Παπαλυμπέρη Γεωργία: "Η στιγμή"
Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά όταν είδα την πόρτα να ανοίγει απότομα. Έσφιγγα όλο και περισσότερο το σίδερο στα χέρια μου. Είχα οικογένεια, φίλους. Μια ζωή που με περίμενε να την απολαύσω. Δεν μπορούσα να αφεθώ έτσι. Δεν είχα παλέψει ποτέ για κάτι. Δεν χρειάστηκε… έως τώρα.
Άρχισα να τον χτυπάω μανιασμένα. Μια, δύο, τρεις. Σταμάτησα ανασαίνοντας βαριά. Τα χέρια και τα ρούχα μου είχαν γεμίσει με αίματα.
Κοίταξα μπροστά μου τον άντρα που έγινε δέκτης της οργής μου. Δεν είχε αντιδράσει. Δεν είχε παλέψει.
Δεν είχε αντισταθεί. Μελέτησα προσεκτικότερα το πρόσωπο του. «Θεε μου, δεν είναι ΑΥΤΟΣ». Άρχισα να φωνάζω δυνατά καθώς έσκυβα δίπλα του. Τι μπορούσα να κάνω; Τα χέρια μου άγγιζαν τις πληγές του ανίκανα να σταματήσουν το αίμα που έτρεχε. «Συγνώμη, συγνώμη. Ζήσε, σε παρακαλώ».
Το άδειο βλέμμα μου είχε στρέψει την προσοχή του στα ματωμένα χέρια μου. Πόση ώρα μου μιλούσε αυτός ο άνθρωπος πριν αναγκαστεί να καθαρίσει ο ίδιος τα χέρια μου; Μια προσπάθεια να τον προσέξω;
«Γιατί;»
«Δεν ξέρω». Σήκωσα το βλέμμα μου στα μάτια του και εκείνος έφερε μια καρέκλα απέναντι μου. «Αυτό τον ρώτησα και εγώ. Γιατί εμένα; Τι έκανα λάθος; Και εκείνος μου απάντησε: Ήταν η στιγμή».
«Ποιος σας το είπε αυτό; Το θύμα;»
«Ποιο θύμα; Το θύμα είμαι ΕΓΩ». Ένιωθα να πνίγομαι και προσπάθησα να σηκωθώ, αλλά ακόμα μια φορά ήμουν αιχμάλωτη. Αυτήν την φορά χωρίς δεσμά. «Πέθανε;»
«Τι έγινε;»
Είχα καταλάβει. «Τον σκότωσα. Πέθανε. Δεν ήθελα να τον σκοτώσω».
«Το ξέρω».
Ξαφνικά αυτός ο αστυνομικός απέναντι μου ήταν η μόνη μου ελπίδα. Σκότωσα έναν άνθρωπο, έναν άνθρωπο που δεν έφταιγε για τίποτα. Θα πήγαινα φυλακή. Δεν το ήξερα. Δεν το ήθελα.
«Νόμιζα πως θα με σκοτώσει».
«Πείτε μου από την αρχή τι έγινε;» Ο αστυνομικός έπιασε με τα χέρια του τα χέρια μου. Θα με πίστευε. Θα καταλάβαινε.
«Πήγαινα στην δουλειά μου. Ξεκινάω νωρίς, περίπου στις έξι. Έχει κόσμο εκείνη την ώρα, αλλά ο Μηνάς φώναζε συνέχεια να προσέχω, να κλειδώνω τις πόρτες. Ξέρετε, τον κορόιδευα. Δεν ήθελα να φοβάμαι. Τον κατηγορούσα ότι ήταν υπερβολικός. Κλειδώνω τις πόρτες του αυτοκινήτου μόνο όταν το θυμάμαι ή αν έχει ξυπνήσει ο Μηνάς πρωί και μου το υπενθυμίσει. Εκείνη την μέρα τις ξέχασα. Δεν τον είδα…. Όταν με χτύπησε ο αέρας από την πόρτα που άνοιξε ξαφνιάστηκα. Γύρισα και με βάρεσε στο πρόσωπο». Άγγιξα το πρόσωπο μου στο σημείο που θυμόμουν. Κι αυτό θυμόταν. Πονούσα και ένιωσα βαρίδι τα δάχτυλα μου επάνω του.
