Δανέλλης Βασίλης: "Ο τελευταίος πελάτης"
Την μέρα εκείνη ένιωθα κατηφής από το πρωί. Η βροχή που με μούσκεψε μέχρι το κόκαλο, δεν μπορούσε να ξεπλύνει την βρωμιά του κόσμου, το γκρίζο της πόλης και την εσωτερική μου μαυρίλα.. Άσε που δεν μπορούσα να καπνίσω περπατώντας. Φτάνοντας στο γραφείο μου, με άρπαξαν από τα μούτρα πριν προλάβω να τινάξω τα νερά από την καμπαρτίνα μου.
«Καλημέρα κύριε αστυνόμε»
«Καλημέρα παιδί μου»
«Έχουμε μια δολοφονία»
«Δολοφόνησαν τον πρωθυπουργό;»
«Όχι κύριε αστυνόμε»
«Κάποιον υπουργό;»
«Όχι κύριε αστ…»
«Κάποιον πολιτικό, τον Αρχηγό μας…, τον Πουλικάκο;»
«Όχι κύριε αστυνόμε…»
«Τότε γιατί δεν με αφήνεις να πιω τον καφέ μου ρε Μιχαλιτσιάνο;»
«Μάλιστα κύριε αστυνόμε. Συγγνώμη»
Εκείνος ο καφές ήταν το τελευταίο ευχάριστο πράγμα που μου συνέβη για τις επόμενες μέρες. Ο ελληνικός του κυρ-Πανάγου, βέβαια, δεν ήταν ο καλύτερος του κόσμου. Στην πραγματικότητα, κάθε γουλιά έπεφτε σα βαρίδι από τον οισοφάγο με σοβαρό κίνδυνο να σου τρυπήσει το στομάχι. Άξιζε το ρίσκο όμως, αφού δεν είχα πιει καφέ από το πρωί. Και κόκκους να μου έδιναν, θα τους μασούσα. Τον είχα συνηθίσει εξάλλου, ενώ οι φωνές που είχα βάλει στον Μιχαλιτσιάνο είχαν λειτουργήσει ευεργετικά για το καταπονημένο νευρικό μου σύστημα.
Η ευδιαθεσία μου ήταν μικρής διάρκειας, δέκα λεπτά να κράτησε, το πολύ. Η πόρτα άνοιξε απότομα.
«Κύριε αστυνόμε, ελάτε αμέσως», είπε ο Μιχαλιτσιάνος.
«Τι έγινε πάλι ανθυπαστυνόμε; Δεν βλέπεις πως δεν τέλειωσα τον καφέ μου;»
«Αυτοκτόνησε. Πήδηξε από το παράθυρο την ώρα που την μετέφεραν στο κελί της»
«Ποιος αυτοκτόνησε;», φώναξα, γνωρίζοντας πως η μέρα μου είχε καταστραφεί.
«Η πόρνη που σας έλεγα πριν κύριε αστυνόμε;»
«Μου μίλησες εσύ για κάποια πόρνη Μιχαλιτσιάνο; Ε;»
«Δεν πρόλαβα. Σας έλεγα για την υπόθεση δολοφονίας, αλλά δεν με αφήσατε να συνεχίσω».
«Λέγε τώρα. Εν τάχει», τον διέταξα αυστηρά, καθώς περπατάγαμε στον διάδρομο.
«Τα ξημερώματα συλλάβαμε μια πόρνη. Την βρήκαμε κοντά στο πτώμα ενός άντρα, βουτηγμένη στο αίμα»
«Σας περίμενε στον τόπο του εγκλήματος;»
«Μάλιστα κύριε αστυνόμε. Ήταν σε ένα φτηνό ξενοδοχείο στο Μεταξουργείο. Την βρήκε ο ιδιοκτήτης του. Κάλεσε την άμεση δράση και όταν έφτασαν οι συνάδελφοι, εκείνη ήταν ακόμα εκεί, ασάλευτη στην άκρη του κρεβατιού. Αμίλητη. Περίμενε»
«Ποιος είχε βάρδια;»
«Ο υπαστυνόμος Λυκούδης», μου είπε καθώς φτάναμε στο σημείο από όπου πήδηξε η γυναίκα.
Έσκυψα έξω από το παράθυρο και η βροχή μούσκεψε το μυαλό μου. Το κορμί της βρισκόταν τσακισμένο πολλούς ορόφους παρακάτω, στο στέγαστρο της εισόδου, που λες και είχε προβλέψει ο αρχιτέκτονας για τέτοιες περιπτώσεις.Το ένα παπούτσι είχε φύγει από το πόδι της και το τακούνι από το παπούτσι. Ένα τακούνι κόκκινο σαν το αίμα που τύλιγε το άψυχο σώμα της. Αίμα, νερωμένο από την βροχή, κυλούσε μακριά, δημιουργώντας περίεργα σχήματα σα νερομπογιά στον καμβά ενός κακόγουστου ζωγράφου. Κοίταξα ψηλά , προσπαθώντας να Τον δω να κρατάει το πινέλο Του και Εκείνος με τιμώρησε, καθώς παχιές στάλες τύφλωσαν τα μάτια μου.
«Λυκούδη», φώναξα. «Έλα στο γραφείο μου με τον φάκελο της κοπέλας. Αμέσως».
@@@
«Ορίστε αστυνόμε. Δυστυχώς δεν θα βρείτε πολλές πληροφορίες. Δεν προλάβαμε να κάνουμε εξακρίβωση»
«Γιατί Λυκούδη; Παίζατε πρέφα;»
«Όχι αστυνόμε. Αλλά να… Δεν μας είπε το όνομα της. Μόλις είχαμε τελειώσει τα τυπικά… Ξέρετε, αποτυπώματα, φωτογραφίες… Την μετέφεραν πίσω στο κρατητήριο, όταν πήδηξε».
«Και πως πήδηξε ρε; Ξυνόσασταν! Δεν την προσέχατε! Και τώρα, ποιος τους ακούει όλους αυτούς από πάνω. Αλλά τι σας νοιάζει εσάς! Σε μένα θα ξεσπάσουν. Την ανέκρινες, τουλάχιστον;»
«Μάλιστα αστυνόμε, αλλά δεν…»
«Εγώ θα το κρίνω αυτό, υπαστυνόμε. Φέρε μου την κασέτα».
Το κεφάλι μου κόντευε να σπάσει. Κοίταξα το φλιτζάνι που βρισκόταν πάνω στο γραφείο μου και οι σκέψεις μου ήταν το ίδιο μαύρες με τον μισοτελειωμένο καφέ. Μόνο και μόνο όλη η διαδικασία για να ελεγχθούν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες αυτοκτόνησε η μικρή, θα μας αναστάτωνε όλους. Άσε που αν μαθευόταν, θα έπρεπε να δίνουμε εξηγήσεις στους δημοσιογράφους και τότε δεν με γλίτωνε ούτε ο Θεός ο ίδιος από τους από πάνω. Τι να με γλιτώσει δηλαδή; Αυτός με έμπλεξε.
