Ράγκος Γιάννης: "Ακόμα κι οι φίλοι σκοτώνουν..."
Έριξε μια ματιά στο στενό. Βράδυ, αργά. Ψυχή δεν υπήρχε, μόνο πυκνό σκοτάδι και ψιλή βροχή. Στη βρεγμένη άσφαλτο, άστραφτε η διαφημιστική γιγαντοαφίσα μιας καινούργιας οδοντόπαστας, με το λαμπερό χαμόγελο της γοητευτικής γυναίκας, που έμοιαζε να τον κοιτάζει λοξά και με νόημα.
Προχώρησε με προσοχή και στάθηκε μπροστά στην πόρτα. Στο πάνω μέρος της, υπήρχε μία παλιομοδίτικη ταμπέλα: ΛΑΧΕΙΑ-ΠΡΟΠΟ. Μια ριπή ψυχρού αέρα τον κτύπησε. Μαζεύτηκε μέσα στο παλιό, στρατιωτικό παλτό, που είχε αγοράσει πριν από είκοσι χρόνια στο Μοναστηράκι σε τιμή ευκαιρίας κι έκτοτε το χρησιμοποιούσε σ’ όλες τις «δουλειές» του. Σώμα και παλτό είχαν γίνει ένα, πια…
Μπροστά στην τζαμένια πόρτα έβγαλε από τη μαύρη, παλιοκαιρισμένη τσάντα του ένα ζευγάρι γάντια και τον κόφτη.
Φόρεσε τα γάντια και με σβέλτες κινήσεις έβαλε τον κόφτη ανάμεσα στο λουκέτο και την πόρτα. Τα χέρια του ήταν έμπειρα, τόσα λουκέτα είχαν παραβιάσει χωρίς απρόοπτα. Εκτός από μία φορά. Όταν επιχειρώντας να διαρρήξει ένα κατάστημα ηλεκτρονικών ειδών στου Ζωγράφου, τον εντόπισε ένα περιπολικό της αστυνομίας, το οποίο είχε ειδοποιηθεί από κάποιον γείτονα με προβλήματα αϋπνίας. Και είχε ακολουθήσει το κυνήγι στους άδειους δρόμους, το αδιέξοδο στενό, η σύλληψη, τα τρία χρόνια φυλακής.
Στα γρήγορα, έκοψε το λουκέτο και το πέταξε στην τσάντα. Σάρωσε πάλι το πεδίο για να βεβαιωθεί πως κανένας δεν τον είχε δει και από το παλτό έβγαλε ένα λεπτό κομμάτι σύρματος, που έχωσε στην κλειδαριά. Σε επτά δευτερόλεπτα, την είχε κιόλας ξεκλειδώσει. Αυτός ήταν ο χρόνος του. Έξι με δεκαπέντε δευτερόλεπτα, ανάλογα με το είδος και την ποιότητα της κλειδαριάς.
Προχώρησε στο εσωτερικό και άφησε απαλά την πόρτα να κλείσει πίσω του. Με το βλέμμα, επόπτευσε τον χώρο και αμέσως κατευθύνθηκε στο γραφείο του πράκτορα. Από την τσάντα, άρπαξε έναν λοστό και ακούμπησε τον φακό αναμμένο, δίπλα στον ηλεκτρονικό υπολογιστή. Ήταν βέβαιος πως εκεί βρισκόταν αυτό που έψαχνε. Το είχε δει καλά.
Ένα μήνα τώρα, κάθε Τετάρτη και Σάββατο επισκεπτόταν τακτικά το πρακτορείο και συμπλήρωνε δελτία στοιχήματος, ποντάροντας πότε σε αγώνες του Τσάμπιονς Ληγκ και του Κυπέλλου Ουέφα και πότε σε παιχνίδια ευρωπαϊκών πρωταθλημάτων. Δύο επισκέψεις την εβδομάδα επί τέσσερις εβδομάδες, σύνολο οκτώ. Οκτώ φορές, η ίδια αλληλουχία. Έδινε τα χρήματα στον πράκτορα -έναν ηλικιωμένο παχουλό άντρα, με κοκκινωπό πρόσωπο και στριφνό ύφος- κι αυτός τα έβαζε πάντοτε στο ίδιο συρτάρι. Ύστερα, κρυμμένος στη γωνία του δρόμου απέναντι από το πρακτορείο, παρακολουθούσε αθέατος όλες τις κινήσεις του πράκτορα: κάθε βράδυ αποχαιρετούσε τους τελευταίους πελάτες, πήγαινε στο γραφείο του, άνοιγε το συρτάρι, μέτραγε την είσπραξη της ημέρας, κατέγραφε το ποσό σ’ ένα τεφτέρι, πέταγε τα χαρτονομίσματα και το τεφτέρι στο συρτάρι κι έφευγε από το μαγαζί, αφού πρώτα τοποθετούσε το λουκέτο στην πόρτα. Ένα μήνα τώρα, η ίδια ιστορία.
Είχε, πλέον, σιγουρευτεί. Με το χέρι του έπιασε το πόμολο του συρταριού και δοκίμασε να το ανοίξει. Όπως φανταζόταν, ήταν κλειδωμένο. Με τον λοστό έσπασε την κλειδαριά και τράβηξε το συρτάρι έξω. Έψαξε εξονυχιστικά, αλλά το μόνο που βρήκε ήταν χαρτιά, παλιά δελτία και το τεφτέρι. Λεφτά δεν υπήρχαν πουθενά. Φούσκωσε και ξεφούσκωσε σε μια στιγμή. Ήταν ολοφάνερο. Για πρώτη φορά, ύστερα από ένα μήνα που τον παρακολουθούσε ανελλιπώς, ο ηλικιωμένος πράκτορας είχε αποφασίσει να πάρει τις εισπράξεις της ημέρας μαζί του.
