Φιλίππου Φίλιππος: "Η εξαφάνιση του τυφλού λαχειοπώλη"
Έπειτα από το μεσημεριανό διάλειμμα, ο εισαγγελέας, οι δικαστές, η γραμματέας κι οι ένορκοι καθίσανε πάλι στις θέσεις τους κι η δίκη ξανάρχισε. Το ακροατήριο στο κακουργιοδικείο ήταν πυκνό εξαιτίας της σοβαρότητας της υπόθεσης. Εκτός από τους συγγενείς των κατηγορουμένων και των θυμάτων τους που κάθονταν στα μπροστινά καθίσματα, υπήρχαν και πολλοί περίεργοι στα πίσω, καθώς και αρκετοί όρθιοι μέσα κι έξω από την είσοδο.
O γιατρός Ιατρόπουλος, ο συμβολαιογράφος, η νοσοκόμα κι ο εργάτης που αποτελούσαν την εγκληματική σπείρα, τη γνωστή ως “Εταιρία θανάτου”,
κάθονταν με τη σειρά τους στα εδώλια και απαντούσαν στις ερωτήσεις των συνηγόρων. Από τους τέσσερις, μόνο ο γιατρός κι ο συμβολαιογράφος φαίνονταν ήρεμοι και αντιμετώπιζαν τους μάρτυρες και τους δικαστές με ψυχραιμία. Η νοσοκόμα με σκυμμένο κεφάλι κοίταζε το δάπεδο, ενώ ο εργάτης έπαιζε με τη σκούρα γραβάτα του.
Μετά από κάποιους βασικούς μάρτυρες που κατέθεσαν για το πώς ο γιατρός με τη βοήθεια της νοσοκόμας σκότωνε τα ηλικιωμένα θύματά του, δηλαδή τους συγγενείς τους (με ένεση, με στραγγαλισμό ή με φράξιμο των αναπνευστικών οδών με μαξιλάρι), για να τους πάρει την περιουσία μέσω των ψεύτικων διαθηκών που συνέτασσε ο συμβολαιογράφος, ήρθε η σειρά μιας γυναίκας. Ήταν νέα και συμπαθητική.
«Ορκιστείτε!» της είπε ο πρόεδρος.
«Ορκίζομαι!» είπε εκείνη με το χέρι απλωμένο μπροστά κι αμέσως ξέσπασε σε λυγμούς. Προτού της γίνει η πρώτη ερώτηση, κατάφερε να ξεπεράσει τη συγκίνηση, να ορθώσει το κορμί της και να πει δείχνοντας το γιατρό: «Αυτός σκότωσε τον μπαμπά μου!»
Η συμπεριφορά της δημιούργησε αίσθηση στο ακροατήριο διότι ο πατέρας της δεν περιλαμβανόταν στα ήδη γνωστά θύματα της “Εταιρίας”, τα οποία μετά τη δολοφονία τους θάβονταν από τον εργάτη σε διάφορα σημεία της Αττικής. Δεν είχαν συγγενείς κι έτσι κανείς δεν επρόκειτο να τους αναζητήσει. Όπως κατέθεσε στη συνέχεια, ο πατέρας της, που ήταν τυφλός και έμενε σε νοικιασμένο υπόγειο στα Εξάρχεια, πούλαγε λαχεία σε κεντρικά σημεία της Αθήνας, συνήθως έξω από πολυκαταστήματα και κινηματογράφους. Είχε εξαφανιστεί εδώ και καιρό, πριν από τη σύλληψη των μελών της συμμορίας, και τον έψαχναν παντού. Παρ’ όλες τις προσπάθειες και τα διαβήματα προς τις αστυνομικές αρχές δεν είχε βρεθεί κανένα στοιχείο που να οδηγεί στα ίχνη του.
«Σαν να άνοιξε η γη και τον κατάπιε», πρόσθεσε.
«Η γη δεν ανοίγει ούτε σε σεισμούς», της είπε ο πρόεδρος, «και βεβαίως δεν καταπίνει ανθρώπους».
Τελειώνοντας, η κόρη του τυφλού λαχειοπώλη σκούπισε τα μάτια της μ’ ένα χαρτομάντιλο.
«Ο πατέρας μου», είπε, «ονειρευόταν πάντα μια ωραία κηδεία σε φέρετρο από μαόνι, με μητροπολίτη, τρεις παπάδες, χορωδία και τ’ απαραίτητα εξαπτέρυγα. Είχε μάλιστα εκφράσει την επιθυμία να ταφεί σ’ έναν καλό τάφο από λευκό μάρμαρο στο Α΄ Νεκροταφείο, ανάμεσα σε πολιτικούς, εθνικούς ευεργέτες και καλλιτέχνες».
«Γιατί ειδικά στο συγκεκριμένο νεκροταφείο;» ρώτησε ο πρόεδρος.
«Επειδή ήταν φιλότεχνος. Παλιά, προτού χάσει το φως του, πήγαινε εκεί και περιπλανιόταν ανάμεσα στους τάφους. Του άρεσε πολύ η Κοιμωμένη του Χαλεπά».
«Και τελικά αυτός ο φιλότεχνος άνθρωπος χάθηκε χωρίς ν’ αποκτήσει τον δικό τάφο. Έτσι δεν είναι;», τη ρώτησε ο πρόεδρος.
