Γιάννης Μόσχος: Να φας κι εσύ μια στάλα
Έστριψε με το κάρο και άρχισε να κατεβαίνει προς την παραλία. Ο αλμυρός αέρας τον προϋπάντησε ζωηρός, ήρθε με φούρια, μπήκε από τα ρουθούνια στο κεφάλι του και ξεσήκωσε βρώμα, σκόνη και σκέψεις να τα πάρει μακριά, να τα σύρει ως τη θάλασσα που τον μαύλιζε, χαϊδεύοντας ερωτικά τα βράχια.
Εσύ τα φταις όλα.
Μαύρη θάλασσα, μαύρη ψυχή.
Πριν έναν χρόνο, σαν σήμερα, ήταν η τελευταία φορά που ένιωσε ζωντανός. Ένας χρόνος απ’ την απεργία.
Θυμόταν, τότε, εκεί, σ’ αυτή την αμμουδιά, η παραλία είχε γεμίσει, φωνές, χαλασμός, το βαπόρι είχε αράξει στη σιδερογέφυρα, έτοιμο να γεμίσει μετάλλευμα και τα παλικάρια να μη το φορτώνουν. Αγανάχτησαν από τα μεροκάματα που άξιζαν μισό κομμάτι ψωμί, από το βιός τους που το έκλεβε ο Γρόμαν. Από τους σκοτωμένους στις σπηλιές. Στο μυαλό του ήρθε ο Σωκρατάκιας˙ τον έστειλαν οι μαγκουράδες στο πέρασμα, να σκάψει, δεν πάω έκλαιγε, δεν περνάει άνθρωπος εκεί, θα πέσω στον γκρεμό. Οι μαγκουράδες να σκληρίζουν, αν δεν πας μην έρθεις αύριο για δουλειά. Κι ο Σωκρατάκιας πήρε την αξίνα στον ώμο, σκαρφάλωσε στον βράχο, έκανε να περάσει απέναντι και έπεσε. Δεν θα πήγαινε την άλλη μέρα για δουλειά. Κι εκείνος, όποτε περνούσε από το σημείο, του πετούσε λίγο ψωμί, εκεί, στον γκρεμό:
«Άντε ρε Σωκρατάκια, να φας κι εσύ μια στάλα».
Κατέβηκε από το κάρο, στάθηκε στη μέση της παραλίας κι έζωσε τα χέρια στη μέση. Έναν χρόνο τώρα δεν σκεφτόταν τίποτα, μα τώρα ήθελε να τα ξαναζήσει όλα, να πάρει κουράγιο. Κοίταξε γύρω την έρημη αμμούδα και κούνησε το κεφάλι του.
Ένας χρόνος. 20 Αυγούστου 1916.
Το θυμόταν καλά, ναι. Ο ήλιος τσουρούφλιζε το νησί. Φωτιά και λάβρα έκαιγε τις πλαγιές από άκρη σ’ άκρη. Οι ξερολιθιές βογκούσαν, με τις πλάτες έξω, στο έλεος του καλοκαιρινού ήλιου. Και ο Μιχαλάκης, ο γιος του, με την παρέα του, να μη φορτώνουν. Οι χωροφύλακες στην παραλία να μαυρολογίζουν, μπουλούκια, ο ένας με τον άλλον, να σιγοντάρονται. Οι μαγκουράδες αλλόφρονες, να γυρνάν τις μαγκούρες στον αέρα, δασκαλεμένοι από τον Γρόμαν, να μαλώνουν τους χωροφύλακες που αφήνουν μια χούφτα εργάτες να χαλάν τη δουλειά, πρώτοι στον αγώνα για το αφεντικό. Η παραλία να βογκάει. Από τη μια οι εργάτες μια από την άλλη οι χωροφύλακες με τους μαγκουράδες. Λήξτε την απεργία, γρήγορα στις δουλειές σας. Οι άλλοι να αφρίζουν˙ σκοτώνονται παλικάρια κάθε μέρα, φτιάξτε τα περάσματα, δώστε μας εργαλεία. Οι μαγκουράδες από πίσω να αλαλάζουν, τεμπέληδες, γυρίστε στα μεταλλεία, φορτώστε το καράβι, ο κύριος Γκρόμαν θα θυμώσει, να φοβερίζουν τους χωροφύλακες, δώστε προθεσμία, σύρτε τους στη δουλειά με το ζόρι, πέντε λεπτά, ακούτε ρεμάλια, δεν ακούτε ε; Ρίξτε μωρέ, σηκώστε τα όπλα και ρίξτε στο ψαχνό, δεν πιάνετε δουλειά; Πυρ, φώναξε κάποιος και πεντέξι πυροβολισμοί έσκισαν τον αέρα και επέβαλλαν σιωπή.
Το σκοτάδι έπηζε, μαύριζε όλο και πιο πολύ, τάχα να τον φοβερίσει. Έφτασε στο κάρο και σήκωσε την κουβέρτα. Η μυρωδιά του μισοσαπισμένου πτώματος του μαγκουρά που ήταν ξαπλωμένο από κάτω δεν τον ενόχλησε καθόλου. Με αργές κινήσεις, προσεκτικές, έτσι, να τις απολαμβάνει, έσυρε την κουβέρτα ως το καρότσι κι από κει, με βήμα αργό, βασανιστικό, σαν σε ιεροτελεστία, σε πομπή θανάτου, έφτασε ως την σιδερογέφυρα. Έπιασε τον πεθαμένο μαγκουρά από χέρι και ποδάρι, τον σήκωσε και σαν να έβγαζε από μέσα του όλα τα βάρη της ζωής του, τον πέταξε στη θάλασσα, και με μάτια ποτάμια, φώναξε:
«Άντε ρε Μιχαλάκη, να φας κι εσύ μια στάλα».
Tags: Γιάννης Μόσχος