«Ορίστε η κασέτα, αστυνόμε. Με χρειάζεστε κάτι άλλο;».
«Όχι. Μπορείς να πηγαίνεις. Και που είσαι Λυκούδη… Τσιμουδιά. Ξέρεις καλά, πως αν γίνει βούκινο, δεν θα σταματήσει να χτυπάει το τηλέφωνο μου και οι κατσάδες τους θα ακούγονται μέχρι το δικό σου. Και αν συμβεί κάτι τέτοιο… τότε εγώ με την σειρά μου ξέρεις καλά σε ποιον θα ξεσπάσω. Κακό σπυρί στον κώλο σου θα γίνω Λυκούδη».
«Μάλιστα αστυνόμε. Μην ανησυχείτε. Θα το αναλάβωπροσωπικά», είπε και έκλεισε την πόρτα πίσω του.
Έμεινα μόνος μου. Πρώτα άνοιξα τον φάκελο. Όντως είχε ελάχιστες πληροφορίες. Η σήμανση δεν είχε ολοκληρώσει την έρευνα της. Η αναφορά του αστυνομικού που έκανε την σύλληψη ήταν τυπική και ανούσια. Το ίδιο και η πρώτη γνωμάτευση του ιατροδικαστή. Η γυναίκα παρέμενε ακόμα αγνώστων στοιχείων. Μαζί της είχε μόνο μια μικρή τσάντα με τα… απαραίτητα για την δουλειά της. Η περιγραφή του δωματίου δεν φανέρωνε τίποτα ιδιαίτερο. Το φονικό όπλο ήταν ένα ψαλίδι που βρέθηκε πεταμένο πάνω στο κρεβάτι. Η απομαγνητοφώνηση της μαρτυρίας του ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου. Και φωτογραφίες. Το πτώμα από διάφορες οπτικές γωνίες, ο χώρος, το ματωμένο ψαλίδι και τέλος οι φωτογραφίες της κοπέλας στο κρατητήριο.
Δεν ήταν μεγαλύτερη από 20 χρονών. Το πρόσωπο της ήταν όμορφο, αλλά εμφανώς ταλαιπωρημένο, από τις άυπνες νύχτες. Τα χείλη της ματωμένα, λες και τα είχε δαγκώσει. Ένας μώλωπας σφράγιζε το αριστερό της μάγουλο ενώ τα μαλλιά της βρεγμένα, μπερδεμένα και κολλημένα στο μέτωπο και τον λαιμό της. Εκείνο όμως μου εντυπώθηκε ήταν τα μάτια της. Ήταν άδεια, σαν να ήταν νεκρή πολλά χρόνια πριν.
Έβαλα την κασέτα. Ακούστηκε η φωνή του Λυκούδη:
«Κάθισε. Είμαι ο υπαστυνόμος Αναστάσιος Λυκούδης. Σε ευχαριστώ ανθυπαστυνόμε, μπορείς να πηγαίνεις.Εσύ κοπέλα μου μπορείς να καλέσεις τον δικηγόρο σου, αν θες… Και αν δεν έχεις δικηγόρο θα σου φέρουμε εμείς »
Απόλυτη σιωπή. Εκκωφαντική. Μερικές στιγμές αργότερα, πάλι η φωνή του Λυκούδη. Ήρεμη, μαλακή, πατρική:
«Ωραία λοιπόν. Θα μου πεις το όνομα σου, τουλάχιστον;»
Βουητό…
«Για το καλό σου σε συμβουλεύω να συνεργαστείς. Σε συλλάβαμε στον τόπο του εγκλήματος. Είσαι γεμάτη αίματα. Αν όμως αρνηθείς θα έχεις πολύ κακά ξεμπερδέματα», της είπε με τόνο αυστηρό τούτη αυτή την φορά.
Βουητό…
Ο υπαστυνόμος συνέχισε ακόμα πιο αυστηρά. Απειλητικά και φιλικά ταυτόχρονα. Άλλωστε μια ομολογία ήθελε, τίποτε άλλο:
«Το ξέρουμε πως τον σκότωσες εσύ, έτσι δεν είναι;»
«Ναι»
Μέχρι εκείνη την στιγμή είχα ταυτίσει την φωνή της με το βουητό της σιωπής και η απότομη αλλαγή με ξάφνιασε. Ο ήχος που έβγαλε, ακούστηκε σαν ηχώ από ένα πολύ μακρινό παρελθόν. Μια φωνή νεκρή, όπως τα μάτια της. Ένιωσα ένα παγωμένο τσίμπημα στην καρδιά, κάτι σα διαίσθηση πως κάτι δεν πήγαινε καλά, κάτι σημαντικό μας διέφευγε.
Άκουγα τις ρουτινιάρικες ερωτήσεις του Λυκούδη που μένανε αναπάντητες. Εκείνο το άτονο ξεψυχισμένο «ναι» είχε κατορθώσει να της αποσπάσει. Τίποτε περισσότερο. Αυτό ήταν όλο.
Σήκωσα το τηλέφωνο: «Ο υπαστυνόμος Λυκούδης να έρθει στο γραφείο μου».
«Με ζητήσατε αστυνόμε;»
«Ναι. Κάτσε και πες μου σε παρακαλώ την άποψη σου για την υπόθεση»
«Νομίζω πως είναι απλή, αστυνόμε. Ένας παρακμιακός - και αλκοολικός σύμφωνα με τα λεγόμενα του ξενοδόχου- ψαρεύει μια πουτάνα. Την πάει στο φτηνό δωμάτιο που μένει. Είναι ζόρικος και ίσως η μικρή στην αρχή του αντιστέκεται. Κάνει τα νάζια της. Ο τύποςτην χτυπάει… Δεν ξέρω αν προσέξατε το πρόσωπο της;»
«Εσύ τι λες να μην το πρόσεξα; Άντε συνέχισε»
«Μάλιστα αστυνόμε. Την χτυπάει. Ακολουθεί μια συμπλοκή, αυτή αρπάζει ένα ψαλίδι που βρίσκει κοντά και του το καρφώνει. Κάπως έτσι πρέπει να έγινε. Τα στοιχεία είναι ξεκάθαρα. Έχετε διαφορετική άποψη;».
Σειρά μου να παραμείνω σιωπηλός στην ερώτηση του Λυκούδη. Μετά από λίγες στιγμές βουητού, είπα:
«Κάτι δεν ταιριάζει, υπαστυνόμε».
«Τι;»
«Δεν είμαι σίγουρος… Για παράδειγμα, γιατί περίμενε στον τόπο του εγκλήματος μέχρι να την συλλάβουν;»
«Από το σοκ. Προφανώς δεν είχε σκοτώσει άλλον άνθρωπο προηγουμένως»
«Από το σοκ…Μπορείκαινα έχεις δίκιο Λυκούδη… Αλλά δεκαεπτά μαχαιριές;»
«Αμόκ;», πρότεινε κάπως μπερδεμένος.
