Σαλπιγκτής Κρίτων: "Η απάτη του αιώνα"
(Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο)
Καθόμουν στην ξεχαρβαλωμένη πολυθρόνα μου, με τα πόδια πάνω στο γραφείο κι’ απ’ το σκονισμένο παράθυρο απέναντι, χάζευα τις πάπιες που πετούσαν προς το βορρά, με τους χαρακτηριστικούς σχηματισμούς τους, έχοντας για φόντο το γκρίζο χρώμα του ουρανού. Ήταν Δεκέμβρης μήνας του ’89 και τον Δεκέμβρη η πελατεία μου πάντα αραιώνει. Κυρίως οι απατημένοι σύζυγοι, άντρες και γυναίκες, αυτοί που, με καλυμμένη ψυχραιμία στην αρχή, εμφανίζονται για να μου πουν τις υποψίες τους κι’ όταν αργότερα μού στάζουν το παραδάκι για να παραλάβουν τις φωτογραφίες με τους αγκαλιές της γυναίκας τους και τα ρέστα, γίνονται ανήμερα θηρία, έτοιμα να φτάσουν στο φόνο.
Φαίνεται όμως ότι τον Δεκέμβρη οι μοιχείες λιγοστεύουν – για την ακρίβεια πέφτει κάτω απ’ την βάση η υποψία των συζύγων ότι η γυναίκα τους μαζί τους τρώει και πίνει κι’ αλλού πάει και το δίνει.
Και γι’ αυτό μάλλον θα φταίει το τσουχτερό κρύο, που δεν επιτρέπει πολλές πειστικές δικαιολογίες για πολύωρη απουσία απ’ το σπίτι.
Έτσι, όταν άκουσα να χτυπάει το κουδουνάκι που έχω κρεμάσει πάνω απ’ την πόρτα της εισόδου στον προθάλαμο, άνοιξα καλού-κακού το συρτάρι του γραφείου, όπου φυλάω το σαρανταπεντάρι μου και κατέβασα στο πάτωμα τα πόδια μου. Το ανθρωπάκι, όμως, που ξεπρόβαλλε κάτω απ’ την κάσσα της ανοιχτής πόρτας, και τόμιγκαν να κρατούσε, δεν θα μπορούσε να ’ναι επικίνδυνο. Πόσο μάλλον, που κάτω απ’ τη μασχάλη του κρατούσε έναν απλό φάκελο. Τον κοίταξα από πάνω μέχρι κάτω. Ο χαρακτηριστικός τύπος του καλοβαλμένου διανοούμενου: στυλάτα μποτάκια, μπλου τζήν παντελόνι, ακριβό παλτό, ένα ωραίο μάλλινο κασκόλ γύρω απ’ το λαιμό του, αραιά γένια που τόνιζαν μιαν ανεμελιά στην εμφάνισή του και τα χαρακτηριστικά στρογγυλά γυαλάκια πάνω στη μύτη. Περιεργάστηκε για λίγο εμένα και το δωμάτιο κι’ ύστερα μίλησε, με μια φωνή απαλή κι’ ευγενική:
-Καλημέρα σας. Λέγομαι Παύλος Βασιλάτος. Εσείς είσαστε ο υπεύθυνος του γραφείου ιδιωτικών ερευνών; Πρέπει να μιλήσω με τον υπεύθυνο.
Τι να του πεις τώρα; Ότι ήμουνα και πρόεδρος και αντιπρόεδρος και γραμματέας και ταμίας και ο μικρός του γραφείου; Προτίμησα να κουνήσω αόριστα το κεφάλι και του έδειξα την πιο καθαρή απ’ τις δύο βρώμικες πολυθρόνες, που είχα απ’ την άλλη πλευρά του γραφείου μου. Με μια σχεδόν αδιόρατη γκριμάτσα, μάλλον για το ότι με το όμορφο παλτό του θα σκούπιζε την πολυθρόνα μου, και μετά από έναν στιγμιαίο δισταγμό, κάθισε. Ο μπαγάσας, παρ’ όλη τη βρωμιά που κυκλοφορούσε στους δρόμους της πόλης, ήταν πεντακάθαρος. Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω πώς το καταφέρνουν αυτό μερικοί! Τι κάνουν; Μπαίνουν δυο φορές τη μέρα στη μπανιέρα; Εγώ, από τη μέρα που βεβαιώθηκα ότι δεν προλαβαίνω να πλένομαι τόσο συχνά, το είχα αραιώσει κιόλας. Του μίλησα λίγο απότομα για να μην του δώσω θάρρος.
