Μαμαλούκας Δημήτρης: "ΑΡΚ"
Εθνική οδός. Κυριακή 13/5 βράδυ.
Η Ζωή οδηγούσε το μαύρο Corsa της βαριεστημένα προσέχοντας κάθε τόσο τα φώτα του μπροστινού της καθώς η τεράστια ουρά των αυτοκινήτων κινούνταν με αργούς ρυθμούς προς την πρωτεύουσα. Ένιωθε κουρασμένη μα περισσότερο την αηδίαζε η σκέψη άλλης μιας εργάσιμης εβδομάδας που ερχόταν. Είχε περάσει ένα μέτριο Σαββατοκύριακο με τους γονείς της και το μικρό της αδερφό.
Καθώς σταματούσε γι’ άλλη μια φορά, τον πρόσεξε. Ήταν σ’ ένα μαύρο Fabia και δίπλα του καθόταν μια κοπέλα με σγουρά ξανθά μαλλιά που κάλυπτε μ’ ένα άσπρο μαντήλι.
Προχώρησαν λίγο και ξανασταμάτησαν δίπλα δίπλα.
Τώρα τον είδε καθαρά. Είχε ωραίο μαλλί κι ήταν ομορφούλης. Εκείνος δεν την πρόσεξε καθώς ήταν γυρισμένος προς την κοπέλα.
Η Ζωή σκέφτηκε μελαγχολικά ότι συμπλήρωνε εννέα μήνες μόνη από τότε που τα χάλασε με το Θοδωρή. Και τι ήταν όλη της η ζωή τον τελευταίο καιρό; σκέφτηκε ξαφνικά. Δουλειά και πάλι δουλειά. Κι από έρωτα, από αγάπη -από σεξ γαμώτο!- τίποτα. Μόνο ατέλειωτα τσιγάρα, κινητό, περιοδικά και μια στοίβα αδιάβαστα βιβλία στο κομοδίνο της.
Ξανασταμάτησαν. Ο γλυκούλης με το Fabia στάθηκε λίγο παρακάτω. Τώρα διακρινόταν μόνο το άσπρο μαντήλι της κοπελιάς. Να ’ταν ζευγάρι άραγε; Ποιος ξέρει. Μπορεί, το πιθανότερο, αν κι αυτός χαμογελούσε συνεχώς κάνα δυο φορές που ’χε πιάσει την έκφρασή του. Ίσως είναι συνάδελφοι, γυρίζουν από κάποιο συνέδριο κι εκείνος της την πέφτει. Όπως εκείνης της την έπεφτε ο κεφτές, ο Παπαδημητρίου. Πφφ, μεγάλη φαντασία έχεις Ζωή, είπε από μέσα της και αφοσιώθηκε στην οδήγηση. Συνέχισε το ταξίδι αλλάζοντας διάφορα σιντί, μέχρι που στην είσοδο της Ελευσίνας χτύπησε το κινητό της. Είδε ότι ήταν η μαμά της. Προτίμησε να κάνει στην άκρη και να μιλήσει με την ησυχία της. Πριν πατήσει το κουμπί είδε ότι και το μαύρο Fabia είχε σταματήσει λίγο παρακάτω.
2
Εθνική οδός, είσοδος Ελευσίνας. Κυριακή 13/5 βράδυ.
«Μα πού θα πας τώρα;»
«Κάτι θα βρω, μην ανησυχείς, σ’ ευχαριστώ».
«Πάντως εγώ σε πάω όπου θες…»
«Όχι, όχι, σ’ ευχαριστώ πολύ».
Άνοιξε απότομα την πόρτα, κατέβηκε βιαστικά κι απομακρύνθηκε με γοργά βήματα. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά στο στήθος της.
Το μαύρο Fabia κινήθηκε αργά, υπερβολικά αργά, προς τα στενά της Ελευσίνας.
3
Αθήνα, Ζωγράφου, σπίτι Ζωής. Κυριακή 13/5 βράδυ.
Η Ζωή μπήκε στο διαμερισματάκι της και πέταξε το σάκο στο πάτωμα. Άναψε το θερμοσίφωνα και την τηλεόραση. Αφού τηλεφωνήθηκε με την κολλητή της μπήκε στο ντους. Λίγο μετά, με μια πετσέτα στο κεφάλι, έφτιαξε να φάει ρύζι και μια σαλάτα. Κάθισε στο μικρό τραπεζάκι της κουζίνας. Πάνω ήταν διπλωμένη μια Athens Voice. Την πήρε κι άρχισε να τη χαζεύει μέχρι που έπεσε πάνω στη στήλη «Σε είδα».
Και τότε της ήρθε η ιδέα.
