Γκόλτσος Αντώνης: "Ο επισκέπτης"
Ι
Ήταν ένα από εκείνα τα απογεύματα του Νοέμβρη που το φως φαντάζει μεταλλικό και που η βροχή συνεχίζει μονότονα επίμονη. Ο φόβος του για το αδιάβροχο του καπέλου και της καμπαρτίνας του, για το μη αδιάβροχο μάλλον, έμοιαζε να επαληθεύεται, κι έτσι όπως έμενε ακίνητος, με την πλάτη στον τοίχο, ένιωσε το επερχόμενο κρύωμα. Ο χειμώνας ξεκινούσε άσχημα.
Εμπρός. Τώρα. Πέρασε κάθετα τον στενό δρόμο, δύο αριστερά πατήματα ανεπιτυχώς στεγνά, δύο δεξιά ατυχώς μούσκεμα και, οπ, στο απέναντι πεζοδρόμιο, με το Νοέμβρη να του φιλά υγρά τίς κάλτσες.
Το σκαλοπάτι στο νούμερο 5 -γκρίζο μάρμαρο, ή γρανίτης;- οριοθετούσε τη σιδερένια εξώπορτα. Σηκώθηκε στις μύτες και κοίταξε στο βάθος, την αυλή-διάδρομο με τα κρεμ και σιένα πλακάκια σε ένα στενόμακρο σκάκι. Μια βιαστική γάτα, στα ίδια χρώματα, σαν σε παραλλαγή, του έκλεισε πονηρά το μάτι. Ή... έτσι του φάνηκε.
Εδώ, δίλημμα! Ενεργοποιούμε το θυροτηλέφωνο με το ρίσκο τής άρνησης σε ένα αντιπαθές είδωλο, ή χτυπάμε το ρόπτρο με κίνδυνο να διαταραχτεί η αποκλειστικά αισθητική του παρουσία;
Λοιπόν, το πρώτο.
«Παρακαλώ;», η γυναικεία φωνή ακούστηκε αδιάφορη.
Πλησίασε το κουδούνι με την ετικέτα “Ζ. Ρώττας”.
«Καλησπέρα σας, ζητώ συγγνώμη. Λέγομαι Κ. Δεν με γνωρίζετε. Θα ήθελα να μιλήσω με τον κύριο και την κυρία Ρώττα. Δεν πρόκειται για πώληση, ή για διαφήμιση. Σας ευχαριστώ».
Αμήχανη σιωπή.
«Μισό λεπτό παρακαλώ».
Αδιευκρίνιστοι ήχοι. Πιθανά κάποια συζήτηση. Πάλι ένα λεπτό αναμονής. Και βροχής. Το άνοιγμα της πόρτας συνοδεύεται από ένα διστακτικό, «μετά τη σκάλα αριστερά, στην είσοδο».
Ανέβηκε γρήγορα τα κάποια δώδεκα σκαλοπάτια, φωτογραφίζοντας αριστερά του το μικρό τετράγωνο φεγγίτη τού υπογείου. Χαμογέλασε, καθώς συνέλαβε τον εαυτό του να έχει λαχανιάσει ελαφρά, λίγο πριν την είσοδο.
Η ύπαρξη δεύτερου κουδουνιού τού φάνηκε υπερβολική. Χρειάστηκε να το χτυπήσει. Ένα γυάλινο σκέπαστρο, που φαινόταν να είχε τοποθετηθεί πρόσφατα, τον γλίτωσε από το νερό που έπεφτε με νέα ένταση.
Ήταν το φως που λιγόστευε καθώς βράδιαζε ή το σχεδόν σκοτεινό εσωτερικό τού σπιτιού που έκανε τη γυναικεία φιγούρα στο άνοιγμα της πόρτας ασαφή; Έβγαλε το καπέλο-υδρορροή και αισθάνθηκε αναγκαίο να συστηθεί και πάλι.
«Κ. Καλησπέρα σας. Σας ζητώ συγγνώμη για την ενόχληση».
«Περάστε. Να ανοίξω το φως».
Σαφώς νεότερή του. Περί τα σαράντα, κανονικό ύψος. Μάλλον αποφασισμένη να μη δείχνει ελκυστική. Σκούρο φόρεμα, μάτια στην ίδια απόχρωση, βλέμμα ερωτηματικό, αν και, κάπου στο βάθος, ή του φάνηκε; παιγνιώδες.
Παρέμεινε στην είσοδο, στάζοντας.
«Δώστε μου την καμπαρτίνα και το καπέλο σας. Απίστευτος καιρός. Βρέχει μία εβδομάδα τώρα. Θα τα κρεμάσω εγώ, περάστε».
