τους να τρυπώσουν βαθιά, από απλές αμυχές ως κακοφορμισμένες πληγές, μοιάζουν με ιερογλυφικά που περιμένουν την αποκρυπτογράφηση τους. Και πάντα υπάρχει κάποιο μυστικό που λογχίζει τα μέσα σου αναγκάζοντας σε να το κρύβεις από τους διώκτες του.
Για αυτό επέλεξα για τον εαυτό μου να κυνηγάει τα μυστικά των άλλων, ώστε να μην επιτρέπει στους άλλους να κυνηγήσουν τα δικά μου.
***
Όπως εκείνο το ξημέρωμα αρκετές εβδομάδες πριν. Ήταν ακόμα καλοκαίρι και το καφετί ψιλόβροχο που σήμερα βρωμίζει την πόλη, τότε θα θεωρούνταν πολυτέλεια.
Η ζέστη γιγάντωνε τις νύχτες τους εσωτερικούς εφιάλτες μου, ενώ ο παλιός ανεμιστήρας που αγκομαχούσε στην γωνία του κρεβατιού δεν κατάφερνε παρά να αερίζει αναιμικά τις πατούσες των ποδιών μου, όσο κι αν τον πίεζα να αποδώσει καλύτερα. Μοναδικός σύμμαχος το μπουκάλι του μπέρμπον που δρόσιζε το πλευρό μου, κάτω από την δεξιά μασχάλη. Η λευκή νύχτα είχε βάψει κόκκινο το άσπρο των ματιών μου και τα σουφρωμένα μάγουλα μου είχαν κρεμάσει ακόμα περισσότερο.
Σημάδια ευδιάκριτα ακόμα και για τα - μισογεμάτα πανικό από την παρουσία μου, μισογεμάτα τσίμπλες από τον βαθύ σαν ζώου ύπνο- μάτια του ανθυπαστυνόμου Μιχαλιτσιάνου.
Δεν του ‘δωσα τη δυνατότητα να τα αποκρυπτογραφήσει. Τον καλημέρισα με τα γνωστά «γλυκόλογα» μου και τον έσυρα έξω από το κτίριο της Ασφάλειας. Έπρεπε να πάμε σε ένα αλσύλλιο στα Ηλύσια, να ξεθάψουμε τα μυστικά κάποιου άλλου. Μυστικά που άφησαν πληγές τόσο βαθιές, που στάθηκαν ικανές να αποκόψουν το κεφάλι μιας γυναίκας από το σώμα της.
Ο υπαστυνόμος Λυκούδης μάς περίμενε εκεί από ώρα. Στην πραγματικότητα, ο Μιχαλιτσιάνος μού ήταν άχρηστος, αλλά χρειαζόμουν κάποιον πρώτα να οδηγήσει και μετά να σαρώσει την γειτονιά για να βρει έναν καφέ της προκοπής.
Όταν έκλεισα την πόρτα του γραφείου πίσω μου, ο ήλιος προσπαθούσε να βρει τον δρόμο του ανάμεσα από τα κτίρια της πόλης για να μεσουρανήσει.
***
Όταν την άνοιξα πάλι, ο ήλιος είχε δύσει προ πολλού. Προχώρησα ευθεία στο παράθυρο και χωρίς να κοιτάξω πίσω μου, διέταξα τον Λυκουδή:
«Κάτσε»
«Ευχαριστώ»
«Ας ανακεφαλαιώσουμε. Ποιος βρήκε το πτώμα;»
«Μα τα επαναλάβαμε τόσες φορές, αστυνόμε.»
«Όταν ρωτάω κάτι Λυκούδη, θα απαντάς, χωρίς να φέρνεις αντιρρήσεις. Θα τα επαναλάβουμε ξανά και ξανά μέχρι να διαπιστώσουμε τι είναι αυτό που μας ξεφεύγει. Λοιπόν… Ποιος, πως και πότε βρήκε το πτώμα;»
«Όπως διατάξετε. Το πτώμα το βρήκε ένας συνάδελφος από το αστυνομικό τμήμα Ζωγράφου. Πηγαίνει στο συγκεκριμένο αλσύλλιο κάθε πρωί για τρέξιμο. Μαζί του παίρνει και τον σκύλο του. Κάποια στιγμή, διαπίστωσε πως το ζώο έσκαβε με μανία σε κάποια γωνιά του πάρκου, έγλυφε το χώμα και γάβγιζε παραπονιάρικα. Κατάλαβε πως είχε βρει κάτι φαγώσιμο και φοβήθηκε την φόλα. Όταν πήγε κοντά του για να τον μαλώσει, πρόσεξε πως αυτό που λιμπιζόταν, ήταν ένα ανθρώπινο χέρι γεμάτο αίμα και σκόνη.»
«Τι ώρα ήταν;»
«Μόλις είχε ξημερώσει. Δεκαπέντε λεπτά αργότερα είχαν φτάσει οι συνάδελφοι του από το αστυνομικό τμήμα Ζωγράφου και μίση ώρα μετά εγώ»
«Άρα είδες το πτώμα μέσα στον λάκκο.»
«Ναι. Ήταν προχειροδουλειά. Ο δολοφόνος δεν έκανε καν τον κόπο να σκάψει. Στην πραγματικότητα, βρήκε μια σχεδόν έτοιμη τρύπα, την σκάλισε λίγο, τοποθέτησε μέσα το πτώμα και μετά τη γέμισε με χώμα. Ήταν ζήτημα χρόνου να την ανακαλύψει κάποιος»
«Προφανώς, προφανώς Λυκούδη… ‘’Τοποθέτησε το πτώμα’’, είπες»
«Ναι. Το βρήκαμε κουλουριασμένο με τα γόνατα κοντά στο στήθος, σε εμβρυακή στάση. Και το κεφάλι στα χέρια της»
Μείναμε για λίγο σιωπηλοί και οι δύο. Εγώ γιατί σκεφτόμουν, ο Λυκούδης γιατί περίμενε να μιλήσω πρώτος. Μάλλον είχε ήδη σκεφτεί αρκετά για μία μέρα.