«Μάλιστα, έτσι». Κι ύστερα γυρίζοντας στον εργάτη, τον ικέτευσε: «Σε παρακαλώ, πες μου πού τον έθαψες τον μπαμπά μου!»
Τότε ο εργάτης, εμφανώς εξοργισμένος από την μομφή που είχε εκτοξεύσει εναντίον του, σηκώθηκε όρθιος και φώναξε:
«Δεν τον έχω δει ποτέ στη ζωή μου, κύριε πρόεδρε!»
Την ίδια στιγμή, ο γιατρός Ιατρόπουλος φυσούσε και ξεφυσούσε, ήταν πολύ αγανακτισμένος από την αδικία σε βάρος του. Κοίταξε τον πρόεδρο, τους δικαστές και τον εισαγγελέα κι επέπληξε τη μάρτυρα με αυστηρότητα:
«Όπως πάμε, σε λίγο οι συγγενείς όλων των ανθρώπων που έχουν εξαφανιστεί τα τελευταία χρόνια σε τούτη την πόλη θα λένε πως εγώ τους σκότωσα! Έλεος!»
Μα κι η νοσοκόμα ήταν βαριά θιγμένη για την αστήρικτη καινούργια μαρτυρία:
«Μην την ακούτε!» ούρλιαξε. «Δεν ξέρει τι λέει».
Έπειτα από την κόρη του τυφλού λαχειοπώλη, κατέθεσαν δύο φίλοι του: ο πρώτος ήταν ένας τυφλός με μαύρα γυαλιά που εργαζόταν ως τηλεφωνητής σε δημόσια υπηρεσία· ο δεύτερος ήταν πλανόδιος μουσικός, κουβαλούσε ένα ακορντεόν και στηνόταν στους κεντρικούς δρόμους της πόλης, κυρίως στον πεζόδρομο της οδού Ερμού. Ο τηλεφωνητής δήλωσε ότι ο εξαφανισμένος του είχε εκμυστηρευτεί πως έδινε λεφτά στο γιατρό για να “λαδώσει” τους αρμόδιους υπαλλήλους της Πολεοδομίας, ώστε να του δώσουν άδεια για την ανέγερση μονοκατοικίας στο Μοσχάτο σ’ ένα μη άρτιο οικόπεδο. Πρόσθεσε ότι είχε γνωρίσει το γιατρό Ιατρόπουλο, και μάλιστα ότι οι τρεις τους είχαν πάει μια βραδιά να φάνε φρέσκο ψάρι στη Ζέα.
Σε αυτό το σημείο της κατάθεσης ο γιατρός αγανάκτησε πάλι και διέκοψε το μάρτυρα:
«Πώς είσαι βέβαιος για όσα ισχυρίζεσαι, αφού δεν βλέπεις;» τον ρώτησε.
«Έχω γερά αφτιά και θυμάμαι τις φωνές, θυμάμαι και τη φωνή σου», απάντησε εκείνος.
Στη συνέχεια κατέθεσε ο πλανόδιος μουσικός, ο οποίος είπε:
«Δεν έχω δει ποτέ μου τους κατηγορούμενους. Όμως, σύμφωνα με την εξομολόγηση του εξαφανισμένου φίλου μου, ο γιατρός του έπαιρνε λεφτά».
«Για ποιο λόγο;» ρώτησε ο πρόεδρος.
«Είχαν δοσοληψίες».
«Τι είδους δοσοληψίες; Τον εξυπηρετούσε στην Πολεοδομία για να του βγάλει παράνομη άδεια ανέγερσης οικοδομής;»
Ο πλανόδιος μουσικός δίστασε ν’ απαντήσει.
«Όχι, κύριε πρόεδρε».
«Τότε; Για μίλα καθαρά, κύριε μάρτυρα».
«Ο γιατρός του έπαιρνε λεφτά για να τον προμηθεύσει με δυναμωτικά φάρμακα».
«Φάρμακα; Τι φάρμακα;»
Πάλι δισταγμοί εκ μέρους του πλανόδιου μουσικού.
«Ήταν φάρμακα που παρασκεύαζε ο ίδιος ο γιατρός. Ο εξαφανισμένος φίλος μου έπαιρνε φάρμακα ώστε να βελτιωθούν οι ερωτικές του επιδόσεις. Ο συχωρεμένος είχε φιλενάδα!» κατέληξε ο μάρτυρας και πήρε μια ανάσα που επιτέλους κατάφερε να βγάλει από μέσα του αυτά που ήθελε να πει.
Το ακροατήριο ξέσπασε σε γέλια: γέλασαν οι ένορκοι, γέλασαν οι δικαστές, γέλασαν κι οι τρεις κατηγορούμενοι. Μόνο η νοσοκόμα διατήρησε τη σοβαρότητά της, ενώ η κόρη του εξαφανισμένου έστρεψε το βλέμμα της προς το ταβάνι με αποτροπιασμό. Αν μπορούσε, θα έριχνε στον αναιδή ακορντεονίστα ένα γερό χαστούκι που τόλμησε να αμαυρώσει τη μνήμη του πατέρα της.
«Ησυχία, παρακαλώ!» είπε ο πρόεδρος.
«Ο μάρτυρας είναι μυθομανής», πετάχτηκε ο γιατρός.
Ο πλανόδιος μουσικός του έριξε μια βλοσυρή ματιά.
