Θεοδώρου Κλαίρη: Τα παράσιτα
Είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου -είχα ορκιστεί στην ουσία- πως δεν θα την άκουγα. Ο κόσμος να χαλούσε, τα πάνω να έρχονταν κάτω, εγώ δεν θα συντονιζόμουν στη συχνότητά της, δεν θα γινόμουν κοινωνός της πρώτης αυτής ραδιοφωνικής εκπομπής. Κατά επίφαση μονάχα πρώτη. Γιατί στην ουσία επρόκειτο για τη χιλιοστή δέκατη έβδομη εκπομπή που λάμβανε χώρα όλα τα βράδια των καθημερινών από τις δέκα έως τις δώδεκα στο “Ράδιο Ανατολικό” στους 107.7 μεγακύκλους.
Θυμάμαι πολύ καλά τη μέρα που είχα σκαρφιστεί τον τίτλο της συγκεκριμένης εκπομπής. Έπινα ουζάκι δίπλα στη θάλασσα μαζί με έναν όχι και τόσο στενό μου φίλο, τον Παντελή – άραγε τυχαία είχαμε συναντηθεί; - και ξαφνικά είχα ξεστομίσει, σαν να ήταν επιφοίτηση – και εκ των υστέρων νομίζω πως ήταν – τον τίτλο της εκπομπής, που δεν ήξερα ακόμα αν τελικά θα αναλάβω ή όχι.
“Και η τύχη έχει αυτιά”, του είχα πει του Παντελή άξαφνα, μπουκωμένος με ένα τηγανιτό καλαμαράκι.
“Ορίστε;” είχε αποκριθεί εκείνος σαστισμένος.
Και ήταν από τις λίγες φορές στη ζωή μου, που η τύχη ήταν όντως με το μέρος μου. Το ίδιο απόγευμα με είχαν ειδοποιήσει από τον νεοσύστατο σταθμό πως η εκπομπή ήταν δική μου. Και ο τίτλος είχε γίνει με τη μία αποδεκτός. Τους είχε αρέσει το λογοπαίγνιο, το είχαν βρει έξυπνο, είχαν μάλιστα σκεφτεί πως η “τύχη” και η “σύμπτωση” θα μπορούσαν να αποτελούν ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο αναφοράς, κάθε φορά που θα βρισκόμουν στον αέρα.
Δεν ήταν εύκολο εγχείρημα αυτό. Και παρόλα αυτά τα είχα καταφέρει. Για χίλιες δεκαέξι εκπομπές στη σειρά είχα ανακαλύψει σπιρτόζικες ιστορίες – κυρίως διασήμων – όπου οι συμπτώσεις καθόριζαν σημαντικότατες εξελίξεις στη ζωή τους και πολλές φορές ακόμα και στην ιστορία της ίδιας της ανθρωπότητας.
Δεν είμαι σίγουρος αν του είχα εξηγήσει του Παντελή, τι εννοούσα με τη φράση μου, ποια ήταν η ουσία της. Σίγουρα όμως θα είχε καταλάβει αργότερα, ακούγοντας την εκπομπή μου. Αν βέβαια άκουγε την εκπομπή μου. Γιατί, για κάποιο περίεργο και προφανώς ναρκισσιστικό λόγο θεωρούσα σχεδόν δεδομένο ότι οι πάντες – ή τουλάχιστον όσοι με γνώριζαν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο – δεν είχαν τίποτα καλύτερο να κάνουν τα βράδια τους από το να ακούν εμένα να αραδιάζω τις αμπελοφιλοσοφίες μου και να επιλέγω τα μουσικά θέματα που αγαπούσα. «Ξεπερασμένα», όπως μου ανακοίνωσε την Παρασκευή ο Διευθυντής Προσωπικού του Σταθμού. Ένα αυτάρεσκο, μυωπικό καθικάκι, που του έριχνα τουλάχιστον είκοσι χρόνια, είχε αποφανθεί – ύστερα από δύο χιλιάδες τριάντα δύο ώρες που είχα παραμείνει καθισμένος στην άβολη πλαστική καρέκλα του μικροσκοπικού στούντιο πίσω από το μικρόφωνο - πως έπρεπε να “φυσήξει” αγέρας ανανέωσης στη βραδινή ζώνη του Σταθμού, πως τα θέματα που διάλεγα ήταν πλέον “κουρασμένα” - ναι, αυτήν ακριβώς τη λέξη είχε επιλέξει, “κουρασμένα” - και πώς ακόμα και οι μουσικές μου επιλογές -οι δικές μου, εμένα που ήμουν πάντα η ψυχή όλων των πάρτι και που οι κασέτες μου πίσω στη δεκαετία του 80' είχαν αφήσει εποχή- ήταν πλέον πολυφορεμένες και ανέμπνευστες.
