Γαλανόπουλος Νεοκλής (μετάφραση): "Μια διάλεξη για το άλικο, υπό Τζων Χ. Γουώτσον"
Υπό δρος Τζων Χ. Γουώτσον, M.D.
Μετάφραση: Νεοκλής Γαλανόπουλος*
[Σημ. του μεταφραστή: Το κείμενο που ακολουθεί (πρωτότυπος τίτλος A Lecture On Scarlet) βρέθηκε πρόσφατα, σε χειρόγραφη μορφή, ανάμεσα σε προσωπικά έγγραφα του δρα Τζων Γουώτσον, του διάσημου βιογράφου τού ακόμη πιο διάσημου ντετέκτιβ Σέρλοκ Χολμς. Από το περιεχόμενό του προκύπτει ότι το κείμενο είχε γραφτεί για το περιοδικό The Strand, που φιλοξενούσε τις ιστορίες του μεγάλου ντετέκτιβ, αλλά, για άγνωστους λόγους, δεν δημοσιεύθηκε ποτέ.]
Θα μπορούσε να είναι ένα τυπικό απόγευμα,όπως όλα εκείνα που περνούσαμε μαζί με τον Σέρλοκ Χολμς στο καθιστικό της κοινής μας κατοικίας, στον αριθμό 221Β της οδού Μπέικερ. Εγώ καθόμουν στο τραπέζι, με ένα σχεδόν άδειο φλυτζάνι τσάι και κάμποσα εντελώς άδεια πιατάκια του γλυκού μπροστά μου, προσηλωμένος, όσο μπορούσα, στην ανάγνωση ενός βιβλίου. Ο φίλος μου είχε μισοξαπλώσει, ως συνήθως, στον καναπέ και κάπνιζε την πίπα το υυποτονθορύζοντας κατ' αραία διαστήματα κάποια lieder, μάλλον του Μέντελσον.
Θα μπορούσε να είναι, αλλά δεν ήταν, διότι το περί ου ο λόγος απόγευμα ήταν αυτό της 8ης Ιουνίου του σωτηρίου έτους 1907, χρονικό σημείο από το οποίο έχουν διαρρεύσει έως τώρα, που γράφονται αυτές οι αράδες, μολίς δύο ημέρες.Μπορεί, ενόσω διάβαζα το βιβλίο μου, η ζωηρή φαντασία μου να με ταξίδευε στην οδό Μπέικερ, αλλά στην πραγματικότητα ο Χολμς και εγώ βρισκόμασταν στο δικό μου σπίτι, σ οποίο είχα μετακομίσει όταν είχα νυμφευθεί την εκλιπούσα δεύτερη σύζυγό μου, επί της οδού Βασιλίσσης Άννης. Από τον δρόμο δεν ακούγονταν οπλές αλόγων και φωνές αμαξάδων, αλλά ο αδιάκοπος και ανυπόφορος θόρυβος από αυτά τα αυτοκινούμενα οχήματα με τις μηχανές εσωτερικής καύσεως, τα οποία, ως φαίνεται, θα αποτελέσουν τη μάστιγα του 20ου αιώνος. Όσο για τον φιλοξενούμενό μου, οι αναγνώστες της παρούσας μηνιαίας περιοδικής εκδόσεως με την πλούσια εικονογράφηση πολύ δύσκολα θα μπορούσαν να μαντέψουν την ταυτότητά του. Οι ώμοι του είχαν κυρτώσει, είχε πάρει αρκετά κιλά, τα μαλλιά του ήταν γκρίζα, μακριά και αχτένιστα, είχε αφήσει γένια και φορούσε έναν απηρχαιωμένο, καταταλαιπωρημένο κοιτωνίτη, που ακόμη και ο Εμπενήζερ Σκρουτζ δεν θα καταδεχόταν να φορέσει. Οφείλω να ομολογήσω πως ούτε εγώ τον είχα αναγνωρίσει την προηγουμένη, όταν είχα πάει να τον παραλάβω από τον σταθμό κατά την άφιξή του από το Σάσεξ, όπου διέμενε μόνιμα, αφ’ ότου είχε αποσυρθεί από την ενεργό δράση. Εκείνος με είδε πρώτος καθώς περνούσα ανύποπτος δίπλα του, και με σταμάτησε φράζοντάς μου τον δρόμο με το μπαστούνι του, πράγμα απίστευτο, όχι επειδή τα τελευταία τέσσερα χρόνια που είχαμε να συναντηθούμε έχω γίνει και εγώ αγνώριστος (ελάχιστα έχω αλλάξει), αλλά επειδή δεν μπορούσε να με δει. Τίποτε δεν μπορούσε να δει παρά μόνο θολές σκιές, καθόσον μία έκρηξη κατά τη διενέργεια ενός αποτυχημένου – ή, ίσως, επιτυχημένου– πειράματος στο εργαστήριο, το οποίο διατηρεί ως αφοσιωμένος θεράπων της επιστήμης της Χημείας στην αγροικία του στα Σάουθ Ντάουνς, όπου κατά τα άλλα ενδιατρίβει στη μελέτη των μελισσών, είχε ως συνέπεια να υποστεί σοβαρά οφθαλμικά εγκαύματα. Αυτή ήταν, άλλωστε, και η αιτία του ταξιδιού του στην πρωτεύουσα. Είχε αφήσει εσπευσμένα το ησυχαστήριό του, προκειμένου να τον εξετάσει εξειδικευμένος ιατρός. Στην ερώτησή μου πώς με είχε αντιληφθεί, αφού δεν έβλεπε και εγώ περπατούσα σιωπηλός, η απάντηση του ότι με είχε ξεχωρίσει το χαρακτηριστικό (sic!) βάδισμα μου.
Ευτυχώς, ο διαπρεπής οφθαλμίατρος σερ Άρθουρ Κ. Ντόυλ, τον οποίον επισκεφθήκαμε πρωί πρωί, είχε διαβεβαιώσει τον φίλο μου ότι η όρασή του θα επανερχόταν στην προτέρα κατάσταση εντός ολίγων ημερών και πλέον καμία ανησυχία δεν σκίαζε τη χαρά μου για την επανασύνδεσή μας. Εκείνος όμως, παρά την ενθαρρυντική πρόβλεψη από τα πιο έγκυρα χείλη και τις επανειλημμένες προσπάθειές μου να του τονώσω το ηθικό, παρέμενε δύσθυμος και λιγομίλητος. Ήλπιζα, ωστόσο, πως αυτό θα άλλαζε σύντομα. Είχα θυμηθεί το βιβλίο το οποίο διάβαζα εκείνες τις ημέρες και, συσχετίζοντάς το με κάτι που συνέβαινε συχνά τα παλαιά χρόνια, είχα βρει έναν τρόπο να το χρησιμοποιήσω ούτως ώστε να του φτιάξω τη διάθεση. Μόνο που έπρεπε να τελειώσω πρώτα το βιβλίο, εξ ου και το ίδιο απόγευμα συνέχισα την ανάγνωση με ταχύτερο ρυθμό από πριν. Ανέλπιστα ταχύτερο, υπό τις δεδομένες συνθήκες.
Τώρα που το καλοσκέπτομαι, θα έπρεπε, μιας και ήδη από τον σιδηροδρομικό σταθμό είχα εξακριβώσει πως μόνον η εξωτερική εμφάνιση του φίλου μου δεν ήταν ίδια όπως παλιά, να έχω φαντασθεί ότι θα μου χαλούσε την έκπληξη και να έχω αντιδράσει διαφορετικά, όταν με ρώτησε εξαπίνης:
«Έχεις βάλει στοίχημα με τον μεσιέ Αλτέρ;»
«Δεν είναι δυνατόν…!» αναφώνησα αυθορμήτως, αφού κοίταξα με προσοχή τις γάζες στα μάτια του και διαπίστωσα ότι τα κάλυπταν εξολοκλήρου.
«Όντως, δεν είναι δυνατόν μετά από είκοσι πέντε χρόνια γνωριμίας και τόσες υποθέσεις, να εκπλήσσεσαι όπως την πρώτη φορά», είπε. Είχε ύφος αδιάφορο, αλλά η φωνή του πρόδιδε την ικανοποίησή του.