Έκανε δυο βήματα στο μικρό χολ. Η ντάμα με τα πλακίδια της αυλής επαναλαμβανόταν και στο εσωτερικό. Στο υποκίτρινο φως τής πλαφονιέρας οι τοίχοι έμοιαζαν να χρειάζονται ένα χέρι χρώμα. Αλλά, θα μπορούσε να φταίει το φως. Στο βάθος τού δωματίου, νά κάτι εκκεντρικό, το ψυγείο, προεξοφλώντας μια στενόχωρη κουζίνα. Δυο καρέκλες, ξένες στο περιβάλλον και μεταξύ τους, έστεκαν αφημένες κατά μήκος του τοίχου σε αναζήτηση ρόλου, ίδιες φιγούρες τού Χόπερ.
«Πραγματικά λυπάμαι για την ενόχληση. Δεν θα σας κουράσω. Ο κύριος Ρώττας;».
Η γυναίκα έκανε μία στροφή, έτοιμη να τον καλέσει. Δεν χρειάστηκε. Μπήκε στον χώρο αργά, σχεδόν επιφυλακτικά. Λεπτός από σκαρί. Στα σαράντα πέντε. Θα έπρεπε να είχε επιστρέψει από κάπου έξω, πριν λίγη ώρα. Γκρι κοστούμι, λευκό πουκάμισο, μαύρη γραβάτα, το αριστερό χέρι στην τσέπη τού πανταλονιού του, το δεξί, διπλωμένο στο στήθος, κρατούσε ένα τσιγάρο που μόλις είχε ανάψει. Σταμάτησε κοντά στον επισκέπτη και άλλαξε χέρι στο τσιγάρο. Χαιρετήθηκαν με μια τυπική χειραψία.
«Λέγομαι Ζ. Ρώττας, κύριε Κ. Δεν έχουμε γνωριστεί, νομίζω. Συμβαίνει κάτι;».
«Όχι, όχι, πραγματικά δεν συμβαίνει τίποτα. Ήθελα απλώς να σας απασχολήσω, για λίγο, με κάτι που θα μπορούσε να σας ενδιαφέρει...».
«Και που δεν έχει να κάνει με πώληση ή διαφήμιση», χαμογέλασε ο Ζ.
«Μα ακριβώς, ακριβώς. Μπορούμε να καθίσουμε κάπου;».
«Ελάτε από ‘δω. Εδώ στο καθιστικό θα είσαστε, θα είμαστε, πιο άνετα», πετάχτηκε η γυναίκα και προχώρησε αποφασιστικά στο τέλος τού χολ. Λίγο πριν το ψυγείο αριστερά άνοιξε μια δίφυλλη ψηλή πόρτα, που έδειχνε παράταιρα μεγαλειώδης με τα γυάλινα εσώφυλλά της.
«Να καθίσουμε εδώ».
Έδειξε στον ξένο την άκρη ενός διπλού καναπέ από καφέ βελούδο. Ο Κ. πλησίασε με δισταγμό, που στον Ρώττα φάνηκε ανεξήγητος, ρίχνοντας το βλέμμα του στο βάθος τού δωματίου. Βρήκε τον καναπέ αναπαυτικό, αν και κάποιο ελαφρύ τρίξιμο τον έπεισε να κάθεται προσεκτικά.
Ο Ζ. άναψε τη λάμπα πλάι στον καναπέ και μία δεύτερη ανάμεσα στις πολυθρόνες, απέναντι από τον Κ. Τα αμπαζούρ έστειλαν το φως στο πάτωμα και στο τραπεζάκι με τις εφημερίδες ανάμεσά τους, σε δύο τέλειους κύκλους, σαν σε πάλκο. Ο φωτισμός δεν βοηθούσε, αλλά αριστερά, απέναντι από τη δίφυλλη πόρτα, εκεί που ο Κ. επέμενε να διακρίνει, διαφαίνονταν δύο μπαλκονόπορτες που στοιχημάτιζε ότι έβλεπαν στο Πρώτο.
«Λοιπόν, περί τίνος πρόκειται;», ο Ζ. χαλάρωσε ελαφρά τον κόμπο της γραβάτας του και χώθηκε στο βάθος τής πολυθρόνας, σε ένα κόσμιο σταυροπόδι. Η γυναίκα διάλεξε την άκρη τής πολυθρόνας με τις παλάμες σταυρωμένες στα γόνατά της.
«Δείτε, έρχομαι αμέσως στο θέμα. Είμαι συνταξιούχος, εδώ και λίγες εβδομάδες. Εργαζόμουν στο εξωτερικό. Η καταγωγή μου είναι από την Αθήνα και τώρα ψάχνω ένα σπίτι στην περιοχή. Είναι σχετικά ήσυχα εδώ, το Ζάππειο είναι σε απόσταση αναπνοής και μου αρέσει να περπατώ εκεί. Θα συμφωνήσω ότι το Μετς δεν έχει την καλύτερη συγκοινωνία, αλλά μου αρέσει σαν γειτονιά. Δεν μπόρεσα να βρω κάποιον μεσίτη. Αποφάσισα λοιπόν να ψάξω μόνος μου».