«Δεν είμαι ψεύτης, κύριε πρόεδρε», είπε. «Το βράδυ της εξαφάνισής του ο φίλος μου είχε ραντεβού με το γιατρό στο ιατρείο του, στο Κολωνάκι, για να του δώσει τα λεφτά που τα ’χε στη μαύρη δερμάτινη τσάντα που κουβαλούσε πάντα μαζί του».
Τότε, ο γιατρός Ιατρόπουλος πετάχτηκε όρθιος, ουρλιάζοντας:
«Ψέματα! Δεν ήρθε ποτέ σε μένα, δεν ξέρω τίποτα γι’ αυτά τα λεφτά! Δεν φτιάχνω δυναμωτικά φάρμακα!»
Ο μάρτυρας χωρίς να πτοηθεί καθόλου από το ξέσπασμα του κατηγορούμενου, δήλωσε:
«Κύριε πρόεδρε, τα είχα δει τα λεφτά, ήταν στην τσάντα, τυλιγμένα με λαστιχάκι σε πακέτα των είκοσι και των πενήντα ευρώ».
Για δεύτερη φορά ο γιατρός Ιατρόπουλος εξανέστη:
«Λέει ψέματα! Δεν έχω καμιά ανάμιξη στην εξαφάνιση του τυφλού, κάποιος άλλος τον σκότωσε, άλλος γιατρός, ίσως ο γιατρός που τον κουράριζε, ίσως η φιλενάδα του!»
«Κάθισε κάτω, κατηγορούμενε!» είπε ο πρόεδρος και ύστερα απευθύνθηκε στους δύο μάρτυρες:
«Μήπως ο λαχειοπώλης έφυγε στο εξωτερικό σε ταξίδι αναψυχής, μιας και είχε τόσα λεφτά;».
«Δεν ξέρω», απάντησε ο τηλεφωνητής.
«Ούτε εγώ ξέρω», απάντησε κι ο πλανόδιος μουσικός.
Ο πρόεδρος υπέβαλε την ίδια ερώτηση στην κόρη του εξαφανισμένου.
«Δεν μπορούσε να φύγει χωρίς να με ενημερώσει», απάντησε εκείνη.
«Ακόμα κι αν έφευγε, χρειαζόταν κάποιον να τον συνοδεύει», ισχυρίστηκε ο ακορντεονίστας.
«Ένας άνθρωπος χωρίς όραση δεν μπορεί να πάει όπου θέλει μόνος του», συμφώνησε ο τηλεφωνητής.
Τελειώνοντας, οι τρεις μάρτυρες εξέφρασαν την πεποίθησή τους για την ενοχή του γιατρού Ιατρόπουλου. Μέχρι κείνη τη στιγμή, ο κόσμος στο ακροατήριο ήταν διχασμένος. Άλλοι πίστευαν πως ο γιατρός έλεγε ψέματα, κι άλλοι πως ήταν αθώος, θύμα μιας σκευωρίας της οποίας δεν μπορούσαν να προσδιορίσουν τον εμπνευστή ή τον υπεύθυνο. Δεν μπορούσαν επίσης να μαντέψουν τα πιθανά κίνητρα της σκευωρίας. Η κόρη του εξαφανισμένου δεν έμοιαζε με ψεύτρα και οι δύο μάρτυρες φαινόταν να ωφελούνται από την αποκάλυψη τους. Στον αέρα πλανιόταν μια αμφιβολία: δεν είχε γίνει πιστευτό πως ο καημένος ο λαχειοπώλης, ένας φτωχός βιοπαλαιστής, είχε φιλενάδα. Δεν υπήρχαν αποδείξεις γι’ αυτό, ούτε καν ενδείξεις, ο πλανόδιος μουσικός που το κατέθεσε προκάλεσε υποψίες.
Είχε πάει αργά, οπότε το δικαστήριο διέκοψε τη συνεδρίαση. Θα συνέχιζε την επόμενη ημέρα με την εξέταση κι άλλων μαρτύρων κατηγορίας, διότι τα θύματα της “Εταιρίας θανάτου” ήταν πάρα πολλά.
*
Ο Κωνσταντίνος βγήκε από την αίθουσα του δικαστηρίου αναστατωμένος· εκείνα που άκουσε τον είχαν ταράξει. Κανένα από τα άτομα που είχαν παραβρεθεί στο ακροατήριο δεν ήταν γνωστό του κι έτσι μπόρεσε να περάσει απαρατήρητος. Είχε πάει εκεί ως απλός περίεργος, χωρίς να δημιουργήσει υποψίες, και έκανε πολύ καλά διότι έτσι έμαθε ένα σωρό άγνωστα πράγματα για τον εξαφανισμένο λαχειοπώλη. Βγήκε στη λεωφόρο, κοιτάχτηκε στο καθρεφτάκι ενός παρκαρισμένου αυτοκινήτου, είδε τις άσπρες τρίχες που πλήθαιναν στους κροτάφους του, πρόσεξε την αραίωση των μαλλιών του και πλημμύρισε από θλίψη. Θέλοντας να ξεφύγει από τις σκέψεις που τον βασάνιζαν, κάλεσε ένα ταξί και είπε στον οδηγό να τον πάει στο Σύνταγμα. Μπήκε στο McDonald’s και παράγγειλε κλαμπ σάντουιτς, πατάτες τηγανητές και μια μπίρα. Καθισμένος σ’ ένα τραπέζι στη γωνιά, καθώς έβλεπε τον κόσμο που περίμενε στη στάση του λεωφορείου, τους ταξιτζήδες που περίμεναν κούρσα για το αεροδρόμιο, τις τουρίστριες με τα μπαγκάζια τους, τις μητέρες που έσπρωχναν τα καροτσάκια με τα μωρά τους, τους χασομέρηδες Αλβανούς, προσπάθησε να θυμηθεί τι έγινε εκείνη τη μοιραία νύχτα στο σπίτι-φυσικοθεραπευτήριο της Άννας-Μαρίας.