«Δεν μπορείς, πια, να έχεις εμπιστοσύνη στους γέρους» συμπέρανε, κατόπιν, σιωπηρά. «Τζάμπα έχασα το βράδυ μου…»
Μάζεψε τα εργαλεία του, έτοιμος να το σκάσει προτού τον πάρουν είδηση, αλλά σταμάτησε για λίγο. Εκεί στην άκρη, ήταν αφημένη μία δεσμίδα λαχείων, πιασμένα με χοντρό λάστιχο. Τα κοίταξε αφηρημένος και αναψοκοκκινισμένος. Χωρίς να το πολυσκεφτεί, τ’ άρπαξε και τα ‘χωσε στο παλτό του. «Παλιόγερε!» μονολόγησε τη στιγμή που έβγαινε.
Χάθηκε στο σκοτεινό στενό. Κανείς δεν τον είδε. Μόνο η όμορφη γυναίκα με το λάγνο χαμόγελο, στη διαφήμιση της οδοντόπαστας. Ήταν μικρόσωμος και οστεώδης και παρέμενε ευλύγιστος. Πλησίαζε τα πενήντα και τον έλεγαν Αριστείδη Ιερομνήμωνα, αλλά οι φίλοι του τον φώναζαν Άρη.
***
Πέρασαν μερικές ημέρες. Ο Αριστείδης είχε λουφάξει στο σπίτι του, ένα ημιυπόγειο διαμέρισμα στα σύνορα Παγκρατίου-Καισαριανής, που του είχε παραχωρήσει η αδελφή του. Παρακολουθούσε τακτικά τα δελτία ειδήσεων και τις στήλες του αστυνομικού ρεπορτάζ στις εφημερίδες, για να πληροφορείται τις εξελίξεις σχετικά με τη διάρρηξη.
Εκείνο το πρωί, πίνοντας τον καφέ του, έψαξε προσεκτικά να εντοπίσει και την παραμικρή είδηση στην εφημερίδα με τη μεγαλύτερη κυκλοφορία, που φημιζόταν για τους ενημερωμένους αστυνομικούς συντάκτες της. Στην δέκατη όγδοη σελίδα, ανάμεσα σε ρεπορτάζ σχετικά με την εξάρθρωση ενός παράνομου κυκλώματος διακίνησης γυναικών, την αιματηρή συμπλοκή μεταξύ ομάδων μεταναστών και την καταγγελία ενός υπαλλήλου για την παράνομη, όπως ισχυρίζονταν, απόλυσή του, υπήρχε κι ένα μονόστηλο μερικών αράδων: «ΑΝΑΖΗΤΕΙΤΑΙ Ο ΔΙΑΡΡΗΚΤΗΣ ΤΟΥ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟΥ - Άγνωστος εξακολουθεί να παραμένει ο δράστης της διάρρηξης, που σημειώθηκε πριν από τέσσερις ημέρες, σε πρακτορείο Προ-πό και λαχείων…»
Ανακάθησε στη θέση του, καταπίνοντας με ικανοποίηση τον καφέ του. Μπορεί η διάρρηξη να μην είχε αποδειχθεί προσοδοφόρα, αλλά τουλάχιστον δεν είχε αφήσει κανένα ίχνος για την ταυτότητά του. Υπολόγισε πως θα μπορούσε περιμένει λίγες μέρες ακόμα, ώσπου το ζήτημα να ξεχαστεί, και μετά θα προχωρούσε στο επόμενο σχέδιό του.
Άναψε ένα τσιγάρο, αλλά ο καπνός μπήκε στο μάτι του και δάκρυσε. Σκουπίζοντάς το με το αριστερό χέρι, το βλέμμα του έπεσε στη σελίδα δέκα εννιά, όπου σε μαύρο πλαίσιο, υπήρχε μια παράταξη αριθμών κάτω από τον τίτλο: «ΟΙ ΝΙΚΗΤΗΡΙΟΙ ΑΡΙΘΜΟΙ ΛΑΧΕΙΩΝ». Ξαναθυμήθηκε τα λαχεία που είχε κλέψει από το πρακτορείο κι άνοιξε το συρτάρι ενός παλιού σκρίνιου -που έμοιαζε με αντίκα, αλλά δεν ήταν- για να τα βρει. Ήταν τριάντα δελτία λαχείων σε έξι πεντάδες. Περισσότερο για να σκοτώσει την ώρα του, έλεγξε τους αριθμούς τους στην εφημερίδα, μολονότι ήταν βέβαιος για την τύχη του. Για χρόνια αγόραζε λαχεία και συμπλήρωνε δελτία Λόττο και Στοιχήματος, ωστόσο δεν είχε κερδίσει ποτέ κάποιο αξιοσημείωτο ποσό.
Όμως τώρα, η έκτη πεντάδα ταίριαζε με τους αριθμούς της εφημερίδας. Σύγκρινε τους αριθμούς τρεις φορές μέχρι να επαληθεύσει πλήρως πως δεν έκανε λάθος. Απότομα, το σάλιο κόλλησε στον λαιμό του και του ‘φερε νευρικό βήχα. Το λαχείο κέρδιζε τον τρίτο λαχνό, που αντιστοιχούσε σε μερικές εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ. Τόσα όσα δεν είχε βγάλει μαζεμένα, όλα αυτά τα χρόνια.
