Παπαλυμπέρη Γεωργία: Το βλέμμα του φακού
φωτό: Όλγα Γεωργιάδου
«Μην με κοιτάς, μην με κοιτάς, σου λέω! Δεν αντέχω την ματιά σου. Το βλέμμα σου είναι τόσο… τόσο… νοιώθω πως με διαπερνάει. Μου δείχνεις σαν άλλος καθρέφτης τον εαυτό μου».
Ο άντρας γύρισε το μισό κορμό του σώματός του για να φύγει. Μόνο για μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου.
«Λες ψέματα», ούρλιαξε. «Δεν είμαι εγώ αυτός. Δεν έχω καμία σχέση με αυτό που προβάλεις. Αντικατοπτρίζεις την δική σου ασχήμια. Εγώ, είμαι καλός άνθρωπος. Με αγαπούν και με συμπαθούν όλοι. Δεν φταίω εγώ που δεν έχω φίλους, οι άλλοι φοβούνται να μοιραστούν. Δεν φταίω που δεν έχω παρέες, οι άλλοι δεν έχουν χρόνο».
Ο θυμός του ξαφνικά μειώθηκε. «Λεφτά; Έχω λεφτά. Και, τι; πρέπει να τα σκορπάω στους πέντε ανέμους; Να πληρώνω εγώ για όλα; Ο κάθε ένας πρέπει να συμμετέχει ίσια. Δεν φταίω εγώ αν οι άλλοι δεν φρόντισαν να μαζέψουν χρήματα για μια κακιά ώρα. Η αδελφή μου έκανε την επιλογή της. Παντρεύτηκε έναν ακαμάτη. Έναν σκορποχέρι. Ακόμα και σε ιδιωτική κλινική να πήγαινε, δεν θα γλίτωνε. Αν έδινα χρήματα θα ήταν σαν να τα πετούσα στην τουαλέτα. Κανείς πρέπει να σέβεται τον κόπο του. Θα τα έδινα αν υπήρχε ελπίδα να σωθεί». Κοίταξε επιφυλακτικά τον φακό. «Αλήθεια, σου λέω».
«Τι, τα ανίψια μου; Έμοιασαν στον πατέρα τους. Όταν μου ζήτησαν δουλειά. Δεν το ήθελα, αλλά έπρεπε να αρνηθώ. Δεν χρειαζόμουν δυο κοπρίτες να με εκμεταλλεύονται. Τους έκανα καλό αρνούμενος. Στην αγορά θα μάθουν να εκτιμούν, να παλεύουν, να επιβιώνουν».
Ύψωσε την φωνή του.«Εγώ είμαι αδικημένος. Εγώ έμεινα μόνος. Ήμουν δίκαιος και ειλικρινής μια ζωή. Και πως μου το ξεπλήρωσαν; Μου γύρισαν την πλάτη».
«Τέλος». Είπε λίγο πριν κοιτάξει πιο προσεκτικά μέσα στο γυαλί. «Δεν φταίω εγώ για αυτό. ΔΕΝ ΦΤΑΙΩ ΕΓΩ ΓΙΑ ΑΥΤΟ. Εκείνος ήταν στην άκρη της σκάλας. Μόνος του έπεσε. Αν δεν ήθελε να πέσει θα κρατιόταν την στιγμή που τον έσπρωξα». Συνέχισε να μιλάει λίγο πιο ήρεμα. «Ήταν προκλητικός. Ήθελε να δείξει ανώτερος. Εκείνος δεν φοβόταν να ισορροπήσει στην άκρη του σκαλιού. Δεν ήθελε να κρατηθεί, σου λέω. Ήθελε να πεθάνει. Εγώ απλά τον βοήθησα και έπρεπε να ζήσω με αυτό. Εμένα έπρεπε να λυπάσαι. Εμένα έπρεπε να συμπονάς. Με άφησαν όλοι μόνο μου. Η γυναίκα μου και τα παιδιά μου. Οι γονείς μου. Δεν μου στάθηκε κανείς. Σταμάτα να με κρίνεις!»
Σήκωσε το χέρι του ασπίδα στα μάτια του. Το κατέβασε αμέσως μετά, ο φακός της φωτογραφικής μηχανής ήταν ακόμα εκεί, απέναντι από το πρόσωπο του.
