Φιλιππίδη Μιμή: "Γραμμένο με αίμα"
Ένας κομήτης ήταν η Μαίρη. Εμφανιζόταν ξαφνικά, διέγραφε μια σύντομη τροχιά, σκόρπιζε γύρω της φως και μετά χανόταν - το ίδιο απρόσμενα, όπως είχε φανεί. Ήταν τόσο έντονη η λάμψη της, που όταν την πρωτοείδα στα σκαλοπάτια της Σχολής, ζαλίστηκα και παραπάτησα. Κυριολεκτικά. Πιάστηκα από τα κάγκελα και στηρίχτηκα για να μη σωριαστώ. Τα κλειδιά μου έπεσαν, τα έπιασε αμέσως η Μαίρη με το αριστερό, χαμογέλασε και μου τα έδωσε. «Αριστερόχειρας» σκέφτηκα. «Δημιουργικότητα, φαντασία… Σε λάθος κλάδο βρίσκεται…».
Στην Ιατρική Αθηνών υπήρχαν κοπέλες πιο όμορφες από εκείνη – όπως είχα διαπιστώσει τα τρία χρόνια που ήδη φοιτούσα. Η πρωτοετής Μαίρη όμως είχε κάτι που μαγνήτιζε. Τα χαρακτηριστικά στο πρόσωπό της ήταν ελαφρώς ασύμμετρα, τα αυτάκια της λίγο πεταχτά, τα μάτια της λίγο αραιά. Το χαμόγελό της, όμως, εντυπωσιακά φωτεινό. Αν και αινιγματικό για μένα - δεν άφηνε να καταλάβω αν χαιρόταν όποτε μιλούσε μαζί μου ή αν ήταν άνθρωπος χαρούμενος με τη ζωή γενικά. Για άλλους συμφοιτητές μας που δοκίμασαν να τη φλερτάρουν το χαμόγελό της ήταν σέξι, για άλλους ειρωνικό ή εγκάρδιο ή σαρδόνιο ή χαζό - ανάλογα πώς είχε δεχτεί καθένας τους την απόρριψη. Γιατί η Μαίρη, πάντα ευγενική και φαινομενικά προσιτή, είχε ορθωμένο έναν τοίχο γύρω της - αόρατο, για όσους δε σέβονταν τα όρια κι έπεφταν επάνω του.
Ένα χρόνο κράτησε η πορεία της στην Ιατρική - δεν έγινε ποτέ δευτεροετής. Εξαφανίστηκε αφήνοντας πίσω της τροφή για παραμύθια, απορίες, εικασίες, θεωρίες – «κάηκε από την πολύ μελέτη», «ήταν αψίκορη, κέρδισε την πρόκληση να μπει, αλλά μετά βαριόταν», «βρήκε πλούσιο γαμπρό». Την ξαναείδα δέκα χρόνια μετά, τυχαία, στις κυλιόμενες σταυρωτά σκάλες ενός εμπορικού κέντρου. Εκείνη κατέβαινε, εγώ ανέβαινα. Το στυλ της είχε γίνει πιο μποέμ, μα θυμήθηκα αμέσως το όνομά της. Τα βλέμματά μας δεν διασταυρώθηκαν και δε μπόρεσα να της γνέψω, αλλά πρόλαβα να δω ότι ήταν παρέα με κάποιον, μάλλον μουσικό, φορτωμένο με μια θήκη κιθάρας.
Όταν την ξαναείδα, ήμουν πια χωρισμένος, πατέρας και χειρουργός σε μεγάλο νοσοκομείο της Αθήνας. Η έφηβη κόρη μου, που είχε έρθει από τη Γαλλία να περάσει μαζί μου τις Γιορτές, πρόσεξε το αίτημα φιλίας που μου είχε στείλει η Μαίρη στο Facebook. Με μάλωσε που αδιαφορούσα για το κοινωνικό δίκτυο που με τόση φροντίδα μου είχε στήσει και επιμεληθεί η ίδια. Έτσι, έκανα δεκτό το αίτημα της Μαίρης και αυτή τη φορά ο κομήτης μπήκε ηλεκτρονικά στη ζωή μου - η τροχιά του ωστόσο ήταν πάλι σύντομη.