Ήθελε να ξεφωνίσει από χαρά, αλλά συγκρατήθηκε. Ρούφηξε το τσιγάρο μέχρι τη γόπα και σε ελάχιστο χρόνο είχε αναλογιστεί κιόλας την καινούργια, ανέφελη ζωή που θα ξεκινούσε μόλις εξαργύρωνε το λαχείο στον Οργανισμό. Έτσι κι αλλιώς, δεν είχε καμμία υποχρέωση. Ούτε σύζυγο, ούτε παιδιά, ούτε μόνιμη φιλενάδα. Μόνο την αδελφή του, χήρα δημοσίου υπαλλήλου.
Αλλά, για μια στιγμή! Πώς θα πήγαινε στον Οργανισμό; Κι αν είχαν επισημάνει τους αριθμούς των κλεμμένων λαχείων; Θα ήταν σαν να παραδεχόταν οικειοθελώς την ενοχή του. Η κατάσταση, λοιπόν, δεν ήταν τόσο απλή. Και το γεγονός αυτό του προκάλεσε δυσφορία.
Σηκώθηκε από την καρέκλα του και άρχισε να βηματίζει νευρικά στο δωμάτιο. Έπρεπε να συμμαζέψει την σκέψη του, να οργανωθεί, να καταρτίσει ένα σχέδιο…
***
Το επόμενο πρωινό, βρισκόταν εγκαίρως στο ραντεβού του. Στο βάθος του καφενείου, σ’ ένα τραπέζι δίπλα στην τζαμαρία, τον περίμενε ένας άντρας γύρω στα εξήντα, πίνοντας τον καφέ του. Με τον τύπο αυτόν γνωρίζονταν από την εποχή της φυλακής. Ήταν γνωστός κλεπταποδόχος, αλλά το τελευταίο διάστημα είχε μπλεχτεί σ’ ένα κύκλωμα αρχαιοκαπηλίας. Το έλεγαν Φώτη Τσουκαλά και ήταν καλοφτιαγμένος, με ροπή στο κομψό ντύσιμο και τους ευγενικούς τρόπους. Έτσι, στους κύκλους του αλλά και την αστυνομία ήταν περισσότερο γνωστός ως Βαρώνος.
«Τι ήταν το τόσο επείγον, λοιπόν;» τον ρώτησε ο Βαρώνος, μόλις ο Αριστείδης κάθησε απέναντί του. Ασφαλώς και θα του εξηγούσε, άλλωστε ο Βαρώνος ήταν ο μόνος άνθρωπος από την «πιάτσα» στον οποίο είχε απόλυτη εμπιστοσύνη.
«Βρίσκομαι σε δύσκολη θέση» ανακοίνωσε.
Ο Βαρώνος τον κοίταξε στα μάτια με δυσπιστία. «Σ’ έχει στριμώξει η αστυνομία;»
«Δεν είναι αυτό…» ψιθύρισε ο Αριστείδης. Είδε τον συνομιλητή του να τον κοιτά με απορία και αποφάσισε να μιλήσει καθαρά. Εξιστόρησε όλη την ιστορία και έφτασε στο επίμαχο σημείο.
«Πρέπει να βρω έναν τρόπο να εξαργυρώσω το λαχείο, χωρίς να παρουσιαστώ ο ίδιος στον Οργανισμό. Γι αυτό ζήτησα να βρεθούμε. Θέλω τη βοήθειά σου». Έκανε μια παύση για να μετρήσει τις αντιδράσεις του άλλου κι ύστερα συμπλήρωσε: «Με το αζημίωτο, φυσικά…»
Ο Βαρώνος είχε φορέσει το συνωμοτικό του ύφος. «Το ξέρεις πως αυτό που μου ζητάς δεν είναι εύκολο. Και μένα με παρακολουθεί η αστυνομία» είπε κατόπιν.
«Εσύ έχεις γνωριμίες παντού, θα βρεις έναν τρόπο να το κάνεις, χωρίς να το καταλάβει κανείς. Θα έχεις το 20%» επέμεινε ο Αριστείδης.
Ο Βαρώνος βύθισε το βλέμμα του στο πρόσωπο του Αριστείδη. Για λίγα δευτερόλεπτα έμεινε αμίλητος.
«Έχεις το λαχείο μαζί σου;» ρώτησε ύστερα, με προσποιητή αδιαφορία.
Και βέβαια το είχε. Το έβγαλε προσεκτικά από την εξωτερική τσέπη του παλτού του, κοίταξε γύρω του και όταν διαπίστωσε πως κανένας δεν τους κοιτούσε, το έσπρωξε πάνω στο τραπέζι προς την πλευρά του Βαρώνου. Αυτός, με βιαστικές κινήσεις το έχωσε στο σακάκι του.
«Θα σε ειδοποιήσω σε δυο-τρεις μέρες. Εσύ, στο μεταξύ, φρόντισε να εξαφανιστείς. Θα επικοινωνήσω εγώ μαζί σου» είπε μετά. Ο Αριστείδης τον κοίταξε στα μάτια. «Αλλά θέλω περισσότερα. Το 30%, ας πούμε», συνέχισε ο Βαρώνος.
Ο Αριστείδης άνοιξε το στόμα του για να μιλήσει, αλλά ο Βαρώνος τον έκοψε με μία κίνηση του χεριού. «Μην ξεχνάς ότι θα διακινδυνεύσω κι εγώ σε αυτή την υπόθεση. Είμαστε σύμφωνοι;»
Πώς θα μπορούσε να αρνηθεί; Καλύτερα το 70%, παρά τίποτα.