«Μα… κατάλαβες τι διαβάζω; Πώς στην ευχή τα κατάφερες;»
«Τώρα είναι που πρέπει να πω: “Στοιχειώδες, αγαπητέ Γουώτσον”; Δεν το βαρέθηκες πια αυτό το παιχνίδι;»
«Παιχνίδι είναι για σένα. Για μένα είναι μυστήριο».
Η πομπώδης δήλωσή μου φάνηκε να τον διασκεδάζει. Κατέβασε τα πόδια του από τον καναπέ και είπε χαμογελώντας: «Πολύ καλά. Ας παίξουμε».
Προσπάθησα να μη φανερώσω ούτε εγώ την ικανοποίησή μου. Μπορεί να μην είχα προφθάσει να θέσω σε εφαρμογή το σχέδιό μου, αλλά το σημαντικό ήταν πως ο στόχος μου, όπως έδειχνε το μειδίαμα του Χολμς, είχε επιτευχθεί.
«Σε ακούω λοιπόν», είπα.
«Όχι, όχι», έκανε εκείνος. «Εγώ σε ακούω, εσύ απλώς αντιλαμβάνεσαι ήχους». [Σ.τ.μ.: Εδώ ο Χολμς αντιδιαστέλλει το ρήμα listen(=ακούω κάτι προσεκτικά και το κατανοώ) από το ρήμα hear, που δηλώνει ότι κάποιος ήχος φτάνει στ’ αυτιά μου.]
«Δηλαδή περιμένεις να πιστέψω ότι άκουσες ποιο βιβλίο διαβάζω από μέσα μου;»
«Όπως όλοι όσοι έχουν την τύχη να βλέπουν, έτσι κι εσύ υποτιμάς την ακοή, καλέ μου φίλε! Μέγα σφάλμα! Είναι σαν να ισχυρίζεται κανείς ότι στο σκάκι νικά μόνον όποιος έχει βασίλισσα! Πρέπει να σου πω ότι, χάρη σ’ αυτήν την τόσο πολύτιμη αίσθηση, ξέρω πόσα σκόουνς και πόσα σάντουιτς με αγγουράκι πήρες με το τσάι σου· ξέρω πως, αν και τα τίμησες εξίσου και τα μεν και τα δε, τα σκόουνς σού άρεσαν καλύτερα· ξέρω πως έχεις να ξυρισθείς από το πρωί· ξέρω ότι η ώρα είναι 6.30 ακριβώς…»
«Άκουσες το Μπιγκ Μπεν από ’δώ;»
«Όχι δα, με όλη αυτή τη φασαρία απ’ έξω! Δεν έχει προλάβει να οξυνθεί τόσο η ακοή μου, όπως λένε ότι συμβαίνει σε όσους χάνουν το φως τους. Ακούω ό,τι κι εσύ. Ή μήπως δεν ακούς την κίνηση του λεπτοδείκτη;»
Έδειξε με αξιοθαύμαστη ακρίβεια το ρολόι που βρισκόταν επάνω στην κορνίζα του τζακιού. Βρήκα τη σπάνια ευκαιρία να τον διορθώσω και δεν την άφησα να πάει χαμένη.
«Έκανες λάθος όμως, το ρολόι δείχνει 6.29».
«Εσύ είσαι ο υπεύθυνος γι’ αυτήν την απόκλιση. Όταν ήρθε το τσάι, σε ρώτησα, εάν θυμάσαι, και εσύ κοίταξες αυτό το ρολόι – δεν έβγαλες εκείνο που έχεις στην τσέπη σου – και μου είπες πως η ώρα ήταν 5.15. Τώρα αποδεικνύεται ότι το ρολόι έδειχνε 5.14!»
«Σωστά», παραδέχθηκα. «Αλλά εσύ καθόσουν τόσην ώρα και μετρούσες πόσες φορές κινήθηκε ο λεπτοδείκτης;»
«Μεταξύ άλλων…» με αποστόμωσε.
Άναψε πάλι την πίπα του και προσέθεσε σε διδακτικό τόνο, υπονομευόμενο από την πρόδηλη ιλαρότητά του:
«Εύκολα λοιπόν μπορείς να καταλάβεις με ποιον τρόπο κατέληξα στο προαναφερθέν συμπέρασμα περί Αλτέρ».
Στο σημείο αυτό πρέπει να εξηγήσω στους υπομονετικούς αναγνώστες ότι ο εξ Αλσατίας ορμώμενος κ. Πωλ Αλτέρ, κάτοικος Παρισίων, είναι ο Γάλλος μεταφραστής μου, με τον οποίο με συνδέει έκπαλαι ειλικρινής φιλία.
«Κι όμως δεν καταλαβαίνω», αντέλεξα. «Κατ’ αρχάς, ποιος μίλησε περί Αλτέρ;»
«Ουδείς. Από άλλο σημείο πρέπει να ξεκινήσεις. Μπροστά στα μάτια σου βρίσκεται η εξήγηση, χρησιμοποίησέ τα!»
Ξεφύσηξα ανυπόμονα, όχι επειδή με είχε ενοχλήσει το ύφος του βέβαια, αλλά επειδή με είχε φάει η περιέργεια.
Χολμς: "Παρατήρησα ότι αρκετά συχνά διέκοπτες την ανάγνωση του βιβλίου σου για να ξεφυλλίσεις ένα άλλο βιβλίο, που έχεις ανοιχτό στο τραπέζι".
«Δεν υπάρχει λόγος να εξάπτεσαι, καλέ μου Γουώτσον. Ακολουθώ τους κανόνες του παιχνιδιού. Δεν θα σε βασανίσω άλλο όμως· άκου την πορεία του συλλογισμού μου. Παρατήρησα ότι αρκετά συχνά διέκοπτες την ανάγνωση του βιβλίου σου για να ξεφυλλίσεις ένα άλλο βιβλίο, που έχεις ανοιχτό στο τραπέζι. Επίσης, κάποιες φορές σταματούσες και κάτι έγραφες βιαστικά, προφανώς στο σημειωματάριό σου. Κάνω λάθος;»
«Όχι».
«Τι θα μπορούσε λοιπόν να είναι αυτό το δεύτερο βιβλίο; Ασφαλώς, ένα λεξικό. Συναντούσες άγνωστες λέξεις και ανέτρεχες στο λεξικό. Άρα διαβάζεις κάτι ξενόγλωσσο. Σωστά μέχρις εδώ; Ήταν τόσο δύσκολο;»
«Έτσι όπως το παρουσιάζεις, όχι».
«Από τη συχνότητα των άγνωστων λέξεων συνήγαγα ότι το βιβλίο σου είναι γραμμένο στα γαλλικά. Γερμανικά γνωρίζεις άπταιστα, δεν θα χρειαζόσουν λεξικό, τα δε λατινικά σου – εάν υποθέσουμε ότι άρχισες όψιμα να ενδιαφέρεσαι για τους κλασικούς - τα έχεις σχεδόν ξεχάσει. Άλλη ξένη γλώσσα δεν μιλάς. Γιατί όμως κρατάς σημειώσεις;»
«Εσύ θα μου πεις».
«Το ζήτημα με προβλημάτισε, οφείλω να ομολογήσω, για μερικά δευτερόλεπτα, ώσπου θυμήθηκα το τελευταίο γράμμα σου, όπου μου έγραφες ότι ο φίλος σου ο Αλτέρ θα ερχόταν στο Λονδίνο αυτές τις ημέρες».
«Παίζεις με τις λέξεις!» αναφώνησα.
«Δεν απαγορεύεται, φαντάζομαι».
«Ναι, αλλά αυτό σημαίνει ότι το συμπέρασμά σου δεν προέκυψε μόνο απ’ όσα άκουσες. Δεν νομίζω πως κάτι τέτοιο είναι σύμφωνο με τους κανόνες του παιχνιδιού».
