Αργύρης Παυλιώτης: Είναι η τεχνητή νοημοσύνη, ανόητε (Β΄ μέρος)
«Αλλά ζαλιστήκατε και σας πρότεινε να πάτε σπίτι του για να συνέλθετε. Σας έδωσε εκεί ένα αναψυκτικό και ζαλιστήκατε περισσότερο. Κοιμηθήκατε και το πρωί διαπιστώσατε πως είστε ολόγυμνη στο κρεβάτι του».
«Πώς το ξέρετε;» έκανε με απορία.
«Αυτή είναι η μέθοδός του».
«Διαμαρτυρήθηκα έντονα. Τότε μου πρόσφερε λίγη σκόνη, τη ρούφηξα και ησύχασα».
«Είσαι επιρρεπής στις ουσίες;»
«Λίγο, όπως και η Εύα. Αλλά πώς το κατάλαβε;»
«Το πιο εύκολο. Έψαξε την τσάντα σου. Μύρισε κάποιο ρούχο σου. Και τι έγινε μετά;»
«Επέστρεψε η Εύα. Όταν της διηγήθηκα τι συνέβη όσο αυτή έλειπε, έγινε έξαλλη. Απαίτησε να τον χωρίσω αμέσως. Οι καβγάδες μας ήταν συνεχείς. Από την άλλη εκείνος μας προμήθευε σκόνη άριστης ποιότητας και γι’ αυτό όλο και αναβάλαμε τον χωρισμό. Άλλωστε ήταν τόσο αυταρχικός και βίαιος σε όλα του, που δεν τολμούσα να του ζητήσω να το… διαλύσουμε».
«Οπότε;»
«Ήρθε η εγκυμοσύνη μου».
«Είσαι έγκυος;».
«Ναι. Τριών μηνών».
«Τότε το είπες στην Εύα και έγινε ο κακός χαμός».
«Τις πρώτες μέρες ναι. Αλλά μετά μαλάκωσε και μου ανέπτυξε ένα σχέδιο».
Της είπε λοιπόν πως έτσι που ήρθαν τα πράματα, να κρατήσουν αυτές το μωρό και να δολοφονήσουν εκείνον.
«Οπότε απαλλασσόμαστε από κάθε σκοτούρα. Παντρεμένες με παιδί. Το φαντάζεσαι; Ούτε παρένθετες ούτε τίποτα».
«Στον Αλέξανδρο μίλησες για την εγκυμοσύνη σου;»
«Ναι και μου είπε πως αν δεν το “ρίξω”, δεν θέλει να με ξέρει».
«Και τον δολοφονήσατε;»
«Όχι. Η Εύα είναι φαντασιόπληκτη. Κάθε βράδυ μου περιέγραφε και μια διαφορετική μέθοδο για να τον δολοφονήσουμε. Μέχρι που το έκανε κάποιος άλλος».
«Αποκλείεται να το έκανε η Εύα χωρίς να σε ενημερώσει;»
«Εγώ το αποκλείω».
Ζήτησα να δω την Εύα. Της τηλεφώνησα. Αρνήθηκε να με ακούσει και μου έκλεισε το τηλέφωνο. Έστειλα στο σπίτι της την Αντιγόνη. Της εξήγησε πως είναι υποχρεωμένη να έρθει να με δει, γιατί διαφορετικά θα πάει στο ανακριτικό της αστυνομίας. Τότε πείστηκε. Μου τηλεφώνησε η Αντιγόνη περιχαρής.
«Αφεντικό, τις πιάσαμε τις φόνισσες».
«Τι θες να πεις;»
«Στο σπίτι τους έχουν ένα σωρό φωτογραφίες. Μια από αυτές δείχνει την Εύα να σημαδεύει με ένα πιστόλι τη Λιάνα, η οποία έχει σηκωμένα τα χέρια και δείχνει να γελάει».
«Και λοιπόν;»
«Τι λοιπόν; Το όπλο του εγκλήματος δεν είναι πιστόλι;»
«Θα το δούμε. Κάνε υπομονή».
