Κουλετάκη Νίνα: "Η θάλασσα του Νγκουέμα"
Ο Νγκουέμα βγήκε από το σπίτι του στο συνοικισμό και κατευθύνθηκε προς το σταθμό του προαστιακού. Ήταν νωρίς το πρωί και η γειτονιά κοιμόταν ακόμη. Πού και πού έβλεπες κάποιον άντρα να περπατά με γρήγορα βήματα και σκυφτό κεφάλι. Οι γυναίκες, όλες οι γυναίκες της φυλής του, μανάδες, σύζυγοι, ερωμένες, κόρες, έμεναν στα σπίτια φροντίζοντας το νοικοκυριό και μεγαλώνοντας παιδιά. Μπορεί οι άντρες να ήταν αυτοί που εξασφάλιζαν το ψωμί και το ρύζι της οικογένειας, όμως ήταν η αγάπη των γυναικών, η πίστη και το κουράγιο τους, που έκαναν τη ζωή στο συνοικισμό να φαίνεται πολύχρωμη και –καμιά φορά- όμορφη.
Ο Νγκουέμα μπήκε στο τελευταίο βαγόνι του συρμού και κάθησε. Τέτοια ώρα ο προαστιακός ήταν σχεδόν άδειος. Του Νγκουέμα του άρεσε αυτό, στο άδειο βαγόνι μπορούσε να βυθίζεται στις σκέψεις του απερίσπαστος. Σήμερα έκλειναν πέντε χρόνια από τη μέρα που πάτησε το πόδι του στη Γαλλία. Τον πρώτο χρόνο ήταν στο Παρίσι, όμως δεν του ταίριαζε η μεγαλούπολη. Συνηθισμένος στην ηρεμία του χωριού του, εκεί στην εσχατιά του Κονγκό, στο Nkayi, ξαφνιάστηκε δυσάρεστα από την πολυκοσμία και τα’ αυτοκίνητα. Και το χειρότερο όλων: το Παρίσι δεν είχε θάλασσα.
Η πρώτη φορά που ο Νγκουέμα αντίκρισε τη θάλασσα, ήταν στα γενέθλια των δώδεκα χρόνων του, όταν ο πατέρας του τον πήρε μαζί σε μιαν επίσκεψη στον αδελφό του, στο Kayes. Το χωριό του θείου του ήταν χτισμένο σχεδόν πάνω στην αμμουδιά και ο Νγκουέμα εντυπωσιάστηκε από την απεραντοσύνη της θάλασσας και το πράσινο χρώμα των νερών της. Θαρρούσες και κάποια θεότητα είχε γεμίσει έναν αχανή λάκκο με υγρά σμαράγδια, που στραφτάλιζαν κάτω από τον ήλιο.
Η θάλασσα μπήκε μέσα στον Νγκουέμα. Η ομορφιά της διαπέρασε τα μάτια του, η μυρωδιά της τα ρουθούνια του, ο παφλασμός της τους ακουστικούς του πόρους, η αλμύρα της τους γευστικούς του θύλακες, το δροσερό νερό της το δέρμα του. Ο Νγκουέμα έγινε η θάλασσα και η θάλασσα ο Νγκουέμα. «Εδώ», ψιθύρισε στον εαυτό του, «εδώ να ζούσα και να μη χόρταινα να την κοιτάζω».
Τα χρόνια που ακολούθησαν και οδήγησαν στην ενηλικίωση του Νγκουέμα, ήταν γεμάτα από τη λαχτάρα του για τη θάλασσα. Αν τον ρωτούσε κάποιος τι ήταν αυτό που επιθυμούσε περισσότερο απ’ όλα στη ζωή του, θα έδινε μία και μόνη απάντηση, την ίδια πάντα: ένα σπίτι, από τη βεράντα και τα παράθυρα του οποίου θα μπορούσε ν’ αγναντεύει την αγαπημένη του.