*
Η κοπέλα τού είχε τηλεφωνήσει στο κινητό του γύρω στα μεσάνυχτα, τη στιγμή που παρακολουθούσε μια περιπετειώδη ταινία στη μικρή οθόνη.
«Τρέχα!» του είπε.
Ο τόνος της φωνής της τον ανησύχησε.
«Τι συμβαίνει;»
«Έλα γρήγορα, σε παρακαλώ, σε χρειάζομαι. Και κυρίως μη ρωτάς τίποτα».
Πάντα πρόθυμος, πάντα συνεπής απέναντί της, ο Κωνσταντίνος έκανε όπως του είπε. Έτσι, άφησε την τηλεόραση ανοιχτή, το ποτήρι με το ουίσκι μισοτελειωμένο και τα αράπικα φιστίκια στο μπολ αφάγωτα. Σε χρόνο μηδέν, που λέει ο λόγος, από την γκαρσονιέρα του στην Κυψέλη βρέθηκε στο σπίτι της στην οδό Ασκληπιού. Παρκάρισε το Φιατάκι του έξω ακριβώς από την πολυκατοικία και χτύπησε το κουδούνι της.
«Μα τι έγινε;» τη ρώτησε.
«Έλα μαζί μου», του είπε χωρίς πολλές κουβέντες.
*
Λίγο αργότερα, σήκωσαν το σώμα του τυφλού λαχειοπώλη, από το πάτωμα, το τύλιξαν με μια κουβέρτα, το κουβάλησαν χωρίς να τους πάρει κανένα μάτι μέχρι το Φιατάκι και το πέταξαν σαν τσουβάλι στα πίσω καθίσματα. Είχε πάει μία η ώρα μετά τα μεσάνυχτα κι η κίνηση στο δρόμο ήταν ανύπαρκτη. Κανένας φως δεν υπήρχε στα γύρω μπαλκόνια, ούτε ακούγονταν ήχοι από ανθρώπους που ξαγρυπνούσαν. Κανένας δεν τους πήρε είδηση.
«Τι ιστορία κι αυτή!» της είπε ο Κωνσταντίνος, μόλις τελείωσαν.
«Η ζωή είναι γεμάτη απρόοπτα», του είπε επιγραμματικά η Άννα- Μαρία.
«Θα βρούμε τον μπελά μας».
«Μην κάνεις έτσι. Πο, πο, τι φοβιτσιάρης που είσαι!» τον μάλωσε.
«Θα μας ανακαλύψουν».
«Ο γέρος δεν έγινε αντιληπτός, δεν τον είδαν να μπαίνει στο σπίτι μου», τον διαβεβαίωσε η Άννα-Μαρία. «Είναι το μοναδικό διαμέρισμα στο υπόγειο της πολυκατοικίας με ξεχωριστή είσοδο. Επομένως, ακόμα κι αν βρούνε το πτώμα, ύστερα από μέρες, βέβαια, θα υποθέσουν πως ο τυφλός λαχειοπώλης έπεσε κι αυτός θύμα της “Εταιρίας θανάτου” για την οποία υπάρχουν μόνο αόριστες πληροφορίες στις εφημερίδες».
Ο Κωνσταντίνος δεν έμεινε ικανοποιημένος από την εξέλιξη της βραδιάς, ωστόσο, θέλοντας να δείξει τα καλά του αισθήματα, δέχτηκε την πρότασή της και κατευθύνθηκε προς το Μενίδι. Όταν έφθασαν στο περιφραγμένο κτήμα, όπου ο αδελφός του καλλιεργούσε οπωροκηπευτικά, παρκάρισε, πήδηξε τον χαμηλό φράχτη, διέρρηξε την αποθήκη και πήρε ένα τσαπί κι ένα φτυάρι.
«Μπράβο, αγόρι μου!» του είπε εκείνη, όταν ξαναμπήκε στο αμάξι.
Ήταν ενθουσιασμένη με την προθυμία του.
«Για σένα το κάνω», της είπε.
Στη συνέχεια πήγαν στους Θρακομακεδόνες, στους πρόποδες της Πάρνηθας, κι άνοιξαν ένα λάκκο κάτω από τα πεύκα. Ο Κωνσταντίνος έσκαβε κι η Άννα-Μαρία του έφεγγε μ’ ένα φακό (το φεγγάρι είχε κρυφτεί πίσω από τα σύννεφα). Ένας γρύλος τραγουδούσε και πέρα μακριά ακούγονταν σκύλοι ν’ αλυχτάνε. Ήταν μια νύχτα ιδανική για παράνομες πράξεις. Ποιος ξέρει πόσοι άνθρωποι σκοτώθηκαν εκείνες τις ώρες, από πιστόλι, μαχαίρι, λοστό, γροθιές, δηλητήριο ή ναρκωτικά, νοθευμένα και ανόθευτα. Ο Κωνσταντίνος αυτή την επικίνδυνη δουλειά στο σκοτάδι, μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα, δεν τη θεωρούσε παράνομη, γι’ αυτόν αποτελούσε μια αγαθοεργό πράξη που θα έβγαζε την Άννα-Μαρία από τη δύσκολη θέση. Έριξαν το γέρο στο λάκκο τυλιγμένο με την κουβέρτα με τα ρούχα και τα χαρτιά του, και τον σκέπασαν με μπόλικο χώμα, ξερά φύλλα και πευκοβελόνες. Ύστερα τοποθέτησαν πάνω στον πρόχειρο τάφο βαριές πέτρες και πήραν το δρόμο του γυρισμού.