Της έκοψα τη φόρα. Είχε πολλά ακόμα να μάθει.
Ήρθε η Εύα. Η ταλαιπωρία των τελευταίων ημερών δεν έκρυβε την ομορφιά της. Μέτριο ανάστημα, ελάχιστα περίσσεια κιλά, ξανθιά με κοντά κομμένα μαλλιά, μάτια προς το πράσινο, ένα κιτρινωπό φόρεμα και ένα μενταγιόν στον λαιμό της.
Ήταν ταραγμένη και φοβισμένη, ενώ δεν μπορούσε να κρύψει την αγωνία της. Της ξεκαθάρισα πως θα μιλήσουμε ειλικρινά και ρεαλιστικά. Τη ρώτησα πόσο δυνατός είναι ο δεσμός της με τη Λιάνα. Μου δήλωσε πως είναι πολύ δυνατός. Δεν μπορεί να φανταστεί τη ζωή της χωρίς αυτή.
«Επομένως όταν σας μίλησε για την... απιστία της, γίνατε έξω φρενών».
«Ναι, πολύ περισσότερο που ο άθλιος με δόλο την πλάνεψε, χρησιμοποιώντας ακόμα και ουσίες και όταν του είπε πως είναι έγκυος, την παράτησε».
«Σκεφτήκατε να τον δολοφονήσετε;»
«Πολλές φορές. Αντιδρούσε η Λιάνα, όμως εγώ το σκεφτόμουν σοβαρά. Αλλά δεν πρόφτασα. Με πρόλαβαν».
«Θέλεις να πεις πως δεν έχεις καμιά ανάμειξη στη δολοφονία του;»
«Δυστυχώς όχι».
«Τι θα κάνετε με το μωρό; Θα το κρατήσετε;»
«Εγώ επιμένω να το κρατήσουμε. Η κοινωνία προχωράει μπροστά. Θα είμαστε νόμιμο ζευγάρι και θα έχουμε και το παιδάκι μας. Αλλά εκείνη αρνείται. Δεν θέλει το μωρό να της θυμίζει τον άνθρωπο που την βασάνιζε και παρά λίγο να καταστρέψει τις ζωές μας. Αλλά θα την καταφέρω. Μας βοηθάει και η συγκυρία».
«Τον Αρβανιτίδη τον σκότωσαν με πιστόλι. Εσείς έχετε πιστόλι και είχατε λόγους να τον βγάλετε από τη μέση».
«Α, η φωτογραφία. Το πιστόλι το έχουμε εδώ και τρία χρόνια».
«Για ποιον λόγο εσείς δυο κοπέλες αποκτήσατε και φαντάζομαι μάθατε να χειρίζεστε πιστόλι;»
«Έχουμε ένα μικρό αλλά κάπως απομονωμένο σπίτι στη Χαλκιδική. Πηγαίνουμε συχνά εκεί. Μια νύχτα μπήκαν στην αυλή αγριογούρουνα και μας έκαναν ζημιά. Όργωσαν την αυλή και κατάστρεψαν τα λουλούδια που ήταν το καμάρι μας. Την άλλη μέρα το είπαμε στον πλησιέστερο γείτονα και φίλο, τον κύριο Τάκη. Μας είπε πως είχε και αυτός το ίδιο πρόβλημα, αλλά από τότε που προμηθεύτηκε ένα πιστόλι, με έναν πυροβολισμό τα αγριογούρουνα εξαφανίζονται και αργούν πολύ να ξανάρθουν. Μας πρότεινε να μας προμηθεύσει το όπλο. Μετά από πολλή σκέψη το αποφασίσαμε και δεν το μετανιώσαμε».
«Ξέρεις πως αυτό είναι σοβαρό επιβαρυντικό στοιχείο για εσάς; Αν το μάθουν οι αρχές, δεν θα ξεμπλέξετε εύκολα».
«Το ξέρω, αλλά στον φόνο δεν έχουμε καμιά ανάμειξη».