Σκέφτηκα για λίγο πριν ρωτήσω: «Και γιατί αυτοκτόνησε;»
«Από τύψεις;»
Από το σοκ στο αμόκ και από το αμόκ στις τύψεις.. Δεν ήμουν σίγουρος.
«Χμμμ.. Είναι μια πιθανότητα. Γιατί όμως δεν έβγαλε άχνα όταν της μίλησες; Γιατί άνοιξε το στόμα της, μόνο για να ομολογήσει;»
«Δεν ξέρω αστυνόμε. Για τον ίδιο λόγο ίσως;»
«Πρόσεξες την φωνή της, Τάσο;»
«Ήταν απαθής. Ακουγόταν σα νεκρή»
«Σωστά. Κάτι άλλο που παρατήρησες όταν της μίλησες;»
«Δεν είμαι σίγουρος αστυνόμε. Ήταν… ταραγμένη».
«Δεν μου φάνηκε ιδιαίτερα ταραγμένη η φωνή της. Ούτε το πρόσωπο. Τέλος πάντων. Πήγαινε Λυκούδη. Έχουμε και άλλες δουλειές. Ούτε ένα καφέ δεν κατάφερα να πιω σήμερα».
@@@
Πράγματι, δεν ήπια άλλον καφέ εκείνη την μέρα. Η καφετιά γεύση του μισοτελειωμένου πρώτου και μοναδικού ελληνικού αλά Πανάγο καφέ , είχε κολλήσει στο στόμα μου μέχρι αργά το βράδυ. Όταν έφυγα τελικά από το γραφείο μου, ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Η μοναξιά και η ρουτίνα σε κρατούν πολλές ώρες στην δουλειά… Το μυαλό μου είχε κολλήσει στην υπόθεση της πόρνης, παρόλο που είχα ασχοληθεί με αρκετές άλλες υποθέσεις ύστερα από αυτή. Αν ήμουν κανένας χάρτινος ήρωας μυθιστορήματος, θα έγραφαν πως το αλάνθαστο ένστικτο μου με τραβούσε σε αυτό το «Ναι» που είχε ψιθυρίσει. Αλλά δεν ήταν ένστικτο. Ούτε έλξη. Ήταν βαθιά ενόχληση. Με ενοχλούσε που αυτή η μικρή επαγγελματίας είχε αυτοκτονήσει λίγα μέτρα μακριά από το γραφείο μου και με είχε βάλει σε μπελάδες. Μου την έδινε που δεν είχε πει το όνομα της. Που τα μάτια της και η φωνή της ήταν τόσο φευγάτα σα να με αγνοούσε. Με κορόιδευε; Γνώριζε κάτι που εγώ όφειλα να το μάθω… Και πάνω απ΄ όλα, είχα τα διαόλια μου επειδή όλος αυτός ο σαματάς που προκάλεσε ο θάνατός της, με εμπόδισε να πιω έναν καφέ της προκοπής.
@@@
Μετά από μερικά ποτά σε ένα μπαρ στο Μοναστηράκι -ίσα ίσα για να ξεπλύνω την γεύση του πρωινού καφέ που είχε στοιχειώσει τον ουρανίσκο μου- τα βήματα μου με οδήγησαν στο φτηνό Μοτέλ του Μεταξουργείου. Άναψα ένα τσιγάρο και προχώρησα ως την είσοδο του. Η βροχή συνέχιζε να πέφτει αν και η ένταση της είχε μειωθεί. Κοίταξα από το τζάμι της πόρτας. Ένας χοντρός τύπος κοιμόταν στον καναπέ του λόμπι. Χτύπησα το κουδούνι. Καμία αντίδραση. Χρειάστηκε να χτυπήσω αρκετές φορές παρατεταμένα. Από το τζάμι έβλεπα μια σκιά που άρχιζε να κουνιέται και ήμουν σίγουρος πως με διαολόστελνε. Άνοιξε. Το φανελάκι του και η σκελέα του ήταν βρώμικα και ιδρωμένα. Οι μαύρες κάλτσες σηκωμένες μέχρι το μέσο της γάμπας του με έκαναν να μειδιάσω. Αναρωτήθηκα πως και δεν κρύωνε, αλλά μόλις πρόσεξα το τρίχωμα που κάλυπτε σχεδόν όλο το σώμα του, έπαψα να αναρωτιέμαι.
«Τι θες κύριος τέτοια ώρα;», ρώτησε με νυσταγμένη και εκνευρισμένη φωνή.
«Είμαι αστυνομικός», του είπα και του έδειξα το σήμα μου
«Χαχαχα», γέλασε. «Αυτά τα πουλάνε στα περίπτερα»
«Ναι, μαζί με αυτά», του είπα και του έδειξα το όπλο που κρεμόταν κάτω από την μασχάλη μου.
«Εντάξει, εντάξει. Πως κάνεις έτσι; Πέρνα μέσα»
«Επιτέλους. Βαρέθηκα να μουλιάζω σήμερα».
«Τι θες; Τα είπα όλα στους άλλους».
«Το ξέρω. Αλλά θα τα ξαναπείς και σε εμένα».
«Δεν υπάρχει λόγος κύριος. Το πουτανάκι τον έφαγε τον μπεκρόγερο. Φως φανάρι. Και μου κατέστρεψε και το δωμάτιο. Ποιος θα καθαρίσει όλη αυτή την ακαταστασία κύριος; Μήπως εσύ και οι φίλοι σου; Και σεντόνια; Ποιος θα αγοράσει καινούρια; Πολλά μπορούν να ανεχτούν οι πελάτες μου πάνω στα σεντόνια τους, αλλά όχι και αίμα», είπε και άρχισε να γελάει μόνος του.
«Σκάσε και πάμε στο δωμάτιο που έγινε ο φόνος»
«Όπα κύριος όπα! Δεν φτάνει που έρχεσαι μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα, μου μιλάς και έτσι. Θα σε αναφέρω στους…»
«Αν δεν θες να σε κλείσω μέσα, βούλωσε τοκαι πήγαινε με στο δωμάτιο που έγινε ο φόνος»
«Γιατί δηλαδή αν δεν το κάνω θα με κλείσεις στην ψειρού; Νομίζεις επειδή είσαι μπάτσος, θα σε φοβηθώ;»
«Φίλε, στο ξενοδοχείο σου γίνονται βίζιτες και μία πόρνη σκότωσε έναν μεθύστακα. Έχεις άδεια μπουρδέλου; Καλύτερα να μου την δείξεις τώρα γιατί στο κλείνω μέσα στα επόμενα πέντε λεπτά και σε πετάω σε ένα κελί για να συνεχίσεις τον υπνάκο σου. Χωρίς σεντόνια…Και να είσαι σίγουρος πως οι φίλοι μου είναι καλύτεροι από τους δικούς σου. Ξέρεις αυτούς που επιτρέπουν αυτό το αχούρι να λειτουργεί»
«Ώχου μώρε! Σας δίνουν ένα σήμα και ένα όπλο και το παίζεται μάγκες, τρομοκρατώντας αθώουςφορολογούμενουςπολίτες σαν και εμένα», είπε με την γλοιώδη φωνή του, αλλά πήρε το κλειδί από την ρεσεψιόν και ανέβηκε τις σκάλες.