Όσο έμενε στο χωριό, το όνειρό του απομακρυνόταν. Οι γεωργικές δουλειές λιγοστές, τα χρήματα ελάχιστα. Ο Νγκουέμα κατάλαβε νωρίς πως έπρεπε να φύγει για τη Γαλλία, αυτόν τον τόπο στον οποίο τόσοι και τόσοι συγχωριανοί του κυνηγούσαν, από χρόνια, τα όνειρά τους.
Έτσι, μια μέρα του Μάη, ο Νγκουέμα άφησε το χωριό του να λούζεται κάτω από τον ανοιξιάτικο, ζεστό ήλιο για να βρεθεί, ώρες αργότερα, σ’ ένα μουντό και μουσκεμένο από τη βροχή Παρίσι. Τα γκρίζα, βρώμικα νερά του Σηκουάνα σε τίποτα δεν έμοιαζαν με τη ζωγραφιά της θάλασσας του μυαλού του. Και η συνοικία των μεταναστών από το Κονγκό, όπου βρισκόταν το άθλιο δωμάτιο που μοιραζόταν με άλλα τρία παλικάρια από το χωριό του απείχε πολύ, ακόμα και από αυτά. Μετά από ένα χρόνο έφυγε για τη Μασσαλία.
Βρήκε ένα δωμάτιο στο συνοικισμό, στον τελευταίο όροφο ενός παλιού κτηρίου. Δεν υπήρχε ασανσέρ, αλλά αυτό δεν αποτελούσε πρόβλημα για τα νεαρά και γερά πόδια του Νγκουέμα. Του έφτανε που από το παράθυρό του έβλεπε το λιμάνι της Μασσαλίας και τη θάλασσα. Δεν είχε το σμαραγδένιο χρώμα και την άσπρη αμμουδιά εκείνης που είχε πρωτοδεί, όμως ο Νγκουέμα αδιαφορούσε. Του ήταν αρκετό που μπορούσε να βυθίζει το βλέμμα του μέσα της.
Βρισκόταν ήδη τρία χρόνια στη Μασσαλία, όταν γνώρισε τη Λωρ. Δούλευε στο φαστφουντάδικο που ο Νγκουέμα έτρωγε συνήθως στο μεσημεριανό διάλειμμα. Στην αρχή αντάλλαζαν δειλά βλέμματα και χαμόγελα, αργότερα λόγια και γέλια. Χωρίς, σχεδόν, να το καταλάβουν, άρχισαν ν’ ανταλλάσσουν φιλιά και όρκους αιώνιας αγάπης.
Όλα θα ήταν τέλεια, αν δεν υπήρχε εκείνο το μικρό πρόβλημα: η Λωρ ήταν πολύ ξανθή. Και υπερβολικά άσπρη. Και οι μαρσεγιέζοι δεν ήταν τόσο ανεκτικοί στα μικτά ζευγάρια, όσο οι παριζιάνοι. Σύντομα, οι δυο νέοι άρχισαν ν’ αντιμετωπίζουν διάφορα προβλήματα, τα οποία έγιναν πραγματικά σοβαρά όταν τα νέα έφτασαν στο σπίτι της Λωρ και στ’ αυτιά του πατέρα της.
Στην αρχή ο Κλωντ μίλησε στη θυγατέρα του, χωρίς αποτέλεσμα. Μετά ήρθε η σειρά του Νγκουέμα, με τον οποίο η συζήτηση ήταν λιγότερο ευγενική, είναι η αλήθεια. Και πάλι χωρίς αποτέλεσμα. Το ερωτευμένο ζευγάρι παρέμεινε ερωτευμένο και μαζί. Ακολούθησαν πολλές φασαρίες, που οδήγησαν στο να χάσει ο Νγκουέμα τη δουλειά του. Το αφεντικό ήταν πολύ ευγενικό μαζί του, μα του εξήγησε πως δεν μπορούσε να ρισκάρει την ασφάλεια του μαγαζιού και των πελατών. Ο Κλωντ και οι φίλοι του, παλικαράδες ολκής του «Εθνικού Μετώπου» όλοι τους, πήγαιναν συχνά-πυκνά στο μαγαζί και δημιουργούσαν προβλήματα. Το αφεντικό «λυπόταν πολύ, αλλά ο Νγκουέμα έπρεπε να φύγει».