***
Οι επόμενες μέρες πέρασαν βασανιστικά. Όσο ο Βαρώνος δεν επικοινούσε μαζί του, τόσο η αγωνία του Αριστείδη εντεινόταν. Μήπως δεν είχε πάρει τη σωστή απόφαση να του παραδώσει εν λευκώ το λαχείο; Και αν ο Βαρώνος το εξαργύρωνε και εξαφανιζόταν; Κάθε φορά που έκανε αυτές τις σκέψεις, τον περιέλουζε κρύος ιδρώτας.
«Αν ο Βαρώνος δεν τηλεφωνήσει, θα πάω στην αστυνομία και θα τα πω όλα. Μαζί με εμένα, κι αυτός…» έλεγε στον εαυτό του.
Όμως, τελικά, δεν χρειάστηκε. Ο Βαρώνος τού τηλεφώνησε το βράδυ της τρίτης ημέρας για να τον πληροφορήσει πως όλα είχαν πάει καλά. Είχε παρουσιαστεί, όμως, ένα μικρό πρόβλημα. Τού το εξήγησε όταν συναντήθηκαν, στο ίδιο καφενείο, την άλλη μέρα.
«Δεν γινόταν αλλιώς, ήταν ο μόνος τρόπος» του είπε. «Θυμήθηκα ότι ένας πρώτος μου ξάδελφος είναι πολύ φίλος με τον διευθυντή του Οργανισμού. Του εξήγησα την κατάσταση, στο περίπου δηλαδή, και τον παρακάλεσα να μεσολαβήσει. Εκείνος δέχθηκε, πήγε στον Οργανισμό και εξαργύρωσε το λαχείο, χωρίς να υποπτευθεί κανείς τίποτα. Μόνο…» Σταμάτησε για μία στιγμή.
Ο Αριστείδης τον κοίταξε ανυπόμονα. «Μόνο, τι;» πρόφερε σε έντονο ύφος.
«Πώς να το πω» συνέχισε ο Βαρώνος. «Ήθελε κι αυτός κάτι, για τη μεσολάβησή του. Συμφωνήσαμε στο 10%».
Ο Αριστείδης έμεινε σιωπηλός. Με το μυαλό του, έκανε έναν γρήγορο υπολογισμό. Ας είναι. Και το 60%, καλό ήταν.
«Έχεις τα λεφτά;» ψιθύρισε έπειτα, πάνω από το αυτί του άλλου. Ο Βαρώνος κοίταξε προσεκτικά γύρω του και μετά έβγαλε από το σακάκι του έναν ευμεγέθη φάκελο και τον πέρασε στον Αριστείδη. Αυτός τον έχωσε στα γρήγορα στην εσωτερική τσέπη του παλτού του.
«Δεν θα τα μετρήσεις;» τον ρώτησε ο Βαρώνος, με ένα αινιγματικό χαμόγελο. «Σου έχω εμπιστοσύνη» απάντησε βιαστικά ο Αριστείδης. «Αλλά, όλα αυτά θα μείνουν μεταξύ μας!»
Ο Βαρώνος ένευσε καταφατικά και ο Αριστείδης σηκώθηκε. Από την τζαμαρία του καφενείου, ο Βαρώνος τον είδε να απομακρύνεται με ξαναμμένη βιασύνη, κοιτώντας καχύποπτα κάθε περαστικό που συναντούσε τυχαία. Χαμογέλασε. Ανέκαθεν θεωρούσε τον Αριστείδη του χεριού του. Και τώρα, είχε μία επιπλέον απόδειξη: είχε αποσπάσει τα μισά σχεδόν χρήματα του λαχείου, χωρίς ιδιαίτερο κόπο, απλώς με την πειθώ και το κύρος του. Αλλά, ο Αριστείδης είχε, ακόμα, τα υπόλοιπα - ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό. Άξιζε, άραγε, αυτή την εύνοια της τύχης;
***
Δεν χρειάστηκαν πολλές ημέρες για να ξεχάσει ο Αριστείδης την ιστορία με το λαχείο. Ήταν πια σχεδόν σχεδόν σίγουρος πως η υπόθεση της διάρρηξης είχε μπει στο αρχείο, αλλά για να βεβαιωθεί εντελώς, πήγε στο πρακτορείο για να συμπληρώσει, δήθεν, ένα δελτίο Στοιχήματος. Ο ροδομάγουλος ιδιοκτήτης τον καλοδέχτηκε και του ανέφερε μάλιστα και το περιστατικό της διάρρηξης, σχολιάζοντας την ανικανότητα της αστυνομίας να βρει τον δράστη.
Ήταν πια ελεύθερος να χαρεί την καινούργια του ζωή. Το ποσό που είχε στα χέρια του, τού επέτρεπε να ζήσει αξιοπρεπώς χωρίς το άγχος της επιβίωσης και, κυρίως, δίχως το φόβο και την διαρκή εγρήγορση που προκαλεί η παράνομη δράση. Είχε εξαφανίσει την τσάντα με τα σύνεργα της δουλειάς και είχε κρύψει το αγαπημένο του στρατιωτικό παλτό στο βάθος της ντουλάπας, σαν νοσταλγικό ενθύμιο μιας περιόδου της ζωής του, που είχε παρέλθει ανεπιστρεπτί. Τα χρήματα τα κουβαλούσε πάντα επάνω του. Στο σπίτι δεν ήταν ασφαλή και σε τράπεζα είχε μπει μόνο νύχτα. Με ριφιφί…
Φορώντας τα καινούργια ρούχα, που είχε αγοράσει μονομιάς από μια συνοικιακή μπουτίκ, έκανε τακτικά βόλτες στο κέντρο της πόλης, μπερδευόταν μέσα στον κόσμο και έπινε καφέ σε σικ μαγαζιά. Μόνο όταν τύχαινε να πέσει πάνω σε κάποιον αστυνομικό, που περιπολούσε στους δρόμους, η καρδιά του χοροπήδαγε για ένα δευτερόλεπτο και το βλέμμα του αναζητούσε αυτομάτως μία δίοδο διαφυγής. Ήταν πια περιττά όλα αυτά, όμως εξακολουθούσε να λειτουργεί ο νόμος της αδράνειας από τα εξασκημένα αντανακλαστικά τόσων ετών.