Ο διάδρομος ήταν στενός και βρώμαγε. Πίσω από κάθε πόρτα άκουγες διαφορετικούς ήχους. Στην πρώτη ροχαλητά, λες και πριόνιζαν το πάτωμα. Στη δεύτερη αρχικά βρισιές και μετά ο ήχος που κάνει το ακουστικό του τηλεφώνου όταν συναντά τη βάση, βιαίως. Πίσω από την τρίτη πόρτα ο ένοικος χτυπούσε τον διαχωριστικό τοίχο με το προηγούμενο δωμάτιο και μόλις έκλεισε το τηλέφωνο, φώναξε: «Άντε μπράβο! Μπας και κλείσουμε μάτι». Από το τέταρτο δωμάτιο ξεχύνονταν βογκητά. Όχι πολύ δυνατά. Μάλλον βαριεστημένα και κάπως επιτηδευμένα. Του επαγγέλματος. Ο καθένας στο είδος του, σκέφτηκα.
Ο ξενοδόχος στάθηκε μπροστά από την πέμπτη πόρτα. Άκρα του τάφου σιωπή βασίλευε.
«Εδώ είμαστε», μου είπε και την άνοιξε. Ο μεντεσές της παραπονέθηκε έντονα.
Το δωμάτιο ήταν ακριβώς όπως το είχα δει στις φωτογραφίες. Μόνο το πτώμα έλειπε.
«Ακόμα έτσι είναι; Από καθαριότητα καλά τα πας»
«Τι θες κυρ μπάτσε μου; Να καθαρίσουμε, να αρωματίσουμε και να σου φέρουμε κι μια γκόμενα για να ηρεμήσεις;»
Δεν του απάντησα. Διέσχισα προσεκτικά όλο το δωμάτιο, άνοιξα τα συρτάρια, έψαξα τις ντουλάπες, αλλά δεν βρήκα τίποτα χρήσιμο. Μετά από λίγα λεπτά τα παράτησα.
«Πως τον έλεγαν;»
«Αφού σας τα ‘πα ήδη αυτά»
«Πως τον έλεγαν;», επανέλαβα επιτακτικά
«Διονύση Φράγκο», απάντησε με έντονα ενοχλημένο τόνο στην φωνή του
«Είσαι σίγουρος;»
«Εκατό τα εκατό λέμε. Το έγραφε η ταυτότητα του. Αυτή που μας δίνετε εσείς για να μας φακελώνετε μετά»
«Την μικρή;»
«Δεν θυμάμαι. Δεν είμαι σίγουρος»
«Για προσπάθησε»
«Πολύ με πιέζεις κύριος. Λες και τον σκότωσα εγώ… Λοιπόν, νομίζω πως την φώναξε Σάντυ ή κάπως έτσι. Αλλά το είπα και στους άλλους αυτό»
«Ναι, το ξέρω. Πως έμαθες το όνομα της;»
«Όταν μπήκαν στο ξενοδοχείο ήταν ήδη αργά. Ο τύπος ήταν τύφλα στο μεθύσι. Αυτή τον βοηθούσε να σταθεί όρθιος. Μόλις πέρασαν από μπροστά μου, γύρισε τρεκλίζοντας με χαιρέτησε και ανταλλάξαμε δυο λόγια»
«Τι σου είπε ρε; Με το τσιγκέλι θα στα βγάζω;»
«Εντάξει, εντάξει. Γύρισε και μου είπε: ‘’Από εδώ το κορίτσι μου. Πως είπαμε σε λένε;’’ ‘’Σάντυ’’ απάντησε η μικρή. ‘’Α ναι! Βέβαια, βέβαια. Σάντυ σε λένε’’. Αυτό είπε… ή κάπως έτσι τέλος πάντων».
«Πως τον βρήκες;»
«Νεκρό»
«Το χιούμορ σου, μου φέρνει αναγούλα. Πως έγινε και εσύ τον βρήκες νεκρό;»
«Άκουσα φασαρία, ξύπνησα και πήγα στο δωμάτιο να δω. Αυτός ήταν τέζα και εκείνη στεκόταν στην άκρη του κρεβατιού. Την ρώτησα τι έγινε, αλλά δεν έβγαλε άχνα. Πήρα αμέσως το εκατό και… Αυτά».
Έμεινα για λίγο σιωπηλός. Δεν είχα μάθει τίποτα που να μην ξέρω. Σκέφτηκα για λίγο, αλλά τίποτα έξυπνο δεν μου ερχόταν στο νου και οι ήχοι του διαδρόμου μπέρδευαν περισσότερο τις σκέψεις μου.
«Εντάξει», του είπα και άρχισα να περπατάω προς την είσοδο. Ήταν λίγο πριν φτάσω στην εξώπορτα, όταν μία ιδέα έσκασε εκκωφαντικά μες το μυαλό μου σα μπαλόνι.
«Για μισό λεπτό. Είπες πως άκουσες φασαρία και ξύπνησες. Σωστά;»
«Σωστά - σωστά», απάντησε εκνευρισμένος και με έσπρωχνε προς την πόρτα.
«Εσύ, που χρειάστηκα πέντε λεπτά για να καταφέρω να σε κάνω να ακούσεις το κουδούνι, ξύπνησες από την φασαρία που άκουσες στο πέμπτο δωμάτιο; Και πως την ξεχώρισες από την φασαρία των άλλων δωματίων;»
Σταμάτησε να με σπρώχνει και χτύπησε τις παλάμες του στους γοφούς του παραδομένος.
«’Ντάξει… είπα ψέματα, αλλά αν έλεγα την αλήθεια, δεν θα με πίστευαν, ντάξει;»
«Για προσπάθησε με ‘μενα»
«Με ξύπνησε το κουδούνι της πόρτας. Σηκώθηκα και η πόρνη στεκόταν στην εξώπορτα. Δεν κατάλαβα πότε έφυγε, ούτε γιατί ξαναγύρισε. Της άνοιξα και τότε είδα πως τα ρούχα της ήταν ματωμένα. Την ρώτησα τι έγινε. Με προσπέρασε χωρίς να βγάλει άχνα. Την ακολούθησα στο δωμάτιο. Όταν άνοιξε την πόρτα είδα το πτώμα. Έφυγα πανικόβλητος για να καλέσω το εκατό, πράγμα που έκανα. Όταν γύρισα εκείνη συνέχιζε να κάθεται ασάλευτηστην άκρη του κρεβατιού».
«Σε πιστεύω. Αν και πάλι ξέχασες κάτι να μου πεις.. Πότε και γιατί την χαστούκισες;»
Με κοίταξε έντρομος. Είχα πετύχει διάνα. Όλο το σκηνικό στο ξενοδοχείο ήταν ξεκάθαρο πλέον.
