Νίκος Φαρούπος: Όταν η Κλεψύδρα αποχωρίστηκε την κλεψύδρα της (Α΄ μέρος)
Δεν ήταν μόνο η καλύτερη χορεύτρια της βραδιάς: ήταν η ωραιότερη και η πιο πνευματώδης. Το λεπτό, ευλύγιστο κορμί και οι γεμάτες χάρη κινήσεις της, θα έκαναν θεές και νύμφες να νιώσουν στην ψυχή τους το αγκαθωτό χάδι του φθόνου. Η συναναστροφή της με σπουδαίους άντρες και η φιλομάθειά της θύμιζαν την περίφημη Ασπασία του Περικλή, ενώ πολλοί ορκίζονταν ότι σε ομορφιά ξεπερνούσε ακόμα και τη Λαΐδα. Τη Λαΐδα όταν ήταν νέα βεβαίως, πριν καταντήσει η άμοιρη μια φτωχή γριά μαστροπός που αναπολούσε τις παλιές καλές μέρες όταν οι άντρες έπεφταν στα πόδια της προσφέροντας περιουσίες.
Αντίκρισα για πρώτη φορά την Κλεψύδρα -πέρασε από μπροστά μου ακολουθούμενη από την παραμάνα της- στην αγορά της Κορίνθου, όταν βρέθηκα εκεί για πολλοστή φορά για εμπορικές υποθέσεις. Κι έτσι είχα την ευτυχία να διαπιστώσω ιδίοις όμμασι ότι οι φήμες για το κάλλος της ήταν αληθινές. Θυμάμαι σαν τώρα πως οι συναλλαγές σταμάτησαν και απλώθηκε μια απόκοσμη σιγή προκειμένου να απολαύσουν οι θνητοί το σπάνιο πέρασμα μιας θεάς, μπροστά από τα άπληστα μάτια τους.
Ήταν ψηλή, με καλλίγραμμο σώμα και όμορφους ξανθούς βοστρύχους. Φορούσε έναν γαλάζιο λινό ποδήρη χιτώνα, στερεωμένο με δύο ασημένιες πόρπες και αναδιπλωμένο στο πάνω μέρος. Στον δεξιό βραχίονα έλαμπε το αγαπημένο της χρυσό βραχιόλι με τους τρίτωνες και τα αυτιά της στόλιζαν ενώτια με ερωτιδείς. Η φαρδιά ζώνη, οι καλοσχηματισμένες πτυχώσεις, τα χρυσά περισφύρια και τα μαλακά σανδάλια που κοσμούσαν τα λεπτά πόδια αλλά και το αέρινο βάδισμά της σε έκαναν να ξεχνάς την καθημερινή βάσανο και να παρασύρεσαι σε ανέφικτα όνειρα. Ήταν γνωστή σε όσους λίγους τυχερούς μπορούσαν να ταξιδέψουν στην πλούσια Κόρινθο. Ακόμα λιγότεροι από αυτούς μπορούσαν να θαυμάσουν τα κάλλη της κι ελάχιστοι όσοι ήταν σε θέση να αντέξουν το οικονομικό βάρος του έρωτά της.
Έλεγαν ότι η Κλεψύδρα ήθελε να μοιάσει στη Λαΐδα. Γι’ αυτό απαιτούσε ασύλληπτα ποσά, ο εραστής της έπρεπε να καταβάλλει χιλιάδες δραχμές για να απολαύσει τη συναναστροφή της. Λάτρευε, έλεγαν, το χρήμα και ονειρευόταν να αγοράσει το εντυπωσιακό οίκημα της Λαΐδας με τον ωραίο κήπο, λίγο έξω από την Κόρινθο. Δύσκολο βεβαίως, αφού η έπαυλη ανήκε πλέον στον πλούσιο, πρώην πορνοβοσκό και νυν εταιροτρόφο, τον απελεύθερο Αριστόδημο.
Την έλεγαν Κλεψύδρα γιατί ο ερωμένος της μπορούσε να την απολαύσει για όσο διαρκούσε, στην κλεψύδρα που είχε μαζί της, η ροή του ύδατος από το ένα δοχείο στο άλλο. Την κλεψύδρα την χρησιμοποιούσαν στα δικαστήρια και την εκκλησία του δήμου, για να μετρούν το χρόνο των αγορεύσεων, αλλά και για στρατιωτικούς σκοπούς, όπως για την διάρκεια της παραμονής των φρουρών στις νυχτερινές σκοπιές. Η Κλεψύδρα την είχε για να μετράει τον έρωτα και το χρήμα.