«Κανονικά θα πρέπει να σας καταγγείλω για το πιστόλι, αλλά δεν θα το κάνω πριν το δω. Θα πας με την Αντιγόνη στο σπίτι σας, θα της δείξεις το όπλο σας, αυτή θα με ενημερώσει και θα αποφασίσω τι θα κάνω».
Έβαλε τα κλάματα. Όταν συνήλθε με ευχαρίστησε για την επιείκειά μου και με βεβαίωσε για άλλη μια φορά πως δεν έχουν ανάμειξη στον θάνατο του Αρβανιτίδη.
Η Αντιγόνη μου έστειλε φωτογραφία του πιστολιού. Ήταν ένα Persa 23, ενώ ο Αρβανιτίδης είχε δολοφονηθεί με Bereta των 9 χιλιοστών. Πήρα την Αντιγόνη και της είπα να την αφήσει ήσυχη και να επιστρέψει στο γραφείο. Μου είπε με απορία:
«Δεν θα τη συλλάβω;»
Δεν είχε μάθει ακόμα να ξεχωρίζει αυτούς που θέλουν να δολοφονήσουν, από εκείνους που είναι σε θέση να το πράξουν.
Η αθωότητα των βασανισμένων και ταλαιπωρημένων γυναικών με ανακούφισε. Ήταν αυτό που επιθυμούσα και που πίστευα. Τηλεφώνησα στην κυρία Νατάσα και της εξήγησα λεπτομερώς πως ο δολοφόνος δεν έχει να κάνει με το εδώ περιβάλλον του Αρβανιτίδη. Είχε τις αντιρρήσεις της τις οποίες και ανέτρεψα. Με ρώτησε τι θα κάνω και της απάντησα πως θα ψάξω σε άλλη κατεύθυνση. Αναρωτήθηκε μήπως πρέπει να σταματήσει η έρευνα και της απάντησα πως τον δολοφόνο δεν τον έχω βρει και η ιστορία μου με υποχρεώνει να συνεχίσω. Επέμενε να σταματήσω. Ψυλλιάστηκα πως δεν θέλει να ερευνήσω το παρελθόν του Αρβανιτίδη όταν ζούσε μακριά από τη Θεσσαλονίκη, γι’ αυτό και της είπα θα σκεφτώ τι θα κάνω.
Και σκέφτηκα: Το θύμα τόσα χρόνια στην πόλη φίλο δεν έκανε. Ήταν βίαιος, αυταρχικός και ανικανοποίητος. Μόνο γυναίκες διπλάρωνε για να τις βιάσει, να τις βασανίσει και να τις ταλαιπωρήσει ερωτικά. Ήταν μονόδρομος να ανατρέξω στα παιδικά του χρόνια και στα παιδικά του τραύματα, κάτι που ίσως δεν ήθελε η Νατάσα. Φώναξα την Αντιγόνη, της έδωσα τα στοιχεία ταυτότητας του Αρβανιτίδη και της ζήτησα να βρει το τηλέφωνο του προέδρου του χωριού, από το οποίο καταγόταν το θύμα. Το έλεγαν Μουρίκι, ανήκε στον νομό Βοιωτίας και είναι χτισμένο στις όχθες της λίμνης Υλίκης. Τηλεφώνησα στον πρόεδρο του χωριού και τον ρώτησα αν ο Αλέξανδρος Αρβανιτίδης που ζει στη Θεσσαλονίκη, έχει συγγενείς στο χωριό.
Photo: @alexring1, Instagram
«Εδώ όλοι Αρβανίτες είμαστε».
«Μιλώ για επίθετο Αρβανιτίδης».
«Τέτοιο επίθετο δεν υπάρχει στο χωριό μας».
«Είστε σίγουρος;»
«Είμαστε τόσο λίγοι στο χωριό που γνωρίζουμε όχι μόνο τα ονόματα όλων, αλλά τι τρώνε, τι πίνουν, τι απαυτώνουν και τι ψάρια πιάνει στη λίμνη ο καθένας τους».