«Στις σκάλες. Όταν δεν μου αρνήθηκε να μού απαντήσει για τρίτη φορά. Τότε δεν άντεξα, την τράβηξα από το χέρι και την χαστούκισα. Αλλά και πάλι δεν έγινε τίποτα. Ούτε μίλησε, ούτε αντέδρασε. Γύρισε και συνέχισε να περπατάει».
Δεν είχα να μάθω κάτι άλλο από αυτό το ασήμαντο υποκείμενο. Πριν φύγω, τον απείλησα λίγο για προσωπική ευχαρίστηση. Και για να τον εκδικηθώ που με ανάγκασε να περπατήσω στην βροχή για να μάθω όσα έμαθα.
@@@
Την επόμενη μέρα αποφάσισα να μάθω περισσότερα για την Σάντυ. Ξύπνησα αργά και έφτασα στο Μεταξουργείο μετά τις 12.00. Η βροχή είχε σταματήσει, αλλά σήκωσε έναν αέρα που με χαστούκιζε στην μούρη με μανία. Οι δρόμοι ήταν πλημμυρισμένοι, τα φρεάτια βουλωμένα και όπου γίνονταν έργα, είχε γεμίσει λάσπες. Χρειάστηκε να ρωτήσω ανεπιτυχώς σε τρία μπουρδέλα πριν φτάσω στο τέταρτο. Έστριψα στον πεζόδρομο και είδα την χοντρή γυναίκα να σφουγγαρίζει την είσοδο του νεοκλασικού διώροφου, που με κάποιο μυστήριο τρόπο είχε επιβιώσει από τους άπληστους εργολάβους. Έφτασα μπροστά της. Σιγοτραγουδούσε, αλλά μόλις με είδε, σταμάτησε.
«Καλώς τονα τον ομορφάντρα. Δυστυχώς, γλυκέ μου, δεν μπορούμε να σε εξυπηρετήσουμε τέτοια ώρα. Άργησες λιγουλάκι», είπε και άρχισε να γελάει. Η ηλικία της ήταν μάλλον απροσδιόριστη, αλλά τα σαράντα δεν θα τα ξανάβλεπε.
«Δεν πειράζει. Την Σάντυ ψάχνω. Θέλω να της πω δυο λόγια».
«Ποιος είσαι εσύ; Με ‘σενα έφυγε προχτές; Να της πεις πως αν δεν είναι εδώ απόψε, θα έχει άσχημα ξεμπερδέματα. Θα τη διώξω. Με πιάνεις;»
Διάνα ξανά! Εδώ δούλευε. Εξωτερικά το διώροφο ήταν σε άθλια κατάσταση. Οι τοίχοι του ήταν ζωγραφισμένοι και ο σοβάς είχε αρχίσει να ξεφλουδίζει. Μέσα όμως έμοιαζε να είναι μια χαρά. Και, σίγουρα, έμοιαζε πεντακάθαρο. Ο διάδρομος, που μόλις είχε σφουγγαρίσει η συνομιλήτρια μου μύριζε λεβάντα.
Αποφάσισα να ανοίξω ένα από τα χαρτιά μου για να γίνει κουβέντα
«Δεν μπορείς να την διώξεις γιατί είναι νεκρή».
«Τι… πως… δεν…», ψέλλισε και το στόμα της παρέμεινε ανοιχτό.
«Είμαι αστυνομικός. Θέλω να μάθω ορισμένα πράγματα»
Κοίταξε το σήμα μου και έμεινε για λίγο σιωπηλή. Όταν άνοιξε πάλι το στόμα της, η φωνή της δεν ήταν πια χαρωπή.
«Ποιος την σκότωσε. Που; Πως;»
«Δεν την σκότωσε κανείς. Αυτοκτόνησε, αφού σκότωσε τον τελευταίο πελάτη της»
«Σκότωσε; Πως… Γιατί…»
«Το ‘’γιατί’’ ψάχνω και εγώ. Για αυτό πες μου, σε παρακαλώ, ό,τι θυμάσαι για να με βοηθήσεις»
«Τι ξέρω εγώ; Τίποτε. »
«Για παράδειγμα, γιατί έφυγε με αυτόν τον άντρα; Ποιος ήταν; Τον ήξερε;»
«Δεν μπορώ να απαντήσω. Όταν έφυγε, εγώ ήμουν πάνω στο δωμάτιο. Με πιάνεις;»
«Κατάλαβα. Δεν την είδε κανείς να φεύγει; Δεν ήταν κανείς μαζί της;»
«Η Σόνια ήταν μαζί της. Μισό λεπτό. Σόοοονιααα», φώναξε. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα εμφανίστηκε στην πόρτα άλλη μία γυναίκα. Νεότερη και πολύ πιο αδύνατη η Σόνια, έκανε την θλιβερή εμφάνισή της.
«Τι θες μωρή τρελάρα; Γιατί φωνάζεις;»
«Το αγόρι απ εδώ είναι όργανο…. Αυτοκτόνησε η Σάντυ»
«Τι; Τι λες, αποτρελάθηκες καλέ; »
«Την αλήθεια λέει. Χθες το πρωί η Σάντυ πήδηξε από ένα παράθυρο της ασφάλειας»
« Πήδηξε επειδή τη συλλάβανε; Έλα Παναγιά μου! Μα τι φοβήθηκε η ηλίθια;. Δεν το ΄λεγα εγώ πώς ήταν μαμμόθρεφτο; Το λεγα. »
«Μωρή! Την συλλάβανε γιατί ξέκανε έναν πελάτη. Όχι στο κρεβάτι, κανονικά. Με πιάνεις;»
«Ποιόν; Εκείνον τον μεθύστακα;»
«Εκείνον», απάντησα και επιχείρησα να οδηγήσω την κουβέντα παρακάτω
«Θυμάσαι, τι έγινε πριν φύγουν;»
«Βέβαια και θυμάμαι. Όταν ήρθε αυτός, στο σαλονάκι ήμασταν μόνο εγώ και η Σάντυ. Αυτός ήταν τύφλα. Μόλις τον είδε, πετάχτηκε πάνω σαν λάστιχο. Τον βούτηξε και τον τράβηξε στον διάδρομο. Εντάξει, είπαμε πώς είχε ανάγκη από λεφτά, την καταλάβαινα, αλλά όχι κι έτσι. Όλες για τα χρήματα δουλεύουμε όχι για τη ψυχή του πατέρα μας. Και΄ ναταν όμορφος. Ασχημάντρας του κερατά ήταν, γι αυτό και δεν μπήκα στον κόπο να τσακωθώ μαζί της. Αφού τον γούσταρε τόσο πολύ, χάρισμα της. Κάτι είπανε. Αυτός γέλαγε και την έλεγε όλη την ώρα «πουτανάκι».Για να πω την αλήθεια νευρίασα. Εντάξει κύριος, σε μπουρδέλο ήρθες, τι περίμενες να βρεις. Καλόγριες; Τέλος πάντων. Σε λίγο γύρισε η Σαντυ και μου είπε πως θα φύγει για λίγο και θα επιστρέψει σύντομα. Ε! να που θα γυρίσει την Δευτέρα Παρουσία…. Έλεγα και εγώ. Τόσο πολύ της άρεσε ένας άνδρας τριάντα χρόνια μεγαλύτερος της και μάλλον μπατίρης … Φτωχομπινές φαινότανε».
