Σέργιος Γκάκας: Ο Άγιος Βαλεντίνος, πολιούχος Χαλανδρίου
Στις 14 Φεβρουαρίου του 1995, τη μέρα που γιορτάζουν όσοι νομίζουν ότι ο έρωτας είναι πέντε τριαντάφυλλα Ολλανδίας ή ένα χνουδωτό αρκουδάκι από την Ταϊβάν, που προσφέρει μια ιδρωμένη απ’ το τρακ παλάμη, βρέθηκα στο Χαλάνδρι, ψάχνοντας μια δεκαεξάχρονη που είχε εγκαταλείψει την οικογενειακή εστία χωρίς να υπάρχει λόγος, σύμφωνα με την άποψη του γεννήτορά της. Ο βοηθός μου είχε μάθει από ένα καρφί-βαποράκι με στέκι ένα κεντρικό πάρκο της πόλης, ότι μια πιτσιρίκα που έμοιαζε μ’ αυτήν που ψάχναμε, πουλούσε χάντρες και δαχτυλίδια στην πλατεία Ελευθερωτών, παρέα μ’ έναν γιγαντόσωμο αράπη. Προτίμησα να πάω μόνος μου για να αποφύγω τη συντροφιά κάποιου νεαρού Ράμπο, απ’ αυτούς που καθαρίζουν τη μύτη τους με το υπηρεσιακό περίστροφο. Μετά από είκοσι λεπτά ανώφελους γύρους, παράτησα το Ούνο σ’ έναν πεζόδρομο. Αγόρασα τσιγάρα και την «Αυγή» για κάλυψη και την άραξα σ’ ένα καφέ-ουζερί γεμάτο τηγανητά αρώματα και μοναχικούς τύπους που συνομιλούσαν με μπύρες και ούζα. Προτίμησα ένα τραπεζάκι έξω.
Ύστερα από μια βδομάδα κρύου και βροχής, ο ήλιος έδειχνε τα δόντια του, μάλλον για να συμπαρασταθεί στον Άγιο. Άναψα ένα Ούλτρα Λάϊτ με τη γεύση του τίποτα, παράγγειλα μια κόκα κόλα, άνοιξα την εφημερίδα και βάλθηκα να μελετάω μια ανάλυση για την κρίση του πολιτικού συστήματος της Σουηδίας. Σε μισή ώρα το διαφυλετικό ζευγάρι εμφανίστηκε. Ο μαύρος άνοιξε έναν μικρό πάγκο κι η πιτσιρίκα άρχισε να τοποθετεί πάνω του με υπερβολικά αργές κινήσεις, τα πιο άχρηστα πράγματα του κόσμου. Ρολόγια, τρανζίστορ, σώβρακα που έπαιζαν μουσική, ψεύτικα κινητά και κομπολόγια. Λικνιζόταν λίγο άχαρα, ακολουθώντας τους χυδαίους ήχους που ξέρναγε ένα ογκώδες φορητό κασετόφωνο. Ήταν πολύ αδύνατη και φορούσε γυαλιά χωρίς φακούς, μόνο ο κόκκινος σκελετός υπήρχε, σαν να δήλωνε ότι όλα είναι μια απάτη, και οι πωλητές και τα εμπορεύματα. Ένας Πακιστανός σκέπασε τον ορίζοντά μου με πολύχρωμα μπαλόνια σε σχήμα καρδιάς και μ’ ένα βλέμμα καταδικασμένου σε ισόβια. Τον έδιωξα και ζήτησα απ’ τον καφετζή ένα κονιάκ. Ο αράπης προσπαθούσε να ψήσει μια κυρία ν’ αγοράσει ένα ξυπνητήρι-ραδιόφωνο και η πιτσιρίκα έστριβε ένα τσιγάρο με επιδεξιότητα ταχυδακτυλουργού. Ο καφετζής άφησε στο τραπέζι μου το κονιάκ και την περιφρόνησή του× ίσως δεν ενέκρινε την κατανάλωση αλκοόλ στις δέκα το πρωί. Προσπάθησα να σκεφτώ ένα έξυπνο σχέδιο προσέγγισης της μικρής αλλά με προβλημάτιζε ο όγκος του συντρόφου της. Η ταυτότητα του μπάτσου δε μου φαινόταν αποτελεσματική ασπίδα και το τελευταίο που θα ‘θελα ήταν να μου τσαλακώσει τις ρυτίδες ένας απελπισμένος μετανάστης. Όπλο δεν κουβαλούσα μαζί μου× σε πέντε μήνες έπαιρνα σύνταξη. Η μικρή κάτι είπε στ’ αυτί του γίγαντα, φόρεσε ένα πράσινο μπερέ και απομακρύνθηκε με αβέβαια βήματα. Ρούφηξα το κονιάκ και παράγγειλα δεύτερο. Σ’ ένα τέταρτο το κορίτσι ξαναγύρισε κρατώντας ένα μπουκέτο μαργαρίτες. Έκανε μια αδέξια πιρουέτα, γονάτισε και πρόσφερε στο φίλο της τα άνθη κι ένα χαμόγελο με κλειστά μάτια. Εκείνος της χάρισε ένα κάτασπρο ηχηρό γέλιο, χειροκρότησε δυνατά, τη σήκωσε ψηλά σα να ‘τανε από χαρτί και τη στριφογύρισε στον αέρα. Οι περαστικοί τους κοίταζαν με συγκατάβαση. Ο μαύρος σταμάτησε τα ακροβατικά, κράτησε τη μικρή ψηλά με το ένα του χέρι και τη φίλησε στο στόμα.
«Σα δε ντρέπεται», μούγγρισε ο καφετζής καθώς ακουμπούσε στο τραπέζι το τρίτο κονιάκ.
