• THE HISTORY OF GREEK CRIME FICTION
  • THE GREEK CLUB OF CRIME WRITERS (ELSAL)
  • KEY REFERENCE BOOKS
  • CONTACT
  • Ελληνικά (Ελλάδα)
  • English (UK)
       

Hector Belascoarán Shayne

Written on 17 April 2024. Posted in Μεγάλοι ντετέκτιβ

Ο Πάμπλο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ έχει διαλέξει σε ποια πλευρά της ιστορίας θέλει να ανήκει και δεν μας το κρύβει, αντιθέτως είναι μάλλον περήφανος για αυτό.

Πρωταγωνιστής στο ταϊμπικό σύμπαν είναι ο Έκτορ Μπελασκοαράν Σάιν, ένας μυστακοφόρος, μονόφθαλμος και δημοκρατικός ντετέκτιβ. Ο Μπελασκοαράν ξεφεύγει από τις συμβατικές νόρμες που χαρακτηρίζουν τους περισσότερους ιδιωτικούς ερευνητές. Δεν είναι σκληρός όπως ο Μάικ Χάμερ, δεν είναι όσο κυνικός όσο ο Κοντινένταλ Όπ ή ο Πέπε Καρβάλιο, δεν είναι μια ιδιοφυία όπως ο Σέρλοκ Χόλμς. Ο Μεξικάνος ερευνητής, γιός μιας Ιρλανδής τραγουδίστριας της folk και ενός Βάσκου εθνικιστή, είναι ένας κανονικός άνθρωπος αλλά ταυτόχρονα ένας συνειδητοποιημένος φιλάνθρωπος και ένας φιλόσοφος. Ως Ιανός έχει το ένα πρόσωπο στραμμένο στην καταπολέμηση του εγκλήματος και το άλλο στον αδύνατο και κατατρεγμένο άνθρωπο. Ο Μπελασκοαράν κουβαλάει την μεροληψία του δημιουργού του για την ταξική πάλη, τις ανισότητες και την αλληλεγγύη. Το γραφείο του βρίσκεται στην καρδιά της πόλης του Μεξικού και το μοιράζεται με έναν ταπετσέρη, έναν υδραυλικό και έναν μηχανικό αποχέτευσης, οι οποίοι φαίνεται να έχουν διαφορετικές πολιτικές απόψεις και καμία συστολή να τις εκφράσουν. Σπούδασε μηχανικός αλλά όπως συμβαίνει συχνά στη ζωή, και κυρίως όπως συμβαίνει στους μη προνομιούχους αυτού του κόσμου, τα πράγματα δεν πήγαν όπως ονειρευόταν. Δεν του αρέσει να τον αποκαλούν ιδιωτικό ντετέκτιβ αλλά προτιμά το ανεξάρτητος ντετέκτιβ.   

Τον Έκτορ Μπελασκοαράν δεν τον βρίσκεις συχνά να κάθεται στο γραφείο του. Περπατάει πολύ και σκέφτεται περισσότερο. Χρησιμοποιεί τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, έχει πάθος με την πολιτική και εξερευνά τα αποτελέσματά της στις ζωές των ανθρώπων μέσω ενός συστήματος εξουσίας που μεγαλώνει τις κοινωνικές ανισότητες κάνοντας τους πλούσιους πλουσιότερους και τους φτωχούς φτωχότερους. Δεν περιορίζεται σε διαπιστώσεις αλλά  αναλύει την πολιτική κατάσταση και επιτίθεται στη διαφθορά(στοιχείο ταυτισμένο με την κεντρική και τη Νότια Αμερική), ενώ παράλληλα δίνει στους αναγνώστες ένα αξιόπιστο και ρεαλιστικό χρονικό της ζωής στους δρόμους και τις ιδιομορφίες που συνθέτουν την Πόλη του Μεξικού. Η αφιλτράριστη απεικόνιση του Τάιμπο μέσα από τα μάτια και το μυαλό του ήρωά του είναι αυτή που έχει αναγάγει τον συγγραφέα ως έναν από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους και θεμελιωτές του latin noir. Από το βιβλίο του Στην ίδια πόλη υπό βροχή παραθέτω δύο αποσπάσματα για τους μη μυημένους στη γραφή του μαέστρου Τάιμπο:

«Βιώνουμε διαφορετικές πόλεις, συνδεδεμένες με την κατάχρηση της εξουσίας και τον φόβο, τη διαφθορά και την αιώνια απειλή της καθόδου στη ζούγκλα που κρύβεται μέσα στο σύστημα αλλά ξεπροβάλλει τακτικά για να μας θυμίσει ότι είμαστε εύθραυστοι, ότι είμαστε μόνοι, ότι μια μέρα θα γίνουμε τροφή για τα όρνια. Ή ότι μια μέρα όλα πρέπει να παιχτούν κορώνα-γράμματα, στυλ γουέστερν, ή να κριθούν σε μια μονομαχία στην κεντρική λεωφόρο: αυτοί ή εμείς.Μέσα σε αυτή τη μοναξιά, η ιδιωτική σου πόλη πλάθει αλληλεγγύη».