«Με ανάγκασαν. Εκείνοι φταίνε, σου λέω. Είχαν πάει όλοι μαζί στην λειτουργία της εκκλησίας. Τα παιδιά δεν ήθελαν, αλλά η γυναίκα μου επέμενε. Ήταν συμφεροντολόγα. Ήθελε να έχει τους γονείς μου από κοντά και παρακινούσε τα παιδιά να τους φέρονται με αγάπη, να κάνουν ότι εκείνοι ήθελαν. Ήλπιζε ότι οι γονείς μου θα άφηναν όλη την περιουσία τους στα παιδιά μας και όχι σε εμένα. Δεν φτάνει που τόσο χρόνια προσπαθούσε να ξεζουμίσει εμένα, που με εκμεταλλευόταν με τις συνεχείς σπατάλες της, γυναίκα στις γιορτές να την βοηθήσει να καθαρίσει το σπίτι – λες και μόνη της δεν μπορούσε – τραπεζώματα σε συγγενείς και φίλους, ψώνια, αγγλικά, γαλλικά, πιάνο για τα παιδιά. Διακοπές. Δεν μπορούσαμε να ζήσουμε χωρίς διακοπές; Την τελευταία φορά χαλάσαμε σχεδόν τρία χιλιάρικα για τις διακοπές. Κι εκείνη νευρίασε όταν της ζήτησα να τα μοιραστούμε. Οι γονείς μου πήραν το μέρος της και τα έβαλαν μαζί μου. Έπρεπε, λέει να ντρέπομαι που την άφηνα να πληρώνει σχεδόν τα πάντα από τον μισθό της. Εγώ της πρόσφερα το σπίτι – εκείνη δεν είχε βάλει ούτε ένα έπιπλο όταν το φτιάξαμε για να μείνουμε – πλήρωνα τους λογαριασμούς, πλήρωσα το μαιευτήριο. Χάρη τους έκανα. Εγώ δεν ήθελα παιδιά. Εκείνη και οι γονείς μου ήθελαν. Δεν καταλαβαίνω γιατί θα έπρεπε εγώ να είμαι δέσμιος τους μια ζωή. Εκείνη ήθελε λέει αγάπη, τα παιδιά ήθελαν χρόνο. Δεν έχω αποθέματα, δεν μπορώ να σκορπίζομαι, ο κάθε ένας πρέπει να φροντίζει για τον εαυτό του.
Όταν μου τηλεφώνησε ο πατέρας μου, έτρεξα να τους βοηθήσω. Πραγματικά, αγχώθηκα και φοβήθηκα για αυτούς όταν είδα το μισό αυτοκίνητο στο γκρεμό. Ο πατέρας μου καθόταν μπροστά με την μητέρα μου και η γυναίκα μου με τα παιδιά, στο πίσω κάθισμα με κοίταζαν με αγωνία. Νομίζω πως ήξεραν, το ήθελαν πριν ακόμα εγώ το καταλάβω. Την στιγμή που πήγα να βάλω τον γάντζο στο κοτσαδόρο, η μελλοντική ζωή μου εμφανίστηκε μπροστά μου. Δεν θα άντεχα. Ένα πράγμα ήθελα πάντα. Να είμαι ελεύθερος και όλοι με πίεζαν, όλοι κάτι ήθελαν, ένα κομμάτι δικό μου. Κι εγώ χανόμουν. Δεν ήθελα να με μοιράζομαι. Μπήκα στην θέση του οδηγού και έβαλα μπροστά. Πήρα μια ανάσα – ήταν το σωστό για εμένα, κι εκείνοι το ήθελαν – γύρισα το κλειδί στην μίζα, χαμογέλασα καθησυχαστικά στα παιδιά που με κοιτούσαν από το πίσω τζάμι του αυτοκινήτου – κάπου το είχα διαβάσει, ο γονιός έπρεπε να δίνει κουράγιο – και πάτησα το γκάζι. Επιτέλους ελεύθερος». Κοίταξε προκλητικά το φακό. Μια λυπημένη φιγούρα εμφανίστηκε. Δεν θα καταλάβεις ποτέ, άκουσε κάποιον να ψιθυρίζει.
«Δεν καταλαβαίνω». Ο αστυνομικός κοίταξε γύρω του. «Ξέρουμε πως έγινε;» Δεν πήρε καμία απάντηση. Οι συνεργάτες του αστειεύονταν και μοιράζονταν τα νέα τους. Δεν μπορούσε κανείς να συμπονέσει αυτόν τον άνθρωπο. Είχε σκοτώσει όλοι του την οικογένεια και γλίτωσε. Και γιατί; Πραγματικά, γιατί; Οι γονείς του ήταν πολύ καλοί άνθρωποι, το ίδιο και η γυναίκα του και τα παιδιά του. Υπόδειγμα ανθρώπων. «Κάποιος έπρεπε να τον τιμωρήσει, αφού η δικαιοσύνη δεν μπόρεσε». Σκέφτηκε ο αστυνομικός την στιγμή που το βλέμμα του στάθηκε επίμονα στην φωτογραφική μηχανή που ήταν πεσμένη δίπλα του στο ύψος του προσώπου του. Έμοιαζε να κοιτούσε τον πεθαμένο κατάματα.
Tags: Γεωργία Παπαλυμπέρη