Το μόνο που φρόντιζε επιμελώς, ήταν να αποφεύγει συστηματικά τα παλιά του στέκια και τους ανθρώπους του υποκόσμου με τους οποίους συναναστρεφόταν τα προηγούμενα χρόνια. Αυτά ανήκαν στο παρελθόν, δεν είχαν καμιά θέση στην καινούργια του ζωή.
***
Αλλά, ένα βράδυ είχε μια τέτοια συνάντηση. Σ’ ένα καφέ-μπαρ, κοντά στην πλατείας Συντάγματος, έπεσε πάνω στον Βαρώνο. Είχε να τον δει σχεδόν δύο μήνες και προσπάθησε να τον αποφύγει, ωστόσο ο άλλος πρόλαβε να τον πλησιάσει. Κάθησαν μαζί στην μπάρα.
«Τι έγινες εσύ; Γιατί χάθηκες;» τον ρώτησε ο Βαρώνος.
Ο Αριστείδης δεν είχε όρεξη για πολλές εξηγήσεις. «Τώρα πια, ξεχάστε τον παλιό Άρη. Άλλαξαν τα πράγματα».
Ο Βαρώνος χαμογέλασε. «Δε λέω, αλλά έτσι κάνουν οι φίλοι; Ούτε ένα ποτό μαζί;»
«Το πίνουμε τώρα!» έκανε, κάπως απρόθυμα, ο Αριστείδης.
Ο Βαρώνος τον ρώτησε για τις κανούργιες του συνήθειες, του είπε τα δικά του νέα και κατόπιν πέρασε στο κυρίως μενού. Έκανε λόγο για ένα «κομμάτι» του 5ου π.Χ. αιώνα, που σκόπευε να πουλήσει σε κάποιον Γερμανό συλλέκτη έναντι αδρής αμοιβής. Ο Αριστείδης τον άκουγε σιωπηλός, χωρίς να σχολιάζει. Όλα αυτά του φαίνονταν, πια, μακρινά και ξένα. Φαντάσματα του παρελθόντος. Με τρεις-τέσσερις γουλιές άδειαζε το ποτήρι του και ύστερα το ξαναγέμιζε. Όλο το βράδυ ήπιε σχεδόν ένα μπουκάλι ουίσκι.
Όταν ήρθε η ώρα να χωρίσουν, ο Βαρώνος προθυμοποιήθηκε να πληρώσει, αλλά ο Αριστείδης τον έκοψε.
«Θα κεράσω εγώ. Έτσι, για τα παλιά…» Από την εσωτερική τσέπη του σακακιού έβγαλε μια χοντρή δεσμίδα με χαρτονομίσματα και τράβηξε δυο-τρία. Ο Βαρώνος το παρατήρησε αμέσως.
«Κουβαλάς τόσα χρήματα μαζί σου;» τον ρώτησε έκπληκτος.
«Και που να τ΄ αφήσω; Στο σπίτι;».
«Γιατί δεν τα καταθέτεις στην τράπεζα;».
«Δεν έχω εμπιστοσύνη!»
«Και αν σε κλέψουν;».
«Όποιος τολμάει, ας έρθει! Το πιο ασφαλές μέρος είναι η τσέπη μου!» έκλεισε τη συζήτηση ο Αριστείδης και έδωσε τα χρήματα τον μπάρμαν.
***
Η αλήθεια ήταν πως η τυχαία συνάντηση με τον Βαρώνο του είχε δημιουργήσει ένα δυσάρεστο συναίσθημα. Ήταν το νήμα που τον «οδηγούσε» στα παλιά. Αλλά, το επόμενο, κιόλας, πρωί είχε πάρει τις αποφάσεις του και το μόνο που τον ενοχλούσε ήταν η έντονη ζαλάδα από το μεθύσι της προηγούμενης νύχτας.
Ωστόσο, το απόγευμα δέχθηκε απρόσμενα νέο τηλεφώνημα από τον Βαρώνο.
«Πρέπει να σε δω!» του είπε αυτός, με επιτακτικό ύφος. «Είναι για το καλό σου…» πρόσθεσε με μία δόση μυστηρίου. Δεν ήξερε αν έπρεπε να δεχτεί, αλλά ο Βαρώνος επέμενε.
Συναντήθηκαν το ίδιο βράδυ, σ’ ένα καφέ της οδού Υμηττού. Ο Αριστείδης του το ξέκοψε από την αρχή: δεν ήθελε να έχει καμία σχέση με τους παλιούς του γνωστούς από την «πιάτσα», ούτε με τον ίδιο. Ο Βαρώνος τον άκουγε, χωρίς να τον διακόπτει.
«Δεν σου λέω να γυρίσεις στα παλιά» του είπε στο τέλος. «Απλώς, έχω να σου προτείνω μια συμφέρουσα επένδυση των χρημάτων σου».