-Τι έχουμε;
Τα λόγια ξεπήδησαν σαν χείμαρρος απ’ το στόμα του:
-Πρόκειται ίσως για την απάτη του αιώνα, κύριε. Θα ’λεγε κανείς ότι ο Προυστ ήταν προφητικός, όταν έδωσε στο μακροσκελές μυθιστόρημά του τον τίτλο «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο»! Διότι περί αυτού πρόκειται. Ή χάθηκε ένας ολόκληρος χρόνος (έτος εννοώ) ή πρόκειται για την απάτη του αιώνα! Κι’ ανεπιφύλακτα σας λέω ότι μ’ ενδιαφέρει απόλυτα η δική σας άποψη, δεδομένου ότι είσαστε ειδικός. Διότι σ’ ό,τι με αφορά, δεν έχω καμία αμφιβολία ότι πρόκειται για το δεύτερο.
Ο τύπος ήταν μυστήριος. Μ’ άρεσε, όμως, ο σεβασμός που έδειχνε στο επάγγελμά μου – κούνια που τον κούναγε. Τι Βουρστ, όμως, και λουκάνικα Φραγκφούρτης ήταν αυτά που μου τσαμπουνούσε; Το μόνο που με κλόνισε και δεν μίλησα ήταν η σιγουριά του. Και καλά έκανα. Γιατί αμέσως ο τσιχλόμαγκας εξηγήθηκε:
-Θα έχετε διαβάσει ασφαλώς στις εφημερίδες και στα περιοδικά ότι με το τέλος του 1989 φτάνει και το τέλος της δεκαετίας του ’80. Το έχετε διαβάσει, έτσι δεν είναι;
Μήπως διάβαζα και τίποτε άλλο τους δύο τελευταίους μήνες; Με είχαν πρήξει όλοι τους με τις ανασκοπήσεις και τις ανασκολοπίσεις. Έτσι του έγνεψα καταφατικά. Κι’ ο πώς τον είπαμε συνέχισε απτόητος:
-Και φυσικά, θα έχετε διαβάσει ότι το 1990 είναι η αρχή της τελευταίας δεκαετίας του εικοστού αιώνα.
Κι’ αυτό το είχα διαβάσει.
-Αν, λοιπόν, το 1990 είναι το πρώτο έτος της τελευταίας δεκαετίας, σας ερωτώ: ποιο είναι το τελευταίο έτος της τελευταίας δεκαετίας;
Ο τύπος άρχισε να μ’ εκνευρίζει. Αν ήμουν καλός στα μαθηματικά στο γυμνάσιο, δεν θα είχα καταλήξει ιδιωτικός ντετέκτιβ! Ντράπηκα πάντως να μην του απαντήσω κι’ άρχισα να μετράω με τα δάχτυλα κάτω απ’ το γραφείο. 1990, 1991, 1992, 1993, 1994, τέλειωσα με το ένα χέρι, 1995, 1996, 1997, 1998, 1999, πάει και το άλλο. Το ανθρωπάκι μού χαμογελούσε με κατανόηση. Ο τσόγλανος! Είχε καταλάβει ότι μετρούσα με τα δάχτυλα.