«Από τα βουνά της αναρριχώμενης αθλιότητας ο Έκτορ παρατηρούσε τις παραλίες. Παρόλο που έμενε μόνο η σκιά αυτού που ήταν άλλοτε, οι ακρογιαλιές εξακολουθούσαν να δείχνουν τον κόσμο των άλλων, των απρόσιτων. Όμως ο Έκτορ, αλληλέγγυος πάντα με τις πόλεις των άκρων, με τις πόλεις του τέλους, με τα ερείπια άλλων που του θύμιζαν τα δικά του ερείπια, ήταν ακόμα ερωτευμένος με το Ακαπούλκο».

Στο βιβλίο του «Οι άβολοι νεκροί», που συνέγραψε μαζί με τον ιστορικό ηγέτη των Ζαπατίστας, Subcomandante Marcos, ο Τάιμπο μας αποκαλύπτει τα διαβάσματα και τη βαθιά γνώση του για το είδος έστω και αν μας τα δίνει μέσω στιγμιότυπων από τη μικρή οθόνη:

«Ο Έκτορας επέλεξε τη σιωπή. Λίγους μήνες πριν, είχε πάει σε ένα βιντεοκλάμπ και είχε νοικιάσει μια σειρά με πρωταγωνιστή τον Άλεκ Γκίνες, βασισμένη σε ένα μυθιστόρημα του Τζον Λε Καρέ, το Tinker, Tailor, Soldier, Spy, παραγωγής BBC, και για έξι συνεχείς ώρες είχε παρακολουθήσει γοητευμένος τον Σμάιλι-Γκίνες να χρησιμοποιεί την πιο αποτελεσματική τεχνική ανάκρισης στον κόσμο: έπαιρνε μια ηλίθια φάτσα (αν ο τύπος δεν ήταν Βρετανός, ο Έκτορας θα έλεγε ότι ήταν ο μεγαλύτερος μαλάκας που είχε δει ποτέ) κοιτάζοντας τους ανθρώπους νωχελικά, χωρίς να δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, λες και τους έκανε χάρη, και οι άνθρωποι απλά μιλούσαν και μιλούσαν μαζί του, και μια στο τόσο, μετά από ώρα, εκείνος πέταγε μια ερώτηση, σαν να μην τον ένοιαζε κιόλας, έτσι απλά για να κάνει συζήτηση».

Μια τέτοια σπουδαία φυσιογνωμία όπως ο αυτοεξόριστος Τάιμπο ΙΙ (Πανεπιστημιακός, λογοτέχνης, ιστορικός, δημοσιογράφος, αγωνιστής) ήταν φυσικό κι επόμενο να μας δώσει έναν επίσης σπουδαίο λογοτεχνικό ήρωα.

Έναν ήρωα που παρότι μονόφθαλμος παρατηρεί πολύ καλύτερα τον κόσμο γύρω του από τους περισσότερους που χρησιμοποιούν και τα δύο μάτια.  

Print Email

Lew Archer

Written on 17 April 2024. Posted in Μεγάλοι ντετέκτιβ

«It’s all the same case».

Αυτή η φράση του Λιού Άρτσερ που συνόψιζε τα αποτελέσματα της έρευνας του σχετικά με τρεις φαινομενικά ασυσχέτιστους φόνους στο μυθιστόρημα «Η νεκροφόρα με τις ρίγες» έμελλε να γίνει το σήμα κατατεθέν του.

Αν κάποιος μου έλεγε ότι θεωρεί τη σειρά βιβλίων με τον Άρτσερ την καλύτερη σειρά με ήρωα έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ, ομολογώ ότι δεν θα ήταν καθόλου εύκολο να διαφωνήσω. Ο Ross Macdonald (κατά κόσμον Κένεθ Μίλλαρ), τουλάχιστον ισοϋψής με τους άλλους δύο μεγάλους της κορυφαίας τριανδρίας του hard-boiled, Hammett και Chandler, δεν έφτιαξε τον ήρωα του απλά για να διαφοροποιηθεί από τον Σαμ Σπέιντ και τον Φίλιπ Μάρλοου. Ο Λιού Άρτσερ, αυτός ο περιπλανώμενος σταυροφόρος που πήρε το όνομα του από τον συνεργάτη του Σπέιντ στο «Γεράκι της Μάλτας», είναι στην πραγματικότητα η φωνή του δημιουργού του.