Τους τρεις-τέσσερις τελευταίους μήνες, τα πράγματα είχαν ηρεμήσει. Η Λωρ φοβόταν ακόμη τον πατέρα της και τους φίλους του, όμως ο Νγκουέμα αισιοδοξούσε πως το είχε, πια, πάρει απόφαση. Φανταζόταν πως, όταν η Λωρ έφερνε σε λίγους μήνες, το παιδί τους στον κόσμο, ο Κλωντ θα άνοιγε την αγκαλιά του στο εγγόνι του, ακόμα κι αν αυτό δεν ήταν ένα ασπρογάλανο μωρό. Αποδείχτηκε πως ήταν η Λωρ που είχε δίκιο.
Όλα κανονίστηκαν εκείνο το βράδυ που η γυναίκα του Κλωντ του μίλησε για την εγκυμοσύνη της κόρης τους. Έφυγε από το σπίτι χτυπώντας πίσω του την πόρτα, με τη σκοτεινιά στην ψυχή και το θάνατο στα μάτια.
Ο Νγκουέμα κατέβηκε από το τραίνο και προχώρησε προς την έξοδο του σταθμού. Σε πέντε λεπτά, με γρήγορο βήμα, θα βρισκόταν στο σταθμό του υπογείου που θα τον πήγαινε στην καινούρια του δουλειά. Στο σχόλασμα θα συναντούσε τη Λωρ και θα πήγαιναν να ξαναδούν εκείνο το διαμέρισμα που είχαν βρει την προηγούμενη μέρα. Ένα μικρό, τόσο δα, διαμέρισμα που, όμως, θα χωρούσε μια χαρά τον Νγκουέμα, τη Λωρ, την αγάπη τους και το μωρό που θα ερχόταν. Και που από τα δυο μεγάλα παράθυρα του ενός δωματίου, μπορούσες να δεις τη θάλασσα.
Το πρώτο χτύπημα ήρθε από πίσω και –σχεδόν- έχασε την ισορροπία του. Γύρισε να αντιμετωπίσει τον άνθρωπο που του επιτέθηκε και δέχτηκε μια σιδερογροθιά στο πρόσωπο. Έπεσε και, από εκεί και πέρα, τα χτυπήματα πέντε ανδρών έπεφταν πάνω του σαν τη βροχή. Μαζί με τη λύσσα τους, έφτυναν πάνω του και λέξεις μίσους απίστευτου. Όταν ο πόνος απλώθηκε σε κάθε κύτταρό του, ο Νγκουέμα έπαψε να τους ακούει.
Έβλεπε τα μακριά, ξανθά μαλλιά της Λωρ απλωμένα στο στήθος του, το μεγάλο κατάμαυρο χέρι του να ξεκουράζεται πάνω στην πάλλευκη, φουσκωμένη της κοιλίτσα, τους δυο τους να περπατούν στην ακροθαλασσιά ενώ μελαψά μωρά τρεχοβολούσαν μπροστά τους, μια βεράντα σ’ ένα σπίτι στην παραλία με δυο κουνιστές πολυθρόνες, μια για τη Λωρ και μια για εκείνον, έναν κατακόκκινο ήλιο να βουτάει στη θάλασσα του δειλινού.
Έναν κατακόκκινο ήλιο.
Έναν κατακόκκινο ήλιο.
Σαν έναν κατακόκκινο ήλιο έβλεπε τη μπότα με καρφιά του Κλωντ, που ανεβοκατέβαινε με ορμή στο –κάποτε- όμορφο πρόσωπό του.
Ο Νγκουέμα ξεψύχησε νωρίς το πρωί σ’ εκείνο το βρώμικο, στενό δρομάκι της Μασσαλίας. Είχε έρθει από το Κονγκό και το μόνο που ήθελε ήταν η Λωρ.
Και το μωρό τους.
Κι ένα σπίτι να βλέπει στη θάλασσα.
Tags: Νίνα Κουλετάκη