«Πώς όχι; Αφού είναι σύμφωνο με τους κανόνες της τυπικής Λογικής. Η παρατήρηση από μόνη της είναι αδύνατον να οδηγήσει σε συμπέρασμα, εάν δεν συνδυασθεί με μία a priori γνώση. Θα είχες λόγο να παραπονείσαι, μόνον εάν σου είχα αποκρύψει τη συγκεκριμένη πληροφορία· αλλά εσύ ο ίδιος μου την είχες δώσει. Συνεχίζω. Αφού ήξερα ότι πρόσφατα είχες συναντήσει τον Αλτέρ, ήταν λογικό να υποθέσω ότι εκείνος σου είχε δώσει το γαλλικό βιβλίο. Ήξερα επίσης, επειδή και αυτό μου το έχεις γράψει κάποτε, ότι ο μεσιέ Αλτέρ, ίσως λόγω πληγωμένου εθνικού γοήτρου, σου έχει εκφράσει με το θάρρος της πολυετούς φιλίας σας, χωρίς να αμφισβητεί βέβαια την ιστορική ακρίβεια των γραφομένων σου, τη δυσπιστία του για το κατά πόσον οι ικανότητές μου είναι τόσο υπερφυείς όσο αρέσκεσαι να τις χαρακτηρίζεις, εάν δηλαδή είμαι πράγματι σε θέση να διαλευκάνω οποιοδήποτε μυστηριώδες έγκλημα. Όλα τα ανωτέρω λοιπόν με οδήγησαν στο ασφαλές συμπέρασμα ότι σου έδωσε ένα βιβλίο που αφορά σε μία ιδιαιτέρως περιπεπλεγμένη ποινική υπόθεση, για να το θέσεις υπ’ όψιν μου. Αφού όμως τέτοια υπόθεση δεν έχει υπάρξει διεθνώς – θα την ήξερα-, το βιβλίο δεν μπορεί παρά να είναι μυθιστόρημα. Το μόνο για το οποίο διατηρώ αμφιβολίες, επειδή δεν τον γνωρίζω τόσο καλά τον άνθρωπο, είναι εάν σου πρότεινε να βάλετε στοίχημα».
Χρειάσθηκε να επαναλάβει την τελευταία πρόταση για να αντιληφθώ ότι ήταν ερώτηση, τόσο είχα εντυπωσιασθεί από τον άψογο συλλογισμό του.
«Πράγματι», απήντησα, «αλλά δεν δέχθηκα».
Είδα την έκπληξή του και έσπευσα να διευκρινίσω:
«Επειδή θα ήταν σαν να τον έκλεβα!»
«Εύγε, Γουώτσον, φέρθηκες σαν αληθινός φίλος!»
Προς στιγμήν δεν κατάλαβα εάν εννοούσε φίλος δικός του ή του Αλτέρ, αλλά κατόπιν μου λύθηκε η απορία, διότι προσέθεσε εύθυμα: «Η Εγκάρδια Συνεννόηση [EntenteCordiale] στην πράξη!»
«Υπερβάλλεις, Χολμς».
Σηκώθηκε από τον καναπέ και, αποφεύγοντας με άνεση τα έπιπλα, πλησίασε στο τζάκι.
«Τι υπόθεση έχει λοιπόν αυτό το τρομερό πόνημα;» με ρώτησε, ενώ άδειαζε την πίπα του κτυπώντας την στο προστατευτικό πλέγμα. «Ο τίτλος του ποιος είναι;»
«Το μυστήριο του κίτρινου δωματίου. Είναι ενός νέου συγγραφέα, ονόματι Γκαστόν Λερούξ… Λερού».
«Μάλιστα. Άλλο ένα από αυτά τα μυστήρια του συρμού, όπου ο συγγραφέας προσπαθεί να δημιουργήσει στον αναγνώστη την εντύπωση ότι το προς εξιχνίαση έγκλημα διαπράχθηκε ως δια μαγείας μέσα σ’ έναν απροσπέλαστο κλειστό χώρο, συνήθως δωμάτιο κλειδαμπαρωμένο από μέσα, ή φρουρούμενο και ούτω καθεξής».
«Ακριβώς».
«Για να είμαι ειλικρινής, περίμενα κάτι πιο πρωτότυπο».
«Είναι πρωτότυπο, σε διαβεβαιώ».
«Δεν μπορεί να είναι, αγαπητέ Γουώτσον. Αυτό το είδος προβλήματος επιδέχεται μόνο έξι λογικές λύσεις».
«Μόνο;»
«Για να ακριβολογούμε, τόσες είναι οι κατηγορίες στις οποίες κατατάσσονται οι πιθανές λύσεις του».
Ακούμπησε τον αγκώνα του στην κορνίζα του τζακιού και άρχισε την απαρίθμηση.
«Κατηγορία πρώτη: το δωμάτιο φαίνεται, αλλά δεν είναι ερμητικώς κλειστό. Αναφέρω εκ του προχείρου δύο ειδικότερες περιπτώσεις. Ο δράστης παρεισδύει στο δωμάτιο από μία δίοδο, την οποία καλύπτει φεύγοντας, π.χ. αφαιρεί ένα τζαμάκι από το παράθυρο είτε ολόκληρο το παράθυρο μαζί με το πλαίσιο, και ύστερα το επανατοποθετεί, ή μπαίνει σαν κύριος από την πόρτα, σκοτώνει το θύμα, βάζει το κλειδί στην κλειδαριά από την εσωτερική πλευρά, βγαίνει έξω και κλειδώνει την πόρτα γυρίζοντας το κλειδί με μία λεπτή πένσα, ή αμπαρώνει τραβώντας τον σύρτη μ’ ένα σπάγκο, ή κρύβεται στο δωμάτιο και αναμιγνύεται με τους μάρτυρες όταν εκείνοι μπαίνουν μέσα. Στην άλλη περίπτωση, ο δράστης πλήττει το θύμα του από κάποιο αφύλακτο άνοιγμα, φερ’ ειπείν από την κλειδαρότρυπα ή από την καμινάδα. Κάπως παρατραβηγμένο, βέβαια, αλλά σε αυτού του είδους τα αναγνώσματα το παν είναι ο αιφνιδιασμός του αναγνώστη.
»Κατηγορία δεύτερη: μέσα στο δωμάτιο υπάρχει μία θανάσιμη παγίδα, π.χ. ένα βιβλίο εμποτισμένο με δηλητήριο, το οποίο εξαφανίζει εκ των υστέρων ο δράστης, ένα εκκρεμές μ’ ένα περίστροφο κρυμμένο μέσα στον κούκο, και ούτω καθεξής.
»Κατηγορία τρίτη: τυχαίο γεγονός, το οποίο μοιάζει με φόνο, π.χ. μία βαριά ξύλινη υδρόγειος πέφτει από το επάνω ράφι της βιβλιοθήκης στο κεφάλι του θύματος, αναπηδά και καταλήγει μέσα στο αναμμένο τζάκι, όπου καίγεται ολοσχερώς. Άλλως, αυτοκτονία, η οποία, εκ προθέσεως ή εκ τύχης, δίνει την εντύπωση εγκληματικής ενέργειας, π.χ. ο θανάσιμα τραυματισμένος αυτόχειρ ανοίγει το παράθυρο, πετάει το πιστόλι στο ποτάμι, στη λίμνη, σ’ ένα κάρο που περνάει από κάτω, μανταλώνει το παράθυρο και ξεψυχά με την ησυχία του.
»Κατηγορία τέταρτη. Εδώ τα πράγματα σοβαρεύουν· πρόκειται για “επιστημονική” μέθοδο. Φρονώ πως της αξίζει ένας λατινικός όρος. Για να σκεφθώ… Errortemporis, πλάνη περί τον χρόνο τελέσεως του εγκλήματος. Πώς σου φαίνεται ο νεολογισμός μου;»
Μέχρι εκείνη τη στιγμή είχα μείνει άφωνος· ακούγοντας όμως την τελευταία αυτή κατηγορία, τόσο σφοδρή ήταν η κατάπληξή μου, ώστε αναφώνησα σε άπταιστη καθομιλουμένη:
«Τι ’ν’ τούτο;»
«Τουτέστιν, το έγκλημα διαπράττεται σε χρονικό σημείο άλλο από εκείνο που νομίζουν οι μάρτυρες – και οι αναγνώστες -, είτε πρωτύτερα είτε αργότερα. Στην πρώτη περίπτωση, το θανάσιμα τραυματισμένο θύμα προλαβαίνει και κλειδώνεται μέσα στο δωμάτιο. Στη δεύτερη, ο δράστης μπαίνει στο δωμάτιο μαζί με μάρτυρες που έχουν την εντύπωση ότι το θύμα είναι ήδη νεκρό – ενώ είναι, φερ’ ειπείν, ναρκωμένο - και σκοτώνει το θύμα χωρίς να τον αντιληφθούν οι υπόλοιποι παρόντες.