Τα δύσκολα παιδικά χρόνια του συγγραφέα (ο πατέρας του εγκατέλειψε την οικογένεια και η άρρωστη μητέρα του εξανάγκαζε τον μικρό Κένεθ να ζητιανεύει στους δρόμους όταν δεν τον πάρκαρε σε διάφορους συγγενείς), η εμπλοκή της κόρης του ως οδηγός σε ένα θανατηφόρο αυτοκινητιστικό δυστύχημα   που την τραυμάτισε ψυχολογικά και χρειάστηκε ψυχιατρική υποστήριξη , η εκούσια εξαφάνιση της που ανάγκασε τον Μακντόναλντ να μετατραπεί ο ίδιος σε πραγματικό ντετέκτιβ προτού την ανακαλύψει στην Νεβάδα, μετά από έξι ημέρες συνεχούς αναζήτησης, χωρίς καθόλου ύπνο και ξεκούραση, και τέλος, ο θάνατος της, μόλις στα 31 της χρόνια, καθόρισαν τη θεματολογία και τη γραφή του αποφασιστικά.

Ο Λιού Άρτσερ ψάχνει επίμονα το γιατί έγινε ένα έγκλημα εκτός από το ποιος το έκανε, νιώθει μια συμπόνοια για τους παραβατικούς, πιστεύει ότι η ρίζα του κακού κρύβεται κάπου στο παρελθόν και συνδέεται με κοινωνικούς παράγοντες όπως τα διαλυμένα σπίτια και οι προβληματικές οικογενειακές σχέσεις. Όπως έχει πει ο ίδιος ο συγγραφέας «Το παρελθόν είναι το κλειδί για το παρόν.  Κάποιοι άνθρωποι ξεκινούν νέοι στο δρόμο για να γίνουν δολοφόνοι. Άλλοι ξεκινούν εξίσου νέοι για να γίνουν θύματα. Όταν οι δύο δρόμοι διασταυρώνονται, έχουμε ένα βίαιο έγκλημα.» 

Ο Άρτσερ παραμένει ένας σκληρός τύπος αλλά η ματιά του είναι η ματιά ενός κοινωνιολόγου, ενός ανθρώπου με έντονη διορατικότητα και βάθος σκέψης: «Υπάρχουν ορισμένες οικογένειες, τα μέλη των οποίων πρέπει να ζουν σε διαφορετικές πόλεις, αν είναι δυνατόν ακόμα και σε διαφορετικές πολιτείες, και να γράφουν γράμματα ο ένας στον άλλο μια φορά τον χρόνο». Κανείς ήρωας μέχρι τότε δεν είχε εντρυφήσει τόσο βαθιά στην ανθρώπινη φύση και ίσως και κανείς μεταγενέστερος δεν το έκανε τόσο καλά.

Η παραμονή του Μακντόναλντ στην Σάντα Μπάρμπαρα της Καλιφόρνια  και ο συγχρωτισμός του με την παρασιτική πλουτοκρατία, σε συνδυασμό με τις ταξικές διακρίσεις που είχε βιώσει έντονα ως νεαρός στον Καναδά, επηρέασαν επίσης την οπτική του. Στα βιβλία του Άρτσερ είναι φανερή η απέχθεια του για τον πλούτο και τους φορείς του ενώ αντιμετωπίζει με ειρωνικό τρόπο το αμερικάνικο όνειρο. «Δεν υπάρχει τίποτε κακό στη Νότια Καλιφόρνια που δεν θα μπορούσε να θεραπεύσει μια άνοδος της στάθμης του ωκεανού». Σε αντιδιαστολή, στο «Βλέμμα του αποχαιρετισμού» ο Άρτσερ αναρωτιέται: «Πως μπορεί ένας άνθρωπος να μην παρανομήσει αν δεν έχει χρήματα για να ζήσει;» Ενίοτε γίνεται και πιο εξομολογητικός: «Έχω ένα κρυφό πάθος για το έλεος».