«Τι θυμάστε μετά;»
«Ξύπνησα δεμένη σε μια καρέκλα». Κοίταξα με τρόμο την καρέκλα που καθόμουν και σηκώθηκα όρθια. Δεν μπορούσα.
Ένιωσα το σώμα μου σαν λιωμένο παγωτό που δεν μπορεί να σταθεί όρθιο.
«Ας κάτσουμε εδώ».
Κοίταξα τον άνθρωπο που με έπιασε πριν πέσω. Ο καναπές ήταν καλύτερος. Ναι.
«Στην αποθήκη που με βρήκατε. Εκεί με είχε. Ήταν ένα μόνο δωμάτιο. Αχανές, αλλά ένα. Κι όμως κατάφερνε πάντα να εξαφανίζεται και να με αφήνει ώρες μόνη. Ίσως να έπρεπε να νιώθω ανακούφιση, αλλά ένιωθα τρόμο. Όταν ήταν εκεί μπορούσα να τον ελέγχω. Ήξερα τι κάνει; Όταν ήταν αλλού; Που ήταν; Κι αν ετοίμαζε για εμένα έναν πυροβολισμό; Θα μπορούσε από μακριά. Εγώ όμως δεν θα ήξερα. Δεν θα μπορούσα να αντιδράσω, να κάνω κάτι. Έστω, να μην κάνω τίποτα». Έσφιγγα τα χέρια μου το ένα μέσα στο άλλο. Ήξερα τι δεν άντεχα άλλο. Την αβεβαιότητα που ζούσα ακόμα μια φορά μέσα από την θύμηση μου. «Τον προκάλεσα, τον παρακάλεσα. Τίποτα. Δεν αντιδρούσε. Δεν μου μιλούσε. Δεν μου εξηγούσε. Κι εγώ θύμωνα. Θύμωνα όλο και περισσότερο, ώσπου κάποια στιγμή συμβιβάστηκα. Ήθελα μόνο να ξέρω γιατί. Γιατί εμένα; Νομίζω πως το είδε, το κατάλαβε. Είχα παραδοθεί. Και του άρεσε. Ήταν η πρώτη φορά που κάθισε απέναντι μου. Η πρώτη φορά που μου μιλούσε. Μου είπε πως ήταν η στιγμή. Μια γυναίκα μόνη με ανοικτές τις ασφάλειες του αυτοκινήτου σε έναν κόσμο που έχει πάψει εδώ και καιρό να ενδιαφέρεται».
Σταμάτησα να μιλάω και ο αστυνομικός απέναντι μου περίμενε στωικά να συνεχίσω. Να βρω την δύναμη να τελειώσω μια αφήγηση σε ένα παραμύθι που ποτέ δεν μου άρεσε.
«Εκείνη ήταν η στιγμή που ένιωσα πως όλα τελείωσαν. Εκεί θα πέθαινα. Δεν θα με άφηνε ποτέ να φύγω. Δεν ήθελε χρήματα. Δεν ήθελε το κορμί μου. Από την πρώτη στιγμή με απέρριπτε ως γυναίκα, ως άνθρωπο. Δεν έδινε καμία αξία σε εμένα».
«Σε είχε δύο μέρες…»
«Ψάχνεις μια λογική εξήγηση και δεν υπάρχει. Έχω σκεφτεί τα πάντα. Δυο μέρες. Δυο μέρες με είχε δεμένη στην καρέκλα. Δυο μέρες με είχε χωρίς νερό και φαγητό στα σκοτάδια. Προσπαθούσα. Λένε ότι συνηθίζεις στο σκοτάδι μετά από λίγο. Ίσως να το ήξερε και αυτός, γι’ αυτό άναβε το φως για λίγο και μετά το ξαναέκλεινε. Δεν μπορούσα να συνηθίσω. Δεν μπορούσα να διακρίνω το πρόσωπο του όταν ερχόταν. Όταν το φως έμεινε ανοικτό παραπάνω από πέντε λεπτά κατάλαβα ότι είχε φύγει. Με είχε αφήσει εκεί να πεθάνω. Μόνη. Δεμένη». Δεν ένιωσα τα δάκρυα που έτρεχαν στο τραυματισμένο μου πρόσωπο. Το κατάλαβα όταν είδα τον αστυνομικό να με σκουπίζει με το μαντήλι του.