«Έγκλημα πάθους;» Ρώτησα τον υπαστυνόμο σα να τον εξέταζα στη σχολή της Αστυνομίας. Ευτυχώς για αυτόν, δεν υπήρξα ποτέ εξεταστής.
«Σίγουρα αστυνόμε. Τόσο ο βίαιος τρόπος που διαπράχθηκε ο φόνος όσο και τα στοιχεία που συλλέξαμε στην συνέχεια, δεν αφήνουν περιθώρια αμφισβήτησης για αυτό»
«”Τα στοιχεία που συλλέξαμε στη συνέχεια”… Αν δεν ήμουν εγώ, ρε ηλίθιοι, ακόμα θα είχατε ένα πτώμα αγνώστων στοιχείων. Καλά ρε Λυκούδη, δεν σου έκοψε να διατάξεις έρευνα στη γύρω περιοχή;» Του πέταξα κατάμουτρα την ερώτηση και τον κάρφωσα με το βλέμμα μου. Θα ήταν ανέντιμο εκ μέρους μου να αρνηθώ πως ένιωσα ικανοποίηση με την προσπάθεια που κατέβαλε να παραμείνει ανέκφραστος.
«Ψάξαμε εξονυχιστικά όλο το αλσύλλιο και δεν βρήκαμε τίποτα»
«Και δεν σκέφτηκες να κάνεις ένα βήμα πιο πέρα ε; Μέχρι τον κάδο των σκουπιδιών δύο τετράγωνα μακριά, για παράδειγμα. Τι φοβήθηκες; Μήπως κουραστείς από το περπάτημα;»
Η ευφυΐα του επαρκούσε για να μην επιχειρήσει να ψελλίσει το παραμικρό μισόλογο. Περίμενα μια δυο στιγμές για να απολαύσω την αμηχανία του και μετά συνέχισα τους συλλογισμούς μου.
Στον κάδο των σκουπιδιών βρέθηκε ένα ματωμένο φτυάρι και το επίσης ματωμένο και σκισμένο πουκάμισο της γυναίκας που κατά τύχη σε μια τσέπη είχε την κάρτα ενός οδοντιάτρου με τη χθεσινή ημερομηνία και μια ώρα σημειωμένη με στυλό στο πίσω μέρος της. Το απορριμματοφόρο είχε περάσει λίγο πριν τα μεσάνυχτα το προηγούμενο βράδυ, οπότε ο «φίλος» μας ξεφορτώθηκε τα «σκουπίδια» του αργότερα.
Η γραμματέας του οδοντιάτρου δεν χρειάστηκε περισσότερα από είκοσι δευτερόλεπτα μέχρι να βρει το όνομα στην ατζέντα της: Αθανασία Κορβέση, ετών 34. Ούτε ο γιατρός χρειάστηκε περισσότερο χρόνο, για να με ενημερώσει πως η συγκεκριμένη πελάτισσα είχε έρθει για την επιδιόρθωση ενός σπασμένου δοντιού. Τον δεξιό κάτω κοπτήρα. Στο χείλος της είχε ένα σκίσιμο, είπε, και το πηγούνι της ήταν ελαφρώς πρησμένο. Γλίστρησε στο μπάνιο, είχε δικαιολογηθεί.
Μόλις τέλειωσε την περιγραφή, ζήτησε με προσποιητά ευγενική φωνή να γυρίσει στην δουλειά του. Του το επέτρεψα. Παρόλα αυτά, του έστειλα τον Μιχαλιτσιάνο, για να τιμωρήσω την ανυπομονησία του να με ξεφορτωθεί και να ξεφορτωθώ εγώ με την σειρά μου τον ανθυπαστυνόμο.
Οι επόμενες ώρες είχαν περάσει με έρευνες στο σπίτι της νεκρής, ανακρίσεις συγγενών, φίλων, γνωστών και ατέλειωτες γραφειοκρατικές διαδικασίες, τις οποίες ανέλαβε φυσικά ο Λυκούδης μετ’ ανομολόγητων παραπόνων.
«Σύμφωνα με… “τα στοιχεία που συλλέξαμε στη συνέχεια” λοιπόν υπαστυνόμε, η γυναίκα θάφτηκε μετά τα μεσάνυχτα. Ο ιατροδικαστής πάλι, πιστεύει πως δολοφονήθηκε περίπου τρεις με τέσσερις ώρες νωρίτερα. Ο δε αποκεφαλισμός της ήταν σίγουρα μεταθανάτιος. Άρα;»
«Άρα ο φονιάς την σκότωσε μεταξύ 8 και 9 το βράδυ, στη συνέχεια την αποκεφάλισε και τρεις ώρες αργότερα την έθαψε στο αλσύλλιο.»
«Όταν πάψεις να σκέφτεσαι απλοϊκά, Λυκούδη, και να ξεφουρνίζεις το πρώτο πράγμα που σου έρχεται στο μυαλό, ίσως να γίνεις καλός αστυνομικός. Εκτός αν δεν μπορείς ούτε καν να εντοπίσεις τα τεράστια κενά που αφήνει η θεωρία σου. Έχουμε και λέμε: Πρώτον, γιατί την αποκεφάλισε αφού την σκότωσε; Δεύτερον, γιατί την έθαψε τρεις ώρες αργότερα και τρίτον τι έκανε στο διάστημα που μεσολάβησε;»
«Υποθέτω πως δεν του αρκούσε το γεγονός πως την είχε σκοτώσει. Το μίσος του, ο θυμός του δεν είχαν ξεθυμάνει ακόμα. Με τον αποκεφαλισμό την μείωσε περισσότερο, την ξεφτίλισε. Για το βίαιο του χαρακτήρα του δεν χωρά αμφιβολία. Όσο γιατί επέλεξε να την θάψει τα μεσάνυχτα, η απάντηση είναι προφανής. Κινδύνευε λιγότερο να εκτεθεί. Στις 9 υπήρχαν πολλές πιθανότητες να τον προσέξει κάποιος περαστικός. Στο μεταξύ περίμενε στο σπίτι να περάσει η ώρα»
Προσπαθούσε να με εντυπωσιάσει. Όσο ανέπτυσσε την θεωρία του τόσο μεγαλύτερη ικανοποίηση πρόσφερε στον εαυτό του, βρίσκοντας μια λογική απάντηση για όλα τα ερωτήματα μου, που στο τέλος με κοίταζε με περισσή αυτοπεποίθηση. Πόσο βλάκας, Θεέ μου…
«Λυκούδη, σου αναγνωρίζω την ικανότητα να συνδυάζεις τα στοιχεία και να δομείς λογικοφανείς υποθέσεις. Σου υπενθυμίζω ωστόσο πως με κάτι τέτοιες αυθαίρετες αποδεικτικές μεθόδους έκαιγαν τις μάγισσες στο Μεσαίωνα» Η αυτοπεποίθηση του κατέρρευσε με μιας.