»Κατηγορία πέμπτη. Μαντεύεις ποια. Errorloci, πλάνη περί τον τόπο του εγκλήματος».
«Εννοείς ότι ο δολοφόνος σκοτώνει το θύμα του αλλού και μεταφέρει το πτώμα στο δωμάτιο;»
«Αυτό εμπίπτει στην προηγούμενη κατηγορία. Σε τούτη εδώ, ο δράστης κάνει τους μάρτυρες να πιστέψουν ότι ο φόνος λαμβάνει χώρα σε μία δεδομένη στιγμή μέσα σ’ ένα δωμάτιο, ενώ στην πραγματικότητα έχει γίνει ήδη ή πρόκειται να γίνει σε άλλο δωμάτιο, το οποίο οι παραπλανημένοι μάρτυρες νομίζουν πως είναι το πρώτο, όταν ανακαλύπτεται το πτώμα».
«Δυσκολεύομαι να σε παρακολουθήσω, Χολμς. Δεν μου δίνεις ένα παράδειγμα; Αν και έχω διαβάσει ουκ ολίγα βιβλία με μυστηριώδη εγκλήματα, αυτήν τη μέθοδο δεν την έχω συναντήσει ποτέ».
«Δεν γνώριζα πως είσαι θιασώτης της συγκεκριμένης λογοτεχνικής τάσεως. Καλύτερα λοιπόν να μην ικανοποιήσω την περιέργειά σου, ώστε να μη σου χαλάσω τη μελλοντική απόλαυση. Όλο και κάποιος θα σκεφθεί αυτήν τη μέθοδο και θα την εφαρμόσει – συγγραφέας εννοώ».
«Και η έκτη κατηγορία;» ρώτησα, αφήνοντας ασχολίαστη την ελάχιστα καλυμμένη ειρωνεία του για τις αναγνωστικές μου προτιμήσεις. «Υπάρχει κι άλλη λύση, ακόμη πιο πολύπλοκη;»
«Όχι, η έσχατη είναι η απλούστερη όλων: δεν πρόκειται για έγκλημα σε απροσπέλαστο χώρο· όσοι μάρτυρες καταθέτουν το αντίθετο ψεύδονται».
Έκλεισα το βιβλίο.
«Κάποτε, θυμάμαι, μου δήλωσες ότι εάν είχες τάση προς το έγκλημα, θα γινόσουν ο μεγαλύτερος κακοποιός όλων των εποχών. Εγώ συμπληρώνω ότι εάν είχες κλίση στη λογοτεχνία, θα γινόσουν ο μεγαλύτερος συγγραφέας μυθιστορημάτων μυστηρίου!» είπα με θαυμασμό.
«Δεν είμαι βέβαιος ότι η δήλωσή σου είναι πιο κολακευτική από τη δική μου», αντείπε εκείνος αφήνοντάς με άναυδο.
Αφού διαπίστωσε από τη σιωπή μου ότι είχε πετύχει τον σκοπό του, προσέθεσε δήθεν απολογητικά:
«Ω, μα τι έκανα!; Παρασύρθηκα από τη μανία ταξινόμησης που με κατατρύχει! Ελπίζω να μη σου αποκάλυψα πρόωρα τη λύση του γαλλικού γρίφου».
«Όχι, ήμουν στις τελευταίες σελίδες· τη διάβασα τη λύση».
«Λοιπόν; Ανήκει σε μία από τις προαναφερθείσες κατηγορίες;»
«Όντως. Θα το κέρδιζα το στοίχημα».
«Αμφέβαλλες;»
«Ασφαλώς όχι! Αφού σου είπα για ποιον λόγο δεν στοιχημάτισα».
«Ωστόσο, η θορυβώδης σπουδή σου να τελειώσεις το βιβλίο και να θέσεις υπ’ όψιν μου τα δεδομένα του προβλήματος, άλλα δείχνει».
«Αγαπητέ μου Χολμς, για άλλον λόγο βιαζόμουν! Να σου φτιάξω τη διάθεση ήθελα, επειδή σε είδα μελαγχολικό…»
«Ομολογώ πως αυτό το ενδεχόμενο μού διέφυγε εντελώς… Μια χαρά είναι η διάθεσή μου! Είμαι ιδιαιτέρως ευτυχής που ξανασυναντηθήκαμε μετά από τόσον καιρό, δεν φαίνεται;»
«Τώρα ναι, αλλά προηγουμένως μιλούσες ελάχιστα, είχες ύφος σκεπτικό…»
«Φυσικά, αφού σκεπτόμουν. Με είχαν απορροφήσει τα δύο προσεχή πειράματά μου. Δεν φαντάζεσαι πόσο βοηθάει η τυφλότητα στη συγκέντρωση του νου…»
«Εγώ, από την άλλη, νόμιζα ότι θλιβόσουν και έπληττες εξαιτίας της τυφλότητας, και ήθελα να διεγείρω τον εγκέφαλό σου με το μυστήριο του Κίτρινου δωματίου…!»
«Αγαθότατη και άκρως συγκινητική η πρόθεσή σου, Γουώτσον, πλην όμως απορώ πώς υπέθεσες ότι ένα πρόβλημα τόσο απλό θα μπορούσε να έχει οποιαδήποτε επίδραση στον εγκέφαλό μου».
«Δεν το θεωρούσα τέτοιο, προφανώς», απήντησα σε ζωηρό τόνο. «Οφείλεις, πάντως, να το παραδεχθείς· ορισμένες από τις λύσεις που παρέθεσες, αποδεικνύουν ότι το πρόβλημα δεν είναι τόσο απλό…»
«Ο περιορισμένος αριθμός τους αποδεικνύει το αντίθετο. Μεταξύ τόσο λίγων λύσεων δεν είναι δύσκολο να βρει κανείς τη σωστή, δια του αποκλεισμού των υπολοίπων. Το αυτό ισχύει και για κάθε άλλο πρόβλημα του τύπου “quo modo[τίνι τρόπω] διεπράχθη το έγκλημα;”
»Ας πάρουμε την παρεμφερή περίπτωση του φόνου που τελείται σε κοινή θέα, χωρίς κανείς να έχει προσεγγίσει προηγουμένως το θύμα. Πόσες λύσεις αυτού του προβλήματος υπάρχουν; Η αληθοφανέστερη είναι, αναμφίβολα, ο error temporis· το θύμα έχει τραυματισθεί προτού εισέλθει στο οπτικό πεδίο των μαρτύρων και καταρρέει αφού εισέλθει, είτε σκοντάφτει, πέφτει κάτω και κάποιος από τους παρευρισκόμενους τον μαχαιρώνει δίχως να τον αντιληφθούν… Ή το θύμα αυτοκτονεί και κάποιος εξαφανίζει το όπλο· ή πέφτει σε παγίδα – ανοίγει το γνωστό βιβλίο με τις δηλητηριασμένες σελίδες· ή φονεύεται λάθρα εκ του μακρόθεν, π.χ. ενώ κάθεται στον κήπο και πίνει αμέριμνο το τσάι του, ο δράστης, που είναι κρυμμένος στη βεράντα, ακριβώς πάνω από το τραπέζι του κήπου, ρίχνει στο φλυτζάνι του θύματος ένα θανατηφόρο χάπι, είτε πυροβολεί υπό την κάλυψη θορύβου ή με τη χρήση σιωπητήρα - σου είχα μιλήσει κάποτε γι’ αυτήν την εφεύρεση, έτσι δεν είναι; …Νομίζω, αυτές είναι όλες κι όλες οι εκδοχές του “φόνου σε κοινή θέα”.
»Άλλο παράδειγμα εγκλήματος υπό συνθήκες που φαινομενικώς αψηφούν τους νόμους της Φυσικής και τους κανόνες της Λογικής; Περίμενε, μας χρειάζεται μία πιο ευσύνοπτη ονομασία… Crimen mirabile[θαυμαστό έγκλημα]».
Χολμς: "Crimen mirabile"
Γουώτσον: "Ε όχι και mirabile το έγκλημα, Χολμς!"
Χολμς: "Δίκιο έχεις… Υποκλίνομαι στο λογοτεχνικό σου αισθητήριο, Γουώτσον! Crimen impossibile τότε!"[/caption] «Ε όχι και mirabileτο έγκλημα, Χολμς!»