«Είσαι σπουδαίος!» του είπε, την ώρα που οδηγούσε.
«Κι εσύ όμορφη», της είπε.
*
Στο σπίτι της οδού Ασκληπιού μοίρασαν τα λεφτά που βρήκαν στην τσάντα του γέρου μισά μισά (ήταν αρκετά και υπέθεσαν πως προέρχονταν από ανάληψη σε Τράπεζα, αν και δεν μπορούσαν να φανταστούν τον προορισμό τους), κι αφού άνοιξαν ένα μπουκάλι σαμπάνια, μέθυσαν και ξάπλωσαν στο κρεβάτι. Η νύχτα κύλησε όμορφα, γεμάτη παιγνίδια και χαρές. Το πρωί ο Κωνσταντίνος αγόρασε μιαν εφημερίδα για να δει τον κατάλογο με τους αριθμούς των λαχείων που είχαν μείνει απούλητα. Κανένα τους δεν κέρδιζε. Στη συνέχεια, τύλιξε τη μαύρη δερμάτινη τσάντα με τα λαχεία μ’ ένα κουρελόπανο και πήγε και την πέταξε σ’ έναν σκουπιδοτενεκέ στην άλλη άκρη της πόλης, στο Περιστέρι.
«Και τώρα τι κάνουμε;» τη ρώτησε, μόλις επέστρεψε κοντά της.
«Προς το παρόν, πρέπει να φυλαγόμαστε. Και για να έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο, πρέπει να μην επικοινωνήσουμε για αρκετό καιρό».
«Πόσον καιρό;»
«Ίσως κάμποσα χρόνια».
«Θα μου λείψεις. Θα υποφέρω χωρίς εσένα».
«Και σε μένα θα λείψεις, γλυκέ μου, αλλά δεν μπορούμε να το διακινδυνέψουμε. Αν μας δουν μαζί, θα μας συνδέσουν με το θάνατο του γέρου».
«Κι αν συναντιόμαστε στα κρυφά;»
«Όχου! Μη γίνεσαι παιδί. Δεν είναι φρόνιμο να συναντηθούμε ούτε να μιλήσουμε στο τηλέφωνο», του είπε η Άννα-Μαρία, αποχαιρετώντας τον μ’ ένα τρυφερό φιλί.
*
Βγαίνοντας από το φαστ-φουντ, ο Κωνσταντίνος τράβηξε για τον Άγνωστο Στρατιώτη, παρακολούθησε την αλλαγή φρουράς των τσολιάδων, μπήκε στον Εθνικό Κήπο, χάζεψε τις πάπιες και κατέληξε σ’ ένα παγκάκι στο Ζάππειο, εκεί όπου συνεδρίαζε η “Βουλή” των συνταξιούχων. Όταν σκοτείνιασε, κι οι συνταξιούχοι αραίωσαν, πήρε το δρόμο για το σπίτι-φυσικοθεραπευτήριο, χωρίς να τηλεφωνήσει πρώτα, όπως το συνήθιζε.
«Ποιος είναι;», ρώτησε η Άννα-Μαρία στο θυροτηλέφωνο.
«Εγώ», απάντησε.
Η πόρτα της πολυκατοικίας άνοιξε κι ο Κωνσταντίνος μπήκε μέσα. Εκείνη, όταν τον είδε μπροστά της σαν φάντη μπαστούνι ξαφνιάστηκε. Ήταν με τη ρόμπα, δεν είχε φροντίσει να φορέσει κάτι πιο κόσμιο. Προτού προλάβει να ανοίξει το στόμα του, τον έπιασε από τα μούτρα:
«Δεν έκανες καλά που ήρθες».
«Ήθελα να σε δω».
«Έπρεπε να τηλεφωνήσεις», τον επέπληξε, «μπορεί να είχα μέσα πελάτη».
Ήταν δυσαρεστημένη, χολωμένη, δεν τον ρώτησε αν είναι καλά, ούτε πού γύριζε τόσο καιρό, ούτε τίποτα. Ύστερα από ένα τόσο μεγάλο διάστημα απουσίας, θα ήταν φυσικό να θέλει να μάθει πώς τα πέρασε, αυτή όμως φαινόταν να έχει άλλες σκοτούρες. Ο Κωνσταντίνος πήγε να καθίσει στον καναπέ του σαλονιού.
«Φέρε κάτι να πιω», της είπε ψυχρά.
«Παλιότερα δεν μου έδινες διαταγές», του είπε και κίνησε απρόθυμα για την κουζίνα.
«Τώρα είναι αλλιώς».
