Γιάννης Πανούσης: Καθ’ ομολογίαν ένοχος...
Ανεμίζει λευκή σημαία
δηλώνοντας παραδοχή
Μυρτώ Αναγνωστοπούλου, Λίβελος πουλιών
Ποτέ δεν κυκλοφορούσε με τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, τρόλεϊ, τραμ, λεωφορεία κλπ.
Επειδή ζούσε ολομόναχος, χωρίς συγγενείς, φίλους και δίχως γυναίκα σύντροφο, δεν του άρεσε να στριμώχνεται με κόσμο, να συμφύρεται, να συγχνωτίζεται. Ήταν τόσο φοβικός, αγχωτικός, σχεδόν ψυχαναγκαστικός, που προτιμούσε να πληρώνει ταξί για να πηγαίνει στη δουλειά του. Στην πραγματικότητα δεν είχε κάποια μόνιμη δουλειά, αλλά έβγαινε έξω μήπως και αισθανθεί λιγότερο μισάνθρωπος. Είχε τόσες ατυχίες στη ζωή του, ώστε το να τον θεωρούν εντελώς άχρηστο ήταν κάτι το απόλυτα φυσιολογικό.
Εκείνη όμως την ημέρα έβρεχε καταρρακτωδώς, τα ταξί είχαν κηρύξει απεργία κι αυτός είχε κλείσει ραντεβού μ’ έναν εκδότη για να του διαβάσει το πρώτο του αστυνομικό μυθιστόρημα.
Έτσι, θέλοντας και μη, φόρεσε ένα φούτερ με κουκούλα και πήγε στη στάση του μετρό. Δεν υπήρχε άδεια θέση και στεκόταν σε όλη τη διαδρομή όρθιος πιασμένος από το χερούλι. Όλα έβαιναν ομαλά μέχρι το σταθμό Ομονοίας, όπου έξαφνα, την ώρα που έκλειναν οι πόρτες, μπουκάρησαν 20-25 κουκουλοφόροι, οι οποίοι άρχισαν να σπάνε με λοστάρια τζάμια και καθίσματα, έσπασαν τη μύτη κάποιου που τους έβρισε, τον έσπρωξαν γιατί βρέθηκαν κοντά του, άρπαξαν τις τσάντες από τρεις έντρομες κυρίες, ρίξανε τρικάκια κατά του καθεστώτος κι ετοιμάστηκαν ν’ αποβιβαστούν στην επόμενη στάση. Ένας, όμως, επιβάτης πρόλαβε και τράβηξε το μοχλό κινδύνου, το τρένο ακινητοποιήθηκε με τα φρένα να παίρνουν φωτιά .Οι κουκουλοφόροι δεν πανικοβλήθηκαν, πήδηξαν μέσα από τα σπασμένα τζάμια των παράθυρων και το έσκασαν πατώντας στις γραμμές.
Αυτός είχε μείνει άγαλμα. Παγωμένος κι ακίνητος. Η αστυνομία έφτασε αμέσως, μερικοί κυνήγησαν τους κουκουλοφόρους στις αποβάθρες, ενώ άλλοι μπήκαν μέσα στο βαγόνι. Τον πρώτον που αντίκρυσαν ήταν ο ίδιος, όρθιος, πατώντας σπασμένα τζάμια και φορώντας ακόμα την κουκούλα που είχε βάλει για να μη βρέχεται.
Δεν πρόλαβε να πει λέξη, άλλωστε όταν αγχωνόταν ή τρόμαζε, κεκέδιζε. Οι άλλοι επιβάτες ή έφευγαν τρέχοντας ή δεν μπορούσαν να πουν αν ήταν κι αυτός στην ομάδα των εισβολέων.
Τον άρπαξαν, του φόρεσαν χειροπέδες, τον έριξαν μέσα στο περιπολικό και τον προσήγαγαν στο αστυνομικό τμήμα.
Τα ραδιόφωνα και οι τηλεοράσεις είχαν διακόψει τα κανονικά προγράμματά τους για να μεταδώσουν την έκτακτη είδηση χουλιγκάνων ή αναρχικών που κατέστρεψαν ένα τρένο, σημειώνοντας όμως ότι «ευτυχώς ένας από αυτούς συνελήφθη κι ανακρίνεται».
Η φωτογραφία του. χωρίς κουκούλα, δέσποζε παντού.
Όταν τον οδήγησαν, στην ουσία τον έσυραν, ενώπιον του διοικητή του αστυνομικού τμήματος, στην αρχή πήγε να δικαιολογηθεί, αλλά κεκέδιζε τόσο πολύ που δεν έβγαινε νόημα από τα λόγια του.
- Δε...ν...δε..ν..ε..ε..γω...γω…
Σκέφτηκε να πει:
- Ει...ει...μαι...μαι...α...α...θω...θω...ος..ος…
Όμως καθώς είδε γύρω του αστυνομικούς, δημοσιογράφους, κάμερες, φλας, έξαφνα, ένοιωσε, για πρώτη φορά, ότι έγινε «κάποιος» στην άχαρη ζωή του και φτιάχνοντας καλά την κουκούλα του, δήλωσε, χωρίς να κεκεδίζει:
-Ναι, ανήκω κι εγώ στην ίδια ομάδα και δεν πρόκειται να πω λέξη παραπάνω... ούτε ονόματα...
***
Ο Φάνης Κρέμος βρήκε το μικρό αυτό διήγημα, που κατατέθηκε στο Κανάλι της Παρά-ξενης Ζωής για να γυριστεί ως επεισόδιο σειράς «Εγκληματολογικά άστοχο και ατεκμηρίωτο».
«Βέβαια, κοινωνιοψυχολογικά, έχει κάποια βάση... Ποιος, όμως ,τηλεθεατής ασχολείται με τα εσώψυχα των μοναχικών ανθρώπων στη μεγαλούπολη... Όλοι θέλουν δράση... Μόνο δράση... και απόδραση», προσέθεσε, κλείνοντας τον φάκελο υποψηφιότητας του επίδοξου αστυνομικού συγγραφέα.
Tags: Γιάννης Πανούσης