«Δίκιο έχεις… Υποκλίνομαι στο λογοτεχνικό σου αισθητήριο, Γουώτσον! Crimenimpossibile [αδύνατο έγκλημα] τότε!» αναφώνησε με ενθουσιασμό μικρού παιδιού, θα έλεγε κανείς. «Εδώ θα επικαλεσθώ την τεράστια εμπειρία σου· ποια αδύνατα εγκλήματα έχεις εντοπίσει στις συστηματικές μελέτες σου;»
Δεν ήμουν πρόχειρος να απαντήσω, με αποτέλεσμα να ξαναπάρει τάχιστα τον λόγο.
«Ας υποθέσουμε ότι το πτώμα κείται σ’ ένα απομονωμένο υπαίθριο σημείο, απρόσιτο κατά την εικαζομένη ώρα θανάτου εξαιτίας κάποιου καιρικού φαινομένου, γεωλογικού φαινομένου, πυρκαγιάς, βολής πυροβολικού, διελεύσεως προβάτων κ.λπ. Άλλως, σε σημείο όπου υπάρχουν μόνο τα ίχνη του θύματος· φαντάσου, αίφνης, ένα ζευγάρι πατημασιές πάνω στο χιόνι, οι οποίες καταλήγουν σ’ έναν μαχαιρωμένο στην καρδιά άνδρα. Εάν, λοιπόν, το σημείο ήταν όντως απρόσιτο από ξηράς, θαλάσσης και αέρος – μην παραβλέπεις τον αέρα, Γουώτσον! – τότε θα πρόκειται για error temporisή αυτοκτονία ή παγίδα και ούτω καθεξής. Εκτός εάν ο δράστης κρύφθηκε επί τόπου αμέσως μετά τον φόνο και άμα τη αφίξει των μαρτύρων βγαίνει από την κρυψώνα του, δίνοντας την εντύπωση πως είναι ένας εξ αυτών».
«Και η απουσία ιχνών του δράστη;»
«Όσο εντυπωσιακή και αν ακούγεται ως σκηνοθετικό εύρημα, ακόμη και ο πιο ευφάνταστος συγγραφέας δεν θα μπορούσε να την εξηγήσει παρά μόνο με τρεις τρόπους».
«Το πιστεύω· πιο ευφάνταστος από εσένα αποκλείεται να είναι», του ανταπέδωσα, έστω και καθυστερημένα, την ειρωνεία. «Ποιοι είναι αυτοί οι τρόποι;»
«Πρώτον, ο δράστης να μην είναι άνθρωπος· δεύτερον, να χρησιμοποίησε τα αποτυπώματα του θύματος για να κρύψει τα δικά του και, τρίτον, να μην πάτησε κάτω βέβαια, τι άλλο;»
«Πώς είναι δυνατόν;»
«Είπαμε, Γουώτσον, προσεγγίζει το θύμα του από θαλάσσης ή αέρος. Πετά σε χαμηλό ύψος με αερόστατο και του ρίχνει μία πέτρα στο κεφάλι. Σκαρφαλώνει στα κλαδιά ενός δένδρου, αφού τον έχει μεταφέρει ώς εκεί το θύμα στην πλάτη του. Πλησιάζει πάνω σε ξυλοπόδαρα, και ούτω καθεξής».
«Άρα δεν είναι μόνο τρεις!»
«Η καζουιστική μέθοδος δεν έχει θέση στα προβλήματα Λογικής. Αναφερόμουν σε τύπους λύσεων».
«Ειλικρινά, Χολμς, εάν δεν σε ήξερα τόσο καλά, θα έλεγα ότι εκεί στο Σάσεξ δεν κάνεις τίποτε άλλο, παρά να διαβάζεις μυθιστορήματα μυστηρίου. Μιλάς ως επαΐων! Ή, μάλλον, έχεις ξεπεράσει και τους πλέον κατηρτισμένους στο λογοτεχνικό αυτό είδος, γιατί πολλά από τα παραδείγματά σου αμφιβάλλω εάν έχουν αποτυπωθεί ποτέ σε κείμενο – και πολύ αμφιβάλλω εάν θα αποτυπωθούν ποτέ!»
«Δεν έκανα δα και κανένα κατόρθωμα! Η μία περίπτωση, εάν πρόσεξες, προκύπτει από την άλλη με κάποιες μικρές τροποποιήσεις… Λίγη φαντασία χρειάζεται μόνο. Δεν είναι δύσκολο να σκεφθεί κανείς περιστάσεις που να καθιστούν ένα έγκλημα φαινομενικώς αδύνατο. Ο,τιδήποτε αντιβαίνει στα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη σύνθεση ενός τέτοιου προβλήματος, όσο πιο εξωφρενικό δε, τόσο πιο ελκυστικό για τους αναγνώστες. Ένα νούμερο του μιούζικ χωλ, φερ’ ειπείν. Γιατί όχι; Τι καλύτερο από μία θαυματουργή απόδραση; Από μία εξαφάνιση μέσα σε σύννεφο καπνού; Από έναν αβλαβή τεμαχισμό; Από την ανάγνωση σφραγισμένων εγγράφων; Από την ταυτόχρονη παρουσία σε δύο μέρη; …Σημασία δεν έχει η ποικιλία των προβλημάτων, καλέ μου Γουώτσον. Σημασία έχει η ποικιλία των δυνατών λύσεων, και αυτή είναι εξαιρετικά περιορισμένη, όχι μόνον ανά πρόβλημα, αλλά και συνολικά. Θα παρατήρησες, ασφαλώς, τις ίδιες λύσεις να αναφέρονται πάλι και πάλι».
Χολμς: "Είναι γνωστό τοις πάσι ότι τα κίνητρα για φόνο είναι ελάχιστα: χρηματικό όφελος, εκδίκηση, φόβος, φθόνος, σφάλμα και παραφροσύνη".
Νομίζοντας πως είχε τελειώσει, πήγα να μιλήσω, αλλά δεν πρόλαβα, γιατί ο Χολμς συνέχισε την κατήχησή του με ζέση ασύμβατη προς την ευτράπελη διάθεσή του και, κυρίως, προς την επιδεικτική περιφρόνησή του για αυτό το είδος αναγνωσμάτων, μεγαλύτερη απόδειξη της οποίας ήταν η σύγκρισή τους με τα κόλπα των φακίρηδων και των τσαρλατάνων.
«Για τις δύο μεταβλητές του χρόνου και του τόπου του εγκλήματος παρέλκει οποιαδήποτε περαιτέρω ανάλυση, μιας και συνδέονται άμεσα με τον τρόπο τελέσεως του εγκλήματος. Ας περάσουμε λοιπόν στο ζήτημα της ταυτότητος του δράστη. Ευκόλως συνάγεται ότι εν προκειμένω οι τιμές του αγνώστου x δεν μπορεί παρά να είναι ευάριθμες, καθόσον ο συγγραφέας είναι αναγκασμένος, προκειμένου να συνθέσει ένα “νόμιμο” πρόβλημα, να παρουσιάσει στον αναγνώστη έναν numerus clausus [περιορισμένο αριθμό] υπόπτων, ένας εκ των οποίων – ή περισσότεροι, ή όλοι – θα είναι απαραιτήτως ένοχοι. Εξαιρούνται, εννοείται, οι περιπτώσεις της αυτοκτονίας και του ατυχήματος.
»Όσον αφορά δε το τελευταίο ερώτημα που μπορεί να ανακύψει σχετικά μ’ ένα έγκλημα, δηλαδή ποια η αιτία του, είναι γνωστό τοις πάσι ότι τα κίνητρα για φόνο είναι ελάχιστα: χρηματικό όφελος, εκδίκηση, φόβος, φθόνος, σφάλμα και παραφροσύνη», είπε και σιώπησε.
Αυτήν τη φορά άφησα να περάσουν αρκετά δευτερόλεπτα, προτού μιλήσω.