Η Άννα_Μαρία γύρισε μ’ ένα μπουκάλι Parfait d’ amour κι ένα ποτήρι, τ’ ακούμπησε στο χαμηλό τραπεζάκι και κάθισε δίπλα του. Ήταν εκνευρισμένη, αλλά προσπαθούσε να το κρύψει.
«Από αυτό κερνάω τους πελάτες μου», του είπε χαριτολογώντας.
«Δεν θα ’θελα να με συμπεριλαμβάνεις στους πελάτες σου», της είπε αυστηρά.
«Μα δεν συμπεριλαμβάνω», τον καθησύχασε.
Ο Κωνσταντίνος κατέβασε το ποτό μονορούφι, με τα μάτια καρφωμένα στο στήθος της που δεν το κάλυπτε επαρκώς η μισάνοιχτη ρόμπα. Για λίγα λεπτά δεν αντάλλαξαν λέξη, κι οι δύο σκέφτονταν τα δικά τους. Η Άννα-Μαρία κατάλαβε πως έπρεπε ν’ αλλάξει τακτική, να ενδιαφερθεί γι’ αυτόν.
«Πού γύριζες τόσον καιρό;» τον ρώτησε.
«Είχα μπαρκάρει μ’ ένα φορτηγό για να μαζέψω κανένα φράγκο», της απάντησε.
«Δεν σου έφτανε το μερίδιό σου από τα λεφτά του γέρου;»
«Όχι. Δεν έφταναν για την αγορά».
«Ποιαν αγορά;»
«Θέλω ν’ αγοράσω ένα ρετιρέ στο Παλαιό Φάληρο. Κατάφερα να συγκεντρώσω κάμποσα δολάρια. Έχω τα λεφτά του νεκρού, θα πουλήσω και την γκαρσονιέρα».
«Γιατί στο Παλαιό Φάληρο;» τον ρώτησε.
«Θέλω να βλέπω τη θάλασσα».
«Τα λεφτά αυτά είναι αρκετά;»
«Νομίζω, ναι. Διαφορετικά, θα ζητήσω κι ένα μικρό δάνειο από την Τράπεζα».
Μιλώντας της, την παρατηρούσε προσεκτικά, μα εκείνη δεν φαινόταν να ενδιαφέρεται αρκετά για τα πεπραγμένα του βίου του· αλλού έτρεχε η σκέψη της. Ήταν φανερό πως οι μήνες που είχαν περάσει τους απομάκρυναν τον ένα από τον άλλο, δεν είχαν πολλά να πουν, δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν, τα παλιά αισθήματα είχαν ξεφτίσει.
«Τι άλλα νέα;» τον ρώτησε ύστερα από λίγο.
«Πήγα στη δίκη», της είπε, καθώς του γέμιζε ξανά το ποτήρι. «Ο γιατρός Ιατρόπουλος αρνείται επίμονα ότι σκότωσε τον τυφλό λαχειοπώλη».
«Και λοιπόν; Τι συνέπειες μπορεί να έχει αυτή η άρνηση για μας;»
Ο Κωνσταντίνος κατέβασε όλο το περιεχόμενο του ποτηριού του.
«Η δράση της “Εταιρίας θανάτου”», της εξήγησε, «μας βολεύει, αλλά αν το δικαστήριο δεχτεί τον ισχυρισμό των κατηγορουμένων, υπάρχει το ενδεχόμενο να ξεκινήσουν έρευνες προς πολλές κατευθύνσεις, με πιθανό αποτέλεσμα ν’ ανακαλύψουν πως ο τυφλός λαχειοπώλης πέθανε στο σπίτι σου».
«Πέρασε πια ο καιρός των ερευνών και των ανακρίσεων», του είπε καθησυχαστικά, ξαναγεμίζοντας το ποτήρι του.
«Μην είσαι σίγουρη!» έκανε, κατεβάζοντας μονορούφι το ποτό του. «Αν προσέξει κάποιος από τους γείτονες τη φωτογραφία του γέρου στις εφημερίδες και θυμηθεί πως τον είδε να μπαίνει εδωμέσα, το βράδυ του θανάτου του ή μιαν άλλη φορά, θα τρέξει στην αστυνομία».
«Έχεις γόνιμη φαντασία, όπως όλοι οι ναυτικοί», του είπε η Άννα-Μαρία και του χάιδεψε τα μαλλιά ψηλά στο μέτωπο που είχαν αραιώσει.
Ο Κωνσταντίνος της ανέφερε την κατάθεση του δεύτερου μάρτυρα, του πλανόδιου μουσικού, σχετικά με την άγνωστη γυναίκα με την οποία είχε νταραβέρια ο εξαφανισμένος. Την είχε αποκαλέσει φιλενάδα. Επίσης, της τόνισε την ανάγκη του γέρου για δυναμωτικά φάρμακα και την υπόσχεση του γιατρού που τον κουράριζε να του τα φτιάξει.
«Αρκετοί ηλικιωμένοι άνδρες έχουν νεότερη φιλενάδα και οι περισσότεροι από αυτούς χρειάζονται τέτοια φάρμακα», υποστήριξε η Άννα-Μαρία.
«Θα έρθουν εδώ για έρευνες», της είπε.
«Γιατί να υποψιαστούν ειδικά εμένα;» τον ρώτησε.
Καθώς του ξαναγέμιζε το ποτήρι, ο Κωνσταντίνος της ζήτησε να του εξιστορήσει πώς πέθανε ο πελάτης της.