«Εσύ τι της είπες;»
«Που πας μωρή χαμένη; την ρώτησα, αλλά έφυγε βγάλει κιχ»
«Ήταν φυσιολογική αυτή η συμπεριφορά της;»
«Ποιανού μωρέ, του μαμμόθρεφτου;»
«Ήταν πάντα ήσυχη και λιγομίλητη», είπε η χοντρή. «Ήταν μικρή ακόμα, δεν είχε συνηθίσει τη δουλειά»
«Και θεούσα! Βλαμμένο ήταν μωρέ»
«Θεούσα;» ρώτησα, προσπαθώντας να εστιάσω την προσοχήμόνο στις σημαντικές πληροφορίες
«Ναι, όλη την ώρα διάβαζε βιβλία για τον Θεό. Της έλεγα να μην τα φέρνει εδώ, θα διώξει τους πελάτες, αλλά πλάκα στη πλάκα κύριε αστυνομικέ, το κόλπο της δούλευε. Υπάρχουν και περίεργοι πελάτες. Με πιάνεις;»
«Τι βιβλία ήταν αυτά;», ρώτησα και το μυαλό μου δούλευε πυρετωδώς. Ίσως είχα ψαρέψει άλλη μια πληροφορία.
«Και που να ξέρω εγώ; Σάμπως καταλάβαινα; Όλα πάντως μιλούσαν για τον Θεό, την θρησκεία και κάτι τέτοια. Εγώ δεν πιστεύω έτσι κι αλλιώς. Αν υπήρχε Θεός θα ήμουν εδώ τώρα; Με πιάνεις;»
Την έπιανα. Γιατί ούτε εγώ θα ήμουν εκεί εκείνη την ώρα.
«Που μπορώ να βρω αυτά τα βιβλία», ρώτησα με προσδοκία
«Δεν ξέρω κυρ αστυνομικέ. Λίγο καιρό δούλευε μαζί μας. Δεν ήμασταν και φίλες. Που να ξέρω που έμενε»
«Στάσου να δεις… Είχε μαζί της ένα βιβλίο προχτές. Κάπου το έχωσα μετά αφού έφυγε. Θα το βρω κυρ αστυνομικέ»
«Μπορώ να το δω;», ρώτησα και πήγα να μπω στο σπίτι
«Όπα ομορφάντρα. Που πας με αυτές τις λάσπες; Τσάμπα σφουγγάριζα;»
Σε δύο λεπτά επέστρεψε με ένα βιβλίο στο χέρι. «Η διαλεκτική Ιερότητας και Κοινωνικότητας στο έργο του E. Durkheim».
Επιτέλους. Λαβράκι. Χαμογέλασα. Είχα προχωρήσει αρκετά σήμερα. Μου έλειπε μια σημαντική πληροφορία ακόμα όμως.
«Πως την έλεγαν στην πραγματικότητα;»
«Την Σάντυ;»
«Ναι»
«Δεν της ζήτησα και ταυτότητα, όταν ήρθε κυρ αστυνομικέ μου. Ωραία ήταν. Γερή. Λίγο άβγαλτη φαινόταν. Ό,τι έπρεπε για την δουλειά. Με πιάνεις;»
Τζίφος. Γύρισε η τύχη μου σκέφτηκα.
«Μόνο το βαφτιστικό της μάς είπε μέχρι να της δώσουμε το άλλο. Αγλαΐα »
Αγλαΐα! Τελικά, ήμουν ακόμα τυχερός. Με τέτοιο όνομα είχα αρκετές πιθανότητες να την εντοπίσω.
@@@
Την μέρα εκείνη ένιωθα κατηφής από το πρωί. Η βροχή δεν έλεγε να σταματήσει από την προηγούμενη νύχτα και ο αέρας συνέχιζε να σφυροκοπάει τα κτίρια και τους δρόμους της πόλης. Φτάνοντας στο γραφείο μου, τίναξα τα νερά από την καμπαρντίνα μου και άναψα ένα τσιγάρο. Κοίταξα από το παράθυρο. Ένιωσα ένα τσίμπημα ικανοποίησης που είδα τους ανθρώπους να τρέχουν να προστατευτούν από την υγρή μανία της φύσης, να παλεύουν με τις μαύρες ομπρέλες που τους άρπαζε μέσα από τα χέρια ο άνεμος με τα στιβαρά του δάχτυλα. Γύρισα στο γραφείο μου. Το χαρτί με τα τρία ονόματα και τις διευθύνσεις ήταν πάνω στο γραφείο μου. Σήκωσα το ακουστικό.
«Φέρτε μου έναν ελληνικό».
Περίμενα και σκεφτόμουν. Ανακεφαλαίωσα τις πληροφορίες που ήξερα. Ένας μπεκρής μπαίνει σε ένα μπουρδέλο. Μία νεαρή πόρνη -φοιτήτρια Κοινωνικής Θεολογίας τα πρωινά- ταράζεται μόλις τον βλέπει. Μιλάνε για λίγο και μετά φεύγουν μαζί. Πάνε στο φτηνό ξενοδοχείο που μένει ο μεθύστακας. Ανεβαίνουν στο δωμάτιο και μετά από λίγο η φοιτήτρια- πόρνη τον δολοφονεί. Γιατί;
Μετά φεύγει, αλλά επιστρέφει και περιμένει στωικά στον τόπο του εγκλήματος μέχρι να την συλλάβουν. Γιατί; Στην ανάκριση παραμένει σιωπηλή. Ομολογεί μονολεκτικά και μετά αυτοκτονεί με ένα άλμα στο κενό.
Γιατί ταράχτηκε η κοπέλα μόλις είδε τον άντρα; Ήξερε το θύμα της; Ήμουν μακριά από την απάντηση ακόμα. Τι ήταν αυτά για τα οποία ήμουν σίγουρος; Μόνο ότι τον σκότωσε, αλλά αυτό το ήξερε ακόμα και ο Λυκούδης.
Πολλές πιθανές εικασίες για το κίνητρο. Τα γιατί στο γραφείο μου έπεφταν πιο πυκνά από τη βροχή στο τζάμι. Γιατί περίμενε στον τόπο του εγκλήματος; Αν έφευγε, πιθανόν να μην την βρίσκαμε ποτέ. Γιατί έφυγε και επέστρεψε; Που πήγε; Τύψεις είχε πει ο ψυχολόγος Λυκούδης. Ο Λυκούδης όμως είναι ζωντόβολο. Ούτε αυτή την πληροφορία δεν μπόρεσε να αποσπάσει από τον ηλίθιο τον ξενοδόχο.