Να βάλει μια αγγελία να βρει το γλυκούλη με το Fabia.
Στην αρχή γέλασε με την ιδέα. Η αλήθεια ήταν πως τον είχε σκεφτεί άλλες δυο φορές μετά την Ελευσίνα, αλλά δεν τον είδε πουθενά μέχρι που μπήκε στην Αθήνα. Ναι, ήταν γλυκούλης, αναμφίβολα. Και σιγά μην ήταν η κοπέλα του αυτή. Την είδε που κατέβηκε. Ούτε φιλί ούτε τίποτα, απ’ όσο μπόρεσε να διακρίνει δηλαδή.
Και τι να έγραφα; «Είσαι γλυκούλης. Οδηγούσες Fabia. Βράδυ στην Εθνική. Την Κυριακή 13/05. Σε είδα και στην Ελευσίνα». Όχι το τελευταίο. Καλύτερα «αποχαιρέτησες στην Ελευσίνα». Ναι, καλύτερο. Αλλά το «αποχαιρέτησες»; Η αλήθεια είναι πως η κοπέλα κατέβηκε και λίγο μετά εκείνος πήγε από πίσω της μιλώντας της απ’ το παράθυρο. Σίγουρα ήθελε να την πάει μέχρι την πόρτα του σπιτιού της ενώ εκείνη δε θα ’θελε να τον βγάλει κι άλλο απ’ το δρόμο του. Αχ, ιππότης. Πόσο έλειπαν απ’ τη σημερινή μας εποχή αυτοί οι άντρες, ανατρίχιασε ολόκληρη η Ζωή.
Ναι, θα την έστελνε την αγγελία παρόλο που ήταν μεγάλο το τόλμημα γι’ αυτήν. Ναι, θα την έκανε την υπέρβαση. Άλλωστε σιγά μην την έβλεπε ο γλυκούλης. Το Fabia είχε πινακίδες ΑΡΚ, Αρκαδίας δηλαδή, οπότε πιθανότατα θα έμενε στην Τρίπολη. Σίγα μην έφτανε η Athens Voice στην Τρίπολη. Α, ας γράψω και τη μισή πινακίδα για να είναι σίγουρος ο γλυκούλης μου.
Έτσι ετοίμασε την αγγελία για να τη στείλει την επομένη απ’ το γραφείο.
Στην καλύτερη θα μου στείλει ένα μέιλ ο γλυκούλης, στη χειρότερη κανένας μαλάκας και μερικοί θα βάλουν το μέιλ μου στον κατάλογο που στέλνουν τα σπαμ τους, σκέφτηκε η Ζωή και χαμογέλασε.
4
Τρίπολη, κομμωτήριο στο κέντρο της πόλης, Σάββατο 26/5 πρωί.
Η Γιολάντα περιμένοντας να την φωνάξουν για τα μαλλιά της διάβαζε την Athens Voice πού έφερε το μεσημέρι της Παρασκευής απ’ την Αθήνα. Έρχονταν με τον άντρα της κάθε σαββατοκύριακο στην Τρίπολη, τουλάχιστον όσο κρατούσαν οι καλές μέρες που τους χάριζε ο φετινός Μάιος. Ξεφύλλιζε βαριεστημένα τις σελίδες όταν το μάτι της έπιασε κάτι γνωστό. Γύρισε πίσω προσπαθώντας να επανάλάβει τις κινήσεις της. Δεν το ξαναβρήκε. Δοκίμασε πάλι και αναγνώρισε τη σελίδα. Ήταν η στήλη «Σε είδα». Άρχισε να διαβάζει τα μηνύματα και το βρήκε. ΑΡΚ 72… Αυτό κάτι της έλεγε. Διάβασε όλη την αγγελία νιώθοντας έναν ανεπαίσθητο εκνευρισμό όπως όταν διαβάζουμε κάτι που μας αφορά.
«Κακιά Σκάλα Κυριακή 13/05 επιστρέφοντας Αθήνα, οδηγούσες μαύρο Fabia ΑΡΚ 72…, εγώ μαύρο Corsa. Αποχαιρέτησες στην Ελευσίνα, είσαι γλυκούλης! corsak@hotmail.com»
Την ξαναδιάβασε. Κι ο λόγος ήταν γιατί εκείνη είχε ένα μαύρο Fabia. Το είχε από τότε που έμενε μόνιμα εδώ, πριν εγκατασταθούν στην Αθήνα. Γι’ αυτό είχε και ΑΡΚ πινακίδες. Κι άρχιζαν από 72. Πόσα αυτοκίνητα είχαν πινακίδες που άρχιζαν από ΑΡΚ 72; Ήταν καλή στα μαθηματικά κι έκανε με τη μία τον υπολογισμό. Μόλις 99. Και πόσα απ’ αυτά να ήταν Fabia; Και μαύρα; Άντε άλλο ένα. Δύο το πολύ.