«Τι πάει να πει λοιπόν ‘’Υποθέτω’’; Σύμφωνα με την μεθοδολογία που ακολουθείται κανα-δυο αιώνες τώρα και την οποία… υ-πο-τί-θε-ται πως έχεις διδαχθεί, φτάνουμε σε συμπεράσματα, αποκλείοντας πρώτα πιθανά ενδεχόμενα. Και αυτό πάντα βάσει στοιχείων, όχι υποθέσεων. Αλλά ας αφήσουμε προς το παρόν στην άκρη τη κουταμάρα σου και ας ασχοληθούμε με τους πιθανούς υπόπτους, μπας και βγάλουμε άκρη από εκεί»
Αυτή τη φορά τού πήρε περισσότερο χρόνο μέχρι να μιλήσει, καθώς στάθηκε για να επιλέξει προσεκτικά τις λέξεις που θα χρησιμοποιούσε. Τουλάχιστον, σε αντίθεση με τον Μιχαλιτσιάνο, μάθαινε από τα λάθη του.
«Μετά την ολοκλήρωση της πρώτης φάσης της έρευνας μπορούμε με αρκετή βεβαιότητα να περιορίσουμε τον αριθμό των υπόπτων μόνο σε δύο. Στον σύζυγο της Κορβέση, Ανάργυρο Κορβέση, ετών 37 και τον αδερφό του Ευστάθιο, ετών 35. Τα άλλοθι των υπολοίπων συγγενών και φίλων διασταυρώθηκαν και ευσταθούν. Η διαδικασία της αυτοψίας και της εξέτασης μαρτύρων «φωτογραφίζει» τον Αργύρη Κορβέση ως βασικό ύποπτο. Συγγενείς, γείτονες, φίλοι, αναφέρουν ότι ζήλευε παθολογικά την γυναίκα του, παρόλο που ο ίδιος κατεβάζει με ευκολία το φερμουάρ του, ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που την είχε κακοποιήσει. Σύμφωνα με τον ιατροδικαστή εξάλλου, το θύμα αρχικά υπέστη ξυλοδαρμό, εν συνεχεία δολοφονήθηκε και έπειτα από κάποια ώρα αποκεφαλίστηκε. Είναι βέβαιος πως ο θάνατος προήλθε από τα τραύματα που φέρει στο κεφάλι η νεκρή. Η αλήθεια είναι πως η ιατροδικαστική έρευνα βάζει τον σύζυγο σε σοβαρούς μπελάδες.»
«Το κατάλαβα υπαστυνόμε. Το επανέλαβες δυο φορές. Τότε όμως γιατί έχουμε δύο υπόπτους;»
«Θα είχαμε ήδη κλείσει την υπόθεση αστυνόμε, αν ο Στάθης Κορβέσης δεν κάλυπτε τον αδερφό του και κατάφερνε να δώσει μια ικανοποιητική απάντηση για το τι έκανε χτες το βραδύ. Ισχυρίζεται ότι από τις 6 το απόγευμα και μετά δεν βγήκε καθόλου από το διαμέρισμα του –έναν όροφο κάτω από εκείνο του αδερφού του και της συζύγου του. Κάποιοι γείτονες, όμως, που καθόντουσαν στο μπαλκόνι τους, είδαν το αυτοκίνητο του να φεύγει στις 9 παρά. Οι ίδιοι πρόσεξαν και το αυτοκίνητο του Αργύρη να επιστρέφει στις 9.30. Δεν μπορούν ωστόσο να πουν πότε έγινε ο φόνος καθώς τα παράθυρα στο διαμέρισμα της νεκρής ήταν σφραγισμένα και το κλιματιστικό στο φουλ. Στις 10 πήγαν για ύπνο και δεν γνωρίζουν αν υπήρξαν άλλες μετακινήσεις των δύο αδερφών.
Ο Στάθης, εν τω μεταξύ, όταν ο αδερφός του ισχυρίστηκε πως περάσανε μαζί ένα μέρος της νύχτας, έσπευσε να το επιβεβαιώσει χωρίς να έχει αναφερθεί σε κάτι τέτοιο προηγουμένως.»
«Και ο Αργύρης Κορβέσης ισχυρίστηκε πως ήταν με την φιλεναδούλα του ως τις 9.00 πάνω – κάτω και στη συνέχεια κοιμήθηκε στον αδερφό του, γιατί το απόγευμα είχε τσακωθεί με την γυναίκα του και δεν ήθελε να επιστρέψει στο σπίτι του το βράδυ. Έχουμε λοιπόν δύο υπόπτους που από την μία αναμφίβολα ψεύδονται και από την άλλη δίνουν άλλοθι ο ένας στον άλλο», συμπλήρωσα την αναφορά του υπαστυνόμου και βυθίστηκα σε μια ακόμη σιωπή, μεγαλύτερη από την προηγούμενη. Έφερα στο νου μου τους χαρακτήρες των δύο άντρων κι άρχισα να βάζω στις ράγες του μυαλού μου την μία σκέψη μετά την άλλη, δρομολογώντας συνειρμούς που με οδηγούσαν ολοένα και πιο κοντά στο τέρμα της διαδρομής. Έλειπαν μερικά βαγόνια ακόμα… Γύρισα τόσο απότομα που πρόλαβα να δω τον Λυκούδη να χασμουριέται.