-Λοιπόν; με ρώτησε καλοσυνάτα. Ποιο είναι το τελευταίο έτος της τελευταίας δεκαετίας του αιώνα μας;
Μπορεί από μαθηματικά να μη σκαμπάζω, αλλά τα δάχτυλά μου ξέρω να τα χειρίζομαι. Και όταν μετράω, αλλά ιδίως όταν κρατάω με αυτά το σαρανταπεντάρι μου. Έτσι του απάντησα με σιγουριά:
-Το 1999.
Ο Βασιλάτος μετακινήθηκε λίγο στην πολυθρόνα του:
-Και δεν σας φαίνεται παράξενο;
-Τι να μου φαίνεται παράξενο;
-Το ότι το 1999 είναι το τελευταίο έτος του εικοστού αιώνα.
-Δεν σας καταλαβαίνω, του είπα, και αμέσως δαγκώθηκα. Ο τύπος μού είχε πάρει τον αέρα: του είχα απαντήσει στον πληθυντικό! Εκείνος, όμως, δεν με άφησε να πάρω ανάσα και συνέχισε:
-Αφού με το 1999 συμπληρώνεται ο εικοστός αιώνας και αφού ο κάθε αιώνας έχει 100 χρόνια –έτσι δεν είναι;- αυτό σημαίνει ότι με το τέλος του 1999 θα έχουν συμπληρωθεί 20 αιώνες. Αλλά 20 αιώνες επί 100 χρόνια ο καθένας (πολλαπλασιασμό κάνω) κάνουν 2.000 χρόνια. Πώς λοιπόν συμπληρώνεται ο εικοστός αιώνας με το έτος 1999; Τι έγινε ο ένας χρόνος; Χάθηκε;
Ο κουλτουριάρης με είχε μπερδέψει. Θα ’χε περάσει τουλάχιστον μισό λεπτό, όταν αντιλήφθηκα ότι καθόμουν και τον κοίταγα χάσκοντας. Έκλεισα τόσο απότομα το στόμα μου, που δάγκωσα τη γλώσσα μου. Είχα μπλέξει. Έτριψα για λίγο τη γλώσσα μου στα ούλα, μέχρι να ξεπονέσει και τον ρώτησα:
-Και τι θέλετε από μένα;
-Να ριχτείτε στην αναζήτηση του χαμένου χρόνου, μου απάντησε με τον πιο φυσικό τρόπο του κόσμου.
Εύκολο να το λες, δύσκολο να το κάνεις. Με τον τύπο θα ’χα κακά ξεμπερδέματα. Τέτοιο γρίφο δεν είχα αντιμετωπίσει ποτέ μου. Έπρεπε, όμως, να προσπαθήσω να βρω κάποιαν άκρη. Κι’ ο πιο κατάλληλος για να με βοηθήσει, δυστυχώς για την επαγγελματική μου φήμη, ήταν ο ίδιος. Γι’ αυτό και τον ρώτησα:
-Έχετε καμιά ιδέα για το τι μπορεί να συμβαίνει;
Τα ματάκια του με κοίταξαν πονηρούτσικα:
-Λέτε να ερχόμουν αδιάβαστος εδώ πέρα;
Ήταν η σειρά μου να χαλαρώσω στην πολυθρόνα μου. Το ανθρωπάκι είχε πια ύφος αφεντικού στο γραφείο κι’ εγώ ύφος πελάτη.
- Σας ακούω, λοιπόν, του είπα. Τι έγινε ο χαμένος χρόνος;
Ο Βασιλάτος με κοίταξε αινιγματικά πριν μιλήσει:
-Απλούστατα, δ ε ν υ π ά ρ χ ε ι .
Αυτήν την φορά δεν κρατήθηκα και γούρλωσα τα μάτια μου. Αυτός εδώ μπροστά μου είχε βαλθεί να με τρελάνει. Και το κακό ήταν ότι μιλούσε σοβαρά. Άκουσα τον εαυτό μου να ψελλίζει:
-Τι ακριβώς εννοείτε;
-Ότι έχουμε να κάνουμε με την απάτη του αιώνα. Σας το ’πα απ’ την αρχή άλλωστε.
