Χαριάτης Άγγελος: Ο φούρνος της γειτονιάς
Ήταν καλός άνθρωπος. Είχαν να το λένε στη γειτονιά. Και σπουδαίος στη δουλειά του. Κάθε που βράδιαζε, κατέβαζε τα ρολά του φούρνου, απογοητευμένος για άλλη μια φορά. Του είχε καρφωθεί η ιδέα πως η τύχη τού χρωστούσε και μόνο ένας τρόπος υπήρχε να ξεπληρώσει το χρέος της. Τα πέντε νούμερα και τον πρώτο αριθμό του Τζόκερ. Και όλα αυτά με τη συμπλήρωση μίας και μοναδικής στήλης. Είχε πιστέψει πως από ένα λάθος της μοίρας είχε καταλήξει να φτιάχνει ψωμί, κουλούρια, κέικ και βουτήματα, ακολουθώντας κάπως θολωμένος τα βήματα του Ηπειρώτη πατέρα του. Είχε χαραγμένο στην ψυχή του εκείνο το βασανιστικό ερώτημα: Είναι άραγε αυτός ο προορισμός μου; Για να ακολουθήσει ένα ακόμη: Μέχρι εδώ είμαι ικανός να φτάσω; Η μια σκέψη έφερνε την άλλη, σαν την χάντρα στο κομπολόι, μέχρι να φτάσει στην τελευταία χάντρα, μέχρι να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η τύχη ήταν εκείνη που θα είχε τον τελευταίο λόγο. Εκείνη θα ήταν ο τελικός διακανονιστής, εκείνη θα του έδινε το κλειδί για διαφορετική ζωή.
Ξυπνούσε αχάραγα, έτοιμος να παλέψει με τα ζυμάρια και τον αιώνιο εχθρό των φουρναραίων. Τα ποντίκια: εκείνα τα έξυπνα, άτιμα, μοχθηρά πλάσματα της φύσης είχαν βρει τον τρόπο τους να παρεισφρέουν σαν εκπαιδευμένοι κομάντος στην αποθήκη με τα αλεύρια και να κάνουν πάρτι, που θύμιζαν λουκούλλεια γεύματα.
Κάθε δεκαπέντε μέρες ανανέωνε τις προμήθειές του σε πρώτη ύλη. Σιτηρά σε μορφή πούδρας, σουσάμια, μαγιά, σταφίδες και όλα όσα απαιτούνταν για την παρασκευή των προϊόντων του. Ασφαλώς δεν ξεχνούσε να αγοράσει ποντικοφάρμακο. Από καθαρή περιέργεια και μόνο ―ίσως ένα παιδικό τραύμα, καθώς μετά από έντονη πίεση του πατέρα του που δεν είχε καμία εμπιστοσύνη στους καλαμαράδες, δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του― είχε εμμονικό συνήθειο να διαβάζει τα περιεχόμενα κάθε συσκευασίας. Έμοιαζε σα να έκανε το χρέος του απέναντι στη μάθηση.
Πάνω σε μια τέτοια συσκευασία ανακάλυψε το στοιχείο του αρσενικού. Ο προμηθευτής του, ένας παπουλάκος που έμοιαζε να έχει γεννηθεί τις χρονιές των ηρώων της ελληνικής επανάστασης, φρόντιζε να φέρνει το φαρμάκι από χώρες υπανάπτυκτες, εκεί όπου ακόμη δεν είχε απαγορευτεί η χρήση του στα δολώματα μυοκτονίας. Και έπειτα το διαδίκτυο ήταν ένας άναρχος και ταυτόχρονα άχραντος αταξινόμητος θησαυρός στη διάθεσή του, στη διάθεση όλων δηλαδή. Διάβασε για το αρσενικό, για το έντονο χρώμα, το πράσινο του Σέελε, για το οξείδιο του αρσενικού, για τη σκόνη των βασιλιάδων. Διάβασε για τον Νέρωνα, για τον Μέγα Ναπολέοντα, για τις οικογένειες των Μπόργια και των Μεντσίνι. Για τις δοσολογίες που ήταν ικανές να σκοτώσουν. Για τις δοκιμές μέχρι να βρεθεί η κατάλληλη δοσολογία για τον υποψήφιο προς το επέκεινα.