Ο Αριστείδης δεν ήθελε να ακούσει κουβέντα. Ο Βαρώνος τον έπιασε από το μπράτσο και τον κοίταξε στα μάτια.
«Νόμιζα πως με θεωρούσες φίλο…» πρόσθεσε με νόημα. Τέλος πάντων. Ο Αριστείδης θα τον άφηνε να του μιλήσει και ύστερα θα ξεχνούσε όλα όσα είχαν συζητηθεί μεταξύ τους.
«Θυμάσαι τον Μπιλάφα;» ρώτησε εμφατικά ο Βαρώνος. Τον θυμόταν, είχαν κάνει μαζί μερικές βρωμοδουλειές στο παρελθόν. Αλλά, στο μεταξύ, ο Μπιλάφας είχε διευρύνει τον κύκλο των επαγγελματικών του ενδιαφερόντων και συνεργαζόταν με τον Βαρώνο στο κύκλωμα αρχαιοκαπηλίας. «Ο Μπιλάφας» συνέχισε ο Βαρώνος με επίσημο ύφος «έχει στα χέρια του μία καταπληκτική βυζαντινή εικόνα του 11ου αιώνα, που ξάφρισε από ένα εγκαταλελειμμένο μοναστήρι. Σπάνιο κομμάτι, μεγάλης αξίας».
«Και γιατί μου τα λες, όλα αυτά;» έκανε ξερά ο Αριστείδης.
«Τελευταία, έχει υποψίες πως η αστυνομία τον παρακολουθεί και φοβάται να έρθει σε επαφή με τον σύνδεσμο στο εξωτερικό. Κρύβεται για λίγο, για να χάσουν τα ίχνη του. Αλλά, έχει μεγάλη ανάγκη από ρευστό και δίνει την εικόνα στη μισή τιμή. Το πρωί μου τηλεφώνησε και με ρώτησε αν γνωρίζω κάποιον που να ενδιαφέρεται. Σκέφτηκα εσένα».
Ο Αριστείδης τον κοίταξε δύσπιστα. «Έκανες λάθος. Εγώ δεν ενδιαφέρομαι!» τον αποπήρε. Ο Βαρώνος προσπάθησε να διατηρήσει τη ψυχραιμία του.
«Είναι μεγάλη ευκαιρία, σου λέω. Σε έξι μήνες η αξία της εικόνας θα έχει δεκαπλασιαστεί!»
Ο Αριστείδης έκανε μία χειρονομία με το χέρι του. «Ξέχνα το! Βρες άλλον!».
Ο Βαρώνος χαμογέλασε με συγκατάβαση. «Θα είσαι κορόιδο, αν χάσεις την ευκαιρία» του είπε. «Στο τέλος-τέλος, πες πως θέλω να ανταποδώσω τη χάρη με το λαχείο και να πάρεις πίσω το ποσό που μου έδωσες, στο πολλαπλάσιο».
Η αλήθεια είναι, πως η πρόταση του Βαρώνου είχε κλονίσει την έως τότε αδιαπραγμάτευτη θέση του. Τόσοι και τόσοι δεν έκαναν αυτή τη δουλειά, απολαμβάνοντας, μάλιστα και τα εύσημα του καταξιωμένου συλλέκτη; Κι επιπλέον, θα έδινε σήμερα δέκα και σε έξι μήνες θα είχε εκατό.
Συμφώνησε να συναντήσει τον Μπιλάφα, το επόμενο βράδυ. Το ραντεβού θα κανόνιζε ο Βαρώνος, αλλά ο ίδιος δεν θα πήγαινε. «Είναι καλύτερα να είστε οι δυο σας» του ανέφερε, ως δικαιολογία.
***
Με βάση τις οδηγίες που είχε, ο Αριστείδης έφθασε με ταξί στην κεντρική πλατεία της Παλλήνης και ύστερα περπάτησε ένα χιλιόμετρο ως το μικρό παράπηγμα, που βρισκόταν στο πίσω μέρος μιας αποθήκης ξυλείας. Το σημείο ήταν ερημικό και ο Αριστείδης δυσκολευόταν να δει καθαρά στο πηχτό σκοτάδι. Μπροστά στην πόρτα κοντοστάθηκε και ετοιμάστηκε να κτυπήσει, όταν από το εσωτερικό ακούστηκε μια θολή αντρική φωνή: «Πέρνα!»
Έσπρωξε ελαφρά την πόρτα και προχώρησε. Είδε τη γνώριμη, ψηλόλιγνη σιλουέτα του Μπιλάφα, που ήταν καμιά δεκαρία χρόνια μικρότερός του, να κάθεται δίπλα σ’ ένα ηλεκτρικό καλοριφέρ. Ζέσταινε τα χέρια του και στην πλάτη είχε ρίξει μια κουβέρτα.
«Χρόνια και ζαμάνια!» είπε απότομα ο Μπιλάφας, χωρίς να τον κοιτάξει και του ένευσε να καθήσει.
«Πράγματι» σχολίασε ο Αριστείδης και βολεύτηκε πρόχειρα σε μια ετοιμόρροπη καρέκλα. Κοίταξε γύρω του, το χώρο. Στη μία γωνία ήταν στοιβαγμένες, πρόχειρα, μερικές ξύλινες τάβλες, ενώ στην άλλη είχε τοποθετηθεί ένα κρεβάτι και δίπλα, σ΄ ένα φτηνό κομοδίνο, μια λάμπα με τσίγκινο αμπαζούρ. Στο κέντρο, βρισκόταν το καλοριφέρ και απέναντι, κολλημένα στον τοίχο, μερικά ξύλινα κιβώτια. Στο πάτωμα ήταν πεταμένα μερικά άδεια μπουκάλια μπύρας και τσαλακωμένα πακέτα τσιγάρων.