***
Βαρώ με δύναμη το σβέρκο μου. Μάταια. Ούτε δυο δεύτερα αργότερα ακούω και πάλι το εκνευριστικό σφύριγμα στο αυτί μου. Πού βρέθηκε αλήθεια κουνούπι στην καρδιά του χειμώνα; Έξι μέρες μόλις μας χωρίζουν από τα Χριστούγεννα και αυτό έχει βαλθεί σώνει και καλά να ζει και μάλιστα εις βάρος μου, ρουφώντας βουλιμικά το αίμα μου.
Αποφασίζω να το αγνοήσω, να επικεντρωθώ στο τώρα, στο πού είμαι και πού πηγαίνω την προκειμένη στιγμή. “Τι σύμπτωση κι αυτή!”, σκέφτομαι χαμογελώντας ειρωνικά και προφέροντας μέσα από τα δόντια μου την πιο μισητή λέξη του κόσμου, από την Παρασκευή τουλάχιστον κι έπειτα. Γιατί, αν μη τι άλλο, η τύχη μού έχει γυρίσει ξαφνικά την πλάτη και οι συμπτώσεις μόνο θετικές δεν αποδεικνύονται στην περίπτωσή μου. Με κυνηγούν όμως. Γιατί και τώρα, απόψε, αυτήν τη βροχερή και άκρως μελαγχολική Δευτέρα, μια σύμπτωση κινεί τα βήματά μου. Θα συναντήσω και πάλι τον Παντελή. Στον Πειραιά. Τον Παντελή που δεν έχω ξαναδεί από τότε που έπιασα δουλειά στο Σταθμό, τον άνθρωπο που σηματοδότησε – τώρα το έβλεπα ξεκάθαρα – την αρχή και το τέλος μιας πορείας. Πορεία ζωής ήταν για μένα τα χρόνια αυτά στο “Ράδιο Ανατολικό”. Την αγαπούσα τη δουλειά μου, ένιωθα κάποιος, σπουδαίος πίσω από το μικρόφωνό μου, μια διασημότητα, ημι-διασημότητα έστω.