Σίγουρα, σκέφτηκα, έχει αλλάξει το όνομά του και τον τόπο καταγωγής του. Αυτό είναι επιβαρυντικό στοιχείο για εκείνον, αλλά πώς τον βρίσκεις για να μάθεις πώς έζησε τα παιδικά του χρόνια και να εκτιμήσεις αν υπήρχε άνθρωπος που να θέλει να τον δολοφονήσει;
Πέρασα όλη τη νύχτα μήπως βρω κάποιον τρόπο να τον επισημάνω, αλλά δεν τα κατάφερα. Το πρωί με πήρε ο ύπνος αλλά ξύπνησα πολύ σύντομα με μια φράση στα χείλη μου. «Τεχνητή Νοημοσύνη». Μου την είχε διδάξει ο γιος ενός φίλου μου που ζει και διαπρέπει στο Λονδίνο. Η θεωρητική διδασκαλία πραγματοποιήθηκε σε παραλία της Χαλκιδικής, ανάμεσα σε βουτιές και απλωτές και η πρακτική εξάσκηση κάτω από τον πυκνό ίσκιο της μουριάς μου, μπροστά στον υπολογιστή, με τη συνοδεία τηγανιτής αθερίνας και τσίπουρου. Μας πήρε ώρες, αλλά το κατάλαβα καλά το θέμα και είχα αναφωνήσει με θαυμασμό, πώς είναι δυνατό με τόσο απλές κινήσεις να μπορείς να έχεις στη διάθεσή σου ολόκληρη τη γνώση της ανθρωπότητας!
Μπήκα στην κατάλληλη σελίδα της τεχνητής νοημοσύνης, έδωσα στον υπολογιστή τη φωτογραφία, το όνομα, την ηλικία (30 ετών) και τον τελευταίο τόπο διαμονής του Αρβανιτίδη και του ζήτησα να μου δώσει τη φωτογραφία και τα ίδια στοιχεία όταν αυτός ήταν 25, 20 και 15 ετών.
Στα 25 του έδειχνε πιο νέος και ήταν στη Θεσσαλονίκη. Στα είκοσι στο Παρίσι και στα δεκαπέντε... χαμός. Είχε διαφορετική φάτσα και διαφορετικό όνομα, Αριστείδης Δελής του Ιορδάνη λεγόταν τότε, ζούσε στην Αθήνα και σε ένα ταξίδι στον τόπο που γεννήθηκε, στον Αλίαρτο Βοιωτίας, είχε διαπράξει ένα σοβαρό αδίκημα. Είχε κακοποιήσει βάναυσα ένα κοριτσάκι πέντε ετών, Μιράντα Βασιλείου το όνομά της. Και μετά χάθηκε.
Να λοιπόν το σενάριο: Διέπραξε το έγκλημα και οι δικοί του τον εξαφάνισαν στο Παρίσι. Πλαστικές εγχειρίσεις και αλλαγή ονόματος και τόπου γέννησης. Δεν τον πήγαν ξανά στο χωριό τους, αλλά με αλλαγμένο όνομα και αλλαγμένη φάτσα τον έστειλαν στην Θεσσαλονίκη. Εδώ που ήρθε δεν δημιούργησε φιλίες με άντρες αλλά με γυναίκες, στις οποίες συμπεριφερόταν αυταρχικά και βίαια και όταν βαριόταν τη μια την έδιωχνε και εύρισκε άλλη.
Είχα τώρα να απαντήσω σε δύο ερωτήματα. Το πρώτο, πού είναι τα παιδικά ή εφηβικά τραύματα που υπέθετα πως είχε, και το δεύτερο, με ποιόν τρόπο τον ανακάλυψε η οικογένεια της παθούσας και τον καθάρισε;
Για να απαντήσω στο πρώτο ερώτημα κατέφυγα πάλι στη σύγχρονη θεότητα, την Τ. Ν. Ζήτησα πληροφορίες για τον Ιορδάνη Δελή, τον πατέρα του Αριστείδη. Μου τις έδωσε στη στιγμή και ήταν ενδιαφέρουσες.