«Για πιο λόγο πιστεύεις πως ο Στάθης επιβεβαιώνει το άλλοθι του αδερφού του;»
«Τον φοβάται. Όλοι έτσι λένε. Ο Στάθης είναι αδύναμος χαρακτήρας. Κάνει πάντα ό,τι του λέει ο αδερφός του. Ταυτόχρονα έρχεται πάντα δεύτερος. Δεύτερος γιος για τους γονείς του, δεύτερος τη τάξει φίλος για τους φίλους, δεύτερος στη δουλειά, δεύτερος στην αγάπη. Ο κόσμος το ‘χει τούμπανο κι αυτός κρυφό καμάρι πως ήταν ερωτευμένος με τη γυναίκα του αδερφού του. Βρίσκεται στη σκιά του Αργύρη. Δεν τον παίρνει εξάλλου να κάνει κι αλλιώς, καθώς, σύμφωνα με τις μαρτυρίες, ο πρώτος γίνεται βίαιος και μ’ αυτόν. Δεν είναι λίγες οι φορές που τον έχουν δει να ξεφτιλίζει τον Στάθη μπροστά σε άλλους. Του βάζει τις φωνές και τον λούζει με υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς, που στοχεύουν κυρίως τον –έτσι κι αλλιώς κατακρεουργημένο- ανδρισμό του. Όταν λοιπόν ο αδερφός του τον χρησιμοποίησε για άλλοθι, δεν τόλμησε να τον διαψεύσει.»
Συνέχιζε να συμπεραίνει απλοϊκά, αλλά δεν μπήκα στον κόπο να τον κατσαδιάσω ξανά. Από την άλλη, ίσως η λύση να ήταν όντως απλή.
«Τι έχεις να πεις για τον τόπο του εγκλήματος;», τον διέταξα περισσότερο παρά τον ρώτησα.
«Η Σήμανση ανακάλυψε ίχνη αίματος στην κουζίνα. Είχε καθαριστεί προσεκτικά, αλλά όχι τόσο ώστε να τους ξεφύγει. Είναι σίγουροι πως εκεί δολοφονήθηκε η Κορβέση»
«Περιέγραψέ μου τον χώρο, αλλά το νου σου. Θέλω να προσπαθήσεις να θυμηθείς κάθε λεπτομέρεια. Στύψε όσο μυαλό έχεις τέλος πάντων και δώσ’ μου κάτι που θα με βοηθήσει να καταλάβω τι έγινε πραγματικά.»
Σκέφτηκε μερικές στιγμές. Του το επέτρεψα...
«Η κουζίνα ήταν πολύ προσεκτικά τακτοποιημένη, όπως και το υπόλοιπο σπίτι εξάλλου. Όλα στη θέση τους με τάξη. Η Αθανασία πρέπει να ήταν μανιώδης με την καθαριότητα. Στο τραπέζι υπήρχε ένα πιάτο φαγητό καλυμμένο με σελοφάν. Το είχε ετοιμάσει για τον άντρα της όταν εκείνος θα επέστρεφε από τις μπερμπαντιές του. Στον πάγκο υπήρχε ο φούρνος μικροκυμάτων, ένα γουδί, πλάστες, μαχαιροθήκες, μια στοίβα πετσέτες, μερικά βάζα με σάλτσες και άλλα με ξηρούς καρπούς. Στα αριστερά του πάγκου η ηλεκτρική κουζίνα. Μόνο ένα μεγάλο, αχρησιμοποίητο τηγάνι σε ένα μάτι. Στα δεξιά του πάγκου το πλυντήριο πιάτων. Πάνω του μικροαντικείμενα τοποθετημένα με απόλυτη σειρά και πιατάκια του καφέ με αναποδογυρισμένα φλιτζανάκια. Στον τοίχο ανάμεσα στον πάγκο και τα ντουλάπια κρεμόντουσαν κουτάλες και μαγειρικά σκεύη. Απέναντι του, κολλημένο στον δεξιό τοίχο το τραπέζι με την ψωμιέρα, την χαρτοπετσετοθήκη και το φαγητό. Στην άλλη πλευρά το ψυγείο και δίπλα του κρεμασμένα τηγάνια. Κανένα σημάδι πάλης δεν διακρινόταν εκτός από τα θρύψαλα ενός ποτηριού και ενός αλατοπίπερου που βρέθηκαν στα σκουπίδια. Ο φονιάς καθάρισε σχολαστικά μόλις τέλειωσε την δουλειά του.»
«Ο χώρος είναι μικρός. Προσπάθησε να κάνεις μια σύντομη, νοητή αναπαράσταση του φονικού. Που στεκόταν ο θύτης, που έπεσε το θύμα και ούτω κάθε εξής».
«Τα αίματα βρέθηκαν στο νεροχύτη και στο μάρμαρο του πάγκου δίπλα από αυτόν. Εικάζω πως άρχισε να την χτυπάει μερικά βήματα πιο μπροστά. Κάποια στιγμή παραπατώντας εκείνη παρέσυρε το ποτήρι με το νερό και το αλατοπίπερο από το τραπέζι και ύστερα χτύπησε το κεφάλι της στο μάρμαρο του πάγκου. Συνέχισε να κοπανάει το κεφάλι της στο μάρμαρο μέχρι που τη σκότωσε.»
«Δεν ήταν κακή η περιγραφή σου, αντιθέτως πολύ κοντά σε αυτό που πράγματι συνέβη. Αλλά και πάλι δεν δίνεις απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα», είπα και άναψα τσιγάρο. Χρειαζόμουν νικοτίνη και πίσσα να με κάψουν εσωτερικά για να με ερεθίσουν να σκεφτώ. Ήμουν πολύ κοντά στο να ξετρυπώσω μερικά ακόμα ένοχα μυστικά. Στάθηκα στο παράθυρο. Απέναντι, τα μπασκετάκια σκοτεινά. Δυο αστυφύλακες στο στενάκι είχαν πιάσει ψιλή κουβεντούλα. Η Αλεξάνδρας είχε πάντα κίνηση έστω και πιο αραιή το καλοκαίρι. Έκλεισα τα μάτια μου και σκέφτηκα αρκετή ώρα. Υπολόγισα, απέκλεισα, συνδύασα και κατέληξα. Τα ιερογλυφικά του συγκεκριμένου μυστηρίου σχημάτιζαν πλέον ξεκάθαρες λέξεις.