Τώρα έμπαινε ο τύπος στο ψητό. Κι’ αυτό μού άρεσε. Διότι η υπόθεση είχε ζουμί. Κατάλαβε ότι περίμενα τις εξηγήσεις του και συνέχισε:
-Κατ’ αρχάς ν’ αποκλείσουμε κάτι. Θα μπορούσαν με το τέλος του 1999 να συμπληρώνονται 2.000 χρόνια, αν πριν απ’ το έτος 1 μετά Χριστόν, είχε υπάρξει έτος μηδέν. Αλλά έτος μηδέν, όπως γνωρίζετε, δεν υπήρξε.
Δεν το ήξερα, βέβαια, αλλά έστω και μ’ επιφύλαξη, μπορούσα προς στιγμήν να το δεχθώ. Στο κάτω-κάτω της γραφής, θα μπορούσα να το ελέγξω αργότερα. Φαίνεται ότι κατάλαβε τον δισταγμό μου, γι’ αυτό φρόντισε να μου δώσει κι’ άλλα στοιχεία, ώστε να διώξει κάθε ίχνος αμφιβολίας απ’ τη σκέψη μου. Και το κατάφερε:
-Ακούστε, για να καταλάβετε. Ως αφετηρία μετρήσεως των ετών, τόσο με το Ιουλιανό, όσο και με το Γρηγοριανό ημερολόγιο, που ίσχυσε αργότερα, ως σ τ ι γ μ ή μ η δ έ ν δηλαδή, θεωρήθηκε η στιγμή που γεννήθηκε ο Χριστός. Είναι μια συμβατική παραδοχή ασφαλώς, αλλά αποτέλεσε τη βάση για να λέμε εκείνα τα «προ Χριστού» και «μετά Χριστόν»: πριν απ’ τη γέννησή του δηλαδή και μετά από αυτήν. Έτσι ο χρόνος πριν απ’ τη στιγμή μηδέν, είναι το έτος 1 προ Χριστού κι’ ο χρόνος μετά τη στιγμή μηδέν, είναι το έτος 1 μετά Χριστόν. Υπήρξε, δηλαδή, η στιγμή μηδέν, αλλά έτος μηδέν δεν υπήρξε. Καταλάβατε;
Κάτι είχα αρχίσει να ψυλλιάζομαι, αλλά ακόμα δεν το είχα πιάσει στο σύνολο. Έκανα ν’ αναρωτηθώ αν με κάτι τέτοια έριχνε τις κουλτουριάρες γκόμενες, που εμένα με φτύνανε, αλλά το ξανασκέφτηκα καλύτερα κι’ είπα ν’ αφήσω τη φιλοσοφία γι’ αργότερα.
-Κατάλαβα, του είπα. Αλλά αν είναι όπως τα λέτε, τι απέγινε ο χαμένος χρόνος;
Χαμογέλασε ευχαριστημένος, καθώς κατάλαβε ότι είχε κερδίσει το ενδιαφέρον μου, κι’ αφού διόρθωσε τη θέση των γυαλιών του και σταύρωσε τα γόνατα, συνέχισε:
-Τώρα θα έρθουμε σ’ αυτό. Ας σκεφτούμε κάτι προηγουμένως. Πώς ξεκίνησε αυτό το μπέρδεμα; Απ’ τις εφημερίδες, τα περιοδικά και τους σταθμούς του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης, που δεν σταμάτησαν να γράφουν και να λένε για το τέλος της δεκαετίας του ’80 και για την αρχή της δεκαετίας του ’90. Σωστά;
Τι να του πω, δηλαδή; Λάθος; Αφού έτσι είχε ξεκινήσει. Για να μην κάνω και το πνεύμα αντιλογίας, που έλεγε ο φιλόλογός μας στο σχολείο, αρκέστηκα να κουνήσω καταφατικά το κεφάλι μου. Κι’ ο τύπος συνέχισε τη διάλεξή του:
-Ωραία. Ας κάνουμε, λοιπόν, κι’ εμείς μια υπόθεση. Ας πούμε ότι δεν τελείωσε με το 1989 η δεκαετία του ’80 κι’ ότι το 1990 ανήκει σ’ αυτήν και όχι στη δεκαετία του ’90.
