Παυλιώτης Αργύρης: "Στο πέτρινο τ' αλώνι"
Μνήμη Πέτρου
Τον άνθρωπό μας τον βρήκαν πεθαμένο καταμεσής στο Πέτρινο τ’ Αλώνι, τις πρωινές ώρες της Πέμπτης. Το πιστοποιητικό θανάτου ήταν σαφές: Ανακοπή. Οι συγγενείς, οι φίλοι, οι γνωστοί, η Καλή του, προπαντός εκείνη, αφού πέρασαν από τα βασανιστικά ψυχολογικά στάδια κάθε μεγάλης συμφοράς, την άρνηση, την οργή, την άφατη θλίψη από τη συνειδητοποίηση του μη αντιστρεπτού, ακούμπησαν με απόγνωση και απελπισία στην αποδοχή, και βρήκαν διέξοδο στο θρήνο και τον κοπετό. Θρήνος και κοπετός ανάλογος με την απώλεια ενός ιδιαίτερου ανθρώπου, γι αυτό και πολυαγαπημένου.
Γιατί ο νεκρός που χάθηκε ξαφνικά και φαινομενικά αναίτια, ήταν άρχοντας, περήφανος, λεβέντης, ελεήμων, γλεντζές, χουβαρντάς, ανιδιοτελής, πανάξιο τέκνο του ηρωικού και μαρτυρικού τόπου που τον γέννησε και τον καμάρωνε. Τις πρώτες απογευματινές ώρες, και ενώ ο θρήνος και το μοιρολόγι βρίσκονταν στην κορύφωση, ανέβηκε στο μικρό πανέμορφο χωριό ένα αυτοκίνητο της αστυνομίας. Επέβαιναν σε αυτό ο ένστολος οδηγός και ο συνοδηγός με πολιτικά, γύρω στα τριάντα, με γερακάτη μύτη και φάτσα διανοούμενου.
Κατέβηκε από το αυτοκίνητο, γέμισε τους πνεύμονές του με πεντακάθαρο, δροσερό αέρα, είπε στον οδηγό να τον περιμένει και ξεκίνησε να περπατά και να διασχίζει την πλατεία. Ήταν αστυνόμος Β΄ και είχε πριν λίγες βδομάδες μετατεθεί στην αστυνομία της Καστοριάς. Όπως έκανε πάντα, σε κάθε του μετάθεση, μελέτησε την ιστορία του τόπου και εντυπωσιάστηκε από όσα έμαθε για το μικρό πανέμορφο χωριό, ιστορικό και ένδοξο, που ανέδειξε σημαντικές πνευματικές προσωπικότητες και υπήρξε κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου με την Ευρώπη και την Ανατολή. Ήταν στο πρόγραμμά του να το επισκεφτεί, αλλά κάτω από καλύτερες συνθήκες. Τη στενή δίοδο, που σήμαινε το όνομα του χωριού, δεν την επεσήμανε. Αντίθετα προς την Ανατολή υπήρχε ένα θαυμάσιο άνοιγμα με υπέροχη θέα από ψηλά. Προς αυτή τη διεύθυνση τοποθέτησε και το μοναστήρι της Παναγιάς, καταφύγιο οπλαρχηγών του ’21, αλλά και μαχητών του αγώνα κατά των Βούλγαρων κομιτατζήδων στις αρχές του εικοστού αιώνα.
«Τούτη» σκέφτηκε «θα πρέπει να είναι η εκκλησία του Αγίου Νικολάου, που στο κωδωνοστάσιό της υψώθηκε η ελληνική σημαία τον Οκτώβρη του 1912, με την κήρυξη του ελληνοτουρκικού πολέμου, και που ένα μήνα αργότερα πυρπολήθηκε και λεηλατήθηκε από τους Τούρκους. Αλλά το μνημείο των πεσόντων κατά την Κατοχή πού μπορεί να είναι;» αναρωτήθηκε. Αναφερόταν στη μαύρη μέρα, στις 5 του Απρίλη του 44, που οι Γερμανοί, μετά από επίθεση ανταρτών και το θάνατο τριών στρατιωτών, μπήκαν στο χωριό και κατάσφαξαν 246 γυναικόπαιδα και γέρους και έκαψαν 160 σπίτια.
