Νίκος Φαρούπος: Όταν η Κλεψύδρα αποχωρίστηκε την κλεψύδρα της (Β΄ μέρος)
Δεν ήταν όμως αυτό που με έκανε να χάσω το νου μου και να προσφέρω το κέρδος εκείνου του ταξιδιού -και όχι μόνο- για να την αποκτήσω. Ήταν η κίνησή της να βγάλει τη μάσκα και να με κοιτάξει επίμονα. Ήταν το υπαινικτικό, γεμάτο ανομολόγητες υποσχέσεις χαμόγελό της και το βλέμμα της, το βλέμμα της Κίρκης, που με κεραυνοβόλησε και μου υποσχέθηκε βουβά μια ευτυχισμένη ζωή δίπλα της. Και τότε κατάλαβα ότι απέναντί μου βρισκόταν η θεσπέσια εκείνη γυναίκα που είχα αντικρίσει στην αγορά το ίδιο πρωί. Η Κλεψύδρα!
Έπειτα χάθηκε ξαφνικά, αφήνοντάς μας άφωνους. Μόνο οι δούλοι ακούγονταν στο διπλανό δωμάτιο, καθώς αναμείγνυαν το σαμιώτικο κρασί με θαλασσινό νερό σε μεγάλους κρατήρες για να το αρωματίσουν στη συνέχεια με δενδρολίβανο ώστε οι οινοχόοι που πηγαινοέρχονταν στον ανδρώνα να μας το σερβίρουν στα περίτεχνα αγγεία του πλούσιου αμφιτρύωνά μας. Οι βραστοί βολβοί και τα ραπανάκια δεν κατάφεραν να ελαφρύνουν τη μέθη που μας είχε προκαλέσει η παρουσία και η παράσταση του αιθέριου εκείνου πλάσματος. Όσο για μένα, είχα χάσει το νου μου. Κι όπως αποδείχτηκε σύντομα, δεν ήμουν ο μόνος.
‘’Μόλις είδατε την περίφημη εταίρα Κλεψύδρα’’, είπε ο Αριστόδημος. Και πρόσθεσε: ‘’Την έπεισα να έρθει στο συμπόσιο και να χορέψει για σας μόλις της είπα ότι οι προσκεκλημένοι μου είναι εύποροι άντρες που δεν θα μετρούσαν ένα ένα τα νομίσματα προκειμένου να την αποκτήσουν’’.
Οι αλμυρές πίτες, τα γλυκά, τα τυριά, τα σύκα και το αρωματικό κρασί δεν κατάφεραν να μας ανεβάσουν τη διάθεση, αφού ο νους μας είχε μείνει στο θαυμάσιο θέαμα που λίγο πριν είχαμε απολαύσει. Είχε έρθει η ώρα του ‘’πότου’’, των συζητήσεων και των παιχνιδιών, αλλά κανείς δεν ήθελε να αφηγηθεί ιστορίες ή να ακούσει ιστορίες άλλων. Θέλαμε όλοι να μιλήσουμε γι’ αυτό που μόλις είχαμε δει: την Κλεψύδρα. Ο συμποσιάρχης μας δεν είχε αντίρρηση. Έδωσε το λόγο στους δύο Πάριους έμπορους, ενώ ο ίδιος συνέχισε να επιβλέπει τον οινοχόο, για το νέρωμα του κρασιού, και την ποσότητα που θα έπινε ο κάθε συμπότης ανάλογα με την κατάστασή του.
Οι δύο Πάριοι ευγενείς, αφού μίλησαν για τα δικά τους ακριβά συμπόσια στα οποία είχαν παρευρεθεί σπουδαίοι άντρες από τα πέρατα της οικουμένης και μας προσκάλεσαν στο νησί τους, πρόσφεραν και οι δύο μαζί πέντε χιλιάδες δραχμές για την Κλεψύδρα. Το ποσό -κάθε άλλο παρά ευτελές- έκανε τον Αριστόδημο να γελάσει. Τους εξήγησε ότι με τα χρήματα αυτά δεν θα μπορέσουν να κερδίσουν ούτε ένα χαμόγελό της. Ο ηλικιωμένος ασκληπιάδης από τους Θούριους, άνθρωπος σοβαρός και λιγομίλητος, παραιτήθηκε από τη διεκδίκηση λέγοντας ότι η ηλικία και η εύθραυστη υγεία του δεν του επιτρέπουν ισχυρές συγκινήσεις.