Αυτήν τη φορά είχα αντιρρήσεις. Και τις εκδήλωσα ανοίγοντας το στόμα, σηκώνοντας τα φρύδια και κουνώντας το κεφάλι μου προς τα πίσω. Στο τέλος τα κατάφερα και να μιλήσω:
-Εδώ μού τα χαλάτε, κύριε Βασιλάτο. Πώς μπορεί το 1990, που έχει τον αριθμό 90, ν’ ανήκει στη δεκαετία του ’80 κι’ όχι στη δεκαετία του ’90;
-Αυτή είναι η απάτη του αιώνα, αγαπητέ κύριε. Πείτε μου, σας παρακαλώ, ποια χρόνια περιλαμβάνονται στην πρώτη μετά Χριστόν δεκαετία, σύμφωνα μ’ αυτά που είπαμε.
Πάλι μ’ έβαζε να μετρήσω με τα δάχτυλα. Τώρα, όμως, το ’κανα πιο γρήγορα, γιατί κάθε που έπιανα ένα δάχτυλο, του ’λεγα και το νούμερο:
-Το 1, το 2, το 3, το 4, το 5, το 6, το 7, το 8, το 9 και το 10.
-Πολύ ωραία. Και στη δεύτερη δεκαετία;
-Το 11, το 12, το 13, το 14, το 15, το 16, το 17, το 18, το 19 και το 20.
-Τέλεια. Τώρα να σας ρωτήσω. Πώς γίνεται το 20, σύμφωνα με τη μέτρησή σας, ν’ ανήκει στη δεκαετία του ’10; Θα σας πω εγώ: όπως γίνεται και το 30 ν’ ανήκει στην τρίτη δεκαετία, απ’ το 21 ως το 30 και όπως γίνεται και το 90 ν’ ανήκει στην ένατη δεκαετία, απ’ το 81 ως το 90. Και πότε συμπληρώθηκε ο πρώτος αιώνας; Το έτος 100: με τη δεκαετία 91 έως 100. Κι’ ο δεύτερος; Το έτος 200. Κι’ ο δέκατος ένατος; Το έτος 1900. Πότε λοιπόν άρχισε ο εικοστός αιώνας; Το έτος 1901. Και πότε τελειώνει η πρώτη δεκαετία του; Το 1910. Κι’ η δεύτερη; Το 1920. Κι’ η τρίτη; Το 1930. Πότε λοιπόν τελειώνει η ένατη δεκαετία του; Το 1990! Άρα δ ε ν α λ λ ά ξ α μ ε δεκαετία ακόμα. Κι’ αφού δεν αλλάξαμε δεκαετία, η επόμενη - η τελευταία - θ’ αρχίσει το 1991 και θα τελειώσει το 2000. Τον βρήκαμε, λοιπόν, τον χαμένο χρόνο. Και τον βρήκαμε διότι δεν τον είχαμε χάσει ποτέ. Διότι, όπως σας είχα πει, απλώς δεν υπήρχε χαμένος χρόνος.