Προμηθεύτηκε κάτω από άκρα μυστικότητα ένα τέτοιο σακούλι με την άσπρη, άοσμη, άγευστη σκόνη. Περισσότερο σαν εναλλακτική λύση για την εξολόθρευση των πονηρών μυστακοφόρων γκριζωπών τρωκτικών.
Μόνο που η ιδέα του αρσενικού, του τρόπου δράσης του, τριβέλιζε το μυαλό του. Πως ήταν δυνατόν σε μικρές δόσεις να προκαλέσει διάρροια, ναυτία, τάση προς έμετο στα θύματα και πως επίσης η αντοχή στο δηλητήριο κάθε οργανισμού ήταν διαφορετική. Περίεργα πράγματα, μονολογούσε.
Έπλασε, λοιπόν, τυρόψωμα αποκλειστικά για τους μικρούς νυχτερινούς και ταυτόχρονα νυκτόβιους φίλους του. Μόνο που τα χρόνια βάραιναν την πλάτη και το μυαλό του Ζώη, με αποτέλεσμα να γίνεται όλο και περισσότερο δύσκαμπτος και απρόσεκτος.
Ποια άλλη εξήγηση θα μπορούσε να δοθεί στο γεγονός ότι ο αρτοποιητής μπέρδεψε τις παρτίδες; Όταν το ανακάλυψε ήταν πλέον αργά. Είχε ξεπουλήσει. Και μάλιστα πριν καλά- καλά ευθυγραμμιστούν κάθετα στον αριθμό δώδεκα οι δείκτες του ρολογιού. Ενός σχεδόν αρχαϊκού ρολογιού όπου έμοιαζε να στέκεται αγέρωχο και ανεπηρέαστο από τη σκληρότητα των χρόνων, πάνω από τον ξύλινο πάγκο και πάνω από το κεφάλι του σαν κορώνα, έχοντας ως διάδημα τις μπαγκέτες πολυτελείας που ήταν κατά γενική ομολογία το καλύτερο σε ποιότητα και πωλήσεις προϊόν του.
Την ίδια ημέρα, λίγο πριν κατεβάσει τα ρολά, ο ιδρώτας κυλούσε αβίαστα μα ταυτόχρονα βασανιστικά από κάθε πόρο του δέρματός του. Υπήρχε ασφαλώς δικαιολογία. Μέσα στους ατμούς και στις υψηλές θερμοκρασίες του εργαστηρίου, θα έπρεπε να είσαι γνήσιος απόγονος των φυλών της αραβικής ερήμου για να περάσεις αλώβητος από εκείνη τη δοκιμασία. Βέβαια ο Ζώης Ζώης ήταν συνηθισμένος. Τριάντα χρόνια χωμένος στα καζάνια της επαγγελματικής κόλασης ήταν ένα ικανό διάστημα για να δημιουργήσουν εκείνη την ιδιότυπη πανοπλία απέναντι στις πυρακτωμένες γλώσσες των φούρνων.
Πρώτη εμφανίστηκε η κυρία Λουκία. Εμφανώς αναζωογονημένη. Το στριφνό πρόσωπό της είχε πάρει μια ανεξήγητη γλυκύτητα. «Εξαιρετικό το τυρόψωμό σου, κύριε Ζώη» δήλωσε στον έκπληκτο και σχεδόν έντρομο φούρναρη. «Δηλαδή;» τη ρώτησε αφού πρώτα είχαν περάσει μερικά ―του φάνηκαν αιώνια― δευτερόλεπτα απόλυτης σιωπής. «Υποφέρω από χρόνια δυσκοιλιότητα» απάντησε εκείνη με ένα βλέμμα που ένιωθε να τον τρυπάει. Επέλεξε πάλι τον ασφαλή―θεωρητικά― δρόμο της σιωπής. «Η πρώτη φορά μετά από χρόνια που πήγα χωρίς κόπο στην τουαλέτα» συνέχισε, και την αμέσως επόμενη στιγμή του παρήγγειλε για την επομένη, κι ας ήταν Κυριακή ―μέρα όπου έβγαζε μόνο χωριάτικο ψωμί και δεχόταν ταψιά στον φούρνο―, δύο τυρόψωμα. «Εντάξει» κατάφερε να ψελλίσει εκείνος.