«Όλα αυτά τα θεωρητικά ακούγονται πολύ σωστά, όμως…»
«Μια στιγμή!» με διέκοψε παρά πάσαν ελπίδα. «Μόλις σκέφθηκα έναν ακόμη τύπο προβλήματος. Τον κυκεώνα, όπου ο πρωταγωνιστής παρασύρεται στη δίνη εντελώς ακατανόητων γεγονότων, τα οποία δεν εξηγούνται παρά μόνο στο τέλος. Ξυπνάει, λόγου χάριν, σε μία τραπεζαρία επιπλωμένη σε στυλ Παλινορθώσεως [περίπου 1660-1690], και βλέπει στο διπλανό κάθισμα έναν αποκεφαλισμένο άνδρα με αντίστοιχη αμφίεση – το κεφάλι του άφαντο - και πάνω στο τραπέζι χαραγμένη τη μυστηριώδη φράση: “Καθώς περνούσα απ’ το Τσάρινγκ Κρος” [ο πρώτος στίχος παραδοσιακού παιδικού τραγουδιού για ένα (αρτιμελές) άγαλμα του αποκεφαλισθέντος βασιλιά Καρόλου Α΄]. Εκείνη τη στιγμή σπάζει η πόρτα και εισβάλλει στο δωμάτιο ένας άνδρας με το κεφάλι τυλιγμένο σε επιδέσμους, σαν τον Αόρατο άνθρωπο του Γουέλς, ντυμένος με σύγχρονα ρούχα και οπλισμένος μ’ ένα σύγχρονο περίστροφο. Διατάζει τον άναυδο πρωταγωνιστή να αδειάσει αμέσως τις τσέπες του. Εκείνος υπακούει. Μέσα σε μία τσέπη ανακαλύπτει ένα τσίγκινο κουτάκι· φυσικά, δεν έχει ιδέαν τι περιέχει – εάν περιέχει κάτι - ούτε πώς βρέθηκε πάνω του. Ο ληστής ορμά να του το πάρει, ακολουθεί πάλη, και ο ήρωάς μας κατορθώνει να ξεφύγει παίρνοντας μαζί του το πολύτιμο κουτί…»
Δεν άντεξα άλλο· τον διέκοψα κι εγώ.
«Μη μου πεις πως ούτε αυτή είναι δύσκολη υπόθεση!»
«Μη σε μπερδεύει η πρωτοτυπία της, Γουώτσον», μου απήντησε, ξεκολλώντας από το τζάκι για να επιστρέψει στην προηγούμενη θέση του. «Όσο πιο παράλογο φαντάζει ένα πρόβλημα, τόσο λιγότερες λύσεις επιδέχεται. Εάν τα ως άνω γεγονότα δεν εξηγούνται παρά μόνο με έναν τρόπο, πού τη βλέπεις τη δυσκολία;»
«Ώστε εξηγούνται;»
«Βεβαιότατα. Τα καταγράφει εκ των υστέρων ο πρωταγωνιστής μέσα στο Χάνγουελ [άσυλο φρενοβλαβών στην ομώνυμη περιοχή του Λονδίνου], δεν είναι όμως αποκυήματα της δήθεν νοσούσης φαντασίας του, αλλά πραγματικά περιστατικά, σκηνοθετημένα από τη σύζυγο και τον κουνιάδο του, ο οποίος, ως Καθηγητής Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, είχε πρόσβαση σε καλοδιατηρημένα πτώματα και έπαιξε και τον ρόλο του φασκιωμένου ληστή στην πρώτη πράξη του έργου. Σκοπός δε της εν λόγω παραστάσεως με τον μοναδικό θεατή, ήταν να κηρυχθεί αυτός ο τελευταίος επισήμως φρενοβλαβής, ώστε οι επτά αδελφοί της συζύγου του να καταχρασθούν τη σεβαστή περιουσία του. Πραγματικά ειδεχθές!» αναφώνησε προτού καθίσει πάλι στον καναπέ.
«Ολοκληρώσατε, κ. Καθηγητά;» τον ρώτησα.
«Θα ήθελες κι άλλο παράδειγμα, φίλτατε;»
«Όχι, να χαρείς!» έκανα θορυβημένος. «Έχω πεισθεί πλέον».
«Αναμενόμενον».
Άπλωσε το αριστερό του χέρι προς το τραπεζάκι που βρισκόταν κοντά στον καναπέ, και αυτό πήγε κατευθείαν, σαν μαγνητισμένο, στο χερούλι του φλυτζανιού του.
«Αναπόφευκτον», διόρθωσε τον εαυτό του, αφού στράγγιξε την τελευταία γουλιά από το κρύο τσάι του.
«Έχω πεισθεί πλέον», διευκρίνισα, «ότι η διάθεσή σου είναι, πράγματι, καλύτερη από ποτέ. Γιατί μόνον έτσι μπορώ να ερμηνεύσω τα λεγόμενά σου. Δεν μπορεί να σοβαρολογείς όταν ισχυρίζεσαι πως όλα αυτά τα προβλήματα είναι απλά! Ίσως να είναι για σένα· οπωσδήποτε είναι για σένα. Για οποιονδήποτε άλλον όμως, όχι. Τι σημασία έχει εάν ένα πρόβλημα επιδέχεται μία και μοναδική λύση, εάν ο αναγνώστης δεν δύναται να τη σκεφθεί; Το δικό σου μυαλό τη βρίσκει αμέσως - όπως τώρα δα το χέρι σου βρήκε το φλυτζάνι - διότι είσαι ο Σέρλοκ Χολμς!»
Αν και στιγμιαίο, το αυτάρεσκο χαμόγελό του δεν διέφυγε την προσοχή μου.
«Άλλωστε», εξακολούθησα, «η γοητεία αυτών των μυθιστορημάτων εκεί ακριβώς έγκειται, στην μπερδεμένη υπόθεσή τους. Με το μυστήριο διατηρείται αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη μέχρι τέλους. Εάν ο συγγραφέας δεν καταφέρει να τον παραπλανήσει τεχνηέντως, ούτως ώστε να μη μαντέψει τη λύση πριν από την αποκάλυψή της, το βιβλίο του θα είναι μία αποτυχία, αφού η ικανοποίηση του αναγνώστη πηγάζει από τον αιφνιδιασμό του· τον θεμιτό, εννοείται. Το γεγονός λοιπόν ότι τα τελευταία χρόνια το συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος γνωρίζει πρωτοφανή άνθιση, αποδεικνύει περίτρανα ότι το κοινό δεν συμμερίζεται την προσωπική, για να μην πω σολιψιστική, άποψή σου».
«Και όμως, φίλτατε, όταν κλείνει το βιβλίο τη συμμερίζεται· γι’ αυτό αγοράζει κι άλλο. Πολύ σωστά το έθεσες, ο αναγνώστης αγαπά να αιφνιδιάζεται από τον συγγραφέα· όπως ο θεατής του μιούζικ χωλ από τον ταχυδακτυλουργό. Και δεν αιφνιδιάζεται παρά μόνον όταν αντιλαμβάνεται ότι θα μπορούσε να έχει βρει μόνος του τη λύση, εάν ήταν πιο παρατηρητικός, πιο συγκεντρωμένος, πιο καχύποπτος και τα παρόμοια. “Έπρεπε να το έχω καταλάβει!” Αυτό λέει από μέσα του, και πηγαίνει πάλι στον βιβλιοπώλη. Επομένως, στην πραγματικότητα, η πρωτοφανής άνθιση του είδους αποδεικνύει περίτρανα την οικουμενικότητα της απόψεώς μου».
Γουώτσον: "Με το μυστήριο διατηρείται αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη μέχρι τέλους. Εάν ο συγγραφέας δεν καταφέρει να τον παραπλανήσει τεχνηέντως, ούτως ώστε να μη μαντέψει τη λύση πριν από την αποκάλυψή της, το βιβλίο του θα είναι μία αποτυχία, αφού η ικανοποίηση του αναγνώστη πηγάζει από τον αιφνιδιασμό του· τον θεμιτό, εννοείται".[/caption]
Έμεινα σκεπτικός. Το επιχείρημά του με είχε κλονίσει· ίσως εντέλει ο παλιός μου φίλος να μην ήταν τόσο αλαζών όσο στο παρελθόν.
«Πάρε σαν δείγμα τον εαυτό σου», είπε μετά από λίγο. «Κι εσύ το ίδιο σκέφθηκες προ ολίγου, όταν σου απαρίθμησα τις λύσεις του κλειδαμπαρωμένου δωματίου. Αλλιώς, εάν δηλαδή κάποια λύση σού είχε φανεί κυριολεκτικώς ασύλληπτη, όλο και κάποιο σχόλιο θα είχες κάνει».
«Έκανα ένα σχόλιο, αν θυμάσαι, για μία εξ αυτών».