Μ’ είχε πάρει μονότερμα και τα γκολ έπεφταν βροχή: δεν προλάβαινα να μαζέψω τη μπάλα απ’ τα δίχτυα. Αφού όταν σταμάτησε να μιλάει δεν πίστευα στ’ αυτιά μου. Έκανα μια τελευταία προσπάθεια, μήπως κερδίσω κα ’να πέναλτυ και πετύχω το γκολ της τιμής:
-Και γιατί όλοι αυτοί που μας πρήξανε για την αλλαγή της δεκαετίας, δεν έκαναν υπομονή ένα χρόνο; Εκτός αν έκαναν λάθος…
Νόμιζα ότι ο τύπος δεν εκνευριζότανε με τίποτα, αλλά και σ’ αυτό έπεσα έξω. Γιατί αυτήν τη φορά, μόνον αφρούς δεν έβγαλε απ’ το στόμα του:
-Μα τι λέτε τώρα; Έχετε συνείδηση του τι είπατε ή με μέσον την πήρατε την άδεια λειτουργίας του γραφείου ιδιωτικών ερευνών;
Η προσβολή ήταν πολύ βαρειά και κάτω από άλλες περιστάσεις θα του φύτευα μια γροθιά στο σαγόνι, που θα τη θυμότανε χρόνια. Αρκεί να ήμουν όρθιος. Μόνο που ο τύπος με είχε ριγμένο από ώρα στο καναβάτσο κι’ ήδη ήμουνα σε κατάσταση γκροκί. Έτσι το κατάπια και το βούλωσα, για να συνεχίσει.
-Διότι ακόμα κι’ αν δεχθούμε ότι μερικοί το έκαναν από λάθος, αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν υπεύθυνοι για την πληροφόρησή μας, που είναι αγράμματοι. Επειδή όμως δεν είναι όλοι αγράμματοι, η εξήγηση είναι μία: ότι οι υπόλοιποι διέπραξαν την απάτη του αιώνα. Όχι διότι δεν θα τα ’παιρναν τα λεφτά έναν χρόνο αργότερα, με τις εκδόσεις με τ’ αφιερώματα που πούλησαν για τις αναδρομές της δεκαετίας που πέρασε και για τις προβλέψεις για τη δεκαετία που έρχεται, αλλά διότι τ α π ρ ο ε ι σ έ π ρ α ξ α ν. Αυτή είναι η απάτη του αιώνα: προεισπράξανε εκατομμύρια εκατομμυρίων!
Δεν μπορεί να ’χα πιαστεί τόσο βλάκας. Κι’ όμως ο τύπος μου το ’χε αποδείξει με αδιάσειστα επιχειρήματα. Αυτοί οι αληταράδες είχαν κοροϊδέψει όλον τον κόσμο. Και καλά όλον τον κόσμο. Αλλά και μένα; Ένα πράγμα μονάχα εξακολουθούσα να μην καταλαβαίνω. Κι επειδή ήταν ο μόνος κατάλληλος για να λύσει την απορία μου, τον ρώτησα:
-Και γιατί ήρθατε σε μένα;
-Α, τίποτα. Το σκεφτόμουνα απ’ το πρωί κι’ επειδή λείπουν οι κολλητοί μου, όπως περνούσα, είδα την ταμπέλα σας κι’ είπα να τα πω σε κάποιον να ξεθυμάνω. Σας ευχαριστώ για την υπομονή που είχατε να με ακούσετε. Ήσασταν πολύ ευγενικός.
Και χωρίς δεύτερη κουβέντα σηκώθηκε κι’ έφυγε. Άκουσα το κουδουνάκι της εξώπορτας, καθώς την άνοιξε για να και την ξανάκλεισε, και τα βήματά του να σβήνουν στον διάδρομο. Ύστερα σηκώθηκα κι’ έβαλα το σακάκι μου. Κατέβηκα στο περίπτερο κι’ αγόρασα μια χάρτινη επιγραφή, απ’ αυτές που γράφουν «ΠΩΛΕΙΤΑΙ». Την ακούμπησα στον πάγκο του περιπτέρου, έβγαλα το στυλό μου και συμπλήρωσα από κάτω: «οργανομένο γραφίο ερεβνών, λόγο προβλιμάτον ηγίας». Ύστερα την κόλλησα στην είσοδο της πολυκατοικίας όπου στεγαζόμουνα. Είχε έρθει καιρός ν’ αλλάξω επάγγελμα. Το μέλλον των ιδιωτικών ντετέκτιβ είχε περάσει στα χέρια των κουλτουριάρηδων.
* Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ, τεύχος 10, τον Μάρτιο του 1989.
Σ.Σ.: Εδώ δημοσιεύεται με λιγοστές διορθώσεις.