Ο Ζ. έσβησε το τσιγάρο του σε ένα πολυγωνικό κρυστάλλινο σταχτοδοχείο πλάι του και ετοιμάστηκε να ανάψει το επόμενο. Πρότεινε στον Κ. ένα πακέτο άφιλτρο Άσσο.
«Καπνίζετε;».
«Όχι, ευχαριστώ».
Τράβηξε ένα σιδερένιο Ronson από την εξωτερική τσέπη τού σακακιού του, άναψε το τσιγάρο αργά, σχεδόν τελετουργικά, και φύσηξε τον καπνό στο πάτωμα. Η επανάληψη δεν φαινόταν να αλλοιώνει την ηδονή. Έπειτα στήριξε τον αγκώνα του στο χέρι τής πολυθρόνας και το κεφάλι του στην παλάμη με το τσιγάρο.
«Λοιπόν, κύριε Κ.;».
«Θα σας φτιάξω έναν καφέ. Ελληνικό;», η ερώτηση ήρθε από την γυναίκα και, παρότι αναμενόμενη, ήχησε παροξύτονη. Ο Ζ. δεν φάνηκε να αντιδρά.
«Ναι, αν δεν σας κάνει κόπο, σας ευχαριστώ. Έναν μέτριο, παρακαλώ. Μέτριο προς γλυκό, ίσως. Που λέτε,», συνέχισε ο Κ. γυρνώντας προς τον Ζ., «είναι τώρα μερικές μέρες που κόβω βόλτες στην περιοχή. Δεν σας κρύβω πως, χθες πάλι, ένας γείτονάς σας, που φαίνεται να ξέρει τους πάντες στη γειτονιά, με ρώτησε αν ψάχνω για κάτι συγκεκριμένο. Ξέρετε, αυτό επιβεβαιώνει τη θεωρία μου που θέλει την κάθε γειτονιά ένα μικρό χωριό, όπου ο καθένας ξέρει τον καθένα και όπου τα εν οίκω απόλυτα εν Δήμω. Για να μην ξεχάσουμε και τα μικρά, ή και τα μεγάλα αμαρτωλά, που είναι κτήμα των πάντων και, το χειρότερο, των πασών. Χωρίς πρόθεση να σας προσβάλω, κυρία μου», πρόσθεσε με ένα βιαστικό χαμόγελο προς τη γυναίκα, που, προσέχοντας τον καφέ στην κουζίνα, ακουμπούσε τον ώμο της στην κάσα τής πόρτας με το χέρι στη μέση.
Η Ρώττα έκανε μία αόριστη κίνηση με τον καρπό της.
«Και η αντίδρασή σας;», ρώτησε μειλίχια ο Ζ., πίσω από ένα κομψό κυματισμό καπνού. Έμοιαζε να το διασκεδάζει.
«Συγγνώμη;».
«Τί απαντήσατε στην ερώτηση του γείτονα αν ψάχνετε για κάτι συγκεκριμένο;».
«Α! Του απάντησα ότι δεν είχα χάσει κάτι για να το ψάχνω και ότι, πολύ απλά, ήταν μέρος τής βόλτας μου. Μάλιστα, για να τον μπερδέψω λίγο, τον ρώτησα αν υπήρχε εκεί γύρω μικροβιολόγος, ή κάποιο σχετικό εργαστήριο. Είναι καταπληκτική η ανάγκη που αισθάνονται ορισμένοι να μπλέκονται στα πόδια σου. Πιστεύω πως το να σέβεσαι την ιδιωτικότητα του άλλου είναι το θεμέλιο, τί λέω, το βάθρο τής Δημοκρατίας. Δεν νομίζετε;».
Ο Κ. πήρε το δίσκο με τον καφέ και το νερό από τα χέρια τής γυναίκας και τα ακούμπησε στο χαμηλό τραπέζι, μπροστά του.
«Σας ευχαριστώ πολύ».
Η Ρώττα κάθισε πάλι στην άκρη της πολυθρόνας και σταύρωσε τα χέρια της. Έπειτα ρώτησε τον Κ., κοιτάζοντας συγχρόνως τον Ρώττα, που έστελνε ένα καινούριο σύννεφο καπνού στο ταβάνι και τραβούσε ελαφρά το γιακά του με τον παράμεσο.
«Και προς τί το μπέρδεμα, αν επιτρέπετε;».