«Είχε φύγει;»
«Είχε φύγει. Έκοψα τα χέρια μου για να λυθώ».Χάιδεψα τις πληγές στους καρπούς μου. «Προσπάθησα να ανοίξω την πόρτα. Να την σπάσω. Δεν κατάφερα τίποτα. Είχα λυθεί και δεν μπορούσα να φύγω από εκεί. Ένιωθα να ασφυκτιώ. Έκατσα εξαντλημένη για πολύ ώρα πίσω από την πόρτα πριν ακούσω τα βήματα του. Η όραση μου δεν αυξήθηκε, αλλά η ακοή μου έγινε υπερευαίσθητη. Σηκώθηκα και πήρα το πρώτο βαρύ σίδερο που βρήκα μπροστά μου. Θα ζούσα. Κι αν έπρεπε να σκοτώσω για αυτό, θα το έκανα».
«Ο άντρας που μπήκε, αυτός που χτυπήσατε, είναι αυτός που σας απήγαγε και σας είχε φυλακισμένη επί δύο μέρες;»
«Δεν ξέρω. Δεν είμαι σίγουρη. Ήθελα μόνο να σωθώ».
Δεν ένιωσα αθώα, αλλά μπόρεσα να ανασάνω και να χαμογελάσω στον άντρα μου την ώρα που άκουσε την αθωωτική απόφαση του δικαστηρίου και με αγκάλιασε σφιχτά. Όλοι τους ήταν εκεί. Οι φίλοι μου, η οικογένεια μου. Ο αστυνομικός με είχε πιστέψει, όλοι με είχαν πιστέψει, γιατί έλεγα την αλήθεια.
«Θα σε είχε σώσει». Άκουσα πολλά άσχημα πράγματα βγαίνοντας από το δικαστήριο. Αυτές οι λέξεις μαζί με πόνο που είπε η γυναίκα του άντρα που σκότωσα ήταν οι μόνες που κατάφεραν να με ταράξουν.
«Μην το σκέφτεσαι. Ήταν πόλεμος εκείνη την ώρα. Θέμα επιβίωσης». Ο Μηνάς προσπαθούσε από ώρα με ότι επιχειρήματα μπορούσε να σκεφτεί να με καταφέρει να ξεχάσω το θύμα και την γυναίκα του που στοίχειωνε τα όνειρα μου.
«Θα νιώθει τόσο αδικημένη αυτή η γυναίκα».
«Είσαι αθώα. Ο αστυνόμος μου το είπε ξεκάθαρα από την πρώτη στιγμή. Όλες οι αποδείξεις ήταν υπέρ σου. Η αφυδάτωση, η εξάντληση, τα χτυπήματα, ο χώρος που σε κρατούσε αποδείκνυαν την ιστορία σου. Την αλήθεια».
«Ήταν αθώος και αυτός». Απάντησα πριν τον αφήσω να με νανουρίσει στην αγκαλιά του για το υπόλοιπο βράδι.
«Νεφέλη;»
«κύριε Αστυνόμε…Καλημέρα». Ο αστυνομικός που με άκουσε, που με πίστεψε ήταν μπροστά μου.
«Καλημέρα. Έλα πέρασε. Σε τι μπορώ να σε βοηθήσω;» Είχε ξαφνιαστεί που με έβλεπε εκεί, αλλά… το είχα πει στον Μηνά. Ήταν πολύ ευγενικός για το επάγγελμα του.
«Ήθελα να μάθω. Ο άντρας που σκότωσα, ο Πέτρας, τι ήθελε εκεί; Γιατί ήρθε;»
«Είχε έρθει για να δουλέψει. Θα καθαρίζανε και θα βάφανε την αποθήκη για να την χρησιμοποιήσει ο ιδιοκτήτης της».
«Ήταν και άλλος μαζί του;»
«Ναι. Ο νεαρός που σε άκουσε και κάλεσε την αστυνομία και το ασθενοφόρο». Τον είδα να διστάζει για λίγο. «Νεφέλη, άκουσε με. Δεν υπάρχει λογική σε μερικά πράγματα. Άκουσα τι σου είπε η κυρία Πέτρα. Ίσως να έχει δίκαιο. Ίσως και να τρόμαζε αυτός τόσο που να σκότωνε εσένα χωρίς να το θέλει. Οι πιθανότητες είναι πολλές. Μην χαραμίσεις την ζωή σου να σκέφτεσαι τι θα μπορούσε, τι θα έπρεπε να γίνει. Απλά ζήσε. Γι’ αυτό δεν πάλεψες; Μην το εγκαταλείψεις τώρα».