Εγώ όμως δεν ήμουν ο Άρπαλος [*] κι εκείνη δεν ήταν η Γλυκέρα. Γι’ αυτό και δεν έχω καταλάβει μέχρι σήμερα τι ήταν αυτό που μας ένωσε. Για ποιο λόγο ο μικρός θεός μας τόξευσε κατάσαρκα κι ερωτευτήκαμε σφόδρα, εκείνη που κυνηγούσε το χρήμα και περιφρονούσε τον έρωτα κι εγώ, ο Κρίτων του Δαμοφώντος, που λάτρευα τον έρωτα και απεχθανόμουν το χρήμα. Και γιατί η θεά Αφροδίτη ώθησε εκείνη στην αγκαλιά μου και την ανάγκασε να αγαπήσει έναν κοινό θνητό.
Την εποχή που γνώρισα την Κλεψύδρα είχα βρεθεί στην Κόρινθο με την ολκάδα που είχα ναυλώσει, μετά από ένα πολυήμερο ταξίδι στην Ιωνία, όπου πουλούσα λάδι και αγόραζα για να εμπορευτώ ήλεκτρο από τη Λυδία και λινά υφάσματα από τη Μίλητο. Οι πόλεμοι ανάμεσα στη Σπάρτη και την Αθήνα είχαν λάβει τέλος, τα χρόνια εκείνα, και το εμπόριο ανθούσε. Ταξίδευα συχνά και γνώριζα πλέον καλά τους θαλάσσιους δρόμους και τα λημέρια των πειρατών. Μάλιστα, χάρη στη φιλία που είχα αναπτύξει με μερικούς από αυτούς, με άφηναν να περάσω από τα μέρη τους, δεχόμενοι απλώς μερικά δώρα. Είχα την τύχη λοιπόν -αλλά και τα απαραίτητα αθηναϊκά δεκάδραχμα- να είμαι προσκεκλημένος, μαζί με λίγους εκλεκτούς συνδαιτυμόνες, σε ένα από τα ξακουστά συμπόσια του πρώην δούλου, και νυν περίφημου γλεντοκόπου και προαγωγού εταίρων, Θρακιώτη Αριστόδημου.
Ο επτάκλινος ανδρώνας του οικήματος ήταν ένα ιδιαίτερα καλαίσθητο δωμάτιο. Το απογευματινό φως που εισχωρούσε από το παράθυρο του εντυπωσιακού κήπου με τους βωμούς και το περιστύλιο έδινε μια μελαγχολική ομορφιά στους βαμμένους με ερυθρό χρώμα τοίχους και στις πήλινες μάσκες των Σάτυρων και των Σιληνών που υπήρχαν στις ζωφόρους. Τα ράφια και τις κόγχες στόλιζαν πήλινα ειδώλια Κενταύρων με λύρες στα χέρια, ενώ ιπτάμενοι Έρωτες αιωρούνταν από την οροφή με κορδέλες. Ο Αριστόδημος έκανε τις συστάσεις και όλοι μαζί καθίσαμε στα ανάκλιντρα. Στην εκλεκτή συντροφιά, εκτός από τον συμποσιάρχη μας, ήταν ο Αθηναίος Δάμων, ένας παχύς και δυσειδής έμπορος βοοειδών, δυο Πάριοι μεσήλικες έμποροι μαρμάρου, ο Χαρίδημος και ο Δώρος, οι καλοί τρόποι των οποίων, το ακριβό ντύσιμο και τα χρυσά δαχτυλίδια δεν άφηναν καμιά αμφιβολία για την ευγενική τους καταγωγή, κι ένας ηλικιωμένος γιατρός από τους Θούριους της Σικελίας, ο Αλκμένης.
Το δείπνο ήταν πλούσιο και πεντανόστιμο. Ο μάγειρας που σέρβιρε τα πρώτα πιάτα από θαυμάσια ψημένα σκουμπριά και πουλερικά, μας κοιτούσε κάθε φορά υπεροπτικά με τη βεβαιότητα ότι οι τυχεροί, ασήμαντοι προσκεκλημένοι του απολαμβάνουν ένα γεύμα προορισμένο για βασιλιάδες. Αρχίσαμε να τρώμε αργά και σιωπηλά, χωρίς όμως να λησμονούμε να επαινούμε κάθε τόσο το μάγειρα και τον αμφιτρύωνά μας. Ξαφνικά εμφανίστηκαν, γελώντας χαρούμενα, δύο όμορφες κοπέλες, μια αυλήτρια και μια τραγουδίστρια. Υποκλίθηκαν κι άρχισαν ευθύς να παίζουν έναν εύθυμο σκοπό τραγουδώντας για ‘’τη χαρά που νιώθουν οι εραστές όταν σμίγουν μετά από καιρό’’. Τις ακολούθησαν τέσσερις πανέμορφες χορεύτριες που επιδόθηκαν σε αισθησιακούς χορούς.