Μετά σκέφτηκε τη μέρα. Δυο Σαββατοκύριακα πίσω. Ξαφνικά χλόμιασε. Θυμήθηκε καλά τι είχε γίνει πριν από δύο σαββατοκύριακα. Ήταν που εκείνη είχε δουλειά κι είχε μείνει στην Αθήνα, αλλά εκείνος, ο άντρας της, επέμενε να έρθει στην Τρίπολη και δανείστηκε το αυτοκίνητό της. Το θυμόταν καλά γιατί εκείνος δεν είχε επιστρέψει παρά μόνο τα ξημερώματα της Δευτέρας κι εκείνης της είχε πάει η καρδιά στην κούλουρη απ’ την αγωνία.
Χρειάστηκε άλλα λίγα λεπτά να καταλάβει τη δυναμική των γεγονότων. Ο άντρας της είχε γκόμενα, που «αποχαιρέτησε»στην Ελευσίνα και μια άλλη γκομενίτσα τους είδε και τον γούσταρε κι εκείνη σε σημείο να βάλει αγγελία στην εφημερίδα. Τρελάθηκε, την έπιασε ταραχή. Έκανε ξανά όλες τις σκέψεις της. Δυο φορές. Πάντα κατέληξε στο ίδιο πρώτο της συμπέρασμα. Ο άντρας της είχε γκόμενα.
Σκέψου, είπε στον εαυτό της. Χειρίσου το έξυπνα. Πιάσ’ τον καλύτερα. Ναι, αυτό έπρεπε να κάνει. Κι έτσι αποφάσισε να στείλει εκείνη ένα μέιλ τη Δευτέρα το πρωί στη γκομενίτσα με το Corsa. Για να μάθει περισσότερα.
5
Αθήνα, Κηφισίας, γραφεία μεγάλης ιδιωτικής εταιρείας, Δευτέρα 28/5, πρωί.
Το ’πε και το ’κανε. Δευτέρα πρωί η Γιολάντα ετοίμασε το μέιλ που θα ’στελνε στην «Corsak» υποδυόμενη φυσικά τον άντρα της. Της έγραψε ότι κάτι του θύμιζε το αμάξι της –μα λες να το χάψει;- κι ότι πρέπει να την είχε κοιτάξει κι εκείνος μια δυο φορές, αλλά δε θυμόταν καλά το πρόσωπό της. Όσο για το «αποχαιρέτησες» αυτοσχεδίασε με σκοπό να μην την απογοητεύσει και να συνεχίσει να τη ψαρεύει: Α, στην Ελευσίνα κατέβασα μια ξαδέρφη μου. Έπειτα τη ρώτησε πώς τη λένε και πού μένει και με τρόπο της ζήτησε να τον περιγράψει. Δηλαδή εκτός από γλυκούλης πώς αλλιώς σου φάνηκα; Έπρεπε να το παίξει καλά και να μάθει όσο το δυνατόν περισσότερα.
Σε λιγότερο από ένα λεπτό έφτιαξε μια καινούργια ηλεκτρονική διεύθυνση στο gmail και της το ’στειλε. Δεν πέρασαν ούτε δέκα λεπτά κι εκείνη απάντησε. Μέσα σε δύο ώρες είχαν ανταλλάξει τρία μείλ -φαίνεται η γκομενίτσα δούλευε σε γραφείο κι όλη τη μέρα χαζολόγαγε στο ίντερνετ- βεβαιώθηκε πως επρόκειτο για τον άντρα της-της τον περιέγραψε μια χαρά- κι έμαθε τα πάντα γι αυτή. Ως και το κινητό τής έστειλε η λυσσάρα η πιτσιρίκα, γιατί φαινόταν ότι δεν ήταν πάνω από είκοσι πέντε.
Τώρα είχε ό,τι της χρειαζόταν. Αυτή τη φορά δε θα ’κανε πίσω. Δε θα κατάπινε άλλα κερατιάτικα. Τύπωσε τα μέιλ και τα έβαλε στην τσάντα της. Απόψε θα τον έκανε ρεζίλι μπροστά στους καλεσμένους τους. Βλέπεις, δε φτάνει που ο κύριος είχε γκόμενα, είχε και τα τυχερά του στο δρόμο.
6
Αθήνα, παραλία Γλυφάδας, ξημερώματα Τρίτης 29/5
Είχε φύγει απ’ το σπίτι μες στη νύχτα σαν τρελός. Είχε περάσει τη νύχτα στο αυτοκίνητο παρκαρισμένος στην παραλία της Γλυφάδας. Τα χτυπήματα που ’χε δεχτεί ήταν εξοντωτικά.