«Το μπέρδεμα;», ο Κ. φάνηκε απροετοίμαστος.
«Λέγατε πως θέλατε να μπερδέψετε το γείτονα».
«Μα φυσικά,. Δεν υπάρχει λόγος να ξέρουν το λόγο που είμαι στη γειτονιά».
«Εννοείτε την αγορά του σπιτιού που ψάχνετε», διευκόλυνε ο Ζ.
«Ακριβώς, κύριε Ρώττα, και έρχομαι αμέσως στο θέμα. Μετά την έρευνα που έκανα, θέλω να σας πληροφορήσω ότι είμαι έτοιμος να αγοράσω το σπίτι αυτό, εφ όσο, βέβαια, το τίμημα δεν θα ήταν παράλογο».
Ο Ζ. άλλαξε πόδι και η Ρώττα έσπρωξε τη λεκάνη της στο βάθος τής πολυθρόνας.
«Για να σας προλάβω», βιάστηκε ο Κ., «καταλαβαίνω ότι το σπίτι δεν είναι προς πώληση και ότι αυτό θα επιβαρύνει το τίμημα με ένα πριμ. Να το αποκαλέσουμε πριμ τής πειθούς; Βέβαια, ακόμη και αυτό θα πρέπει να κινηθεί σε ένα λογικό πλαίσιο. Να υπάρξει δηλαδή μια λογική. Στην αποτίμηση, εννοώ. Είναι αναφαίρετο δικαίωμά σας», συνέχισε ακάθεκτα ο Κ. εστιάζοντας στον Ρώττα, «να ζητήσετε αυτό που εσείς κρίνετε εύλογο, αλλά δεν ξεχνάμε, δεν είναι έτσι; ότι, όπως το δίκαιο ορίζει την έννοια του δικαιώματος, άλλο τόσο προβλέπει και την έννοια τής κατάχρησής του».
Κάποια δευτερόλεπτα σιωπής.
«Καταλαβαίνω το σκοπό της επίσκεψής σας, κύριε Κ.», ο τόνος τού Ζ., υπό πίεση. «Να ξεκινήσουμε από το γεγονός ότι το σπίτι αυτό δεν ήταν ποτέ προς πώληση;».
Η αντίδραση τού Κ., σε ημιτόνιο.
«Εννοείτε πρόσφατα;».
«Εννοώ όσο θυμάμαι τον εαυτό μου. Και δεν είναι ούτε τώρα».
«Μην το λέτε αυτό, κύριε Ρώττα, μην το λέτε. Επιτέλους, τα πάντα πωλούνται, όπως ξέρετε. Η άρνησή σας μπορεί να αποδειχτεί εξαιρετικά επιζήμια, για σας. Γνώρισα στο εξωτερικό, πάνε χρόνια, κάποιον που ρευστοποίησε το πολυτιμότερο ερυθρόμορφο της συλλογής του, που για τον ίδιο είχε ακόμη μεγαλύτερη αξία, μιας και περιείχε τη στάχτη της γιαγιάς του, από την πλευρά τού πατέρα του, νομίζω. Δεν υπαινίσσομαι, βέβαια, ότι το αγγείο έφυγε με τη στάχτη, είμαι βέβαιος ότι φρόντισε να την μεταφέρει κάπου αλλού, πριν το παραδώσει. Και γιατί όλα αυτά; γιατί, βεβαίως, βρέθηκε το κατάλληλο, το εύλογο τίμημα. Κι αυτό, κύριε Ρώττα, για να μην αναφερθώ σε πραγματικά οριακά παραδείγματα! Λοιπόν, καταλήγουμε. Σημασία δεν έχει το αντικείμενο, σημασία έχει το τίμημα. Εξάλλου, κι αυτό μού φαίνεται εξαιρετικά παράλογο -και εδώ ο Κ. έδειξε να χάνει τον έλεγχο στην ένταση της φωνής του- πώς αρνείστε πριν γνωρίσετε το καταραμένο τίμημα;».
Ο Ζ. τίναξε τη στάχτη από το παντελόνι του.
«Μα εσείς δεν γνωρίζετε καν το σπίτι, η επέμβαση της γυναίκας κατευναστική, το παιγνιώδες βλέμμα σε έξαρση».
