Γιάννης Πανούσης: Η απολογία ενός μαχαιριού
Αν γνώριζε ο άνθρωπος πού βρίσκεται η συνείδησή του,
ακριβώς εκεί θα πυροβολούσε.
Κωστής Παπακόγκος, Πικροκέρασα
Ξέρω... Ξέρω…
Δεν σκοτώνω εγώ, αλλά το χέρι του δολοφόνου που με κρατάει. Ούτε καν το χέρι. Η απόφαση που πάρθηκε στον εγκέφαλο, μεταφέρθηκε στην καρδιά και δόθηκε εντολή εκτέλεσης στο χέρι.
Πάρα ταύτα, νοιώθω ένοχο[ς] ή έστω συνένοχο[ς].
Δεν μπορείτε να καταλάβετε τι είναι να χώνεσαι βαθιά στο στήθος ή στην πλάτη ενός ανθρώπου, να γεμίζεις από το αίμα του, μετά να σε ξεκαρφώνει ο δράστης και να σε πετάει σε κάποιο χαντάκι ή σ’ έναν σκουπιδοτενεκέ για να μη σε βρει η Αστυνομία. Αδυναμία, αβοηθησία, απελπισία, μοναξιά.
Βέβαια αν με ρωτήσει η Δικαιοσύνη, ξέρω εκ των προτέρων τις απαντήσεις.
Με τόση πείρα είμαι πλέον σε θέση να ξεχωρίζω το χέρι του επαγγελματία δολοφόνου από αυτό του αδύναμου απελπισμένου, να βλέπω θύματα που ουρλιάζουν από πόνο, άλλα να κοιτάζουν έκπληκτα το θύτη κι άλλα να περιμένουν τη μαχαιριά και να μένουν ακίνητα.
Ακούω τα λόγια μίσους ή εκδίκησης του δράστη και τα βογγητά ή τις κατάρες του θύματος.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά είμαι ο μόνος αξιόπιστος μάρτυρας του φονικού, μολονότι δεν κατανοώ πάντοτε το «γιατί».
Αυτό, όμως, δεν φαίνεται να έχει κάποια σημασία.
Άλλωστε, ούτε στα καλύτερα αστυνομικά μυθιστορήματα ο αναγνώστης κατανοεί το «γιατί» τόσων άσκοιπων εγκλημάτων, αλλά γοητεύεται από το αίμα.
Αν με είχε γνωρίσει καλύτερα, ίσως να άλλαζε γνώμη.
Tags: Γιάννης Πανούσης