«Για τον errorloci.Μόνο και μόνο επειδή δεν την είχες ξανακούσει. Εάν σου έδινα ένα παράδειγμα, είναι βέβαιον ότι και γι’ αυτήν το ίδιο θα σκεπτόσουν. Δεν το έκανα όμως, όπως σου εξήγησα, για να μη σου στερήσω τη χαρά του αιφνιδιασμού όταν κάποτε συναντήσεις τον συγκεκριμένο τύπο λύσης σε κείμενο.
»Βλέπεις, Γουώτσον, ο αιφνιδιασμός προϋποθέτει λύση πρωτότυπη. Δεν υπάρχει, φαντάζομαι, μεγαλύτερη απογοήτευση για έναν τακτικό αναγνώστη, από το να δει σ’ ένα βιβλίο μία λύση που έχει ήδη συναντήσει σε παλαιότερο, ασχέτως εάν πρόκειται για αντιγραφή ή σύμπτωση. Ο ταχυδακτυλουργός που δεν κομίζει κάτι νέο στη σκηνή, δεν αποκομίζει κέρδη από το ταμείο. Ομοίως και οι συγγραφείς των αγαπημένων σου μυθιστορημάτων. Είναι αναγκασμένοι, ατυχώς, να παρακολουθούν όλη τη σχετική βιβλιογραφία, προκειμένου να μην υποπέσουν στο θανάσιμο αμάρτημα της επαναλήψεως. Κάνω λάθος;»
«Όχι».
«Η διαπιστωθείσα σπάνις των λύσεων, λοιπόν, άγει αφεύκτως στο συμπέρασμα ότι το λογοτεχνικό αυτό είδος πολύ σύντομα θα ανήκει στο παρελθόν. Η άνθισή του επισπεύδει το τέλος του. Τι θα κάνουν οι καημένοι οι συγγραφείς όταν εξαντληθούν οι λύσεις;»
«Θα αλλάξουν επάγγελμα;» ρώτησα ειρωνικά, ενοχλημένος από το συγκαταβατικό ύφος του· στο κάτω κάτω κι εγώ συγγραφέας είμαι.
«Πολύ αισιόδοξο σε βρίσκω», μου αντιγύρισε σε σοβαρό τόνο. «Πιο πιθανό μου φαίνεται το ενδεχόμενο να στραφούν σε άλλες μεθόδους προσελκύσεως του κοινού, οι οποίες, για να μιλήσω απερίφραστα, δεν θα κείνται εντός των ορίων της ευπρέπειας…»
«Χολμς!» αναφώνησα σοκαρισμένος, αλλά δεν κατάφερα να ανακόψω τη ρύμη του λόγου του.
«…Πολύ φοβούμαι ότι θα ενδώσουν στον πειρασμό της νοσηρότητος, της φρικωδίας, κ.λπ. κ.λπ.»
«Αποκλείεται! Κάτι τέτοιο θα…»
«Δεν είναι τόσο αθώοι όσο θέλεις να πιστεύεις», με αντέκοψε. «Πρόκειται για ανθρώπους που άλλο δεν κάνουν από το να μηχανεύονται εγκλήματα, Γουώτσον! Δεν ενέχει το στοιχείο της διαστροφής αυτή η μονομανία; Θυμήσου τα λόγια μου· όταν έλθει το πλήρωμα του χρόνου, τα βιβλία, τα οποία μέχρι τούδε ομνύουν στον Συλλογισμό, θα αντικατασταθούν από βιβλία με περίσσιο αίμα και φυρό μυαλό, κατά πως λέει κι ο Σαίξπηρ [Τρωίλος και Χρυσηίδα]. Αντί του μιούζικ χωλ, το γκραν γκινιόλ… Και ξέρεις, βέβαια, ποιος είναι υπεύθυνος για όλα αυτά».
«Όχι. Ποιος;» έκανα απονήρευτα.
«Εσύ!» είπε κοφτά.
Έμεινα με το στόμα ανοικτό.
«Αγαπητέ Γουώτσον», συνέχισε πιο ήπια ο εξ απροόπτου κήνσωρ, «πηγή εμπνεύσεως όλων αυτών των νεόκοπων συγγραφέων είναι τα δικά σου κείμενα. Δεν μπορεί να σου διαφεύγει το γεγονός ότι η ραγδαία ανάπτυξη του συγκεκριμένου λογοτεχνικού είδους, από τα μέσα της περασμένης δεκαετίας και εντεύθεν, ακολούθησε τη μεγάλη επιτυχία των ιστοριών σου. Το θεωρείς τυχαίο;»
«Δεν με είχε απασχολήσει ποτέ το ζήτημα…» είπα εν πάση ειλικρινεία. «Δεν είναι τελείως απίθανο αυτό που λες. Το είδος προϋπήρχε, αλλά σε εμβρυώδη κατάσταση. Και έτσι να είναι όμως, τι σχέση έχω εγώ με τη ζοφερή εικόνα που προμαντεύεις;»
«Έχεις, και μάλιστα μεγάλη, διότι το δικό σου παράδειγμα μιμούνται οι επόμενοι. Εννοώ ότι, παρά τις αντιρρήσεις μου, επέλεγες πάντοτε να προβάλλεις τις απλούστερες των υποθέσεών μου, τα λιγότερο απαιτητικά για τον αναγνώστη προβλήματα».
«Πολύ αμφιβάλλω εάν υπάρχει κάποιο που να μην το θεωρείς τέτοιο!»
«Ασφαλώς και υπάρχει· δεν με προσέχεις. Είναι εκείνο, το οποίο ο αναγνώστης, όταν διαβάσει τη λύση του, διαπιστώνει ότι υπερέβαινε τις δυνάμεις του».
«Ο ορισμός σου καλύπτει όλα όσα περιλαμβάνονται στις δημοσιευμένες ιστορίες μου».
«Εάν εννοείς τα συνοπτικώς αναφερόμενα, συμφωνώ. Τα αποσιωπώμενα, δηλαδή! Το Έσχατο πρόβλημα, αίφνης,ξεκινάει από το σημείο στο οποίο ο καθηγητής Μοριάρτυ παραδέχεται ενώπιόν μου πως είναι ο εγκέφαλος της μεγαλύτερης εγκληματικής οργανώσεως σε όλο το Λονδίνο – σε ολόκληρη την Αυτοκρατορία! – και δεν διαλαμβάνει καθόλου πώς εγώ συνήγαγα λογικώς την ύπαρξη της αόρατης σπείρας, πώς ανακάλυψα την ταυτότητα του αρχηγού της και με ποιον τρόπο τον εξώθησα να αποκαλυφθεί».
Το "Έσχατο Πρόβλημα" του Σέρλοκ Χολμς και του καθηγητή Μοριάρτυ
«Δεν γινόταν αλλιώς, Χολμς!» διαμαρτυρήθηκα. «Εγώ, μετά την ως εκ θαύματος επανεμφάνισή σου [στην ιστορία με τίτλο Περιπέτεια στο άδειο σπίτι], είχα την πρόθεση να καταγράψω την προϊστορία εκείνης της ομολογίας. Κάποτε σου είχα ζητήσει να μου εκθέσεις και να μου αιτιολογήσεις μία προς μία τις διαδοχικές ενέργειές σου που είχαν φέρει τον Μοριάρτυ μέχρι την οδό Μπέικερ, δεν το θυμάσαι; Μετά από λίγα λεπτά όμως σε είχα διακόψει, επειδή αδυνατούσα να παρακολουθήσω την αλληλουχία των συλλογισμών σου».
«Θυμάμαι ότι σε πήρε ο ύπνος».
«Ίσως… Έχει περάσει καιρός από τότε. Εν πάση περιπτώσει, το θέμα είναι ότι κανείς αναγνώστης δεν θα μπορούσε να παρακολουθήσει μία τέτοια διανοητική εποποιία!»
«Όπερ έδει δείξαι. Μου έρχεται στον νου και άλλη μία κατηγορία προβλημάτων, τα οποία υποβάθμισες παρουσιάζοντάς τα σαν ένα “παιχνίδι σαλονιού” κατάλληλο απλώς και μόνο για δημιουργία ατμόσφαιρας. Δεν σημαίνει πως ήταν μικρά εξ επόψεως δυσκολίας, επειδή παρουσίαζαν μικρό ενδιαφέρον για τους αναγνώστες· μη συγχέουμε τις έννοιες!»