Εννιά και μισή είχα δώσει ραντεβού στον Παντελή, που είχα συναντήσει -τυχαία;- εχθές στο δρόμο. Σε μια μπιραρία της κακιάς ώρας θα βρισκόμασταν, δεν μου είχε έρθει καμιά καλύτερη ιδέα όμως να αντιπροτείνω τη δεδομένη στιγμή. Εκείνος μόλις είχε γυρίσει στην Ελλάδα από τις Βρυξέλλες όπου βρισκόταν όλα αυτά τα χρόνια – άρα σίγουρα δεν άκουγε τις εκπομπές μου – ύστερα από ένα κακό διαζύγιο και μια ακόμα πιο κακή επαγγελματική πορεία κι εγώ με τη σειρά μου αποσκοπούσα σε ένα και μόνο πράγμα. Να μείνω μακριά από τους ραδιοφωνικούς δέκτες αυτήν έστω, την πρώτη νύχτα. Τη νύχτα που κάποιος άλλος θα έπαιζε το δικό μου ρόλο, που μια άλλη φωνή θα προλόγιζε το “Και η τύχη έχει αυτιά” - ναι, ο τίτλος παρέμενε, αυτός δεν είχε φανεί και τόσο αναχρονιστικός στο τριαντάχρονο μπασταρδάκι – τη νύχτα που θα μου θύμιζε οικτρά την αποτυχία μου. Και η παρουσία του Παντελή στην προκειμένη περίπτωση ήταν, όπως κι αν το κάνεις, αυτό που λέμε ο «από μηχανής Θεός». Άσχετος με τη δική μου πραγματικότητα και φορτωμένος με προσωπικά προβλήματα, ήταν βέβαιο πως θα μονοπωλούσε τη συζήτηση, πως δεν θα μου άφηνε και πολλά περιθώρια να σκεφτώ τι ακριβώς μου συνέβαινε.
Και να τώρα που η ώρα πλησιάζει. Δέκα παρά τέταρτο είναι κι εγώ είμαι κολλημένος τα τελευταία σαράντα λεπτά στην κάθοδο του Κηφισού. Τι κίνηση είναι αυτή Θεέ μου, Δευτέρα βράδυ; Έχω καιρό, χρόνια στην ουσία να κυκλοφορήσω τέτοιες ώρες, έχω ξεσυνηθίσει και η αλήθεια είναι πως και η δυνατή βροχή δεν διευκολύνει ιδιαίτερα την κατάσταση. Ανοίγω το παράθυρο, αναζητώντας μια φρέσκια ανάσα και το ξανακλείνω σχεδόν αμέσως, έχοντας γίνει ήδη μούσκεμα από την αριστερή πλευρά. Δεν ξέρω τι είναι αυτό που μου δημιουργεί την προκειμένη στιγμή περισσότερο εκνευρισμό: η κίνηση στο δρόμο, κάτι θλιβερά νέον χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια, που δίνουν μια ακόμα πιο απόκοσμη και πένθιμη εικόνα στο νοτισμένο από τη βροχή τοπίο, το κουνούπι στο σβέρκο μου ή τα χαλασμένα λαστιχάκια στους καθαριστήρες του αυτοκινήτου, που ανεβοκατεβαίνουν σκούζοντας σαν λαβωμένο ζώο, στην προσπάθειά τους να κρατήσουν το παρμπρίζ καθαρό; Τίποτα απ' όλα αυτά. Είναι το σβηστό ραδιόφωνο αυτό που με τσιτώνει τόσο, που μου έρχεται να βγω έξω, εκεί μέσα στη βροχή και να αρχίσω να τρέχω ουρλιάζοντας ανάμεσα στα σταματημένα αυτοκίνητα. Το ραδιόφωνο που ποτέ -ως τώρα- δεν έμενε κλειστό, που αποτελούσε για μένα αυτονόητο σύντροφο, τόσο στο σπίτι όσο και στο αυτοκίνητο.
Χρειάζομαι απεγνωσμένα ένα τσιγάρο. Το είχα κόψει μαχαίρι πριν από τρεισήμισι χρόνια -είχα ανοίξει τότε την τσάντα μου, είχα πιάσει το μισογεμάτο, τσαλακωμένο πακέτο και το είχα ρίξει στον κάδο των αχρήστων -από την εποχή σχεδόν που είχα ξεκινήσει την εκπομπή δηλαδή και να που τώρα αυτό -παρέα με τον Παντελή- διεκδικεί να πάρει και πάλι θέση στη ζωή μου. Κοιτάζω το ρολόι μου αγχωμένος. Δέκα παρά δέκα. Δεν με νοιάζει που έχω αργήσει. Θα περιμένει ο Παντελής, είμαι σίγουρος. Με νοιάζει όμως και μάλιστα με το παραπάνω πως έχω εγκλωβιστεί, δεμένος στο κάθισμα του αυτοκινήτου μου, ανίκανος να αντιδράσω, οδηγημένος σχεδόν από κάποια υπερφυσική δύναμη να το υποστώ. Αυτό που τόσο θέλω να αποφύγω.