«Ποιος;», τον ρώτησα.
«Το πουτανάκι».
«Γιατί;»
«Έχω μια κόρη στην ηλικία της και μόνο εγώ ξέρω τι τραβάω».
«Κλεισ’ την στο σπίτι και κρυψ’ την καλά, αυτοί οι αράπηδες έχουν κάτι καβλιά σαν μπαστούνια», του είπα εμπιστευτικά. Με κοίταξε σαν να μην ήξερε αν έπρεπε να παρεξηγηθεί ή να γελάσει και αποσύρθηκε. Ξεμπέρδεψα με το κονιάκ, άφησα ένα χιλιάρικο στο τραπέζι και σηκώθηκα. Πλησίασα τον γίγαντα και του χαμογέλασα.
«Από πού είσαι φίλε;»
«Σουδάν».
Έριξα μια ματιά στον πάγκο. Το βλέμμα μου σταμάτησε σ’ ένα βραχιόλι με κόκκινες χάντρες που σίγουρα θ’ άρεσε στην κόρη μου.
«Πόσο έχει;», τον ρώτησα.
«Πεντακόσιες».
Του έδωσα το πεντακοσάρικο κι έβαλα το βραχιόλι στην τσέπη μου.
«Τη μικρή την ψάχνει ο πατέρας της», του είπα ευγενικά.
«Τη μικρή πηδάει πατέρας της», μου σφύριξε και οι μυς του προσώπου του σφίχτηκαν.
«Κι εσύ την προστατεύεις;», τόλμησα να ρωτήσω.
«Την αγαπάω κύριε».
Κώλωσα. Το κορίτσι δίπλα κάπνιζε σαν να μη συμβαίνει τίποτα.
«Γιατί δε ρωτάς εκείνη τι θέλει;», ψιθύρισε ο Σουδανός.
«Είναι ανήλικη, δεν έχει κλείσει τα δεκάξι, μην είσαι μαλάκας».
Με κοίταξε για λίγα δευτερόλεπτα και αφοσιώθηκε στην τακτοποίηση των θησαυρών του. Η κοπέλα πάτησε με τη μπότα της το τσιγάρο. Έβγαλα απ’ την τσέπη μου το βραχιολάκι και το βάφτισα για λίγο κομπολόι.
«Εσύ αφεντικό», μου είπε ο γίγαντας, «άμα θέλεις την παίρνεις, άμα θέλεις παίρνεις και μένα. Ό,τι θέλεις κάνεις... αστυνόμε». Την τελευταία λέξη την έφτυσε. Δεν ενοχλήθηκα, είχα συνηθίσει. Άλλωστε σε πέντε μήνες έβγαινα στη σύνταξη. Έβγαλα το πακέτο και πρόσφερα τσιγάρο στο κορίτσι. Το πήρε χαμογελώντας.
«Πώς σε λένε;», τη ρώτησα.
«Ορίλια».
«Από πού βγαίνει;»
Γέλασε.
«Ρούλα με λένε αλλά δεν του άρεσε και με φωνάζει Ορίλια. Σπουδάζει ισπανική φιλολογία, είναι τρελούτσικος».
«Γιατί δε θέλεις να γυρίσεις σπίτι σου;»
«Το ‘χεις δει το σπίτι μου;»
«Όχι».
«Πήγαινε δες το κι έλα πάλι. Εδώ θα ‘μαι».
Η απελπισία της με διέλυσε. Συγκέντρωσα την προσοχή μου στο βραχιολάκι.
«Μόνη μου το ‘φτιαξα», είπε με περηφάνεια. Ο γίγαντας μας κοίταζε λυπημένος.
«Έχω κι εγώ μια κόρη», ψέλλισα κι έφυγα.
Γύρισα στο γραφείο μου. Τηλεφώνησα στην κόρη μου αλλά δεν μπορούσε να μου μιλήσει γιατί άλλαζε το μωρό. Ούτε η γυναίκα μου μπορούσε να μου μιλήσει γιατί έψηνε μια πέστροφα κι έπρεπε να ‘χει το νου της. Ήπια άλλα δυο κονιάκ και ειδοποίησα την Έλσα, μια καλοσυνάτη υπαστυνόμο, πτυχιούχο της Παντείου. Της εξήγησα την κατάσταση και την έστειλα να πάρει το κορίτσι. Της ζήτησα να μην ασχοληθεί με τον γίγαντα και να μην τους ψάξει για ναρκωτικά. Το απόγευμα μου τηλεφώνησε και μου είπε ότι όλα τακτοποιήθηκαν. Είχε συνοδεύσει τη μικρή στο σπίτι της. Το βραχιολάκι ενθουσίασε την κόρη μου. Σε πέντε μήνες πήρα τη σύνταξή μου.
***
Ένα βροχερό πρωινό του Φλεβάρη του ’96, πήρα ένα ταξί κι ανέβηκα στο Χαλάνδρι. Κάθισα στο ίδιο καφενείο, έγνεψα στον ίδιο καφετζή και παράγγειλα πάλι ένα κονιάκ. Ο αράπης που καθόταν δυο τραπέζια πιο πέρα μάλλον θα με αναγνώρισε, γιατί αλλιώς πώς να εξηγήσω το βλέμμα του, το θυμό του, την άγρια κραυγή, το μαχαίρι που βγήκε από μια τσέπη, το αίμα που λέρωσε το άσπρο μου πουκάμισο…
* Πρώτη δημοσίευση: (Συλλογικό) «Το Χαλάνδρι που γνώρισα»,
εκδ. Βιβλιοπωλείου ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, 2005.
Tags: Σέργιος Γκάκας