Γεωργία Παπαλυμπέρη: Μίλα μου!
«Ααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααα», η κραυγή της πάγωσε τους ανθρώπους γύρω της, αλλά η όψη της τους έκανε να τα χάσουν. Αν έβλεπε και η ίδια την εικόνα της στον καθρέπτη που κάλυπτε όλον τον τοίχο στα αριστερά της ίσως σταματούσε εκεί, ίσως να κατέρρεε κλαίγοντας αντικρίζοντας το παραμορφωμένο από την λύπη και την απελπισία πρόσωπο της.
Ο άντρας γύρισε το κορμί του και την κοίταξε απορημένος, αλλά σιωπηλός. Στάθηκε απέναντι της με τα μάτια του να καλύπτουν την περίμετρο αισθανόμενος άβολα και ντροπιασμένος. Άραγε, ξέρανε οι υπόλοιποι ότι αυτή ήταν η γυναίκα του; Σκέφτηκε.
«Μουγγός είσαι; Τι με κοιτάς απορημένα; Ο κόσμος ρωτάει. Πλησιάζει τον άλλον. Τον αγκαλιάζει. Τον παρηγορεί. Αλλά, τι λέω», γέλασε υστερικά, «που να ξέρεις εσύ από αυτά».
Ο άντρας συνέχιζε να κοιτάει ακίνητος και ήσυχος. Ήταν σίγουρος ότι θα της περνούσε γρήγορα. Πάντα ηρεμεί μετά από λίγο. Απλά έπρεπε να την αφήσει να ξεθυμάνει. «Οι γυναίκες και οι ορμόνες τους. Δεν φταίνε αυτές. Έτσι είναι φτιαγμένες». Σκέφτηκε, όπως κάθε φορά.
«Με κοιτάνε, όλοι με κοιτάνε. Κι εσύ με κοιτάς. Αυτό κάνεις. ΠΑΝΤΑ. Εσύ, ο ήσυχος , ο πράος, ο συμπαθητικός, ο υπομονετικός άντρας», η φωνή της είχε υψωθεί και ξαφνικά χαμήλωσε, «που έχεις μια τρελή για γυναίκα». Τον κοίταξε λοξά. «Μου προσφέρεις τα πάντα. Είσαι ο κουβαλητής, ο άντρας που έχει την γυναίκα του βασίλισσα στο σπίτι. Μου δίνεις λεφτά για να ικανοποιήσω όλες τις επιθυμίες μου. Πόσο πουλάς την αγκαλιά σου;» Ρώτησε ειρωνικά. «Κρυώνω και οι ακριβές κουβέρτες δεν ζεσταίνουν το κορμί μου. Στο είπα και μου έφερες μια ηλεκτρική κουβέρτα. Μου είπες σαν να μίλαγες σε χαζή ότι λεφτά έχουμε και μπορώ να έχω ανοικτό το καλοριφέρ όλη μέρα. Σου είπα πεινάω και μου είπες ότι μπορούσα να παραγγείλω ότι θέλω στο σπίτι, να πάω έξω με μια φίλη για φαγητό. Σου ζήτησα να πάμε μαζί και κατέληξα να τρώω μόνη μου ντροπιασμένη μέχρι την στιγμή που εμφανίστηκες , έφαγες μηχανικά κοιτώντας συνεχώς το κινητό σου, και όταν σήκωσες τα μάτια σου μου είπες πόσο κουρασμένος ήσουν και ότι ήθελες να φύγουμε. Φορούσα εκείνο το φόρεμα που μου έδωσες λεφτά να πάρω όταν σου είπα πως αισθάνομαι ότι δεν σου αρέσω πια, αλλά δεν το παρατήρησες.
Σου είπα πως θέλω να φύγω για λίγο, να πάω μια εκδρομή». Τον κοίταξε ειρωνικά και ένα σχεδόν γέλιο ακούστηκε από τα χείλη της. «Δεν μπορώ να έχω παράπονο. Προλαβαίνεις όλες τις επιθυμίες μου. Μου έφερες την ίδια μέρα φυλλάδια εκδρομών, μου είπες να διαλέξω αυτό που μου άρεσε και εσύ θα κανόνιζες όλα τα υπόλοιπα. Χάρηκα. Τι χαζή που είμαι, Θεέ μου! Για μια στιγμή πίστεψα ότι θα πηγαίναμε μαζί. Δεν μου είπες τίποτα όταν γύρισα την ίδια μέρα που έφυγα. Στην θέση σου βρήκα κάποια φίλη που δεν θυμόμουν ότι είχα. Προβληματίστηκε με την έκπληξη μου. Εγώ περίμενα εσένα και εκείνη εμένα». Έκανε μια μικρή παύση.