Ο ήρωας του Μακντόναλντ αλλάζει όσο ο ίδιος μετακινείται από τον αγαπημένο του Φιτζέραλντ στον Φρόιντ και αυτό συμβαίνει παράλληλα με τις αλλαγές που συντελούνται στην Αμερικανική κοινωνία, είτε σε επίπεδο αξιών είτε σε επίπεδο χαρακτηριστικών. 

Και έτσι, ενώ στην «Υπόθεση Γκάλτον» του 1959, προσωπική άποψη το καλύτερο από τα βιβλία του, ο Μακντόναλντ αναφέρει ότι πρόκειται για μια αναμορφωμένη και απλοποιημένη εκδοχή της δικής του προσωπικής  ιστορίας, φτάνουμε στην Ωραία κοιμωμένη του 1973, που ο Άρτσερ βλέποντας από ψηλά μια πετρελαιοκηλίδα και μια πλατφόρμα που εξέχει από την επιφάνεια της θάλασσας, την παρομοιάζει με τη λαβή ενός στιλέτου που έχει μαχαιρώσει τον κόσμο κάνοντας τον να χύσει αίμα.

Η καινοτομία του Μακντόναλντ πέραν της συμβολής του στην ανανέωση του hard-boiled ειδικά αλλά και στο αστυνομικό μυθιστόρημα γενικότερα, ήταν ότι μας έδωσε έναν ανεπανάληπτο ήρωα που δεν βλέπει το έγκλημα μέσα από το πρίσμα του δίπολου καλό-κακό, αλλά μέσα από το πρίσμα των κοινωνικών συνθηκών και των περίπλοκων ανθρώπινων σχέσεων και αδυναμιών.

* Ο Πωλ Νιούμαν εκτός από κορυφαίος ηθοποιός και προσωπική μου αδυναμία, ενσάρκωσε εκπληκτικά (ως Χάρπερ) αυτόν τον μοναδικό ήρωα στην μεγάλη οθόνη.

Print Email

Kurt Wallander

Written on 17 April 2024. Posted in Μεγάλοι ντετέκτιβ

Όταν σκέφτηκα να γράψω για τον Kurt Wallander το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό είναι ο τίτλος του βιβλίου του Νίτσε, Ανθρώπινο, πάρα πολύ ανθρώπινο.  

Πιθανότατα πρόκειται για τον πιο γήινο και εύθραυστο ήρωα της αστυνομικής λογοτεχνίας. O Βαλάντερ είναι ένας αστυνομικός παθιασμένος με τη δουλειά του και πλήρως αφοσιωμένος σε αυτήν. Ταυτόχρονα, είναι ένας χαρακτήρας που βιώνει έντονες εσωτερικές συγκρούσεις και παλεύει σκληρά με τις αντιφάσεις του. Ο μελαγχολικός Βαλάντερ ακροβατεί εσωτερικά ανάμεσα στην μελαγχολία και την κατάθλιψη την ίδια ώρα που καλείται να επιλύσει δύσκολες υποθέσεις και να φέρει βόλτα τις αναποδιές στην προσωπική του ζωή.

Τα βιβλία του Μανκέλ με πρωταγωνιστή τον αστυνομικό επιθεωρητή του γραφικού Ίσταντ της Σουηδίας δεν είναι ένα παιχνίδι βρες τον δολοφόνο. Η τουλάχιστον δεν είναι μόνο αυτό. Είναι κυρίως η πλοήγηση στο ψηφιδωτό μιας κοινωνίας που κοιτώντας την από μακριά μοιάζει τέλεια αλλά που όσο πλησιάζεις, τόσο παρατηρείς τα ψεγάδια της. Μιας κοινωνίας που έχει ξεμείνει από βεβαιότητες και αυταπάτες. 

Ο Μανκέλ δεν ενδιαφέρεται για να εντυπωσιάσει αλλά για να προβληματίσει. Και αυτό, το κάνει μέσα από τη ματιά ενός ιδιόρρυθμου αλλά ευαίσθητου ανθρώπου όπως ο επιθεωρητής Βαλάντερ. Ενός ανθρώπου που έχει βιώσει την εγκατάλειψη από τη σύζυγό του που τον έχει σημαδέψει και συνεχίζει να βιώνει δυσκολίες στην ταραχώδη σχέση του με την κόρη του Λίντα και στην περίπλοκη σχέση του με τον πατέρα του Πωλ, ο οποίος ποτέ δεν αποδέχθηκε την απόφαση του γιού του να γίνει αστυνομικός. Η παρουσίαση της πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας στην Σουηδία αλλά όχι μόνο, είναι εξίσου αν όχι περισσότερο σημαντική για τον συγγραφέα όσο και η επίλυση μιας υπόθεσης.