Ο Κ. άδειασε τον αέρα με μια παρατεταμένη εκπνοή. Ίσιωσε τα πόδια του κάτω από το τραπέζι και, σχεδόν χαμογελαστά, απάντησε πως ναι, η κυρία Ρώττα είχε ασφαλώς δίκιο, πως αν και η θέση του σπιτιού ήταν αυτό που μέτραγε περισσότερο γι αυτόν, όπως εξάλλου και για τον καθένα, θα εκτιμούσε ιδιαίτερα αν τον ξεναγούσαν στο χώρο και πως θα την ακολουθούσε με μεγάλη του χαρά στο ισόγειο και στην αυλή-διάδρομο, στο υπόγειο και στην ταράτσα με τα κρεμ και τα σιένα πλακάκια, αν το ίδιο μοτίβο - σκέφτηκε - συνέχιζε ακόμη επάνω, στην ταράτσα που έβλεπε στο πράσινο του Πρώτου και που, επιτέλους, ναι, επιτέλους, εκεί, ίσως, να ανακάλυπτε, γιατί ο ήχος των βημάτων στο ταβάνι τής κρεβατοκάμαρας τα βράδια, ή να ξανάβλεπε το ίδιο κομμάτι τού ουρανού που κατάπιε τον αετό του, το φταίξιμο στην άθλια καλούμπα και στα αδέξια δάχτυλά του που, από τότε, μόνο το μελάνι δούλευαν και που, αν ήταν πραγματικά τυχερός, αλλά δεν μπορεί, δεν μπορεί, δεν ήταν δυνατόν να φανεί τόσο τυχερός, να έπιανε το νήμα τής σφαίρας στην αριστερή μπαλκονόπορτα, ξεκινώντας από το σημάδι στη γρίλια, αν βέβαια κάποιος δεν είχε τη έμπνευση να τη στοκάρει ή να αλλάξει την μπαλκονόπορτα και, που, τηρουμένων των αναλογιών, θα έπρεπε τώρα να φτάνει κάπου πιό πάνω από τη ζώνη του, αν ήταν, τότε, στο ύψος των ματιών του, πάνε πενήντα χρόνια!
ΙΙ
«Από εδώ για την κουζίνα μας», είπε η γυναίκα, που, περνώντας πλάι στον Ζ., τον άγγιξε στο γόνατο, προλαβαίνοντας να του γλιστρήσει ένα αγχώδες «να δούμε».
Ο Κ. την ακολούθησε στην κουζίνα. Στενόχωρη, πάντα. Τα υποκίτρινα Buchtel αγκάλιαζαν την εστία με την κεραμική τους γοητεία, μια παράδοξη πολυτέλεια που κανείς δεν του είχε ποτέ εξηγήσει και που, πάντως, κανείς δεν είχε τολμήσει να απαλλοτριώσει.
Ένα στενό τραπέζι που τα μεταλλικά του πόδια έτειναν κάτω από το λινό τραπεζομάντιλο. Κομμένο ψωμί γύρω από τέσσερα πιάτα και μυρωδιές αυγοκομμένης σούπας.
«Επιπλέον, διέκοψα το φαγητό σας, είπε ο Κ., απρόσμενα λακωνικά».
«Μα, δεν πειράζει, δεν πειράζει, είναι, άλλωστε, νωρίς ακόμη».
Ο Κ. στεκόταν ακίνητος πλάι στο τραπέζι, κόβοντας έτσι τη ροή τής κίνησης της Ρώττα.
«Όπως συμφωνήσαμε, δεν κάνατε καμία συζήτηση, δεν είναι έτσι;», ο Κ., χαμηλά και κοφτά, ένας άλλος Κ.
«Ό, τι είπαμε στη συνάντησή μας, στο Σύνταγμα, ισχύει», απάντησε η Ρώττα το ίδιο ψιθυριστά, «δεν έχω πει κουβέντα. Αν είχε τον χρόνο να το γυρίσει στο μυαλό του, θα είχε διακόψει τη συζήτηση. Αμφιβάλλω, μάλιστα, αν θα δεχόταν να σας συναντήσει, καν. Θα πρέπει όμως και σεις να κάνετε μια προσπάθεια. Μια γενναία προσπάθεια, που θα άξιζε να την εκτιμήσει. Όπως κι εγώ, εξάλλου».
«Να συνεχίσουμε».
Προχώρησε πρώτη.
«Εδώ, η κρεβατοκάμαρα των παιδιών», η φωνή της στη σωστή ένταση, «δεν θα τα ενοχλήσουμε για δυο λεπτά. Διαβάζουν».
Ο Κ. προσπέρασε αδιάφορα.
«Αφήστε, δείξτε μου το υπόγειο».
«Το υπόγειο;».
«Ναι, το υπόγειο, παρακαλώ».
Βγήκαν από το πίσω μέρος, στη ντάμα τής αυλής που συνέχιζε σε γωνία με την αυλή-διάδρομο της εισόδου.
«Θα κατέβω μαζί σας», πρότεινε η Ρώττα.
«Όχι, όχι, μείνε εδώ», αρνήθηκε ο Κ., σε έναν ανεξήγητο ενικό.