«Εδώ μένεις;» ρώτησε μετά.
«Για λίγο καιρό… Δεν σου εξήγησε ο Βαρώνος;»
«Κάτι μου είπε…»
Ξαφνικά, ο Μπιλάφας άλλαξε στάση. «Ας μην χάνουμε χρόνο!» είπε. Ο Αριστείδης συγκατάνευσε. Ο Μπιλάφας μετακινήθηκε μέχρι τα κιβώτια και από το ένα τράβηξε μία εικόνα μεσαίου μεγέθους, τυλιγμένη σ’ ένα βρώμικο πανί. Την έφερε μπροστά στον καθισμένο Αριστείδη και την άφησε στα χέρια του.
«Αυτή είναι!» πρόσθεσε.
Ο Αριστείδης αφαίρεσε το πανί και έγειρε ελαφρά το σώμα του, ώστε να περιεργαστεί καλύτερα την εικόνα, με τη βοήθεια του λιγοστού φωτός που έριχνε η τενεκεδένια λάμπα.
«Παναγία η Βρεφοκρατούσα. Έργο του 11ου αιώνα. Τη ζωγράφισε ο ιδρυτής του μοναστηριού. Σπάνιο κομμάτι» διευκρίνισε με πόζα ειδήμονα ο Μπιλάφας. Ο Αριστείδης δεν είχε καμία ειδική γνώση, αλλά η θαυμάσια φιλοτέχνηση της εικόνας και το παλιό ξύλο έπειθαν για την αξία της. Όσο την παρατηρούσε, ο Μπιλάφας τού έφερε ένα ογκώδες βιβλίο και το άνοιξε στη σελίδα 217.
«Τι είναι αυτό;» απόρησε ο Αριστείδης.
«Η καλύτερη μελέτη για την αγιογραφία εκείνης της περιόδου. Να, δες εδώ».
Ο Αριστείδης κοίταξε στο σημείο που του υπέδειξε ο Μπιλάφας. Κάτω από τη φωτογραφία της ίδιας εικόνας, ένας έγκριτος βυζαντινολόγος εκθείαζε τις εικαστικές αρετές της και υπογράμμιζε την ιστορική και θρησκευτική της σπουδαιότητα.
Ο Μπιλάφας αποτραβήχτηκε στην άλλη άκρη του δωματίου. Ο Αριστείδης έμεινε να κοιτάζει εκ περιτροπής την εικόνα και το βιβλίο. Για μία στιγμή απορροφήθηκε, εκστασιασμένος μπροστά στο μεγαλείο της τέχνης του άγνωστού του μοναχού του 11ου αιώνα, όταν απότομα αισθάνθηκε κάτι απροσδιόριστο να συμβαίνει πίσω από την πλάτη του. Έστρεψε το κεφάλι του και είδε τον Μπιλάφα να τον σημαδεύει μ’ ένα περίστροφο.
«Τρελάθηκες, ρε;» φώναξε αποσβολωμένος.
«Σήκω όρθιος και μην κάνεις καμία ανοησία» τον διέταξε ο Μπιλάφας, κάνοντας νόημα με το ελεύθερο χέρι του.
Ο Αριστείδης ανασηκώθηκε σιγά και ακούμπησε στην καρέκλα την εικόνα και το βιβλίο. Οπισθοχώρησε μερικά μέτρα, με σηκωμένα τα χέρια.
«Τι έπαθες;» ξαναρώτησε, βουτηγμένος στην αγωνία.
«Τα λεφτά!», πρόφερε, ξερά, ο Μπιλάφας.
«Ποια λεφτά;».
«Μην κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις! Τα λεφτά που κουβαλάς πάνω σου!» επανέλαβε ο Μπιλάφας.
«Έχω διακόσια ευρώ. Παρ’ τα! Δικά σου!»
«Να τ’ αφήσεις αυτά!» φώναξε ο Μπιλάφας, με σκληρό ύφος.
«Αλήθεια σου λέω!» μουρμούρισε ο Αριστείδης. Με αργές κινήσεις κατέβασε το ένα του χέρι προς την τσέπη του παντελονιού. Ο Μπιλάφας τίναξε το πιστόλι, σημαδεύοντάς τον.
«Πάνω τα χέρια!» φώναξε.
Ο Αριστείδης ξανασήκωσε, φοβισμένος, το χέρι του. «Ψάξε και μόνος σου για να δεις ότι σου λέω την αλήθεια» είπε παρακλητικά.
Για μια στιγμή, ο Μπιλάφας αμφιταλαντεύτηκε. Με αργά βήματα πλησίασε προς το μέρος που στεκόταν ο Αριστείδης, έχοντας προτεταμένο το περίστροφο. «Αν κάτσεις ήσυχα, δεν θα πάθει κανείς τίποτα» είπε κάπως ασταθώς. Με αργές, επιμελημμένες κινήσεις, ο Μπιλάφας ψαχούλεψε τις τσέπες του Αριστείδη. Πρώτα του παντελονιού και ύστερα του σακακιού. Ο Αριστείδης τον κοίταζε γεμάτος ένταση και μία σταγόνα ιδρώτα έτρεξε από το πηγούνι του.