Ο Βαλάντερ έχει διαλευκάνει όλες τις υποθέσεις που έχει αναλάβει, όντας αναμφισβήτητα ένας πολύ επιτυχημένος αστυνομικός. Λατρεύει την όπερα και όνειρό του είναι ένα ήσυχο σπίτι στην επαρχία. Απέχει όμως πολύ από αυτό που θα λέγαμε ένας άνθρωπος με επιτυχημένη προσωπική ζωή. Παλεύει με τη μοναξιά, την κατάθλιψη, παλεύει ακόμα και με τα κιλά του όντας φανατικός καταναλωτής  junk food γεγονός που του προκάλεσε διαβήτη και έκανε αχώριστο σύντροφο του τις ενέσεις ινσουλίνης. Η αρρώστια, εντελώς απρόσμενα, τον κάνει πιο δημοφιλή στους αναγνώστες. Ο κόσμος που είχε χορτάσει από άτρωτους υπερήρωες φάνηκε να ταυτίζεται με τον εύθραυστο επιθεωρητή.

Ο Βαλάντερ αλλάζει όπως και ο κόσμος γύρω του σε αυτή τη σειρά των βιβλίων με ήρωα τον ίδιο. Όταν ο συγγραφέας αποφασίζει ότι «Η ιστορία του Κουρτ Βαλάντερ τελειώνει μια για πάντα» το κάνει με έναν πολύ σκληρό αλλά και συγκινητικό τρόπο.  Στο Εκτελεστές δίχως πρόσωπο, το πρώτο του βιβλίο, που ανακηρύχθηκε το καλύτερο σουηδικό αστυνομικό μυθιστόρημα, το 1991, σύμφωνα με τη Swedish Crime Writers' Academy και το καλύτερο σκανδιναβικό αστυνομικό μυθιστόρημα (Glass Key Award), ο Βαλάντερ είναι σαράντα δύο ετών. Στο τελευταίο του, το «Φθινόπωρο του Βαλάντερ» (2009), ο επιθεωρητής είναι γύρω στα εξήντα και του απομένουν γύρω στα δέκα χρόνια ζωής, ίσως και λίγα περισσότερα καθώς βρίσκεται αντιμέτωπος με τον πιο σκληρό εχθρό που συνάντησε αυτά τα δεκαοκτώ χρόνια. Το Αλτσχάιμερ. Η αφήγηση του Μανκέλ είναι συγκλονιστική καθώς περιγράφει τις κρίσεις που παθαίνει ο ήρωας του. Ο Βαλάντερ, στην αρχή του βιβλίου, ξεχνάει το υπηρεσιακό του περίστροφο σε ένα ρεστοράν, στη συνέχεια λιποθυμάει έχοντας καταναλώσει πολύ αλκοόλ και μετά ξυπνάει στο δωμάτιο ενός νοσοκομείου.

Σε έναν υπέροχο εξομολογητικό διάλογο με την κόρη του, στην πορεία του βιβλίου, της αποκαλύπτει ότι κάποιες φορές χάνονται ολόκληρες περίοδοι από το μυαλό του  «Like ice melting away» (σαν πάγος που λιώνει).

Στο βιβλίο αυτό, αποχαιρέτισα(και νομίζω πολλοί ακόμα) συγκινημένος τον Κουρτ Βαλάντερ ως έναν δικό μου άνθρωπο.

Γιατί τέτοιος ήταν.

* O Χένινγκ Μανκέλ, ένας πολιτικοποιημένος άνθρωπος, ένα ανήσυχο πνεύμα και ακτιβιστής, ήταν επιβάτης, τον Μάιο του 2010, του πλοίου Sofia, που συμμετείχε στη διεθνή ναυτική αποστολή για την άρση του αποκλεισμού της Λωρίδας της Γάζας από τους Ισραηλινούς. Μετά την επέμβαση του ισραηλινού στρατού στη νηοπομπή, ο Μανκέλ συνελήφθη και απελάθηκε στη Σουηδία.

Print Email

Mike Hammer

Written on 17 April 2024. Posted in Μεγάλοι ντετέκτιβ

Όταν σου έρχεται στο μυαλό ο Mike Hammer, για το μόνο που δεν θα δυσκολευτείς ιδιαίτερα, είναι να βρεις λόγια να τον χαρακτηρίσεις. Σκληρός, ακραίος, σεξιστής, διεστραμμένος, βίαιος, αντικομμουνιστής.  Αυτό που είναι απολύτως απίθανο να συμβεί είναι να τον αγνοήσεις.