«Σε τι αναφέρεσαι;»
«Αναφέρομαι κυρίως στη συλλογή πληροφοριών για άγνωστα άτομα από αδιόρατες λεπτομέρειες στην εμφάνισή τους. Αμφιβάλλεις ότι ουδείς θα ήταν σε θέση να κάνει το ίδιο;»
«Πώς θα μπορούσα; Υποθέτω λοιπόν, κ. Δικαστά, το μόνο που μου μένει είναι να αναφωνήσω meaculpa[ήμαρτον]!»
Η μεταξύ σοβαρού και αστείου απολογία μου δεν φάνηκε να ικανοποιεί τον Χολμς, ο οποίος άφησε το φλυτζάνι του στο τραπεζάκι και έγειρε στο μπράτσο του καναπέ, χωρίς να τη σχολιάσει.
«Ζητώ ωστόσο», προσέθεσα, «να μου αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό της ελλείψεως δόλου. Δεν μπορούσα να προβλέψω ότι από τα ταπεινά γραπτά μου θα επήγαζε ένα ρεύμα της σύγχρονης λογοτεχνίας!»
«Ώφειλες να το έχεις προβλέψει, αφού εγώ είμαι ο πρωταγωνιστής αυτών των ιστοριών. Θέλω να πω, έπρεπε να το φαντασθείς ότι οι κορυφαίες ικανότητές μου θα ασκούσαν ακατανίκητη έλξη στους αναγνώστες, άρα και σε επίδοξους συγγραφείς. Υπάρχει κάτι πιο συναρπαστικό για έναν κοινό νου από το να διαβάζει τις σκέψεις του παγκοσμίως ισχυρότερου εγκεφάλου; Ασφαλώς όχι. Ήταν, επομένως, σφόδρα πιθανόν το έργο σου να αποκτήσει μιμητές· όπερ και εγένετο. Οι επίγονοί σου δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να προσπαθούν να πλάσουν με τη φαντασία τους έναν ήρωα στα δικά μου μέτρα. Έναν ντετέκτιβ με μυαλό ισοδύναμο του δικού μου. Φυσικά, ματαιοπονούν…»
«Έτσι εξηγείται γιατί ήσουν τόσο λάβρος εναντίον τους!» σχολίασα μεγαλοφώνως. «Μιλούσες επί προσωπικού ζητήματος… Τι λοιπόν; Ενοχλείσαι επειδή σου κλέβουν – μας κλέβουν - τους αναγνώστες;»
«Δεν πρόκειται περί αυτού, καίτοι η παρατήρησή σου για την έλλειψη ψυχραιμίας εκ μέρους μου δεν στερείται βάσεως. Ενοχλούμαι επειδή οι ήρωες τους είναι κίβδηλοι και ο κόσμος, φευ, τόσο εύπιστος. Με απλά λόγια, το παράπονό μου είναι ότι αυτοί οι σπιθαμιαίοι ντετέκτιβ μικραίνουν και το δικό μου ανάστημα, καθόσον εξιχνεύουν ιδίου τύπου και αναλόγου ευκολίας υποθέσεις, δημιουργώντας έτσι την ψευδή εντύπωση πως είμαστε, δήθεν, ίσα κι όμοια!»
Η απάντηση είχε σχηματισθεί στο μυαλό μου προτού καν ο Χολμς τελειώσει τη φράση του.
«Εδώ κάνεις λάθος!» υπέλαβα ακαριαία. «Ο κόσμος πράγματι μαγεύθηκε από το κύριο χαρακτηριστικό σου, την καταπληκτική ευφυΐα, αλλά δεν ήταν η διαλεύκανση δυσεπίλυτων – ή φαινομενικώς δυσεπίλυτων – υποθέσεων το μοναδικό τεκμήριό της».
Μέχρι να ανοιγοκλείσω τα μάτια, βρέθηκε καθισμένος στην άκρη του καναπέ, με τον κορμό σε ελαφρά κλίση προς το μέρος μου. Είχα καταφέρει να κεντρίσω την περιέργειά του. Δεν θέλησα να την παρατείνω.
«Μέσα από τις περιπέτειές σου αναδύεται γλαφυρά ο τρόπος σκέψεως, η συμπεριφορά σου, τα ενδιαφέροντά σου, τα πάθη, το ύφος, η ηθική ποιότης του χαρακτήρα σου… Η εν γένει προσωπικότητά σου, αυτή κέρδισε το κοινό - ομιλώ τώρα ως έμπειρος αναγνώστης».
Ένα πλατύ χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό του.
«Το είπες προ ολίγου, άλλωστε», εξακολούθησα ορμητικώς, «οι νεώτεροι συγγραφείς εσένα πάνε να αντιγράψουν· όπερ σημαίνει πως οι αναγνώστες επιζητούν κάποιον σαν εσένα. Όποτε ανοίγουν ένα βιβλίο μυστηρίου, εύχονται να νιώσουν για τον πρωταγωνιστή τον θαυμασμό τον οποίον ένιωθαν διαβάζοντας τις δικές σου περιπέτειες. Αυτό όμως δεν είναι εφικτό. Το γεγονός ότι εκείνος εξιχνιάζει μία υπόθεση εξίσου δύσκολη με τις δικές σου, δεν τον καθιστά ισάξιό σου. Ένας κοινός νους μπορεί να φαντασθεί ένα μυστήριο πάνω από τα κοινά μέτρα· δεν μπορεί όμως να πλάσει έναν αληθοφανή χαρακτήρα, έναν άνθρωπο πάνω από τα κοινά μέτρα. Μοιραία η σύγκριση αποβαίνει υπέρ του πρώτου διδάξαντος, του προτύπου όλων των υπολοίπων. Ουσιαστικά, δηλαδή, οι συγγραφείς αυτοί, ανεξαρτήτως των προθέσεών τους, εδραιώνουν έτι περαιτέρω τη φήμη σου… Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω, έτσι δεν είναι;» ρώτησα τον Χολμς, ο οποίος τηρούσε σιγή. «Ένα καλό παράδειγμα θα ήταν…» προσέθεσα, αλλά σε εκείνο το σημείο η έμπνευσή μου, δυστυχώς, με πρόδωσε.
Ξαφνικά τον άκουσα να λέει:
«Ένα καλό λογοτεχνικό παράδειγμα είναι ο Αχιλλέας…! Ή ο Οδυσσέας, μιας και η συζήτηση περί διανοίας».
Η έκπληξή μου δεν μου επέτρεψε να μιλήσω εγκαίρως.
«Μα ναι, Γουώτσον, σκέψου το!» συνέχισε εμφανώς συγκινημένος. «Ο Αχιλλέας αποτελεί πρότυπο ανδρείας· ο Οδυσσέας πρότυπο ευφυΐας. Εκάτερος στο είδος του είναι άριστος, απαράμιλλος! Το κύδος τους είναι άφθαστο! Κανείς μεταγενέστερος λογοτεχνικός ήρωας δεν μπορεί να θαμπώσει την αίγλη τους. Γι’ αυτό ο κόσμος επιστρέφει πάντοτε στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια, ό,τι και αν έχει γραφεί έκτοτε...»
Είπε και, αφού ξάπλωσε πάλι, βυθίσθηκε σε σιωπηλή ονειροπόληση, έμπλεως συναισθημάτων, την ακριβή περιγραφή των οποίων καθιστά περιττή η προηγηθείσα απίθανη, ακόμη και για τα δικά του ειωθότα, σύγκριση.
Επειδή, ωστόσο, καλό είναι η αλήθεια να λέγεται ολόκληρη, οφείλω να ομολογήσω ότι και τα δικά μου συναισθήματα δεν διέφεραν πολύ από εκείνα του φίλου μου. Ανθρώπινο ήταν· ακόμη και ο πλέον μετριόφρων συγγραφέας δεν θα παρέμενε ανεπηρέαστος, εάν βρισκόταν στη θέση μου. Δεν είναι και μικρό πράγμα να σε παρομοιάζουν με τον Όμηρο!
*Η παρούσα μετάφραση αφιερώνεται στους λάτρεις του λογοτεχνικού «φόνου σε κλειδωμένο δωμάτιο» και στον Φίλιππο Φιλίππου.
Tags: Νεοκλής Γαλανόπουλος