Δεν είχαν περάσει πάρα μόνο δυο λεπτά από την αποχώρηση της κυρίας Λουκίας, όταν μπήκε φουριόζα η δεσποινίς-ετών σαράντα εννέα-Μαριάνθη. «Θα ήθελα να προπαραγγείλω ένα τυρόψωμο για την αυριανή» έκανε ξέπνοη. «Αύριο είναι Κυριακή», ψιθύρισε ο κύριος Ζώης. «Το γνωρίζω, μα μόλις κατανάλωσα το προϊόν σας, αισθάνθηκα μια αδιανόητη ευφορία» συνέχισε εκείνη, με μια πρωτόφαντη για τον χαρακτήρα της αδιαφορία για την αργία της Κυριακής. «Εντάξει, θα δω τι μπορώ να κάνω» αποκρίθηκε.
Η παρέλαση των πελατισσών συνεχίστηκε μέχρι το κλείσιμο. Η κύρια Μερόπη εν μέσω χάχανων και αστεϊσμών τού εξομολογήθηκε πως είχε κάνει έρωτα με τον από τριαντακονταετίας σύζυγό της, ανακαλύπτοντας εκ νέου τη φλόγα ενός μισοπεθαμένου έρωτα. Ο κύριος Χριστόδουλος ―ο τελευταίος εν ζωή στρατιώτης του ελληνοαλβανικού μετώπου―ανέφερε πως είχε ανακαλύψει τον παλιό του εαυτό, αναδεικνύοντας θαμμένες στον χρόνο, σωματικές αρετές. Και μόνο το γεγονός ότι είχε περπατήσει χωρίς βοήθεια πεντακόσια μέτρα ήταν από μόνο του μια επαρκής εξήγηση.
Με τα πολλά κατάφερε να κλειδώσει τα ρολά. Ακόμη και την ώρα που τοποθετούσε το λουκέτο στο κατάστημα, οι πελάτες δεν τον είχαν αφήσει σε ησυχία. Χωρίς να είναι καλός στα μαθηματικά, παρά μόνο σε αυτά που είχαν να κάνουν με τα έσοδα και τα έξοδα των λογιστικών του βιβλίων, μέτρησε σαράντα πέντε πελάτες που του είχαν προπαραγγείλει τα τυρόψωμά τους για την αυριανή.
Το ίδιο βράδυ δεν έκλεισε μάτι. Σκεφτόταν τα τυρόψωμα, το αρσενικό, τα ποντίκια, τους πελάτες, τις παραγγελίες, όχι απαραίτητα μ’ αυτήν τη σειρά. Είδε σαν σε τρομακτικό ενύπνιο ―διότι έκλεισε υπό το βάρος της κούρασης για λίγο τα βλέφαρά του― τον εαυτό του να βάζει στη σειρά τα αρτοπαρασκευάσματα, το ένα δίπλα στο άλλο, σαν σε παράταξη τοποθετώντας νοητά τους αριθμούς. Από το ένα έως το σαράντα πέντε. Στην ίδια ακριβώς ονειρική παράσταση, εμφανίστηκε ένας ποντικός τον οποίο προκαλούσε να δοκιμάσει το ίδιο κόλπο στην παρέα του. Να τοποθετήσει είκοσι κομμάτια το ένα δίπλα στο άλλο, μέχρι να συμπληρώσει τον αριθμό είκοσι. Κι ο πρώτος λιλιπούτειος συνάδελφος που θα δάγκωνε το μερτικό του θα ήταν ο μεγάλος νικητής, ο απόλυτος τυχερός. Ένα μαύρο καρέ ακολούθησε μέχρι την επόμενη σκηνή. Όπου οι άτυχοι πελάτες παρέδιδαν το πνεύμα τους στον δημιουργό. Δεύτερο καρέ, άσπρο αυτή τη φορά. Νέο πλάνο: Η τύχη με τη μορφή ενός ξωτικού φερμένου από την κελτική παράδοση, με πράσινο πανωφόρι και κοκκινωπά γένια, να τον οδηγεί στο στοιχηματικό πρακτορείο για να παίξει τους αριθμούς. Πέντε αποδημήσαντες εις Κύριον, πέντε αριθμοί. Ένας θάνατος τρωκτικού ο Τζόκερ.