Ακόμα και με αυτούς τους άχρηστους συνεργάτες πάντως είχα καταφέρει να προχωρήσω την υπόθεση κάπως γρήγορα. Κυρίως χωρίς να με ενοχλήσουν οι από πάνω. Πέρα από τα τυπικά. Πόρνη αυτοκτόνησε εξάλλου. Δεν την είχε ψάξει κανείς. Ούτε ολόκληρο το όνομα της δεν ξέραμε προς το παρόν. Αλλά ήμουν πολύ κοντά και σε αυτή την πληροφορία. Ο εντοπισμός της Σχολής ήταν εύκολη υπόθεση. Το Ίντερνετ μάς είχε λύσει τα χέρια. Χρειάστηκα τρεις μέρες για να πάρω άδεια από την Πρυτανεία και ύστερα θα την εντόπιζα.
Τρεις Αγλαΐες ήταν πολλές για μια Σχολή, αλλά όχι αρκετές ώστε να με εμποδίσουν να βρω αυτή που έψαχνα.
Έφτασε ο καφές του Πανάγου. Η πρώτη γουλιά έπεσε με τρομακτική ταχύτητα στο στομάχι μου. Σχεδόν το τρύπησε. Κόντευα να τον τελειώσω, όταν ακούστηκαν μερικά κοφτά χτυπήματα στην πόρτα.
«Ναι», φώναξα απότομα. Η πόρτα άνοιξε.
«Κύριε αστυνόμε, τηλεφώνησα και στις τρεις διευθύνσεις»
«Και;»
«Δεν έχουμε στοιχεία για κάποιο αγνοούμενο κορίτσι»
«Δηλαδή και οι τρεις Αγλαΐες βρίσκονται στο σπίτι τους;»
«Οι δύο σίγουρα κύριε αστυνόμε. Οι γονείς τους επιβεβαίωσαν πως οι κόρες τους ήταν εκεί»
«Και η τρίτη;»
«Το ένα από τα τρία τηλέφωνα δεν απαντά.»
«Και τι περιμένεις ρε Μιχαλιτσιάνο για να το πεις;»
«Να.. να.. μιλήσουμε πρώτα μαζί τους πριν σας ενοχλήσουμε κύριε αστυνόμε»
«Με τι ζώα έχω μπλέξει, Θεέ μου! Πες μου αμέσως ποιος δεν απαντούσε και μετά άντε χάσου από τα μάτια μου. Εξαφανίσου ρε Μιχαλιτσιάνο,».
Όταν στάθηκα μπροστά σε εκείνη την πολυκατοικία στο Περιστέρι, ένιωσα μια παγωμένη παλάμηνα σφίγγει την καρδιά μου. Κοίταξα ψηλά. Είδα το γκρίζο κτίριο να υψώνεται απειλητικά και ένιωσα μια γκρίζα σκιά να με πλακώνει. Οι χοντρές στάλες της βροχής πλήγωσαν άλλη μία φορά τα μάτια μου.
Στο δεύτερο όροφο, βρήκα το κουδούνι που έγραφε Παπαχρυσάνθου. Χτύπησα επανειλημμένως την πόρτα, αλλά δεν απάντησε κανείς. Για κάποιο λόγο το περίμενα. Γύρισα και κοίταξα τους άντρες που ήταν μαζί μου. Τους έκανα νόημα να παραβιάσουν την πόρτα. Πριν ξεκινήσω από το γραφείο μου είχα εξασφαλίσει το σχετικό ένταλμα από τον εισαγγελέα. Ήμουν σίγουρος πως όλες οι απαντήσεις θα με περίμεναν πίσω από εκείνη την πόρτα. Αντί να νιώθω χαρούμενος, ανησυχούσα.
Έκανα ένα βήμα μέσα στο διαμέρισμα και βρέθηκα στο σαλόνι κατευθείαν. Υπήρχαν άλλες δύο πόρτες. Η μία οδηγούσε σε κάποιο δωμάτιο και η άλλη στο μπάνιο. Ο χώρος ήταν μικρός. Σαλόνι και κουζίνα μαζί. Τα έπιπλα ήταν λιγοστά, φτηνά και παλιά. Ένας καναπές και μια πολυθρόνα όλα κι όλα. Ένα χαμηλό τραπεζάκι με μια τηλεόραση. Ένα έπιπλο, με ντουλάπια και ράφια. Ορισμένες φωτογραφίες. Την είδα μέσα σε μία από αυτές. Την είχα βρει, αλλά δεν με απασχολούσε εκείνη ετούτη την στιγμή. Η μυρωδιά καμένης ανθρώπινης σάρκας βασάνιζε τα ρουθούνια μου και τέντωσε τα νεύρα μου. Το μυαλό μου έπαιρνε στροφές με απίστευτη ταχύτητα.
Προχώρησα γρήγορα στο μπάνιο και έσπρωξα την μισόκλειστη πόρτα με τον ώμο μου. Ένιωσα τον καφέ του Πανάγου να ακολουθεί την αντίστροφη πορεία από το στομάχι μου στο στόμα. Μέσα στην μπανιέρα βρισκόταν μια νεκρή γυναίκα. Το ηλεκτρικό ρεύμα του ραδιοφώνου είχε μετατρέψει το νερό σε φωτιά, που έκαψε το σώμα της. Η γλώσσα της κρεμόταν πάνω στα μπλαβιασμένα χείλη της. Οι βολβοί των ματιών της είχαν διογκωθεί και σχεδόν πεταχτεί από τις κόγχες της. Το ηλεκτρικό ρεύμα που σταμάτησε την καρδιά της, είχε προκαλέσει σοβαρά εγκαύματα στο σώμα της, το οποίο από τους σπασμούς είχε αποκτήσει μία ασυνήθιστη, άβολη στάση. Το ένα χέρι κρεμόταν έξω από την μπανιέρα. Οι φλέβες είχαν κοπεί. Οι χαρακιές ήταν μικρές και άγαρμπες.
Ήταν φανερό πώς πρώτα είχε προσπαθήσει να αυτοκτονήσει κόβοντας τις φλέβες της, αλλά δεν τα είχε καταφέρει.
Στο βρεγμένο πάτωμα υπήρχε πεσμένο ένα γράμμα. Διάσπαρτα στίγματα από αίμα λέρωναν την σελίδα. Οι άκρες του είχαν βραχεί από τα νερά. Στον νιπτήρα ήταν ο φάκελος. Φόρεσα τα γάντια και τα μάζεψα. Επιτέλους, θα μάθαινα όσα δεν ήξερα. Στον φάκελο ήταν γραμμένη η διεύθυνση του διαμερίσματος που βρισκόμασταν και το όνομα της γυναίκας που κείτονταν νεκρή μπροστά μου. Ορίστε που είχε πάει η μικρή, πριν γυρίσει στον τόπο του εγκλήματος. Το γράμμα ήταν ένα χειρόγραφο πρόχειρα γραμμένο.