Ο Λυκούδης κοίταζε το ρολόι του. Βιαζόταν να φύγει, αλλά δεν του έκανα την χάρη.
«Τα αδέρφια είναι κάτω ακόμα;»
«Ναι, τους ανακρίνουν ο Αντωνίου κι ο Κωνσταντέλλος.»
«Φύγαμε… Μην με κοιτάς έτσι. Πάμε να κλείσουμε την υπόθεση»
***
Μερικά μυστικά προτιμούν να παραμένουν ανείπωτα. Βυθίζουν τα κοκαλιάρικα δάχτυλα τους στην ψυχή και την πληγώνουν. Ροκανίζουν τις απόμερες γωνιές του πίσω μέρους του μυαλού και σε τρελαίνουν. Πάντα υπάρχει κάποιο μυστικό που λογχίζει τα μέσα σου, όπως πάντα υπάρχει κι εκείνο το κάψιμο στη βάση του λαιμού που ξέρεις πως θα το ξεφορτωθείς μόνο αν το ξεράσεις τα μυστικά από μέσα σου.
Για αυτό επιτρέπω στον εαυτό μου να αφηγείται μυστικά άλλων, ώστε να μην επιτρέψω σε άλλους να ακούσουν τα δικά μου.
Όπως εκείνο το βράδυ αρκετές εβδομάδες πριν. Ο παλιός ανεμιστήρας ψυχορραγούσε στη γωνία του κρεβατιού, το πατομπούκαλο του μπέρμπον δρόσιζε το στήθος μου και το ακουστικό του τηλεφώνου ίδρωνε το αυτί μου. Για κάποιο λόγο, η φωνή της με ηρεμεί. Είχαν περάσει ελάχιστες ώρες από την στιγμή που ξεμπέρδεψα με την «υπόθεση Κορβέση» και μέχρι το επόμενο πρωί δεν θα είχα κάτι άλλο για να απασχολεί το μυαλό μου. Έπρεπε να της μιλήσω για να μην με κυριεύσουν οι εφιάλτες μου. Έπρεπε να της πω για τον εφιάλτη που έζησε κάποιος άλλος, για να μην της εξομολογηθώ τους δικούς μου.
«Δεν μπορώ να πιστέψω πως έκανες κάτι τέτοιο. Είναι φρικτό». Η φωνή της τρομαγμένη. Δεν προσπάθησε να την αλλοιώσει, για να φανεί δυνατή. Αυτό την έκανε πιο γοητευτική.
«Είχα ένα αποκεφαλισμένο πτώμα και δύο υπόπτους. Χρειαζόμουν μια ομολογία. Ο καλύτερος τρόπος είναι να φέρεις σε αντιπαράθεση τον δράστη με το θύμα. Ή έστω ένα μέρος του θύματος. Στην προκειμένη περίπτωση το κεφάλι του», αποκρίθηκα. Η φωνή μου σταθερή. Προσπάθησα να την αλλοιώσω, για να ακουστεί απαθής. Αυτό με έκανε πιο αποκρουστικό.
«Γιατί μου τα λες όλα αυτά; Κανονικά θα έπρεπε να είναι απόρρητες πληροφορίες. Επιτρέπεται να τις μοιράζεσαι μαζί μου;»
«Όχι»
«Γιατί εμένα; . Γιατί όχι κάποιον άλλον; Κάποιον φίλο σου από το τμήμα»
«Δεν έχω φίλους»
«Τότε, γιατί όχι κάποιο άλλο κορίτσι από το κέντρο;»
«Δεν ξέρω. Υποθέτω πως μ’ αρέσει το όνομα που έχεις διαλέξει: Άννα. Ταπεινό, χαμηλού προφίλ. Όχι Λάουρα, Σουζάνα, Εύα…»
«Και εγώ; Τι υποτίθεται πως θα κάνω με αυτά που μου λες;»
«Κάνε ό,τι θες. Είσαι καλή στο να βάζεις λέξεις στη σειρά; Γράψε βιβλίο»
«Με κοροϊδεύεις. Τέλος πάντων. Και γιατί τέτοια φρικιαστική ιστορία δεν βγήκε ποτέ στα κανάλια;»
«Ξέρεις πόσα δεν βγαίνουν ποτέ παραέξω; Τα περισσότερα. Εξάλλου, Αύγουστος μήνας είναι. Προτιμούν τη Μύκονο.»
«Μου θυμίζει εκείνη την ιστορία με την δασκάλα στη Σαντορίνη»
«Και εκείνη της Αμερικάνας μοντέλου στην Καβάλα. Και την υπόθεση Φραντζή. Είναι μακριά η λίστα»
«Το λες σα να συμβαίνει κάθε μέρα»
«Σχεδόν»
«Είσαι υπερβολικά κυνικός. Αν γινόταν κάθε μέρα, θα το ξέραμε. Θα βούιζαν τα κανάλια»
«Έχεις εμμονή με τα ΜΜΕ και τα εμπιστεύεσαι περισσότερο από όσο σου αξίζει. Αν εγώ είμαι κυνικός μία, τότε εκείνοι εκεί πέρα είναι δέκα. Δεν πουλάνε όλοι οι φόνοι, κούκλα μου. Πρέπει να υπάρχει λίγο πολιτική, λίγο σεξ, διαφθορά, μετανάστες, απαγωγείς, επιχειρηματίες. Τέτοια πράγματα. Σιγά μην ασχοληθούν με καθημερινές ιστορίες. Δράματα της διπλανής πόρτας. Εξάλλου είναι Αύγουστος. Οι τηλεθεατές διψάνε για δροσερά μπουτάκια τουριστριών»
«Δεν έχεις δίκιο. Οι περισσότεροι πρωτοσέλιδοι φόνοι γίνονται καλοκαίρι»
«Μπα;»
«Ναι. Κάπου το διάβασα. Τι έχεις να πεις για αυτό;»
«Δεν ήξερα πως διαβάζεις εφημερίδες»
«Άκου να σου πω! Δεν υπάρχει λόγος να με προσβάλεις». Η φωνή της δυναμική. Ενοχλημένη. Καθόλου νάζι ή προσποιητά γελάκια, όπως τις μαθαίνουν να προσφέρουν στους πελάτες.