Κατέβηκε τα έξη σκαλοπάτια. Η οσμή δεν ήταν η ίδια. Οι τοίχοι ήταν φρεσκοβαμμένοι, για πολλοστή φορά, υπέθεσε. Προχώρησε σκύβοντας ελαφρά. Οι κονσέρβες με τους παράξενους λατινικούς χαρακτήρες, οι στοιβαγμένες στα ξύλινα κιβώτια που κάποτε, ανάμεσά τους, ξεφύτρωναν διάφανα, αράχνινα πέπλα, είχαν, προφανώς, αποσυρθεί. Ή, αποσυντεθεί. Κι όμως είχαν σώσει τους γονείς, ίσως και κάποιους γείτονες, σε χρόνια δίσεκτα, όταν άκουγαν τις ριπές από τη μεριά τού Πρώτου και που μία από αυτές είχε στείλει τη σφαίρα πάνω από το μπαλκόνι τού 5, κατά μήκος τού δωματίου, στον σοβά τού απέναντι τοίχου, στο ύψος τής ζώνης ενήλικα.
«Θα ανέβω στην ταράτσα, δήλωσε ο Κ., ισιώνοντας την πλάτη του, καθώς βγήκε στην αυλή».
«Να προσέχετε, το φως δεν πιάνει τα τελευταία σκαλοπάτια. Και η σκάλα γλιστράει. Σας φέρνω την καμπαρτίνα σας».
«Ευχαριστώ, δεν πειράζει. Κατεβαίνω αμέσως».
Ανέβηκε αργά τη σιδερένια σκάλα. Αισθάνθηκε τις σταγόνες τού νερού να κυλάνε μέσα από τον γιακά του και φταρνίστηκε δύο φορές πριν φτάσει στο τέρμα τής σκάλας. Πάτησε προσεκτικά στην ταράτσα. Το στηθαίο τού φάνηκε επικίνδυνα χαμηλό και το μαύρο τού Πρώτου κρυμμένο πίσω από τον τοίχο τού απέναντι τριώροφου. Ξεχώρισε τα πλακάκια σε σκάκι, όπως τότε, και την επιφάνεια της ταράτσας, απρόσμενα μικρή. Γέμισε τους πνεύμονές του με μια παρατεταμένη, υγρή εισπνοή και έψαξε με το βλέμμα του, περισσότερο από ένστικτο, στις γωνίες, να ανακαλύψει κάτι ή κάποιον που τώρα ήξερε πως δεν υπήρξε. Σήκωσε το κεφάλι ακούγοντας τον μακρινό βόμβο ενός περαστικού αεροπλάνου, καταφέρνοντας μόνο να γεμίσει νερό τα γυαλιά του. Έπειτα ησυχία. Πέρα από το μέταλλο της βροχής. Του φάνηκε να ψιθυρίζει «να παίξουμε, έλα να παίξουμε»...
Ξεκίνησε να κατέβει.
«Θα έπρεπε να είχατε έρθει λίγο νωρίτερα. Δεν μπορείτε να δείτε τίποτε τώρα, αν και νομίζω ότι δεν υπάρχει κάτι που να αξίζει να δει κανείς εκεί πάνω», είπε η Ρώττα που τον συνάντησε στη μέση τής σκάλας, κρατώντας μια ομπρέλα.
«Εντάξει, είναι εντάξει», απάντησε εκείνος αφηρημένα. Την ακολούθησε. Τίναξε δυνατά τα παπούτσια του στο κατώφλι και μπήκε στο σπίτι.
«Δώστε μου το σακάκι σας, κύριε Κ. Πιστεύω πως έχετε αρπάξει ένα γερό κρύωμα. Κι ύστερα», πρόσθεσε ανεβάζοντας τον τόνο τής φωνής της, «πιστεύω ότι ο κύριος Ρώττας θα θέλει να σας μιλήσει».
Μπήκαν στο σαλόνι. Ο Κ. πλησίασε τον καναπέ, ακόμη πιο διστακτικά αυτήν τη φορά. Στον Ρώττα μάλιστα φάνηκε να σκύβει λίγο, περνώντας απέναντι από την μπαλκονόπορτα.
«Είμαι ευγνώμων στην κυρία Ρώττα που με ξενάγησε με αυτήν την άθλια βροχή. Κι εγώ που στοιχημάτιζα πως μόνο στην Κεντρική Ευρώπη βρέχει έτσι. Και τί διάρκεια! Άσε που ετούτη εδώ είναι πιο όξινη και από τις βροχές στη Σκανδιναβία. Ξέρετε πόσα εκτάρια νεκρών δασών αριθμεί η Σουηδία; Η οικολογική προσφορά των υψικάμινων της Ανατολικής Γερμανίας. Της τέως, δηλαδή. Ας είναι. Εδώ θα κερδίζει πάντα το αττικό φως. Χρειάζεται να είσαι ποιητής για να το θεωρήσεις “μαύρο”. Εγώ πηγαίνω με το πλήθος», συμπέρανε ο Κ., τρίβοντας τα χέρια του σε μια ένδειξη ανεξήγητης ευφορίας, «λοιπόν, κύριε Ρώττα, συνεχίζουμε. Σύμφωνοι;».