Είχα το ποσό, ήταν όλο το κέρδος μου από το πρόσφατο ταξίδι. Ήμουν μόνος εκείνη την εποχή. Η γυναίκα μου είχε πεθάνει στην πρώτη γέννα κι επιθυμούσα διακαώς να ξαναφτιάξω τη ζωή μου και να απαλύνω το πένθος μου. Το κτήμα μου στα Μεσόγεια, δίπλα από τα κτήματα που κάποτε έδιναν κρασί και λάδι στην οικογένεια του Περικλή και του Αλκιβιάδη, το διαφέντευαν δούλοι. Το ίδιο και το σπίτι μου, στον Πειραιά: η κατάκοιτη μάνα μου δεν μπορούσε πια να τους προστάζει και κυρά δεν υπήρχε να τους ελέγχει, ούτε παιδιά να παίζουν στον κήπο.
Δήλωσα αποφασιστικά, χωρίς να το πολυσκεφτώ, στον αμφιτρύωνά μας ότι διαθέτω ολόκληρο το ποσό ευχαρίστως για να την έχω. Όχι όμως για μια ή δύο νύχτες. Θα έπρεπε να επιλέξει: Ή θα ερχόταν μαζί μου και θα άλλαζε ζωή ή θα συνέχιζε τη ζωή της σαν Κλεψύδρα, παρέα με την κλεψύδρα της. Έμενε μονάχα η πρόταση του γλοιώδη Δάμωνα, του πάμπλουτου έμπορου εριφίων και βοοειδών. Αυτός πρότεινε στον Αριστόδημο δεκαπέντε χιλιάδες δραχμές για να πάρει την Κλεψύδρα και να την έχει στο σπίτι του παλλακίδα.
Όπως είναι φυσικό παραιτήθηκα, με βαριά καρδιά. Ο Δάμων με νίκησε. Λίγο πριν πάρει τέλος το συμπόσιο η Κλεψύδρα ήρθε και κάθισε μαζί μας. Ήταν ευδιάθετη, έλεγε ευφυολογήματα και προσπαθούσε ολοφάνερα να με κάνει να γελάσω, αλλά η διάθεσή μου ήταν μαύρη, η ψυχή μου βαριά και παρέμενα σκυθρωπός. Τότε ρώτησε να μάθει τι έχει συμβεί και άκουσε με δυσαρέσκεια τα νέα από τον Αριστόδημο: της είπε για το ποσό των Πάριων εμπόρων, της μίλησε και για το ποσό το δικό μου και τους όρους που το ακολουθούσαν: εκείνη έμεινε άναυδη. Πριν προλάβει να συνέλθει από την έκπληξή της έμαθε ότι ανήκε πλέον στον Δάμωνα και το όμορφο πρόσωπό της έχασε μονομιάς τη λάμψη του. Άρχισε να με κοιτάζει επίμονα λυπημένη. Δεν άντεχα το βλέμμα της που το αποτελούσαν σπαράγματα ικεσίας, λύπης, απόγνωσης και έρωτα και κράτησα, όσο μπορούσα, το δικό μου χαμηλά. Ανήκε πλέον σε άλλον, το ποσό ήταν συντριπτικά μεγαλύτερο και ο Αριστόδημος είχε συμφωνήσει αμετάκλητα με τον Δάμωνα. Όλα είχαν τελειώσει.
Ο Δάμων συνέχισε να πίνει και να τρώει ό,τι υπήρχε πάνω στο τραπέζι. Το συμπόσιο πλησίαζε στο τέλος του, εγώ δεν άντεχα άλλο να παραμείνω με την Κλεψύδρα απέναντί μου, γι’ αυτό αποχαιρέτισα πρώτος τον συμποσιάρχη μας και αναχώρησα. Περπάτησα με βήμα βαρύ μέχρι το πανδοχείο μου. Ένιωθα ότι η ευτυχία με είχε προδώσει για μια ακόμα φορά και η τύχη μου γύριζε άσπλαχνα την πλάτη.
Ετοιμαζόμουν να ξαπλώσω, όταν άκουσα χτυπήματα στην πόρτα μου. Άνοιξα παραξενεμένος κι αντίκρισα μια ηλικιωμένη γυναίκα. Μου είπε ότι ήταν η Αιγιδώ, η παραμάνα της Κλεψύδρας, και να μην φύγω αξημέρωτα από την πόλη αλλά να περιμένω την κυρά της. Απάντησα ότι κάθε ελπίδα είχε χαθεί, ότι πρόσφερα όλα τα αθηναϊκά δεκάδραχμα, κέρδη από την πώληση των υφασμάτων και του ήλεκτρου, το χρυσό δαχτυλίδι μου καθώς και το προγονικό μου χρυσό περιδέραιο, με τη μέδουσα, δώρο του πατέρα μου για την ονοματοθεσία μου. Και δεν ήταν αρκετά. Τότε η γριά Αιγιδώ μου έβαλε μια πυξίδα στο χέρι: ‘’Στέλνει η κυρά μου τα κοσμήματά της για να σε βοηθήσει να την αγοράσεις’’, είπε και έφυγε βιαστικά.