Έκανα πράξη τα λόγια του. Δεν εγκατέλειψα. Είχα πληρώσει μεγάλο τίμημα και δεν ήθελα να πάει χαμένο. Οι μέρες ήταν και πάλι δικές μου. Ο φόβος δεν έφυγε από το κορμί μου, αλλά προσπαθούσα. Πήγαινα κόντρα στον άνεμο τις δικής μου καρδιάς.
«Μηνά, από την Δευτέρα θα ξεκινήσω δουλειά. Μίλησα με το αφεντικό μου. Μου είπε ότι με περιμένει με ανοικτές αγκάλες. Ξέρει πώς να μας κάνει όλους να αισθανόμαστε μοναδικοί».
«Τέλεια. Τον ενημέρωσες ότι σε λίγους μήνες θα σταματήσεις;»
«Μηνά, μια εγκυμοσύνη δεν κρύβεται. Και βέβαια του το είπα».
Σηκώθηκε από την θέση και με φίλησε τρυφερά στα χείλη. «Είμαι περήφανος για εσένα».
Μου άρεσε να με κρατάει στην αγκαλιά του. Ήμουν και εγώ περήφανη για εμένα και ας προσπαθούσα να μη το λέω. Το ομολογούσα όμως στον εαυτό μου.
Του χαμογέλασα όταν τον είδα να ξεβολεύεται για να ανοίξει την πόρτα.
«κύριε Αστυνόμε;»Άκουσα την φωνή του και ένιωσα τους χειρότερους φόβους του να γίνονται πραγματικότητα. Κάτι είχαν βρει και εγώ θα πήγαινα φυλακή. Μπορεί να μην το είχε παραδεχτεί ποτέ, αλλά δεν πίστευε στο σύστημα. Ένιωθε πως αν και αθώα θα προσπαθούσαν να με κατηγορήσουν.
«Νεφέλη…» με κοιτούσε με λύπη. Με κοιτούσε όπως την πρώτη μέρα που αναγκάστηκε να μου σκουπίσει τα αίματα από τα χέρια μου. Τον ενθάρρυνα με ένα χαμόγελο. Ήμουν έτοιμη να ακούσω τα πάντα. «Ο κ. Πέτρος ήταν ο άντρας που σε είχε απαγάγει». Μου κρατούσε τα χέρια όπως την πρώτη φορά που τον είδα.
Ήμουν έτοιμη να ακούσω τα πάντα; Όχι αυτό. Ένιωσα και την δική του θλίψη. Είχαμε πιστέψει στην ιστορία του ήρωα που πέθανε κάνοντας το καλό.
«Βρήκαμε τα δακτυλικά του αποτυπώματα στο αυτοκίνητο σου, στην αποθήκη και στο σκοινί που σε έδεσε».
«Ερχόταν να με ελευθερώσει. Γιατί;»
«Ή να σε σκοτώσει. Να σκοτώσει μια εισβολέα που τον ξάφνιασε. Πιο πιθανό ήταν ότι ήθελε να σε τρομοκρατήσει. Δεν καταλαβαίνουμε γιατί και δεν θα το μάθουμε. Η γυναίκα του μας είπε ότι είχε ψυχολογικά προβλήματα, αλλά δεν δέχτηκε θεραπεία. Ίσως αν είχε δεχτεί να ξέραμε γιατί έκανε ότι έκανε ή να μην είχαμε φτάσει καν εδώ».
Του χαμογέλασα. Μόλις μου είχε προσφέρει ένα δώρο. Έστω και ημιτελές. Δεν είχα σκοτώσει έναν αθώο, είχα σκοτώσει έναν ένοχο.
«Σε ευχαριστώ».
«Δεν μπορώ να σου πω γιατί το έκανε, γιατί σε έκανε να υποφέρεις».
«Ήταν η στιγμή».
Tags: Γεωργία Παπαλυμπέρη