«Συνεχίζουμε τί, κύριε Κ.;», οι πρώτες ενδείξεις τής επερχόμενης έκρηξης, σκέφτηκε η Ρώττα.
«Μα, τη διαπραγμάτευση, βέβαια. Αφήστε το αποτέλεσμα να περιμένει, επί τού παρόντος, κύριε Ρώττα. Το πώς θα φτάσεις εκεί, αυτό μετράει».
«Αυτό και το τίμημα, φυσικά», διέκοψε ο Ζ. Η γυναίκα διέκρινε το σαρδόνιο.
«Ασφαλώς, κύριε Ρώττα. Και για να έρθω στο θέμα...», ο Κ. φάνηκε έτοιμος να προχωρήσει, αλλά ο Ρώττας τον διέκοψε με μία γρήγορη χειρονομία, που έκανε τη καύτρα του να καταγράψει στο ημίφως ένα διάττον σινικό ιδεόγραμμα.
«Ακούστε, κύριε. Νομίζω ότι εδώ χάνουμε το χρόνο μας, και οι δύο. Και οι τρεις μας, μάλλον», διόρθωσε, γυρνώντας το βλέμμα του στη γυναίκα, με μια διάθεση συγγνώμης -ή παραχώρησης;- «θα συγχωρήσω ακόμη και την επιμονή σας, αλλά πραγματικά πιστεύω πως το πάτε λίγο μακριά. Ή, για να ακριβολογήσω, πολύ μακριά. Μα τί φαντάζεστε, ότι το σπίτι αυτό, το κάθε σπίτι, είναι έτοιμο να πέσει στις ορέξεις τού πρώτου που θα αποφασίσει ότι του κάνει; Νομίζετε, δηλαδή, ότι αυτοί οι τοίχοι, οι όποιοι τοίχοι, έχουν, απλά, την αξία των υλικών τους; ότι δεν δένεται κανείς με μια κάποια ατμόσφαιρα, κάποια μνήμη; ότι κάθε γωνιά τους δεν έχει να πει κάποια ιστορία, μια χαρά, μια τύψη; Κι έπειτα, κύριε Κ., εδώ θα μεγαλώσουν παιδιά, μεγαλώνουν παιδιά. Καταλαβαίνετε τί είναι αυτό το σπίτι, γι αυτά; Λοιπόν, θα σας πω εγώ. Αυτό το σπίτι είναι σημείο αναφοράς. Και θα έχουν μία ζωή μπροστά τους να το θυμούνται».
Ο Ρώττας ανακάθισε σαν αυτόματο και συνέχισε.
«Και κάτι άλλο ακόμα. Εσείς αποφασίσατε ότι το σπίτι αυτό σας κάνει, έτσι δεν είναι; Να θεωρήσω ότι το εκτιμάτε ήδη σαν κατεχόμενο έδαφος; Λοιπόν, κύριε Κ., έτσι, σαν συμπέρασμα, η στάση σας δεν με ξαφνιάζει. Η στάση σας με προσβάλλει!».
Ο Ρώττας σταμάτησε το ίδιο απότομα όπως είχε αρχίσει, κάνοντας μία κίνηση με τα δύο του χέρια, σε προβολή και μετά σε ανάταση, σαν να έδειχνε ότι, στο εξής, καθετί προέλευσης Κ. θα τού ήταν απόλυτα αδιάφορο. Άναψε τσιγάρο, ανοίγοντας νευρικά ένα καινούριο πακέτο, παρότι το προηγούμενο τον περίμενε στο τραπεζάκι με τις εφημερίδες, μπροστά του, σχεδόν γεμάτο. Έπειτα, έσπρωξε με δύναμη την πλάτη του στο βάθος τής πολυθρόνας και έστειλε ένα αγχώδες σύννεφο καπνού στο ταβάνι.
Κενό αέρος και βύθιση.
Η Ρώττα έδειχνε να ψάχνει τον σωστό χρονισμό παρέμβασης. Αποφάσισε να κάνει μία βόλτα στην κουζίνα. Γύρισε μετά από λίγα λεπτά, για να βρει τους δύο άντρες σιωπηλούς. Όταν μίλησε, η φωνή της ήταν ψύχραιμη και ο τόνος της συμβιβαστικός και ήρεμος.