Ξαφνικά, έσπρωξε τον Μπιλάφα με δύναμη. Ο Μπιλάφας αιφνιδιάστηκε και το περίστροφο γλίστρησε από το χέρι του. Ο Αριστείδης χύμηξε προς την έξοδο. Αλλά, τη στιγμή που ήταν έτοιμος να βγει, ακούστηκε ένας πυροβολισμός. Τα μυαλά του Αριστείδη κόλλησαν στην πόρτα. Θραύσματα κοκκάλων έσκασαν με κρότο στους τοίχους και το πάτωμα και πιτσιλιές αίματος τινάχτηκαν παντού και στο σακάκι του. Έστριψε γύρω από τον άξονά του και ύστερα σωριάστηκε στο πάτωμα, σε ύπτια θέση.
Ο Μπιλάφας στεκόταν απέναντί του, ακίνητος και εμβρόντητος από την έκβαση της κατάστασης. Το δεξί του χέρι ήταν ακόμα τεντωμένο, κρατώντας το περίστροφο, ενώ μια έκφραση αηδίας είχε σχηματιστεί στο πρόσωπό του. Γύρισε το βλέμμα του αλλού, όμως στο τέλος δεν άντεξε κι έκανε εμετό πάνω στα παπούτσια του…
***
Όταν κτύπησε το τηλέφωνο του Βαρώνου, ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Απάντησε ακαριαία. Ήξερε ποιος ήταν και τον περίμενε.
«Τι έγινε;» ρώτησε με ανυπομονησία.
Στα σκοτεινά χωράφια γύρω από το παράπηγμα, ο Μπιλάφας μιλούσε στο κινητό του τηλέφωνο. Έκανε κρύο, αλλά αυτός ήταν λούτσα στον ιδρώτα.
«Σκατά! Αυτό έγινε!» ούρλιαξε στο ακουστικό. Επιχειρούσε να επανακτήσει μια στοιχειώδη αυτοκυριαρχία. «Ή μου έστησες κάποια παγίδα για να τον ξεφορτωθείς ή μας την έφερε…»
«Μίλα καθαρά» έσκουξε ο Βαρώνος.
«Δεν είχε τίποτα επάνω του. Μόνο διακόσια ευρώ. Άλλα μου είχες πεις εσύ!» είπε σε έντονο ύφος ο Μπιλάφας και μετά η χροιά της φωνής του έγινε ειρωνική: «Ωραίο σχέδιο κατέστρωσες. Να του πάρουμε τα λεφτά, να τα μοιραστούμε και να τον ξεφορτωθούμε. Τώρα έχουμε ένα πτώμα στα χέρια, με άδειες τσέπες!».
Ο Βαρώνος προσπάθησε να σκεφθεί. «Δεν είναι δυνατόν. Μπροστά μου έβγαλε ένα πάκο χαρτονομίσματα και μου είπε πως τα είχε πάντα μαζί του για ασφάλεια».
«Τότε, φαίνεται πως την έσκασε και στους δύο» γρύλισε ο Μπιλάφας. Ο Βαρώνος έμεινε σιωπηλός και μετέωρος, να κρατάει ανέκφραστος το τηλέφωνο…
***
Δύο μήνες αργότερα, το πτώμα του Αριστείδη ανασύρθηκε από ένα ξεροπήγαδο, μερικά χιλιόμετρα έξω από την Παλλήνη. Ήταν σε κατάσταση προχωρημένης αποσύνθεσης, ενώ είχαν αφαιρεθεί από αυτό όλα τα ρούχα. Ο Βαρώνος και ο Μπιλάφας συνελήφθησαν μερικές ημέρες μετά με την κατηγορία της αρχαιοκαπηλίας σε βαθμό κακουργήματος. Στην ανάκριση, ομολόγησαν και την ανάμειξή τους στη δολοφονία του Αριστείδη.
***
Το επόμενο μεσημέρι, μετά από εκείνη τη μοιραία συνάντηση του Αριστείδη με τον Βαρώνο στο μπαρ της πλατείας Συντάγματος, μία μεσήλικη γυναίκα είχε επισκεφθεί ένα υποκατάστημα τραπέζας για να ανοίξει λογαριασμό, καταθέτοντας ένα σημαντικό ποσό. Στον υπάλληλο που την εξυπηρέτησε, είχε ζητήσει ο λογαριασμός να έχει δύο δικαιούχους: την ίδια και τον αδελφό της.
Ασφαλώς, το ποσό προερχόταν από τα κέρδη του λαχείου. Τα χρήματα είχε δώσει ο ίδιος ο Αριστείδης στην αδελφή του, για τον σκοπό αυτό. Εκείνο το βράδυ, στο μπαρ, ο Βαρώνος τον είχε προτρέψει να τοποθετήσει τα χρήματα του στην τράπεζα. Ο Αριστείδης τον είχε αποπάρει. Την άλλη μέρα, όμως, και καθώς είχε συνέλθει κάπως από το αλκοόλ σκέφτηκε πως ο Βαρώνος είχε κάποιο δίκιο. Το ποσό ήταν μεγάλο για να το μεταφέρει πάνω του. Και έδωσε τα χρήματα στην αδελφή του, λέγοντας: «Καλύτερα να τα ‘χω στην τράπεζα. Για τα λεφτά, μερικές φορές, ακόμα κι οι φίλοι σκοτώνουν»…
* Γραμμένο για την εκπομπή «Κλέφτες και αστυνόμοι» στον 902 αριστερά στα FM (2008-2010),
σε σκηνοθεσία και μουσική επιμέλεια της Αντέλας Μέρμηγκα και αφήγηση του Δημήτρη Πουλικάκου.
Tags: Γιάννης Ράγκος