Από το πρώτο -και πιο φημισμένο- βιβλίο της σειράς με πρωταγωνιστή τον Χάμμερ, το  «Εγώ, οι ένορκοι» (1947), που γράφτηκε μέσα σε ελάχιστες μέρες και είναι ένα κλασικό pulp αριστούργημα, αφήνει ανεξίτηλο το αποτύπωμα του στο crime fiction. Αποφασισμένος να πάρει εκδίκηση για το θάνατο ενός φίλου του, ακολουθεί έναν κώδικα βίας που δεν επιτρέπει σε τίποτα και κανέναν να σταθεί εμπόδιο στο δρόμο του. Το αιματηρό τέλος δεν αφήνει περιθώρια για πολλές ωραιοποιήσεις. Ο Χάμμερ συνεχίζει από εκεί που σταμάτησε ο Ρέις Γουίλιαμς του πρωτοπόρου Κάρολ Τζόν Ντέιλυ χωρίς τις ενδιάμεσες στάσεις στους ήρωες του  Χάμμετ ή του Τσάντλερ. Σε αυτό βέβαια υπάρχουν δύο αναγνώσεις. Η μία του Μίκυ Σπιλαίην, θαυμαστή του Ντέιλυ, που έλεγε  «Ο Μάικ και ο Ρέις Γουίλιαμς των μέσων της δεκαετίας του΄30,  θα μπορούσαν να ήταν δίδυμοι» και αυτή του Ντέιλυ: «Εγώ είμαι άφραγκος  και ο τύπος (Σπιλέιν) πλουτίζει  γράφοντας για τον ντετέκτιβ μου».

Ο Σπιλέιν δεν έχαιρε και μεγάλης εκτίμησης από τους συναδέλφους του. Ο Αμερικανός συγγραφέας και κριτικός Άντονι Μπουσέ υποστήριξε ότι το Εγώ, οι ένορκοι θα έπρεπε να είναι «υποχρεωτικό ανάγνωσμα σε σχολείο εκπαίδευσης της Γκεστάπο», αλλά αυτό λίγο πρέπει να ένοιαζε τον βετεράνο πιλότο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου Frank Morrison Spillane. Τα βιβλία του πούλησαν εκατομμύρια ( μόνο μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του '80 ο Σπιλέιν είχε πουλήσει σχεδόν 150 εκατομμύρια ενώ μέχρι σήμερα υπολογίζεται ότι έχει ξεπεράσει τα 225 εκατομμύρια). Αν και έλαβε βραβείο για τη συνολική του προσφορά στο είδος από τους Private Eye Writers of America το 1983,  η λέσχη Mystery Writers of America παραγνώριζε την αξία της δουλειάς του μέχρι το 1995 που έλαβε το βραβείο Grand Master. Μισητός από το φιλελεύθερο συγγραφικό κατεστημένο, ο Χάμμερ, που βρέθηκε για δύο χρόνια στις ζούγκλες του Ειρηνικού πολεμώντας τους Ιάπωνες στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, πριν γίνει ιδιωτικός ντετέκτιβ,  ενσάρκωνε μια δεξιά και αντιδραστική πολιτική απόλυτα  συνδεδεμένη με το ιστορικό της πλαίσιο -Ψυχρός Πόλεμος, επεκτατική πολιτική της Αμερικής της δεκαετίας του '50-  μια εποχή δηλαδή κατά την οποία έπεσε το τελευταίο φύλλο συκής και  η Αμερική έχασε και την ελάχιστη αθωότητα που μπορούσε να προσποιηθεί ότι είχε.

Ντυμένος με μια καμπαρντίνα, με το καπέλο του σφηνωμένο χαμηλά στο μέτωπο, το αξιόπιστο 45άρι γεμάτο στη θήκη του και την αγαπημένη του γραμματέα, την ελκυστική Βέλντα να κάνει κουμάντο στο γραφείο του, ο Μάικ κατεβαίνει στους κακόφημους δρόμους και τα άθλια καταγώγια της Νέας Υόρκης για να παίξει ξύλο ή να μπλέξει σε κάποιο πιστολίδι, κάνοντας, όπως ο ίδιος πιστεύει τουλάχιστον- τον κόσμο πιο ασφαλή. Οι μπελάδες δεν βρίσκουν τον Χάμμερ. Τους ψάχνει. Μοιάζει να μην είναι πάντα απολύτως ξεκάθαρο αν το κίνητρο του είναι η απονομή της  δικαιοσύνης ή το πάθος του για εκδίκηση και η ηδονή που νιώθει με τη βία.  