«Εκείνο το βράδυ έκλαιγα στον καναπέ και ήρθες κοντά μου. Ένιωσα στιγμιαία την ζεστασιά από το σώμα σου που πλησίαζε», η λύπη παραμόρφωσε το στόμα της, «για να μου δώσεις το τηλέφωνο μιας ενδοκρινολόγου. Θυμάσαι τι μου είπες; Ότι οι ορμόνες μου έχουν διαταραχτεί και αυτή θα με βοηθούσε». Έσφιξε τις γροθιές της. «Σου ζήτησα να κάνουμε κάτι μαζί και ήρθαμε εδώ. Μου άρεσε η ιδέα να χορεύουμε μαζί. Είχαμε τόσα χρόνια να το κάνουμε. Ήθελα ιδιαίτερα, αλλά μου είπες ότι θα ήταν καλύτερα σε ένα τμήμα. Εδώ ήμαστε». Δήλωσε δείχνοντας με ανοικτές τις παλάμες γύρω της. «Ξέρεις πόση ώρα έψαχνα να δω τι θα φορέσω;» Η φωνή της ανέβηκε απότομα. «Είχα τέτοια ταραχή σαν την κοπέλα που πάει πρώτη φορά σε ραντεβού. Όταν είναι η σειρά μας να χορέψουμε αισθάνομαι σαν τον ενοχλητικό επισκέπτη που βιάζεσαι να ξεφορτωθείς. Ξέρεις πόσο ψυχοφθόρο είναι να σε βλέπω τρυφερό και χαρωπό με όλες τις υπόλοιπες εκτός από εμένα; Ξέρεις πόσο ταπεινωτικό είναι να ακούω τους καθηγητές να σου κάνουν συνεχώς παρατηρήσεις για τον τρόπο που χορεύουμε όταν σε παινεύουν την στιγμή που έχεις άλλη ντάμα;»
«Δεν καταλαβαίνω τι θες; Έχεις τα πάντα. Και εμείς είμαστε τόσα χρόνια μαζί. Είναι λογικό». Είπε ο άντρας χαμηλόφωνα με απίστευτη ηρεμία. «Εγώ σε αγαπάω…»
«Με αγαπάς;» Ρώτησε σχεδόν ουρλιάζοντας. «Με αγαπάς, αλλά μου το λες τώρα που έχεις μάρτυρες σε μια στιγμή που σε κατηγορώ. Γιατί δεν μου το λες όταν ήμαστε μόνοι; Γιατί δεν με αγγίζεις πια; Γιατί δεν περνάς χρόνο μαζί μου; Γιατί δεν μου μιλάς;» Η φωνή της έγινε σταδιακά ψίθυρος. «Δεν με αγαπάς. Κι αν με αγαπάς, δεν με θέλεις».
«Σου προσφέρω τα πάντα». Της είπε μέσα από τα δόντια του ελάχιστα εκνευρισμένος. Θα της περνούσε. Πάντα της περνάει αρκεί εκείνος να μην μιλούσε. Θα τα έλεγε και θα ξεθύμανε. Απλά θα έπρεπε να αλλάξουν σχολή. Φυσικά θα έπρεπε να μιλήσει με τους ανθρώπους εκεί. Να τους εξηγήσει πως είχε η κατάσταση. Οι ορμόνες. Εκείνες έφταιγαν. Έπρεπε να τηρηθεί η σχετική μυστικότητα. Δεν θα γινόταν ρεζίλη εξαιτίας της.
«Μίλα μου!» τον διέταξε. «Σου ζητάω να μου μιλήσεις. Να μου πεις τι θέλεις, τι νιώθεις, τι σχεδιάζεις, πως αισθάνεσαι. Κάποτε μου μιλούσες», είπε νοσταλγικά, «με άκουγες. Κάναμε σχέδια μαζί. Ήμουν μέρος της ζωής σου». Η φωνή της ακούστηκε παρατημένη. «Σου ζητάω να μιλήσουμε». Σήκωσε το βλέμμα της και τον κοίταξε σταθερά. «Πρέπει να μιλήσουμε εάν θέλουμε να σώσουμε την σχέση μας. Σε παρακαλώ». Ένας μικρός λυγμός έγινε διακριτός και τα μάτια της γέμισαν δάκρια.
«Θα μιλήσουμε με έναν ψυχολόγο». Ακούστηκε εκείνος καθησυχαστικός. Αυτή ήταν η λύση. «Πως δεν το είχα σκεφτεί νωρίτερα;» Σκέφτηκε.
Η γυναίκα έπλεξε τις δυο παλάμες της σε μια απαλά, αλλά σφιχτή γροθιά εν ήδη προσευχής που φέρνει ελπίδα. «Θα πάμε μαζί;» Τον ρώτησε με λαχτάρα.
«Θα σε στείλω στην καλύτερη. Θα δεις, μετά από μερικές επισκέψεις εκεί θα είναι όλα καλύτερα».
«Εσύ, δεν θα έρθεις;» Η γυναίκα άρχισε να ανασαίνει γρήγορα.
«Δεν έχω κάτι να πω. Εγώ είμαι εντάξει. Εσύ, έχεις το πρόβλημα».
Η γυναίκα τον πλησίασε με ήρεμα βήματα, έβαλε το δεξί της χέρι απαλά στο κεφάλι του και με απίστευτη για το σωματότυπό της δύναμη άρχισε να το κοπανάει στον καθρέπτη του τοίχου.
Tags: Γεωργία Παπαλυμπέρη