«Έχεις δίκιο. Δεν υπάρχει λόγος. Άκου λοιπόν τι πιστεύω στ’ αλήθεια: Όλα αυτά που γράφουν και εσύ τα διαβάζεις, είναι μπούρδες. Αν έκανες την δουλειά που κάνω εγώ, θα βαριόσουν να βλέπεις πτώματα καθημερινά. Κακοποιημένα, τεμαχισμένα, βιασμένα, πυροβολημένα, ξεσκισμένα. Περισσότερα από όσο μπορείς να φανταστείς. Και πίστεψε με… δεν έχει καμία σημασία αν έξω έχει 0 ή 45 βαθμούς Κελσίου». Η φωνή μου απαθής χωρίς προσπάθεια αυτή τη φορά.
«Είσαι πράγματι κυνικός. Σα να μισείς τους ανθρώπους. Γιατί;»
«Δεν τους αξίζει κάτι καλύτερο»
«Και τον εαυτό σου;»
«Κυρίως»
Ακολούθησε μια αμήχανη παύση. Κατέβασα μερικές γερές γουλιές. Όταν ξαναμίλησε η φωνή της ήταν σιγανή, σχεδόν ψιθυριστή.
«Τελικά πως κατάλαβες ποιος το έκανε;»
«Ξεζούμισα τον υπαστυνόμο. Συγκέντρωσα όλα τα στοιχεία που χρειαζόμουν. Επικεντρώθηκα στα αντιφατικά σημεία, στα αδιέξοδα. Ένωσα τις τελίτσες και εμφανίστηκε η εικόνα»
«Ναι, αλλά είχες δύο υπόπτους με κίνητρο, οι οποίοι κάλυπταν ο ένας τον άλλον».
«Πράγματι. Ο Αργύρης ταίριαζε καλύτερα στο προφίλ του φονιά που αναζητούσα. Ζηλιάρης με βίαια ξεσπάσματα και ένα σωρό συμπλέγματα που είχαν ποτίσει την ψυχοσύνθεση του. Μέτριος σε όλα, με μια σύζυγο τόσο καλύτερη του, που ούτε ο ίδιος δεν μπορούσε να πιστέψει στην καλή του τύχη. Και εκείνη, τυφλά ερωτευμένη. Ωστόσο, δεν είναι παρά ένας θρασύδειλος που στη πραγματικότητα φοβάται τους πάντες και δύσκολα θα ενεργούσε τόσο βίαια. Χρειαζόταν επιπλέον κίνητρο για να οπλίσει το χέρι του»
«Η ζήλια είναι ισχυρό τονωτικό»
«Σωστά, η ζήλια ήταν σίγουρα το ένα από τα συστατικά αυτού του μυστικού. Χρειαζόντουσαν κι άλλα όμως για να δέσει η μαγιά»
«Σ’ αρέσει να δημιουργείς ατμόσφαιρα, ε; Δεν θα σου χαλάσω το χατίρι. Πες μου για τον μικρό»
«Ήταν ερωτευμένος με την γυναίκα του αδερφού του και ζηλιάρης όσο και εκείνος. Βλέπεις; Η ζήλια πάλι. Ζήλευε τον αδερφό του και τον μισούσε. Μεγάλωσε ακούγοντας τους γονείς του να λένε πως δεν θα γινόταν ποτέ τόσο καλός σα τον Αργύρη. Δεν κατάφερε ποτέ να γίνει μέτριος σαν εκείνον. Πάντα ήταν το παιδί της σφαλιάρας.
Στο γραφείο τράβαγε όλο το κουπί, στο τέλος όμως εκείνος τα άκουγε. Ο Αργύρης την έβρισκε να φορτώνει τα στραβά στον μικρό. Μετά ήρθε η Αθανασία. Και εκεί δεύτερος. Ο άλλος δεν έδινε μία για τη γυναίκα που είχε δίπλα του. Δεν την εκτίμησε ποτέ. Την ζήλευε, την κατηγορούσε πως κοίταζε άλλους, αλλά εκείνη δεν είχε μάτια παρά μόνο γι’ εκείνον. Την παρατούσε μόνη. Την χτυπούσε. Και ο μικρός κοίταζε χωρίς να τολμάει να αντιδράσει. Ήταν ερωτευμένος, αλλά εκείνη αδιαφορούσε. Σίγουρα τον κατέτρωγε το ερώτημα: τι έβρισκαν στον παλιομαλάκα τον αδερφό του όλοι αυτοί. Οι γονείς τους, οι φίλοι τους και η γυναίκα που αγαπούσε;»
«Ουάο… Σκίζεις στις περιγραφές. Γιατί δεν γράφεις εσύ βιβλίο; Παρόλα αυτά, εγώ βρίσκομαι σε αδιέξοδο. Και οι δύο μου φαίνονται αρκετά ικανοί για να έχουν διαπράξει το φονικό»
«Σωστά. Έχουμε άλλο ένα στοιχείο, όμως, που πρέπει να λάβεις υπόψη σου. Ο ένας δίνει άλλοθι στον άλλο»
«Την σκότωσαν μαζί;» ρώτησε με κομμένη την ανάσα. Ευτυχώς που δεν μπορούσε να δει το πρόσωπο μου. Χαμογελούσα. Κατέβασα άλλη μια γουλιά.
«Σκατά. Τέλειωσε το μπέρμπον»
«Πίνεις πολύ αστυνόμε, το ξέρεις;»
«Μόνο όταν μιλάω»
«Μιλάς συχνά;». Ειρωνική φωνή με κοφτό γελάκι.
«Μόνο σε ‘σενα». Απαθής πάλι.
«Και γιατί χρειάζεσαι ποτό για να μιλήσεις;»
«Ομοιοπαθητική»
«Τι;»
«Το μπέρμπον καίει τόσο το λαρύγγι μου όπως κατεβαίνει όσο οι λέξεις που ανεβαίνουν ακολουθώντας αντίστροφη διαδρομή»
«Ορισμένες φορές δυσκολεύομαι να σε καταλάβω». Διστακτική φωνή γεμάτη ερωτηματικά.