Μητέρα τον σκότωσα. Τον σκότωσα επιτέλους. Δεν είναι ακριβώς τα νέα που θα ήθελες να ακούσεις από εμένα μετά από δύο μήνες που έχουμε να μιλήσουμε, αλλά αυτά είναι. Δεν άντεχα άλλο. Δεν μπορούσα να ανεχτώ για άλλη μια φορά το άγγιγμα του επάνω μου. Ακόμα και τώρα που έγινα επαγγελματίας. Ναι, έγινα πουτάνα. Πουτάνα σε μπουρδέλο, γιατί πουτάνα είμαι από τα εννιά μου. Από τότε με βίαζε. Ο ίδιος μου ο πατέρας. Αυτός στον οποίο με έστελνες εσύ. Η μάνα μου. Η γυναίκα που τον ήξερε πολύ καλά. Που ήξερε τι κάθαρμα ήταν. Που ήξερε πως συμπεριφέρεται στις γυναίκες. Τι νόμιζες μάνα; Θα με λυπόταν επειδή ήμουν κόρη του; Λάθος έκανες. Μπορεί να ήμουν αίμα του, αλλά οι φλέβες του κυλούσαν αλκοόλ. Μου έδωσες το επίθετο σου για να με προστατεύσεις –υποτίθεται- από αυτόν και με έστελνες κατευθείαν στα δόντια του. Με βίαζε κάθε φορά που τον συναντούσα. Και μια και δυο και τρεις φορές. Δεν το ήξερες γιατί δεν στο είπα ποτέ. Μου έλεγες πως χρειαζόμασταν λεφτά και έπρεπε να τον συναντάω όταν γύριζε από τα καράβια. Και εγώ έφερνα τα λεφτά που χρειαζόμασταν. Με είχες κάνει να νιώθω τύψεις που γεννήθηκα. Τύψεις που σου κατέστρεψα την ζωή. Που έπρεπε να δουλεύεις από το πρωί μέχρι το βράδυ για να με μεγαλώσεις και πάλι να μην σου φτάνουν. Που δεν ξαναέφτιαξες ποτέ την ζωή σου. Για αυτό δεν μίλαγα. Και εσύ δεν καταλάβαινες. Με έστελνες ξανά και ξανά. Αυτός είναι ο λόγος που σε μισούσα. Ήταν έξυπνος όμως, δεν με χτυπούσε. Με απείλησε πολλές φορές, αλλά ποτέ δεν το έκανε. Μόνο με άγγιζε. Με λέρωνε και δεν μπορούσα να αντισταθώ. Όταν με βίαζε μιλούσε πάντα για εσένα. Έλεγε πως ήμουν το ίδιο πουτάνα με ‘σενα και γέλαγε.
Σήμερα ήρθε από το σπίτι που δουλεύω. Παραπατούσε ήδη. Ένιωσε απίστευτη χαρά, όταν με είδε. Σα να δικαιώθηκε για τις προβλέψεις του. Δεν το είχα σχεδιάσει. Αλήθεια σου λέω. Απλώς ήθελα να τον πάρω να φύγουμε από εκεί. Δεν ήθελα να καταλάβουν τα κορίτσια πως αυτός ήταν ο πατέρας μου. Ούτε να ακούσουν πως μου μίλαγε. Δεν φοβόμουν τα πειράγματα τους. Φοβόμουν μήπως με λυπηθούν. Δεν θα άντεχα. Ήρθαμε στο ξενοδοχείο που έμενε αυτή την φορά. Με το ζόρι κρατιόταν όρθιος και μόλις μπήκαμε στο δωμάτιο ξέρασε και ξεράθηκε στο κρεβάτι. Όπως πλενόμουν, τον είδα από τον καθρέφτη να παραμιλάει και να με βρίζει και αναρωτιόμουν αν αυτός ο άντρας ήταν πράγματι ο πατέρας μου. Αναρωτήθηκα επίσης τι ένιωθα για αυτόν. Το παράξενο είναι πως τον αγαπούσα από υποχρέωση, γιατί έτσι έμαθα πως πρέπει να νιώθει μία κόρη για τον πατέρα της. Αλλά τον σιχαινόμουν και τον μισούσα ταυτόχρονα. Ό,τι κι αν ήμουν, αυτός με είχε διαμορφώσει. Εξαιτίας του γαμιόμουν για να ζήσω, αλλά και εξαιτίας του αποφάσισα να σπουδάσω. Ήθελα να γίνω ακριβώς το αντίθετο από αυτόν, για αυτό προσπαθούσα τόσο σκληρά με το πανεπιστήμιο. Εκείνη την στιγμή όμως κοιτάζοντας μέσα στον καθρέφτη, μία το πρόσωπο μου μία αυτόν τον άντρα, συνειδητοποίησα πόσο μισούσα τον εαυτό μου. Αυτό που είχα γίνει. Αυτό που με έκανε αυτός. Το ψαλίδι ήταν κάπου εκεί. Ήταν πολύ εύκολο. Ήταν πολύ μεθυσμένος για να αντισταθεί. Όταν πια είχε πεθάνει, είχα πεθάνει και εγώ μαζί του. Έχασα κάθε κίνητρο να προσπαθώ για να μην γίνω σαν αυτόν. Στην πραγματικότητα με σκότωσε την πρώτη φορά που με άγγιξε εκεί που δεν έπρεπε να είχε βάλει το χέρι του.
Τέλειωσαν όλα μητέρα. Σου γράφω, απλώς γιατί σου οφείλω μια εξήγηση. Δεν θα ξαναμιλήσουμε… Σ’αγ Να προσέχεις.
Παρέδωσα το γράμμα στους άντρες της σήμανσης που μόλις είχαν φτάσει. Η υπόθεση είχε κλείσει. Μία οικογένεια ξεκληρίστηκε. Ποιος έφταιγε, δύσκολο να πεις. Όλοι είχαν μερίδιο ευθύνης. Ο ένας λερώθηκε με το αίμα του άλλου. Στάθηκα στην είσοδο της πολυκατοικίας και προσπάθησα να ανάψω ένα τσιγάρο. Η βροχή και ο άνεμος δεν με άφησαν. Κοίταξα ψηλά και διαμαρτυρήθηκα σιωπηλά. Πολύ κόντρα μου πήγαινε τελευταία ο Μεγάλος. Έφυγα από εκεί. Χρειαζόμουν έναν καφέ. Και όταν είχα καιρό μπορεί και να ‘ριχνα μια ματιά στη «διαλεκτική Ιερότητας και Κοινωνικότητας του E. Durkheim».
Βασίλης Δανέλλης
* Γραμμένο για την εκπομπή «Κλέφτες και αστυνόμοι» στον 902 αριστερά στα FM (2008-2010), σε σκηνοθεσία και μουσική επιμέλεια της Αντέλας Μέρμηγκα και αφήγηση του Δημήτρη Πουλικάκου.
Tags: Βασίλης Δανέλλης