Άνοιξε τα μάτια του αλαφιασμένος. Τα έτριψε μέχρι που ένιωσε ένα βαθύ κάψιμο στην άκρη των κογχών, στα ποδαράκια της χήνας. Δεν ήταν δυνατόν να συμβαίνει αυτό. Ούτε στα όνειρά του δεν έπρεπε να συμβεί, ή μήπως ήταν γραφτό; Σάμπως να ήταν αυτό το κέλευσμα της μοίρας; Να ήταν αυτός ο τρόπος που ήθελε να του ενσταλάξει τη μεθοδολογία που όφειλε να ακολουθήσει, ώστε εν τέλει να δικαιωθεί; Νικητής και τροπαιούχος, με τα εκατομμύρια ευρώ στην τσέπη. Θα ήταν μια κάποια δικαίωση.
Ενείχε το ρίσκο, αλλά άξιζε να το πάρει. Ως Έλλην πολίτης δεν είχε εμπιστοσύνη στους θεσμούς, ίσα ίσα που τους θεωρούσε ανυπάρκτους, κι αν όχι ανύπαρκτους κατώτερους των περιστάσεων. Άσε που, σκέφτηκε, η χορήγηση υπερβολικής δόσης αρσενικού έχει εκλείψει ως μέσο δολοφονίας. Δεν θα τον έπαιρνε χαμπάρι κανένας.
Στο παρασκευαστήριο, σαν σιωπηλός θεατής παρακολούθησε στην οθόνη του μυαλού του το δελτίο με τους τυχερούς αριθμούς. Έβαλε όση τέχνη διέθετε και έφτιαξε τα ωραιότερα και πιο νόστιμα τυρόψωμα της ζωής του. Είχε προλάβει να διαβάσει για τις δοσολογίες που μπορούσαν να αποβούν μοιραίες. Δεν ήθελε να περάσουν στην άλλη όχθη οι πελάτες του. Τουλάχιστον όχι όλοι. Δεν έβγαιναν τα νούμερα. Σαράντα πέντε νούμερα στα σαράντα πέντε! Θα έπρεπε να στοιχηματίσει μια ολόκληρη περιουσία. Ποιο το νόημα της τύχης σ’ αυτήν την ενέργεια; Κανένα. Πέντε λοιπόν τα έκανε «τούμπανο»∙ το είχε ακούσει να το λένε συνέχεια οι πιτσιρικάδες που έπαιρναν τυρόπιτες και σοκολατούχο γάλα από το μαγαζί του.
Το πρόσωπό του έλαμπε. Και την αμέσως επόμενη στιγμή σκοτείνιασε. Δεν ήταν θέμα ευαισθησίας. Ήταν καθαρά τεχνικό το ζήτημα. Πώς θα γινόταν η επιλογή; Τοποθέτησε με τη δέουσα προσοχή τα σαράντα πέντε κομμάτια στην κεντρική προθήκη. Εννιά σε κάθε σειρά. Έφτιαξε ένα σχέδιο. Τετράγωνο με αριθμούς από το ένα έως και το σαράντα πέντε.
Άνοιξε μισή ώρα πριν το συνηθισμένο. Δεν μπορούσε να κρατηθεί. Τα χέρια του έτρεμαν από τη συγκίνηση και την ανυπομονησία. Πρώτος εμφανίστηκε ο κύριος Χριστόδουλος. «Ποιο να σου δώσω;» ρώτησε ο φούρναρης. «Όποιο θέλεις, σάματις έχει σημασία;» ρώτησε άδολα ο εκατοντάχρονος γέροντας. «Έχει, πώς δεν έχει, συμμετέχεις σε μια κλήρωση για ένα ταξίδι» αποκρίθηκε με όλη την αθωότητα που μπορούσε να μαζέψει από το καλάθι της υποκρισίας του. «Πιάσε αυτό» είπε και έδειξε με το λιπόσαρκο, οστέινο δάκτυλό του το πέμπτο, μετρώντας αριστερόστροφα από το πέμπτο ράφι. Σαράντα ένα, υπολόγισε με τη σκέψη του. «Πολύ καλά, καλοφάγωτο» είπε με μια αδιόρατη δόση ειρωνείας την ώρα που έδινε τα ρέστα.