Άλλη μια αμήχανη σιωπή. Μίλησα πριν το κάνει εκείνη.
«Χαίρομαι που παράγεις βαθύτερες σκέψεις από τους επιτελείς μου. Όταν έχεις δύο υπόπτους, οι πιθανότητες δεν είναι πάντα μοιρασμένες. Υπάρχουν περισσότερες εναλλακτικές από το 50-50. Αν σκεφτείς λίγο περισσότερο, όμως, θα αποκλείσεις τη δυαδική δολοφονία. Δεν είχαν κοινό κίνητρο, ενώ σύμφωνα με τους γείτονες: πρώτα έφυγε ο ένας και μετά επέστρεψε ο άλλος»
«Αδιέξοδο πάλι λοιπόν»
«Θα σε βοηθήσω. Ας ξεκινήσουμε από το τέλος. Όπως πολύ σωστά περιέγραψε ο υπαστυνόμος μου, το πτώμα βρέθηκε σε εμβρυακή στάση με το κεφάλι τοποθετημένο προσεκτικά στα χέρια, μέσα σε μια πρόχειρη ημιέτοιμη τρύπα. Από την άλλη, ο ίδιος υπαστυνόμος πολύ επιπόλαια υπέθεσε πως το πτώμα αποκεφαλίστηκε γιατί ο δολοφόνος ήθελε να ξεφτιλίσει το θύμα του. Τεράστια αντίφαση».
«Σωστά. Συνέχισε, συνέχισε».
«Η δική μου θεωρία λέει πως είναι δύσκολο να σκάψεις μια τρύπα στα βουνά ή στα πάρκα της Αθήνας. Το έδαφος είναι σκληρό, πετρώδες. Πρέπει να βρεις κάποια που να είναι σχεδόν έτοιμη. Όταν την βρεις, όμως, ενδέχεται το αντικείμενο που θες να θάψεις να μην χωράει. Πρέπει λοιπόν να το τεμαχίσεις. Κάπως έτσι καταλήγουμε στο αποκεφαλισμό. Αλλιώς δεν βγάζει νόημα. Θα την είχε πετσοκόψει ή θα την αποκεφάλιζε αμέσως μετά τον φόνο. Όχι ώρες μετά»
«Μα ναι. Ακούγεται απόλυτα λογικό. Ποιος από τους δύο όμως το έκανε;»
«Πάμε στο τόπο του εγκλήματος. Πρόσεξε: η γυναίκα δολοφονήθηκε με χτυπήματα στο κεφάλι. Η αναπαράσταση του φόνου και η περιγραφή του χώρου από τον υπαστυνόμο ήταν ικανοποιητικές, δεν υπολόγισε ωστόσο δύο σημαντικά στοιχεία. Πρώτον, τα τραύματα στην δεξιά πλευρά του κρανίου της προήλθαν από αμβλύ αντικείμενο. Η κάκωση στην αριστερή πλευρά είναι από οξύ. Η τελευταία είναι σίγουρα από την πτώση στην γωνία του πάγκου. Μας λείπει το άλλο αντικείμενο»
«Οπότε;»
«Οπότε λαμβάνοντας υπόψη μας πως στο κάδο ήταν πεταγμένα μόνο το φτυάρι και το πουκάμισο της γυναίκας, φτάνουμε στο συμπέρασμα πως είτε ο δολοφόνος χρησιμοποίησε το φτυάρι για να την σκοτώσει, περίπτωση κάπως τραβηγμένη καθώς δεν μπορώ να φανταστώ κάποιον να μπαίνει στην κουζίνα με ένα φτυάρι, είτε πως το φονικό όπλο βρισκόταν ακόμα εκεί».
«Μπροστά στα μάτια σας;»
«Ακριβώς. Μπροστά στα μάτια μας. Σκέψου: Η κουζίνα έχει σκουπιστεί και καθαριστεί με λεπτομέρεια. Όλα βρίσκονται στην θέση τους. Όλα εκτός από ένα άδειο, αχρησιμοποίητο τηγάνι σε ένα μάτι της κουζίνας. Όταν όλα τα υπόλοιπα κρέμονται τακτικά στην θέση τους, λίγα εκατοστά πιο μακριά»
«Αυτή τη φορά δεν με εντυπωσιάζεις τόσο. Ακούγεται λογικό, αλλά είναι λίγο παρακινδυνευμένο να καταλήξεις σε αυτό το συμπέρασμα. Κι από την άλλη, δεν βγάζει νόημα. Ο άνθρωπος που ψάχνουμε φρόντισε να πετάξει τα υπόλοιπα σύνεργα του. Γιατί να αφήσει πίσω το πιο σημαντικό;»
«Αυτή ακριβώς η αντίφαση είναι το κλειδί της υπόθεσης»
«Κι η απάντηση ποια είναι;»
«Απλή. Δεν το βρήκε»
«Ε, το παρατράβηξες. Είπαμε να κάνεις το κομμάτι σου, αλλά ήρθε η ώρα να ‘ξηγηθείς ανοιχτά»
«Εντάξει. Άκου: Τον τελευταίο καιρό οι σχέσεις του ανδρόγυνου ήταν πολύ άσχημες. Πριν δύο μέρες την χτύπησε τόσο που της έσπασε ένα δόντι. Χτες το απόγευμα επανέλαβε το ανδραγάθημα του, την παράτησε και έτρεξε να βρει την φιλενάδα του για να επιβεβαιώσει πλήρως τον ανδρισμό του. Εκείνη απομένει μόνη στο σπίτι. Πονάει, μέσα κι έξω της. Κλαίει, αλλά ετοιμάζει το δείπνο του άντρα της. Κορόιδο ολκής.