Ο Χάμμερ δεν θα καταλάβαινε τίποτα από τον σημερινό κόσμο. Η καθημερινή αρένα του απέχει πολύ από αυτό που ονομάζουμε συμπεριληπτικό κόσμο. Δεν θα του άρεσε να ζει σήμερα ενώ θα ήταν για τους περισσότερους παράδειγμα προς αποφυγή. Μακριά από τον ρομαντικό και φιλοσοφημένο Δον Κιχώτη του Λος Άντζελες, Φίλιπ Μάρλοου, ή τον ψυχρό Σαμ Σπέιντ από το Σαν Φρανσίσκο, ο Νεουορκέζος Χάμμερ είναι περισσότερο ένας ορκισμένος τιμωρός.

Δεν νιώθει τύψεις για τις πράξεις του.  Όλα τα θύματά του άξιζαν και με το παραπάνω ότι έπαθαν.

Print Email

Easy Rawlins

Written on 17 April 2024. Posted in Μεγάλοι ντετέκτιβ

Ο Ezekiel "Easy" Porterhouse Rawlins είναι ένας αφροαμερικανός ιδιωτικός ντετέκτιβ, ένας σκληροτράχηλος βετεράνος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου που ζει στη γειτονιά Watts του Λος Άντζελες. Τοποθετημένες χρονικά από τη δεκαετία του 1940 έως τη δεκαετία του 1960, οι περιπέτειες του Rawlins συνδυάζουν τις παραδοσιακές συμβάσεις της αστυνομικής λογοτεχνίας με περιγραφές των φυλετικών ανισοτήτων και της κοινωνικής αδικίας που βιώνουν οι Αφροαμερικανοί και άλλα έγχρωμα άτομα στο Λος Άντζελες εκείνης της περιόδου μέχρι και σήμερα.

Στο τέλος του μυθιστορήματος «Blonde Faith», ο Walter Mosley αποφάσισε ότι ο Easy Rawlins, ο πιο διάσημος χαρακτήρας του, έπρεπε να πεθάνει.

Έτσι, μετά από 11 μυθιστορήματα του Easy Rawlins από το «Devil in a Blue Dress» που έκανε το ντεμπούτο του το 1990, ο Mosley επιφυλάσσει στον Rawlins ένα μοιραίο ατύχημα στο τέλος του «Blonde Faith», το 2007.

Ο Mosley μιλώντας σε ένα ακροατήριο στη Δημόσια Βιβλιοθήκη της κομητείας St. Joseph είπε ότι δεν ήξερε πλέον τι να κάνει με τον Rawlins.

«Το "Blonde Faith" ήταν κατά κάποιον τρόπο ένα πολύ ρομαντικό μυθιστόρημα και αυτό μου άρεσε πολύ», είχε πει. «Το απόλαυσα, αλλά ένιωσα ότι επαναλαμβάνομαι».

Ο Rawlins είχε περάσει χρόνια εξιχνιάζοντας φόνους, βρίσκοντας ανθρώπους και μεγαλώνοντας παιδιά που είχαν αφεθεί στο κατώφλι του, ενώ παράλληλα αντιμετώπιζε τον ρατσισμό του Λος Άντζελες μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Ίσως ήταν καιρός για τον Rawlins να αναχωρήσει. Εξάλλου, η γυναίκα που αγαπούσε, η Μπόνι, είχε αποφασίσει να παντρευτεί έναν Αφρικανό ιερέα. Ο Rawlins, μεθυσμένος και πίσω από το τιμόνι ενός αυτοκινήτου στην Pacific Coast Highway, προσπερνά τρία αυτοκίνητα προτού στρίψει στην άκρη του δρόμου για να αποφύγει τη μετωπική σύγκρουση με ένα φορτηγό.

Όμως ο δρόμος τελειώνει και μαζί του και ο Easy Rawlins. O Mosley είχε εκμυστηρευτεί κάποτε ότι αυτό δεν ήταν το προγραμματισμένο τέλος του "Blonde Faith" αλλά όταν πλησίαζε στο τέλος του βιβλίου, το οποίο διαδραματίζεται στη δεκαετία του 1960 κατά τη διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ, ο συγγραφέας υποψιάστηκε ότι η στιγμή ήταν η κατάλληλη.