«Να συνεννοηθούμε, τρεις άνθρωποι είμαστε, ας δούμε πώς έχουν τα πράγματα. Κύριε Κ., αντιλαμβάνεστε ότι η επίσκεψή σας, ο λόγος τής επίσκεψής σας, μας έχει αναστατώσει», γρήγορη ματιά προς τον Ρώττα και διόρθωση «εννοώ μας ξαφνιάσατε. Δεν συμβαίνει κάθε μέρα να σου προτείνουν να αφήσεις το σπίτι σου, να πουλήσεις το σπίτι σου», βιάστηκε να διευκρινίσει, προεξοφλώντας την ένσταση του Κ., που έδειξε να σκύβει ανυπόμονα στο κάθισμά του, «κι έπειτα μια αλλαγή σπιτιού, όπως σας εξήγησε ο κύριος Ρώττας, είναι μια αλλαγή ζωής. Αυτό που ζητάτε, κύριε Κ., θα το καταλαβαίνετε, αγγίζει το όριο του αυθαίρετου. Δεν ξέρω γιατί επιμένετε σε αυτό το σπίτι, θα υπάρχουν και άλλα στη γειτονιά που επιτρέπουν βόλτες στο Ζάππειο, ίσως λιγότερο ήσυχα, είναι αλήθεια, εδώ είμαστε και κέντρο και απόκεντρο. Και ο προσανατολισμός είναι εξαιρετικός. Αλλά, για τα παιδιά, ας πιάσουμε το θέμα των παιδιών, γιατί εδώ είναι το θέμα, είναι η φωλιά τους, εδώ μεγαλώνουν, οι φίλοι τους είναι εδώ ένα γύρω, αυτό το σπίτι ξέρουν. Εμείς, οι μεγαλύτεροι τολμάμε τις αλλαγές. Είτε από ανάγκη, είτε γιατί αξίζει τον κόπο. Αλλά τα παιδιά; Θα μου πείτε πως άλλοι γονείς δεν μπαίνουν καν στον κόπο να τα ρωτήσουν. Και πως από τη στιγμή που μία αλλαγή τους εξασφαλίζει καλύτερες προοπτικές, ένα μέλλον που ούτε αυτά, ούτε οι γονείς τους ποτέ θα διανοούνταν, η αλλαγή αυτή θα μπορούσε να μπει στα υπ όψη. Εσείς, κύριε Κ., θα μου επιτρέψετε, δεν μπορείτε να ξέρετε τί μέλλον είμαστε, εμείς, οι γονείς τους, σε θέση να τους εξασφαλίσουμε. Αντίθετα, αυτό που ξέρετε είναι τί προσφορά μπορείτε εσείς να κάνετε, που να άξιζε τον κόπο να την εξετάσουμε προσεκτικά, ο σύζυγός μου και εγώ».
Σταμάτησε να μιλάει, και έσκυψε το κεφάλι εισπνέοντας βαθιά, προσπαθώντας να κρύψει μια αίσθηση ανακούφισης. Ο Ρώττας έδειχνε βολεμένος στο βάθος τής πολυθρόνας και στη σιωπή του. Συνέχιζε να κοιτάζει το ταβάνι μέσα από σύννεφα γαλάζιου καπνού, που φρόντιζε να τροφοδοτεί αδιάλειπτα. Άγνωστο αν περίμενε την αντίδραση του επισκέπτη, ή αν είχε, απλά, αποστασιοποιηθεί απόλυτα.
Ο Κ. δεν είχε χάσει συλλαβή. Για μια στιγμή, σκέφτηκε να ανέβει ξανά στον άμβωνα, έπειτα φάνηκε να αλλάζει γνώμη. Χαμογέλασε στον Ρώττα, ένα χαμόγελο αινιγματικά εγκάρδιο, έκρινε η γυναίκα, ύστερα τράβηξε από την τσέπη τού πουκαμίσου του ένα υπερμέγεθες μαύρο Parker, έκοψε μία γωνία από την εφημερίδα που ήταν αφημένη στο τραπεζάκι μπροστά του, έβγαλε προσεκτικά τα γυαλιά του που αργούσαν να ξεθαμπώσουν, έγραψε στο περιθώριο, σκύβοντας επάνω στο χαρτί -μία γραφή κομψή και πλάγια- λίγες λέξεις και κάποια ευανάγνωστα νούμερα, και, αφού τα διάβασε προσεκτικά μερικά δευτερόλεπτα, σαν να ήθελε να τα αποστηθίσει, έσπρωξε το χαρτί στον Ρώττα.
ΙΟΝΑ / Αίγινα - Κηφισιά, Μάιος-Σεπτέμβριος, 2005
Tags: Αντώνης Γκόλτσος