Όμως ο θρήνος και τα μοιρολόγια που έφταναν στα αυτιά του δεν είχαν να κάνουν με τους τότε νεκρούς, αλλά με το σημερινό ξεχωριστό τέκνο του τόπου, που έφυγε τόσο ξαφνικά και γέμισε με ανείπωτο πόνο τους συγγενείς, τους φίλους, τους γνωστούς, την Καλή του, προπαντός εκείνη. Είχε φτάσει έξω από το σπίτι του θρήνου, όπου ήταν συγκεντρωμένος πολύς κόσμος.
Πλησίασε μια ομάδα, έκανε γνωστή την ιδιότητά του, Αστυνόμος -το Β΄ το παρέλειψε- υπηρετεί στην αστυνομική διεύθυνση της Καστοριάς, και ζητά έναν στενό συγγενή του αποθαμένου και δυο τρεις καλούς φίλους του για να κουβεντιάσουν ένα σημαντικό ζήτημα. Σε λίγο, μια παρέα πέντε ανδρών, που την αποτελούσαν ο αστυνόμος, ένας ανιψιός του νεκρού, ο Δάσκαλος, ο Δήμαρχος και ο Πρόεδρος, οι τρεις γκαρδιακοί του φίλοι, εγκαταστάθηκαν στο γραφείο του όμορφου ξενοδοχείου ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ.
«Τι σημαντικό ζήτημα έχουμε να κουβεντιάσουμε, κύριε αστυνόμε;» ρώτησε ο Δήμαρχος.
Ο άλλος, ατάραχος, με αργές κινήσεις, έβγαλε χαρτί και μολύβι, τα ακούμπησε στο γραφείο, ξεφύλλισε κάποιες σημειώσεις και κάποτε αποφάσισε να μιλήσει:
«Είμαι νεοφερμένος στην αστυνομία της Καστοριάς, έχω διαβάσει πολλά για το χωριό σας και ήθελα διαφορετικά να το επισκεφτώ. Δυστυχώς όμως ήρθα σήμερα εδώ σταλμένος από την διοίκηση, για να ξεδιαλύνω έναν θάνατο».
Οι τέσσερις κοιτάχτηκαν με απορία.
«Να ξεδιαλύνεις έναν θάνατο; Δεν εννοείς του δικού μας ανθρώπου» είπε ο Δάσκαλος.
«Ο οποίος χάθηκε από ανακοπή» πρόσθεσε ο Πρόεδρος.
Ο αστυνόμος έμεινε για λίγο σιωπηλός. Και μετά τους είπε:
«Πρώτα θέλω να μου απαντήσετε σε μερικές ερωτήσεις».
Πήρε το μολύβι στο χέρι και ρώτησε, ενώ ταυτόχρονα σημείωνε στο χαρτί:
«Ο άνθρωπός σας που πέθανε ζούσε στο χωριό;»
«Όχι» απάντησε ο Πρόεδρος. «Ήταν κάτοικος Θεσσαλονίκης. Αλλά περνούσε εδώ στον τόπο του αρκετό καιρό, αυτός και η Καλή του».
«Πότε ήρθε;»
«Χτες το μεσημέρι. Μας ειδοποίησε έγκαιρα από προχτές να ετοιμάσουμε ένα γιορτινό τραπέζι για χτες το βράδυ».
«Ποιον ειδοποίησε;»
«Εμένα» είπε ο Δήμαρχος.
«Και τι ακριβώς σας είπε;»
«Αυτό που σας ανέφερα πριν».
«Δεν τον ρωτήσατε για πιο λόγο θα έρθει μεσοβδόμαδα;»
«Τον ρώτησα».
«Και τι απάντησε;»
«Πως για σήμερα το πρωί είχε ένα ραντεβού στο Πέτρινο τ’ Αλώνι».