Το μεσημέρι ήταν η είδηση της ανεύρεσης κι έπειτα το βράδυ η έκπληξη, -όπως την αποκάλεσε η ίδια- της γυναίκας του. Κι όλα κατέρρευσαν.
Το ότι τον είχε κάνει ρεζίλι στους φίλους τους ήταν το λιγότερο. Όλα είχαν τελειώσει. Θα τον έβρισκαν, όλα είχαν τελειώσει. Η πουτάνα η πιτσιρίκα. Η πουτάνα η μικρή. Όλη τη νύχτα σκεφτόταν τι να ’κανε τώρα. Μια λύση υπήρχε. Απαραίτητη. Κι έπειτα να προσεύχεται να μην προσέξει κανείς άλλος τη γαμημένη την αγγελία στην σκατοεφημερίδα.
Στα τυπωμένα μέιλ που του ’χε πετάξει στα μούτρα μαζί με το απόκομμα της εφημερίδας υπήρχε και το κινητό της πιτσιρίκας. Διάβασε γι’ άλλη μια φορά τι είχε γράψει η γυναίκα του υποδυόμενη αυτόν και την κάλεσε.
Ποιος ξέρει, μπορεί να ’ναι και καλή η μικρή πουτανίτσα, σκέφτηκε καθώς άκουσε τον ήχο που καλούσε.
7
Αθήνα, Ζωγράφου, σπίτι Ζωής, Τρίτη 29/5 βράδυ.
Η Ζωή αναστέναξε ευτυχισμένη. Όλα είχαν κυλήσει υπέροχα. Δε θα μπορούσε να φανταστεί καλύτερη εξέλιξη. Και πιο πονηρή, σκέφτηκε και σχεδόν κοκκίνισε.
Πρώτη φορά το έκανε την ίδια μέρα, στο πρώτο ραντεβού. Όμως της άρεσε τόσο! Ήταν τόσο γλυκός, τόσο υπέροχος και… ευγενικός, ναι, κύριος. Της άνοιξε την πόρτα, την άφηνε να περάσει πρώτη. Κι έπειτα… ούτε ήξερε. Ζαλισμένη ευχαρίστα απ’ το κρασί έκλεισε τα μάτια κι ένιωσε τόσο γεμάτη. Ο έρωτας μετά από τόσον καιρό, εξίσου γλυκός, εξίσου τρελός, υπέροχος.
Επιτέλους απολάμβανε αυτό που της είχε πει μια φίλη της. Με μερικούς, ξέρεις, είναι ξεχωριστό, διαφορετικό. Ναι, και μ’ αυτόν που ήταν τώρα στην κουζίνα κι έβαζε ένα ουίσκι ήταν ξεχωριστό.
Έβγαλε ένα τσιγάρο κι άναψε την τηλεόραση. Η φωνή της παρουσιάστριας ήταν παγερή: «Βρέθηκε σήμερα το μεσημέρι σ’ ένα οικόπεδο κοντά στην Ελευσίνα το πτώμα της Μαρίας Παπαδοπούλου, 23 ετών, που είχε εξαφανιστεί πριν από δεκάξι μέρες από την Τρίπολη. Η τελευταία φορά που κάποιος είδε την κοπέλα ζωντανή ήταν να κάνει ωτοστόπ στην εθνική οδό Τρίπολης Αθήνας το βράδυ της Κυριακής 13 Μαΐου…»
Ταυτόχρονα μια φωτογραφία γέμισε την οθόνη. Μια ξανθιά κοπέλα με σγουρά μαλλιά…
Της ήρθε σαν κύμα ακόμα πιο έντονο απ’ το κύμα του οργασμού που την είχε συγκλονίσει λίγα λεπτά νωρίτερα.
Σγουρά μαλλιά.
«…όταν εξαφανίστηκε η κοπέλα φορούσε μαύρα ρούχα κι άσπρη κορδέλα στα μαλλιά…»
Μόλις έστριψε το κεφάλι της ένιωσε κάτι υγρό και παγωμένο να πέφτει στα πόδια της. Ήταν το ουίσκι του. Το μύρισε αμέσως, γέμισε όλος ο αέρας γύρω της. Ταυτόχρονα τα χέρια του έκλεισαν γύρω απ’ το λαιμό της.
«Μαλακισμένη, αν δεν έχωνες τη μύτη σου…» τον άκουσε να της λέει κι ένιωσε να σβήνει…
* Πρώτη δημοσίευση στο blog “Dimitrios Mamaloukas”, τον Ιανουάριο του 2008.
Tags: Δημήτρης Μαμαλούκας