«Μα σου τα έχω πει όλα», έκανε εκείνη.
«Να μου τα ξαναπείς!» την πρόσταξε ο Κωνσταντίνος, με το βλέμμα θολό, από τους ατμούς του αλκοόλ που χόρευαν ταγκό στο κεφάλι του.
*
Όπως του τα αφηγήθηκε -το έκανε με βαριά καρδιά-, τα πράγματα είχαν γίνει ως εξής:
«Εκείνο το βράδυ ο τυφλός λαχειοπώλης μου τηλεφώνησε κατά τις δέκα λέγοντας ότι τελείωσε τη βάρδια του στην οδό Σταδίου, στην Ομόνοια, έξω από το κατάστημα “Ζάρα”. Θα με επισκεπτόταν κατά τις ένδεκα, αφού προηγουμένως θα ’κανε μια συγκεκριμένη δουλειά. Το φυσικοθεραπευτήριο, όπως ξέρεις, ενίοτε, ανάλογα με την κίνηση, κλείνει στις δώδεκα για να εξυπηρετεί όσους εργάζονταν μέχρι αργά. Πράγματι, έφτασε σπίτι μου την προκαθορισμένη ώρα κι ήταν ελαφρώς μεθυσμένος. Πάνω στη συζήτηση, μου ομολόγησε ότι τα ’πινε σ’ ένα ουζερί με κάποιο φίλο του κι επειδή είχε παραπιεί δεν πήγε στη “δουλειά” που μου είχε πει. Ως “δουλειά” εννοούσε την επίσκεψη στο γιατρό της οδού Σκουφά που θα φρόντιζε να βγει από την πολεοδομία η άδεια ανέγερσης της οικοδομής στο μη άρτιο οικόπεδο. Επειδή ήταν σκνίπα, φοβήθηκα πως ο γιατρός θα τον εξαπατούσε, δηλαδή μπορεί να του κατακρατούσε τα λεφτά που είχε πάρει από την Τράπεζα, αυτά στην μαύρη δερμάτινη τσάντα».
«Και τι έγινε μετά;»
«Τον έβαλα να ξαπλώσει στο ειδικό κρεβάτι για τους πελάτες, τον έγδυσα ως συνήθως, αφήνοντάς τον τσίτσιδο (μόνο μια πετσέτα κάλυπτε τ’ απόκρυφα μέρη του), κι αφού του έβαλα αλοιφή άρχισα να του κάνω χαλαρωτικό μασάζ. Ο γέρος όμως είχε τα χάλια του και δεν καταλάβαινε τίποτα, δεν μπορούσε να φτάσει στην φάση εκείνη που αποκαλείται έξαψη. Όταν του χάιδεψα τις άσπρες τρίχες του στήθους, και του μάλαξα την πλαδαρή σάρκα, αυτός αναστέναξε και είπε λόγια ακατάληπτα· πρόφερε λέξεις χωρίς φωνήεντα, μπρ μπρ μπρ και γκφ γκφ γκφ. Διαπιστώνοντας πως είναι πίττα, παράτησα τις προσπάθειες και μπήκα στο μπάνιο να πλύνω τα χέρια μου. Επιστρέφοντας κοντά του, τον βρήκα πεσμένο στο πάτωμα, ακίνητο. Του μίλησα, μα δεν μου αποκρίθηκε, τον ταρακούνησα, μα συνέχισε να μένει ασάλευτος. Τότε συνειδητοποίησα πως τα είχε τινάξει».
«Κι εγώ τι ρόλο έπαιξα;» ρώτησε ο Κωνσταντίνος.
«Είχα πανικοβληθεί και γι’ αυτό σου τηλεφώνησα», είπε η Άννα-Μαρία.
*
Η συνέχεια είναι γνωστή. Έντυσαν πρόχειρα το γέρο (ή μήπως τον είχε ντύσει μόνη της η κοπέλα; Ο Κωνσταντίνος δεν θυμόταν καλά), τον τύλιξαν στην κουβέρτα και τον μετέφεραν στους Θρακομακεδόνες, όπου τον έθαψαν κάτω από τα πεύκα. Επειδή όμως ο Κωνσταντίνος εξακολουθούσε να έχει κάποιες αμφιβολίες για τα γεγονότα εκείνης της βραδιάς, τη ρώτησε:
«Μήπως τον έπνιξες με το μαξιλάρι;»
«Τι είναι αυτά που λες!» του είπε προσβεβλημένη.
«Τα λεφτά είναι πειρασμός. Καμιά φορά η θέα του χρήματος, ή η μυρωδιά του, ακόμα και η σκέψη του, ξυπνάει μέσα μας δολοφονικά ένστικτα», της εξήγησε.
Η Άννα-Μαρία τον κοίταξε με γουρλωμένα μάτια.
«Δεν είμαι δολοφόνος εγώ!» του είπε εξοργισμένη. «Κάνω αυτή η σιχαμερή δουλειά, αλλά δεν σκοτώνω ανθρώπους!»
«Συγνώμη, από το μυαλό μου πέρασαν πολλά όλο αυτό το διάστημα, από το αναπάντεχο τηλεφώνημά σου μέχρι την ταφή του νεκρού», της είπε ο Κωνσταντίνος.