Δέκα παρά πέντε κι εγώ δεν έχω καλύψει ούτε είκοσι μέτρα απόσταση. Το κουνούπι -σαν να συμμετέχει κι εκείνο στον πόλεμο που έχει ξεσπάσει μέσα μου- λυσσάει τώρα στο αριστερό μου αυτί. Αποφεύγει αριστοτεχνικά τα χτυπήματά μου, μου τρυπάει σχεδόν τον εγκέφαλο με το αδιάλειπτο βουητό, ερεθίζει το δέρμα μου με τα τσιμπήματά του. Ζαλίζομαι, τα πάντα στο μυαλό μου γυρίζουν. Βλαστημάω και ανοίγω εντέλει το ραδιόφωνο. Πέφτω πάνω στο σήμα της εκπομπής. Δυναμώνω την ένταση και ξαφνικά ... παράσιτα. Ποτέ ως τώρα δεν είχα παρεμβολές στο αυτοκίνητο, ποτέ δεν υπήρχε πρόβλημα στο να ακούω καθαρά τις εκπομπές του Σταθμού μου. Όχι “μου” πια, σκέφτομαι θυμωμένος και βγαίνω έξω, αδιαφορώντας για τα παραξενεμένα βλέμματα των γύρω μου. Αδικαιολόγητη οργή -το συνειδητοποιώ άμεσα- φουντώνει μέσα μου. Τι με κοιτάτε, ρε; Ανθρωπάκια, υποταγμένα και τελματωμένα, εγκλωβισμένα στη στασιμότητα που σας αρμόζει; Ξεσπώ, ευτυχώς από μέσα μου. Πρέπει να κουνήσω την κεραία, να πετύχω μια καλύτερη λήψη, γιατί πλέον δεν υπάρχει καμία άλλη επιλογή. Το να ακούσω τη συγκεκριμένη εκπομπή αποτελεί για μένα πια μονόδρομο, ζήτημα σχεδόν ζωής και θανάτου.
Βρέχομαι ως το κόκαλο, κουνώ την κεραία απεγνωσμένα, αριστερά-δεξιά, μπρος-πίσω, ανά διαστήματα, ξαναμπαίνω μέσα στο αυτοκίνητο, δοκιμάζω τη λήψη. Εντέλει τα καταφέρνω. Βολεύομαι όπως-όπως στο κάθισμα, δυναμώνω τον ήχο, νιώθω και πάλι το κουνούπι να πετάει στο αυτί μου, παρουσία τώρα σχεδόν καταπραϋντική. Ακούω τη φωνή του εκφωνητή να καλωσορίζει τους ακροατές του. Μια φωνή παράξενα οικεία.
“Ποιος στο διάολο είσαι;”, φωνάζω κοπανώντας με δύναμη το τιμόνι, περιμένοντάς τον να συστηθεί, να αποκαλύψει την ταυτότητά του. Και τότε τ' ακούω. Καθαρά. Το δικό μου όνομα και τη δική μου φωνή. Ανοίγω την τσάντα μου ανακουφισμένος. Το μισογεμάτο, τσαλακωμένο πακέτο τσιγάρα και ο αναπτήρας μου είναι εκεί. Τραβώ ένα, το ανάβω, ρουφώ την πρώτη τζούρα, νιώθω το κουνούπι να μου πίνει λίγο αίμα ακόμα. Όλα καλά. Όλα είναι στη θέση τους τώρα. Και εγώ εκεί που πάντα ήμουν, εκεί για πάντα θα ’μαι…..
Tags: Κλαίρη Θεοδώρου