Για μερικούς μήνες ένιωθα πως ήμουν ο πιο τυχερός άντρας του κόσμου. Μετά από χρόνια μοναχικής ζωής, αφιερωμένης στη δουλειά, είχα δίπλα μου μια έξυπνη, σέξι κι ανεξάρτητη γυναίκα. Η Μαίρη δεν είχε ολοκληρώσει σπουδές σε κανέναν κλάδο, δεν παντρεύτηκε ποτέ, ταξίδεψε, κι εργαζόταν τώρα σ’ ένα κέντρο αισθητικής. Δεν εξέπεμπε πια εκείνη τη μαγνητική λάμψη και μικρές ρυτίδες στα χείλη της είχαν αποτυπώσει απογοητεύσεις και ματαιώσεις. Έμενε μόνη της σε ένα όμορφο διαμέρισμα και περνούσαμε πολλά βράδια εκεί, όταν δεν ήθελε να έρθει στο δικό μου. Για συγκατοίκηση ή δέσμευση δεν είχαμε μιλήσει. Με άφηνε όμως να πιστεύω ότι αναζητούσε κι εκείνη ένα απάγκιο. Ειδικά τον τελευταίο καιρό που δε μπορούσε να απαλλαγεί από την παρουσία ενός καλλιτέχνη στη ζωή της – μετά τη σύντομη σχέση τους είχε γίνει εμμονικός μαζί της, την καλούσε μέσα στη νύχτα, απειλούσε ότι θα αυτοκτονήσει, την ικέτευε να γυρίσει κοντά του, την παρακολουθούσε. «Πού πάω και τους βρίσκω, Ίωνα! Μια ζωή τους προβληματικούς διαλέγω» απορούσε μερικές φορές, αλλά δεν έλεγε περισσότερα.
Δε θυμάμαι πότε και γιατί αραίωσαν οι επαφές μας, ούτε πότε και γιατί σταμάτησαν, αλλά είχαμε χαθεί, όταν την είδα ξανά μπροστά μου τυλιγμένη σε ένα εκθαμβωτικό φως. Ήταν το φως του χειρουργικού προβολέα. Είχαμε εφημερία στο νοσοκομείο και μας έφεραν μισοπεθαμένη μια γυναίκα που την είχαν μαχαιρώσει - ήταν η Μαίρη. Μέτρησα δεκαεπτά μαχαιριές στο σώμα της – στην αορτή, στους θωρακικούς μυς, στη σπονδυλική στήλη. Ο νωτιαίος μυελός είχε τραυματισθεί σοβαρά στο ύψος του όγδοου θωρακικού σπονδύλου. Ακόμη κι αν κατάφερνε να ζήσει, θα ήταν μερικώς ανάπηρη. Δεν τα κατάφερε.
Τη Μαίρη είχε βρει ετοιμοθάνατη μια συνάδελφός της που είχε κλειδί του σπιτιού. Στην κουζίνα υπήρχε μισοφαγωμένη πίτσα και στον τοίχο γραμμένο με τα ματωμένα δάχτυλά της το όνομα «Ίων».
Στην προανάκριση κλήθηκα όχι ως μάρτυρας, αλλά ως ύποπτος για τη δολοφονία. Εξήγησα ότι δεν ήμουν εγώ ο δολοφόνος και αυτός που θέλησε να με ενοχοποιήσει δεν ήξερε ούτε Ιατρική, ούτε τη Μαίρη. Η πίεση και ο όγκος αίματος στο σώμα της είχαν μειωθεί τόσο μετά το μαχαίρωμα, ώστε θα ήταν αδύνατο να βουτήξει τόσες φορές τα δάχτυλα στο αίμα της για να γράψει. Και μάλιστα του δεξιού χεριού, αφού η Μαίρη ήταν αριστερόχειρας.
Όταν η αστυνομία έλαβε την τελική έκθεση του ιατροδικαστή και τη συνδύασε με τις μαρτυρίες, σύντομα οδηγήθηκε στον δολοφόνο σκηνογράφο που εμμονικά μπαινόβγαινε ακόμη στη ζωή της Μαίρης.
* Πρώτη δημοσίευση: εφημερίδα "Εστία", καλοκαίρι 2021
Tags: Μιμή Φιλιππίδη