Επέστρεψα τρέχοντας στην οικία του Αριστόδημου. Ήταν όλοι ακόμα εκεί. Το βλέμμα της Κλεψύδρας έλαμψε γεμάτο ελπίδα. Επανέλαβα ξανά το ποσόν, προσθέτοντας αυτή τη φορά και τα κοσμήματά της. Μάταια. Ο Δάμων πρόσφερε και πάλι περισσότερα, προς μεγάλη απογοήτευση της Κλεψύδρας και της δικής μου βεβαίως. Μόνο ο Αριστόδημος χάρηκε. Λίγο αργότερα την έβλεπα να ανεβαίνει στην άμαξά του Δάμωνα. Πρόλαβα κι επέστρεψα στην Αιγιδώ το έχειν της κυράς της. Μήνυσα στην Κλεψύδρα ότι θα τη σκέφτομαι μέχρι να πεθάνω. Κι ότι αν μπορούσα να πουλήσω το σπίτι και το κτήμα μου για να την αποκτήσω θα το έκανα ευχαρίστως.
Το πρωί ξύπνησα βαρύθυμος κι ετοιμάστηκα να σπεύσω στο πλοίο για να φύγω μια ώρα αρχύτερα από την Κόρινθο. Λίγο πριν ξεκινήσω για το λιμάνι μια αναπάντεχη είδηση έφτασε στ’ αυτιά μου: ο Δάμων ξεψύχησε λίγη ώρα μετά το συμπόσιο. Ο ασκληπιάδης Αλκμένης που τον επισκέφθηκε με πληροφόρησε πως ένας από τους δούλους του, τον δηλητηρίασε με ελλέβορο και εξαφανίστηκε από προσώπου γης.
Βγαίνοντας από το πανδοχείο με περίμενε μια πολυτελής κλειστή άμαξα, που την έσερναν δύο ευμεγέθεις ημίονοι. Μέσα ήταν η Κλεψύδρα και η Αιγιδώ. Ανέβηκα τρέμοντας από ευτυχία.
Η αγαπημένη μου μου έπιασε το χέρι τρυφερά και είπε: ‘’Θυσίασα στο βωμό της Αφροδίτης και η θεά μου έδειξε καθαρά πως πρέπει να σε ακολουθήσω. Η Κύπρις μας βοήθησε’’.
‘’Η Αφροδίτη ή ο ελλέβορος;’’, τη ρώτησα χαμογελώντας υπαινικτικά.
Απάντησε με απόλυτη σοβαρότητα: ‘’Τι σημασία έχει; Είμαστε μαζί, πρόκειται για τη ζωή μας, έτσι δεν είναι;’’
Έγειρε το κεφάλι της στον ώμο μου.
‘’Να ξέρεις ότι θα σου είμαι αφοσιωμένη’’, ψιθύρισε και τα δάκρυά της μούσκεψαν το χιτώνα μου.
Έβγαλε μια κλεψύδρα από τη σκαλιστή πυξίδα που κρατούσε και τη πέταξε στα βράχια στο πλάι του δρόμου. Άκουσα τα δοχεία να θρυμματίζονται.
‘’Δεν σκοπεύω να γεράσω και να καταντήσω μια φτωχή γριά μαστροπός σαν τη Λαϊδα’’, είπε. ‘’Ούτε θέλησα ποτέ πραγματικά το καταραμένο σπίτι της. Με πιστεύεις καλέ μου Κρίτωνα;’’
‘’Σε πιστεύω Κλεψύδρα’’, απάντησα.
‘’Δεν με λένε Κλεψύδρα’’, είπε. ‘’Το αληθινό μου όνομα είναι Άνθεμις. Η Κλεψύδρα πέθανε χτες το βράδυ’’.
Ζήσαμε ευτυχισμένοι και δεν μιλήσαμε ποτέ ξανά για εκείνη τη νύχτα που μας ένωσε.
* Δημοσιεύτηκε στη συλλογή «Ιστορίες πάθους και μαγειρικής» (Εκδόσεις Κύμα, 2017).
Tags: Νίκος Φαρούπος