Η φάτσα του αστυνομικού έλαμψε. Συνέχισε:
«Το γιορτινό τραπέζι έγινε;»
«Έγινε» απάντησε ο Πρόεδρος. «Και ήταν λαμπρό».
«Δηλαδή;»
«Πολύ κέφι, πιοτί, τραγούδι, χορός».
«Ποιος γιόρταζε;»
«Όλοι και κανείς. Το κάνουμε συχνά. Πιστεύουμε, και δικαιωνόμαστε κάθε τόσο, πως σήμερα είμαστε, αύριο παθαίνουμε».
«Τα γλέντια μας αυτά μοιάζουν με τις τελετές καθαρμού των προγόνων» πρόσθεσε ο Δάσκαλος».
«Και τελειώσατε;»
«Αργά, μετά τα μεσάνυχτα, με τον μεγάλο χορό των Βλάχων, που χόρεψε ο δικός μας με απαράμιλλη τεχνική, και απέσπασε για μια ακόμη φορά, δυστυχώς την τελευταία, τον θαυμασμό και τα χειροκροτήματα των παρευρισκομένων».
«Με αυτό μας αποχαιρέτησε» είπε κάποιος αφήνοντας να του ξεφύγει ένας λυγμός.
«Και μετά;»
Μίλησε ο ανιψιός:
«Το πρωί, καθώς έμαθα, σηκώθηκε νωρίς. Τον ρώτησε η Καλή του για πού ετοιμάζεται, και της είπε πως έχει ένα ραντεβού στο Πέτρινο τ’ Αλώνι».
«Δεν τον ρώτησε με ποιον έχει το ραντεβού;»
«Όχι γιατί φαντάστηκε πως θα περίμενε κάποιον να του καθαρίσει τον κήπο που περιβάλλει το αλώνι. Του ζήτησε μόνο να επιστρέψει νωρίς».
Ο αστυνόμος άφησε κάτω το μολύβι. Ο Δήμαρχος τον ρώτησε:
«Γιατί μας τα ρωτάτε όλα αυτά;»
Μετά από μικρή σιωπή, ο άλλος είπε επίσημα:
«Λάβαμε ένα τηλεφώνημα από αυτόπτη μάρτυρα. Μας βεβαιώνει πως ο δικός σας δολοφονήθηκε».
Οι τέσσερις άνδρες έμειναν εμβρόντητοι. Ο αστυνόμος πρόσθεσε:
«Και μάλιστα γνωρίζει και τον δράστη. Ονομάζεται Κοσιατζής».
Παραξενεύτηκαν οι άλλοι.
«Αποκλείεται» δήλωσε ο ανιψιός. «Αυτός μπορεί να είναι απότομος, μπορεί να είναι απόμακρος, μπορεί να πίνει, να δείχνει άγριος, αλλά δολοφόνος δεν είναι, και μάλιστα του θείου μου, που τον αγαπούσε».
«Αυτό δεν σημαίνει πως δεν τον σκότωσε».
«Μα δεν έφερε τραύματα».
«Υπάρχουν κρυφά θανατηφόρα χτυπήματα, που δεν διακρίνονται».
«Από πού έγινε το τηλεφώνημα;»
«Από μια γυναίκα. Είχε απόκρυψη αριθμού και η κυρία που δέχεται τα τηλεφωνήματα στην αστυνομία δεν της ζήτησε το όνομά της».
«Φάρσα» είπε κάποιος.
«Μακάβρια φάρσα» συμπλήρωσε κάποιος άλλος.
«Παρόλα αυτά, υπήρχε ένα κρίσιμο ραντεβού», είπε ο άνθρωπος της εξουσίας. Και συνέχισε:
«Δείχνετε να γνωρίζετε τον ύποπτο. Πού μπορεί να είναι τώρα;»
«Σε κάποιο από τα τριγύρω χωριά. Πιθανόν στο Λέχοβο».