Το 1999, όταν ο Αρβανιτίδης ή Δελής, ήταν επτά χρονών, παραμονή πρωτοχρονιάς ο πατέρας του τους πήρε με τη μάνα του για να πάνε να γιορτάσουν στη γενέτειρά του με τους εκεί συγγενείς, δηλαδή στον Αλίαρτο. Την ώρα που πλησίαζαν στο σπίτι, έπεσε πάνω τους ένα φορτηγό με μεθυσμένο οδηγό. Το αποτέλεσμα: Σκοτώθηκαν οι γονείς και το παιδί τραυματίστηκε αρκετά σοβαρά. Έτσι εξηγούνται όλα. Στο πρόσωπο της πεντάχρονης ο Αρβανιτίδης είδε τον Αλίαρτο που… δολοφόνησε τους γονείς του και πήρε την εκδίκησή του.
Και τώρα έρχεται το άλλο ερώτημα: Πώς τον ανακάλυψαν οι παθόντες μετά από τόσα χρόνια; Σκέφτηκα αρκετά μέχρι που κατέληξα στο πιο απλό. Αν δεν είμαι μόνον εγώ… έξυπνος, αλλά υπάρχουν και άλλοι; Αν κάποιος από το περιβάλλον γνωρίζει την τεχνητή νοημοσύνη και την εφάρμοσε παίρνοντας τον χρόνο αντίστροφα, από κάτω προς τα πάνω, και μάλιστα πιο νωρίς από μένα; Αν ζήτησε τα στοιχεία του δράστη ξεκινώντας από το δεκαπεντάχρονο αγόρι που διέπραξε το έγκλημα μέχρι σήμερα; Αυτό έπρεπε να το ελέγξω. Έτσι βρήκα πως ο πατέρας της Μιράντας έχει πεθάνει, η μάνα ζει, η Μιράντα, πανέξυπνη και με μόρφωση, πάσχει από βαριά κατάθλιψη και μπαινοβγαίνει στα ειδικά ιδρύματα, και ο γιος ονομάζεται Ανδρέας, ήταν ένα παιδί θαύμα, σπούδασε στο πολυτεχνείο μηχανολόγος ηλεκτρολόγος και έχει γραφείο στη Λειβαδιά.
Του τηλεφώνησα την ίδια ώρα. Του ζήτησα να έχουμε διαδικτυακή επαφή. Συμφώνησε. Ωραίο παλικάρι, πράος και ευγενής, Μου είπε πως έχει διαβάσει για μένα, με θαυμάζει και το θεωρεί τιμή του που συνομιλεί μαζί μου. Ήρθαμε στο ψητό. Μου ζήτησε να του πω πώς τους βρήκα, το έκανα και τον ρώτησα πως ανακάλυψε τον Αρβανιτίδη. Μου είπε πως υπέκυψε στη συνεχή και αφόρητη πίεση της αδερφής του, ακολούθησε τον αντίθετο με μένα δρόμο, ανακάλυψε τον Αρβανιτίδη και της το αποκάλυψε.
«Και τώρα τι κάνει η αδερφή σας;»
Αρχαία τραγωδία χωρίς τεχνητή νοημοσύνη, μου είπε:
«Τι έκανε καλύτερα. Πήρε κρυφά ένα πιστόλι που είχε ο παππούς από τότε που ήταν στο αντάρτικο και το κρατούσαμε ως κειμήλιο, αυτό και λίγες σφαίρες, ανέβηκε στη Θεσσαλονίκη, δολοφόνησε τον Αρβανιτίδη – Δελή και αυτοκτόνησε πέφτοντας στη θάλασσα της παραλίας της Θεσσαλονίκης, χωρίς να αφήσει ίχνος για το ποια είναι».
«Και τότε πώς την επισημάνατε;»
Χαμογέλασε πικρά, πήρε γλυκό ύφος και με σεμνότητα μου την έφερε ο Βοιωτός:
«Είναι η τεχνητή νοημοσύνη, ανόητε».
Tags: Αργύρης Παυλιώτης