Το ύφος του ήταν απολογητικό. Δεν ήθελε να μιλάνε γι’ αυτό το ζήτημα, αλλά ήταν κάτι που του δημιουργούσε εφιάλτες στον ύπνο και στον ξύπνο του. Εξάλλου, αυτά που άκουσε στο δικαστήριο είχαν επιτείνει την ταραχή του. Της περιέγραψε ξανά τη σκηνή, όταν η κόρη του τυφλού λαχειοπώλη παρακάλεσε τον εργάτη που έσκαβε τους λάκκους να της φανερώσει το μέρος που ήταν θαμμένος ο πατέρας της για να τον μεταφέρει σε έναν κανονικό τάφο. Ήταν τόσο συντετριμμένος που η Άννα-Μαρία προβληματίστηκε:
«Μήπως σκοπεύεις να υποδείξεις στην κόρη του νεκρού το συγκεκριμένο μέρος μ’ ένα ανώνυμο τηλεφώνημα;» τον ρώτησε.
Ο Κωνσταντίνος την κοίταξε ερωτηματικά για κάμποσα δευτερόλεπτα· βρισκόταν εν συγχύσει.
«Δεν θέλω μπλεξίματα», της είπε, αλλά κάτι στο βλέμμα του έδειχνε πως δεν απέκλειε μια τέτοια προοπτική.
*
Το ποτό είχε καταφέρει να τον διεγείρει· αυτό τον παραξένεψε. Ο Κωνσταντίνος είχε καιρό να νιώσει κάτι τέτοιο. Μήνες ολόκληρους η ανάμνηση του νεκρού γέρου και το θάψιμό του κάτω από τα πεύκα στοίχειωνε τη φαντασία του και δεν άφηνε στο σώμα του να αναπτύξει ερωτικές επιθυμίες. Κατά κάποιο τρόπο, η λίμπιντό του είναι αδρανήσει. Από ένστικτο αυτοσυντήρησης σταμάτησε να πίνει, ακούμπησε το ποτήρι στο χαμηλό τραπεζάκι και κοίταξε την Άννα-Μαρία καχύποπτα. Τότε εκείνη άνοιξε τη ρόμπα της: από κάτω ήταν γυμνή. Στη συνέχεια, η κοπέλα σηκώθηκε και τον έσυρε στο κρεβάτι της, όχι σ’ εκείνο του φυσικοθεραπευτηρίου, όπου τα κακάρωσε ο γέρος, αλλά στο δικό της, στο βάθος του διαμερίσματος.
Τη στιγμή που η Άννα-Μαρία του χάιδευε τα γκριζαρισμένα μαλλιά, ο Κωνσταντίνος της είπε:
«Πριν από λίγο ένιωσα σαν να κολυμπούσα σε μια θάλασσα από βαμβάκι, τα γόνατά μου ακόμα τρέμουν!»
Εκείνη πήρε μυστηριώδες ύφος:
«Το ίδιο ακριβώς μου είπε κι ο γέρος προτού πεθάνει».
«Σαν τι δηλαδή;»
«Τη στιγμή που μάλαζα τη χαλαρή σάρκα του, μου μίλησε για μια θάλασσα από βαμβάκι. Μου είπε ακόμα για τα γόνατά του που τρέμανε».
«Περίεργο», έκανε ο Κωνσταντίνος, «λες να πέθανε ευτυχισμένος;»
Η κοπέλα έμεινε για λίγο σιωπηλή.
«Είμαι σίγουρη πως στενοχωριέται εκεί που βρίσκεται», του είπε. «Μου έλεγε κι εμένα για την ωραία κηδεία που ονειρευόταν, για τον μητροπολίτη, τους τρεις παπάδες, τη χορωδία και τα εξαπτέρυγα. Μάζευε λεφτά για τη μονοκατοικία, αλλά και για έναν καλό τάφο με σκαλιστά αγγελούδια στο Α΄ Νεκροταφείο, όπου πήγαινε για να θαυμάσει την Κοιμωμένη του Χαλεπά. Ήθελε να …».
Στο σημείο αυτό τα βλέφαρα του Κωνσταντίνου άρχισαν να βαραίνουν, τα μάτια του να κλείνουν, το κορμί του να βουλιάζει σ’ ένα κενό. Δεν την άκουγε πια, δεν την άκουγε καθόλου, δεν θα την ξανάκουγε ποτέ. Στο μεταξύ, η Άννα-Μαρία τον παρατηρούσε στοχαστικά και με το δεξί της χέρι χάιδευε τις μαύρες τρίχες του στήθους του (και αυτές επίσης είχαν αρχίσει ν’ ασπρίζουν), και μάλαζε την σάρκα του που τόπους τόπους είχε γίνει πλαδαρή.
Τότε, ένας μισοντυμένος άντρας βγήκε από το μπαλκόνι και πήγε κοντά της.
«Τι ιστορία κι αυτή!» της είπε.
«Η ζωή είναι γεμάτη απρόοπτα», του είπε η Άννα Μαρία.
«Θα βρούμε τον μπελά μας».
«Μην κάνεις έτσι. Πο, πο, τι φοβιτσιάρης που είσαι!» τον μάλωσε.
* Γραμμένο για την εκπομπή «Κλέφτες και αστυνόμοι» στον 902 αριστερά στα FM (2008-2010),
σε σκηνοθεσία και μουσική επιμέλεια της Αντέλας Μέρμηγκα και αφήγηση του Δημήτρη Πουλικάκου.
Tags: Φίλιππος Φιλίππου