«Και τι μπορεί να κάνει εκεί;»
«Να καθάρισε την αυλή ή τον κήπο κάποιου, και να εξαργυρώνει την αμοιβή με κρασί». Ο αστυνόμος τηλεφώνησε στο Κέντρο και έδωσε εντολή να πάνε τα περιπολικά να αναζητήσουν τον Κοσιατζή και να του τον φέρουν πάραυτα. Στράφηκε μετά στους συνομιλητές του.
«Και τι είναι αυτό το Πέτρινο Αλώνι;»
Μίλησε ο Δάσκαλος:
«Η παραδοσιακή γεωργία των δημητριακών προϊόντων, που ασκούσαν οι πρόγονοί μας, ολοκληρωνόταν μετά από τρία στάδια: Τη σπορά, τον θερισμό και το αλώνισμα. Η τελευταία εργασία γινόταν στα αλώνια, πέτρινα ή χωμάτινα. Ο δικός μας κληρονόμησε από τους προγόνους του ένα πέτρινο αλώνι, που όχι μόνο δεν το χάλασε, αλλά το συντηρούσε και το καμάρωνε. Όταν ερχόταν, το επισκεπτόταν πάντα και περνούσε αρκετό χρόνο εκεί».
Ο αστυνόμος σηκώθηκε απότομα, μάζεψε τα πράγματά του και τους είπε:
«Θέλω να το επισκεφτώ».
Του είπαν πως θα πάνε μαζί του. Και η παρέα των πέντε ανδρών διέσχισε την πλατεία και πήρε τον κατήφορο.
Στα μισά του δρόμου χτύπησε το τηλέφωνο του αστυνόμου. Έδειχνε ικανοποιημένος με αυτά που άκουγε. Όταν ολοκληρώθηκε το τηλεφώνημα, γύρισε και τους είπε με ικανοποίηση:
«Τηλεφώνησε πάλι στην αστυνομία η αυτόπτης μάρτυρας και ρώτησε αν συνελήφθη ο δολοφόνος. Αυτή τη φορά είπε το όνομά της. Τη λένε κυρία Ευτυχία».
Αντέδρασαν όλοι έντονα.
«Μα αυτή τα έχει χαμένα…»
«Δεν είναι στα καλά της…»
«Μπερδεύει τη φαντασία με την πραγματικότητα…»
«Μπορεί να σας δει και να διαδώσει πως την επισκέφτηκε ο αρχάγγελος Γαβριήλ…».
Τους έκοψε μάλλον απότομα.
«Από τρελό και από μικρό μαθαίνεις την αλήθεια».
«Δεν είναι δυνατόν να την παίρνετε στα σοβαρά;»
«Πού είναι το σπίτι της;»
«Στο δρόμο μας. Απέναντι από το Αλώνι».
«Πάμε εκεί».
Περί τα ογδόντα, εύσωμη με κάτασπρα μαλλιά και ευπροσήγορο χαμόγελο. Τους καλοδέχτηκε. Κάθισαν. Ο άνθρωπος της εξουσίας της συστήθηκε.
«Και τώρα πες μας. Τι είδες το πρωί;»
«Θα σας τα πω όλα, να σας χαρώ. Το παλικάρι κατέβαινε και με χαιρέτησε. Τι κάνεις κυρία Ευτυχία; Πώς τα περνάς; Πώς να τα περνάω, δύσκολα, παλικάρι μου. Έβαλε το χέρι στην τσέπη του και έβγαλε όσα χρήματα είχε. Κράτησε τα κέρματα, και τα άλλα μου τα έδωσε. Θα σου τα έδινα και αυτά, μου είπε, αλλά τα θέλω για να περάσω το ποτάμι. Και έφυγε για το Πέτρινο Αλώνι».
«Και μετά;»
«Μετά ήρθε ο Κοσιατζής».
«Τον είδες καλά;»
«Πώς δεν τον είδα; Άγριος και θυμωμένος. Πήγε εκεί και μάλωσαν. Ως εδώ ακούγονταν οι φωνές τους».
«Και τι έλεγαν;»
«Δεν καταλάβαινα να σας χαρώ».