«Μετά σκέφτηκα ότι ίσως το έγραψα για κάποιο λόγο, γιατί πιστεύω ότι η περισσότερη τέχνη είναι ασυνείδητη, οπότε θα τον αφήσω να πεθάνει και αυτό θα είναι όλο, γιατί δεν μπορώ να σκεφτώ άλλο βιβλίο του Easy Rawlins»,  είχε πει ο Mosley.

Ο Mosley έγραψε και άλλα βιβλία, μυθοπλασίας και μη, μετά την έκδοση του "Blonde Faith" το 2007, μεταξύ των οποίων και αρκετά που περιγράφουν έναν νέο ιδιωτικό ντετέκτιβ με έδρα τη σύγχρονη Νέα Υόρκη, τον Leonid McGill.

Ωστόσο, ο Mosley αποδείχθηκε ότι δεν είχε ξεμπερδέψει με το Easy Rawlins. Ο Mosley ανέστησε τον Rawlins στο μυθιστόρημα «Little Green» του 2013, καθώς αποδείχθηκε ότι ο Rawlins επέζησε πράγματι από κώμα μετά το ατύχημα.

«Μου ήρθε στο μυαλό καθώς κοιτούσα πίσω στο "Devil in a Blue Dress" ότι αυτό διαδραματιζόταν το 1948, τέσσερα χρόνια πριν γεννηθώ», είχε πει σε μια διάλεξη. «Επειδή κανείς στην Αμερική δεν διαβάζει ιστορία, ήθελα να γράψω για την οικογένεια του πατέρα μου και για τους μαύρους που ζουν στο Λος Άντζελες, που χτίζουν το Λος Άντζελες, που καταπιέζονται από το Λος Άντζελες».

Ο  αναβιωμένος Rawlins παραμένει στο Λος Άντζελες, αλλά είναι το Λος Άντζελες των τελών της δεκαετίας του 1960 που ο συγγραφέας γνώριζε και μεγάλωσε. "Θα γράφω για τους ίδιους χαρακτήρες, τα ίδια γεγονότα και τους ίδιους ανθρώπους, αλλά οι ιστορίες θα είναι πια στο ίδιο σκηνικό με μένα, γιατί θα είναι αυτό που ξέρω".

Σε άλλη συνέντευξή του ο Mosley δήλωσε ότι τα μεταγενέστερα βιβλία του δίνουν την ευκαιρία να δείξει πώς εξελίχθηκαν ο Rawlins, ο Jackson Blue και ο Mouse, οι άλλοι βασικοί χαρακτήρες που συναντούν οι αναγνώστες στη σειρά. «Το 1948 αν ήσουν στη Σάντα Μόνικα ή στο Μπέβερλι Χιλς και ήσουν μαύρος, σε σταματούσαν και πιθανότατα σε συνέλαβαν», είπε ο Mosley. «Στα βιβλία που γράφω τώρα είναι 1968, 1969 και μπορείς να είσαι οπουδήποτε και να κάνεις τα πάντα. Ακόμα έχεις προβλήματα, αλλά τα προβλήματα έχουν αλλάξει και ο κόσμος έχει αλλάξει και οι δυνατότητες έχουν αλλάξει».

Ο Easy Rawlins ήταν επιστάτης στο «Devil in a Blue Dress». Ο φίλος του Τζάκσον Μπλου ήταν απατεώνας και ο Μάους ήταν κλέφτης. Στο «Charcoal Joe» του 2016, ο Rawlins είναι ιδιοκτήτης ακινήτων, ο Jackson Blue είναι ο νούμερο 2 άνθρωπος στη μεγαλύτερη ασφαλιστική εταιρεία του κόσμου και ο Mouse είναι μέλος μιας ομάδας που κάνει ληστείες σε όλη τη Βόρεια Αμερική. «Στους τομείς που έχουν επιλέξει έχουν γίνει πολύ καλύτεροι και αυτό μου αρέσει πολύ σ' αυτούς» είχε πει ο Mosley.

Ο Mosley έχει γράψει και δοκίμια αλλά και πολιτικά παρεμβατικά κείμενα, εκφράζοντας αριστερές και αντιρατσιστικές θέσεις ενώ ο ήρωας που δημιούργησε δεν υπολείπεται σε αναγνωρισιμότητα ακόμα και από αυτόν τον μυθικό Φίλιπ Μάρλοου.

Print Email

  • THE HISTORY OF GREEK CRIME FICTION
  • THE GREEK CLUB OF CRIME WRITERS (ELSAL)
  • KEY REFERENCE BOOKS
  • CONTACT