Πέρασαν οι γνωστοί, οι προπαραγγελίες δηλαδή. Πέρασαν εν τω μεταξύ διάφοροι άγνωστοι με διαβολεμένη όρεξη ζητώντας να αγοράσουν και να χλαπακιάσουν τα λαχταριστά τυρόψωμά του. Δεν τους έκανε το χατίρι. Αυτό δα έλειπε να πάρει σβάρνα όλα τα νεκροτομεία της χώρας ζητώντας πληροφορίες∙ θα είχε σκορπίσει η τύχη του στους πέντε ανέμους. Στις έντεκα είχε ξεπουλήσει. Είχε φροντίσει να δώσει ένα κομμάτι σε κάθε πελάτη. Δεν γινόταν διαφορετικά. Κι ας του παραπονέθηκε η κυρία Λουκία, όταν την είχε ενημερώσει τηλεφωνικώς πως είχε κρατήσει μόνο ένα για εκείνη. Φρόντισε να ταΐσει τους ανεπιθύμητους μικρούς επισκέπτες. Τοποθέτησε είκοσι μπουκιές στη σειρά, φορώντας πλαστικά γάντια, ώστε να μη μυρίσει ο τετραπέρατος «φίλος» του την ανθρώπινη παρουσία και βάλθηκε να παρακολουθεί σκυφτός μέσα από τη χαραμάδα της πόρτας που χώριζε το παρασκευαστήριο από την αποθήκη. Σε λιγότερο από δέκα λεπτά είχε τον αριθμό Τζόκερ. «Καλώς τον μικρό μου τζουτζέ», ψιθύρισε όταν ο ποντικός τράβηξε με τα δόντια του το κομμάτι νούμερο πέντε.
Η επόμενη μέρα έφερε τα χαρμόσυνα νέα. Από στόμα σε στόμα έμαθε για τους θανάτους. Μόνο που ήταν έξι, αντί για τους αναμενόμενους πέντε. Ας πάει και το παλιάμπελο σκέφτηκε, αποφασίζοντας να ποντάρει σε έξι αριθμούς, σιγά τη σπουδαία διαφορά. Είχε συμπληρώσει το δελτίο. Οι εκλεκτοί αριθμοί: Πέντε, δεκατρία, είκοσι, τριάντα ένα, τριάντα δύο και σαράντα δύο. Αριθμός Τζόκερ, ασφαλώς, ο αριθμός πέντε. Κάθε που έλεγε να πεταχτεί να ρίξει το δελτίο, κάτι στράβωνε. Μια χτυπούσε το τηλέφωνο, μια έρχονταν οι προμηθευτές για πληρωμή και μεταφορά πρώτων υλών, μια οι πελάτες έρχονταν ο ένας πίσω από τον άλλο, σαν τα ψάρια σε γεμάτο παραγάδι.
Έπρεπε να περιμένει μέχρι το βράδυ. Κατέβασε τα ρολά, με το χαρτί στην τσέπη, έτοιμος να διασχίσει το δρόμο ήπιας κυκλοφορίας και μέσα σε δύο λεπτά να εκπληρώσει το πεπρωμένο του. Οι μηχανές έκλειναν σε είκοσι λεπτά. Δεν πρόλαβε, τέσσερα χέρια τον άρπαξαν από τις μασχάλες και τον πέταξαν σαν σακί με αλεύρι στα πίσω καθίσματα της μαύρης Άλφα Ρομέο. Γραμμή για τον θαυμαστό κόσμο που στεγαζόταν στο κτίριο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας στον αριθμό εκατόν εβδομήντα.
Μερικές ώρες μετά τα είχε ξεράσει όλα. Ομολόγησε πως τους είχε δηλητηριάσει. Τους μισούσε, αυτός ήταν ο λόγος. Το μίσος επικαλέσθηκε. Τι να τους εξηγούσε τώρα; Για την τύχη και το όνειρο; Δεν είχε καμία όρεξη να βρεθεί με ηλεκτρόδια πλεγμένα σαν ακάνθινο στεφάνι γύρω από το κεφάλι του. «Πάλι τζακ-ποτ» είπε ένας ασφαλίτης την ώρα που τον κατέβαζαν στο κρατητήριο. «Ποιοι αριθμοί κληρώθηκαν;» ρώτησε ο Ζώης. Ο συνάδελφος τού έκανε νόημα να απαντήσει. Ήταν καλός άνθρωπος. Είχε υπογράψει χωρίς ενδοιασμούς την ομολογία του. «Έχουμε και λέμε. Οι αριθμοί πέντε, δεκατρία, τριάντα ένα, τριάντα δύο και σαράντα δύο. Τζόκερ το πέντε» έκανε απογοητευμένος. Ο κύριος Ζώης, το μόνο που έκανε ήταν να χαμογελάσει με ένα αμφίσημο, έμπλεο χαρμολύπης, χαμόγελο.
Tags: Άγγελος Χαριάτης