Εν τω μεταξύ έρχεται ο κουνιάδος της. Της επαναλαμβάνει για χιλιοστή φορά πως δεν της αξίζει τέτοια συμπεριφορά, πως κακώς υποτιμάει τον εαυτό της. Της αξίζει το καλύτερο κι εκείνος μπορεί να της το προσφέρει. Την αγαπάει και θέλει να την πάρει μακριά, να την προστατεύσει, να την γλιτώσει. Εκείνη γελάει σαρκαστικά. Να την προστατεύσει αυτός, που φοβάται τον άντρα της δέκα φορές περισσότερο από εκείνη. Τον χλευάζει κατάμουτρα. Δεν πιάνει μία μπροστά στον αδερφό του. Εκείνος είναι πραγματικός άντρας. Μπορεί να την χτυπάει, να την κερατώνει, αλλά την αγαπάει και την προστατεύει. Το ξέρει καλά.
Ο μικρός τρελαίνεται. Βαρέθηκε να τον υποτιμάνε. Τον θεωρεί ανάξιο και φοβιτσιάρη μια γυναίκα που σκύβει το κεφάλι σε κάθε σφαλιάρα που δέχεται. Η οργή φουσκώνει στο στήθος του. Ξεσπάει. Την χτυπάει. Μια, δυο. Της φωνάζει κάτι φτηνό, του στυλ: «Είμαι αρκετά άντρας για ‘σενα τώρα; Γουστάρεις μωρή;». Εκείνη τον παρακαλάει να σταματήσει. Ζαρώνει, προσπαθεί να προστατευτεί, ικετεύει. Ο καχεκτικός ανδρισμός του τονώνεται. Επιτέλους κάποιος τον φοβάται. Αυτό όμως τον εξοργίζει περισσότερο. Καταπίεση συσσωρευμένη μια ζωή ξεχειλίζει. Αρπάζει ένα τηγάνι που κρέμεται και τη χτυπάει με μανία χωρίς να σκέφτεται. Το βλέμμα του έχει θολώσει. Η αδρεναλίνη και η τεστοστερόνη βράζουν κι εκρήγνυνται. Σταματάει μόνο όταν εκείνη πέφτει κάτω. Συνειδητοποιεί πως είναι νεκρή. Το στήθος ξεφουσκώνει. Ο φόβος που για λίγο είχε χαθεί, επιστρέφει δεκάδες φορές πιο ενισχυμένος. Δεν ξέρει τι να κάνει. Πλένει και σκουπίζει το τηγάνι, αποδεικτικό στοιχείο, το αφήνει στο μάτι της κουζίνας και φεύγει. Παίρνει το αυτοκίνητο του και οδηγεί χωρίς προορισμό. Απλώς για να απομακρυνθεί.
Λίγο αργότερα επιστρέφει ο αδερφός του. Βλέπει τη γυναίκα του νεκρή στο πάτωμα της κουζίνας. Δεν είναι σίγουρο πως συνειδητοποιεί αμέσως τι έγινε, αλλά αντιλαμβάνεται πως είναι ο βασικός ύποπτος. Όλοι αυτόν θα κατηγορήσουν. Θα την πληρώσει για κάτι που δεν έκανε. Τρέμει. Αποφασίζει να εξαφανίσει το πτώμα αμέσως. Αρχίζει να τριγυρνάει στην Αθήνα με τη νεκρή στο πορτμπαγκάζ. Όσο περνάει η ώρα, η αγωνία του μεγαλώνει. Απελπίζεται. Μόλις βρίσκει μια σχετικά ικανοποιητική τρύπα, προσπαθεί να την αξιοποιήσει. Δεν χωράει. Απελπίζεται κι άλλο. Όσο περισσότερο μένει με το πτώμα, τόσο περισσότερο κινδυνεύει. Αποφασίζει να την αποκεφαλίσει για να χωρέσει. Στη συνέχεια, βιάζεται να ξεφορτωθεί από πάνω του το φτυάρι και το πουκάμισο. Γυρίζει σπίτι του. Καθαρίζει τα αίματα, σκουπίζει τα θρύψαλα και διπλώνεται στο κρεβάτι του περιμένοντας γεμάτος φόβο και αγωνία. Προσεύχεται και ελπίζει να την γλιτώσει. Μάταια»
Σταμάτησα να μιλάω και έπεσε νεκρική σιωπή στην γραμμή. Της πήρε ένα δυο λεπτά για αντιδράσει.
«Είναι φριχτό. Πως μπόρεσε να την αποκεφαλίσει;»
Δεν μπόρεσα να συγκρατήσω ένα γελάκι.
«Αυτό σε πείραξε περισσότερο; Ο φόνος αυτός καθ’ εαυτός δεν είναι αρκετά αποκρουστικός για σένα;»
«Φυσικά και είναι. Αλλά να αποκεφαλίσεις ένα πτώμα για να το κρύψεις; Αυτό είναι πιο αρρωστημένο»
«Φαίνεται πως οι φοβισμένοι άνθρωποι δεν ακολουθούν τις επιταγές της ηθικής σου. Η επιβίωση υπερισχύει. Ούτε ο νόμος πάντως συγκινείται ιδιαίτερα. Η ανθρωποκτονία τιμωρείται σαφώς πιο αυστηρά από την ασέλγεια επί του πτώματος. Και σ’ αυτό ο μικρός, δεύτερος ήρθε. Ο αδερφός του, παρότι είναι μεγαλύτερο κάθαρμα, θα βγει από την φυλακή νωρίτερα»
«Φρίκη». Η τρομαγμένη φωνή της είναι το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι από εκείνη την συνομιλία.
***
Κανένα μυστικό δεν μπορεί να αποφύγει να αποκαλύψει την άσχημη φάτσα του, σε όποιον πραγματικά το αναζητήσει. Όταν ξεσκαλίζεις μυστικά όμως, το δύσκολο είναι να βρεις τα κότσια να τα αντιμετωπίσεις. Εκτός κι αν αυτά που κουρνιάζουν μέσα σου είναι πιο δύσμορφα, πιο άρρωστα, οπότε είναι εύκολο.
Εγώ επέλεξα για τον εαυτό μου να κυνηγάει τα μυστικά των άλλων…
* Γραμμένο για την εκπομπή «Κλέφτες και αστυνόμοι» στον 902 αριστερά στα FM (2008-2010),
σε σκηνοθεσία και μουσική επιμέλεια της Αντέλας Μέρμηγκα και αφήγηση του Δημήτρη Πουλικάκου.
Tags: Βασίλης Δανέλλης