«Και μετά;»
«Άρχισαν να χτυπιούνται. Ο ένας με την κοσιά και ο άλλος με το στοιχερό».
«Τι είναι αυτό;»
Είπε ο Πρόεδρος:
«Ξύλινος στύλος που βρίσκεται καρφωμένος στο κέντρο του αλωνιού, με διχάλα».
«Και μετά;»
«Και μετά εκείνος του έδωσε μια με την κοσιά και του ξέσχισε την καρδιά».
Χτύπησε το τηλέφωνο του αστυνόμου. Ικανοποιήθηκε με όσα άκουσε.
Έδωσε τις εντολές του.
«Τον έπιασαν τον Κοσιατζή», είπε στους άλλους. «Τον φέρνουν εδώ».
«Εδώ;» αναφώνησε τρομαγμένη η κυρία Ευτυχία. «Θα με σκοτώσει…, θα με σκοτώσει….» έκανε κλαψουρίζοντας και βγήκε από το δωμάτιο. Οι άλλοι έμειναν αμίλητοι και προβληματισμένοι, μέχρι που ακούστηκε το φρενάρισμα ενός αυτοκινήτου.
Πρώτα μύρισαν τη βρώμα του, μετά άκουσαν τα τραυλίσματά του, τραυλίσματα μεθυσμένου, και τελικά τον είδαν μπροστά τους, καθώς τον έσερναν δύο χωροφύλακες. Αξύριστος, άπλυτος, με σχισμένα και καταλερωμένα ρούχα.
«Εσύ είσαι ο Κοσιατζής;» ρώτησε ο αστυνόμος.
«Μά… μά… μάλιστα…»
«Εσύ σκότωσες τον ……;»
«Όχι……»
«Τον είδες το πρωί;»
«Μα… μα…. Μάλιστα».
«Μαλώσατε;»
«Δεν… δεν ήθελε να του… του κόψω τα χόρτα…»
«Και τον χτύπησες;»
«Όχι….. Όχι….. Όχι….».
Από το άνοιγμα της πόρτας πρόβαλε δειλά το κεφάλι της κυρίας Ευτυχίας. Μόλις είδε τον Κοσιατζή, ηρέμησε και μπήκε.
«Καλέ αυτόν πιάσατε;» τους είπε.
«Αυτός δεν είναι ο Κοσιατζής;».
«Όχι να σας χαρώ. Δεν τον σκότωσε αυτός, αλλά ο άλλος. Ο Μεγάλος Κοσιατζής».
Ο Αστυνόμος έδειξε να τα έχει χαμένα. Ο Δάσκαλος έσκυψε και του μίλησε στο αυτί. Ο άνθρωπος της εξουσίας με τη γερακάτη μύτη και τη φάτσα διανοούμενου, άλλαξε δέκα χρώματα. Και όταν ο Δάσκαλος έπαψε να του μιλά, έδωσε εντολή να αφήσουν ελεύθερο τον Κοσιατζή και ζήτησε ένα λεπτό για να κρατήσει σημειώσεις για την έκθεση που θα συνέτασσε. Έγραψε:
Η μαρτυρία αξιόπιστη.
Ο περί ου ο λόγος δολοφονήθηκε στο Πέτρινο τ’ Αλώνι.
Προηγήθηκε σκληρή πάλη.
Ο δράστης ασύλληπτος.
Το όνομά του: Χάρος, επονομαζόμενος και Μεγάλος Κοσιατζής.
Σημείωση: Κοσιατζής είναι αυτός που χειρίζεται την κοσιά. Η κοσιά είναι ειδικό δρεπάνι, που αποτελείται από το κοσιόξυλο με τη λαβή, την κοσιά και τον σφικτήρα. Στο πέρασμά της κόβει τα πάντα. Στις απεικονίσεις του, ο Χάρος κρατάει κοσιά και χαρακτηρίζεται από ηλικιωμένους ανθρώπους της υπαίθρου ως ο Μεγάλος Κοσιατζής.
Κλεισούρα, 16-17 του Ιούνη
Tags: Αργύρης Παυλιώτης