Λίγο αργότερα, κι ενώ οι προπόσεις και τα τραγούδια μάς χάριζαν άφθονη ευθυμία, δύο νεαροί σκλάβοι εμφανίστηκαν στον ανδρώνα κρατώντας ένα λεπτό ανθρώπινο κορμί, καλυμμένο με μακρύ λευκό ιμάτιο. Το απόθεσαν στο πάτωμα και χάθηκαν αστραπιαία. Οι χορεύτριες έφυγαν κι αυτές μαζί με την τραγουδίστρια κι έμεινε μονάχα η αυλήτρια και η γυναίκα που ήταν ξαπλωμένη στο δάπεδο. Τη σιγή της έκπληξής μας διέκοψε το ζωηρό παίξιμο του αυλού ενώ το ξαπλωμένο σώμα άρχισε να κινείται νωχελικά. Δυο λεπτά γυναικεία χέρια απλώθηκαν στο ψηφιδωτό δάπεδο που αναπαριστούσε το θεό Διόνυσο στο άρμα του. Οι πάνθηρες που το έσερναν είχαν ουρά κήτους, ενώ τους ίδιους οδηγούσαν από τα χαλινούς θαλάσσιοι Κένταυροι. Ο Αριστόδημος, ως συμποσιάρχης, έδωσε εντολή στους δούλους να γεμίσουν τα ποτήρια μας κρασί και προειδοποίησε όλους εμάς τους συνδαιτυμόνες -με την απειλή τιμωρίας- να μην παρασυρθούμε από το ερωτικό θέαμα και πάψουμε να τρώμε.
Το καλοσχηματισμένο κορμί κινήθηκε στον ρυθμό του αυλού τη στιγμή που η μπουκιά από τον μαγειρεμένο με μέντα και θυμάρι λαγό χάριζε στον ουρανίσκο μας απαράμιλλη ηδονή. Δύο χέρια ξετύλιξαν με επιδεξιότητα μέρη του υφάσματος γύρω από τον κατάλευκο λαιμό, τη μέση και τους ώμους, αφήνοντας ακάλυπτα δύο στήθη σαν κυδώνια, καθώς μια τσίχλα διατηρημένη σε ευωδιαστό λάδι εισερχόταν απαλά στο στόμα ενώ δύο ψητά ορτύκια περίμεναν τη σειρά τους. Η μισόγυμνη γυναίκα, που φορούσε στο πρόσωπο μία θεατρική μάσκα, επιδόθηκε αργά σε έναν αισθησιακό χορό, αναγκάζοντάς μας να λησμονήσουμε για λίγο τα θαλασσινά και τα όστρακα, και στη συνέχεια ξεκίνησε ένα εξαίσιο παιχνίδι με το ρούχο όπου σώμα και ύφασμα άλλαζαν διαρκώς σχήμα. Το ψητό γουρουνόπουλο, ποτισμένο με κρασί, συνόδευσε το ερεθιστικό λίκνισμά της που τη μια σε νανούριζε με πέταγμα κύκνου, την άλλη σε υπνώτιζε με επιθέσεις κόμπρας, άλλοτε πάλι σε προσκαλούσε με τρυφερές κινήσεις γαλής ή σου υπέβαλε με άγριες κινήσεις λέαινας να αναμετρηθείς -ερωτοτροπώντας- μαζί του. Τέλος, η γυναίκα άρχισε να περνάει μπροστά από κάθε ανάκλιντρο μοιράζοντάς μας γλυκίσματα με σουσάμι και ξερά σύκα με καρύδια. Ταυτόχρονα παρακίνησε κάθε έναν από τους συνδαιτυμόνες να ακουμπήσει το γλύκισμά του σε ένα γυμνό κομμάτι του κορμιού της πριν το τοποθετήσει στο στόμα του. Σε μένα πρόσφερε μυζηθρόπιτα με μέλι συνοδεύοντάς την με τη θέα του όμορφου αιδοίου της.
[*] Φίλος του Μεγάλου Αλέξανδρου, που άρπαξε το θησαυροφυλάκιο και το κατασπατάλησε με την, διαβόητη για τα πάθη που δημιουργούσε, εταίρα Γλυκέρα. Ο Άρπαλος αρνήθηκε τον τίτλο του βασιλιά της Βαβυλώνας, αφού η Γλυκέρα δεν θα γινόταν βασίλισσα. Μετά το θάνατό του η εταίρα επέστρεψε στην Αθήνα όπου συνδέθηκε ερωτικά με τον Μένανδρο, στον οποίο έμεινε τόσο πιστή ώστε έλεγε ότι προτιμούσε να είναι βασίλισσα του Μένανδρου παρά της Ταρσού.
Tags: Νίκος Φαρούπος