Μόσχου Κωνσταντίνα: Χωρίς τον ξενοδόχο
Η Άντα και ο Τζορτζ επέστρεψαν στο ξενοδοχείο, την ώρα ακριβώς που δεν θα έπρεπε να βρίσκονται εκεί· την ώρα που ο περισσότερος κόσμος, τουρίστες από κάθε γωνιά της γης περίμεναν να απολαύσουν από την Καλντέρα το μαγευτικό ηλιοβασίλεμα της Σαντορίνης. Ναι, η Άντα και ο Τζορτζ δεν έπρεπε να είναι στο ξενοδοχείο.
Ο λόγος που τους έκανε να χάσουν το μοναδικό αυτό πανόραμα της δύσης ήταν το τσίμπημα μιας μέλισσας. Η Άντα ήξερε ότι το κεντρί θα ταλαιπωρούσε τον αγαπημένο της Τζορτζ. Προνοητική όπως πάντα, ξεκινούσε τα ταξίδια της με τα απαραίτητα φαρμακευτικά σκευάσματα στις αποσκευές της.
«Ζούμε επικίνδυνα, Τζορτζ», είπε με ένα γελάκι η Άντα, προσπαθώντας να του τονώσει το ηθικό, αρκεί να τον κατάφερνε να ανέβει λίγα ακόμα από τα δεκάδες σκαλοπάτια και ανηφοριές της Οίας.
«Φτάσαμε», είπε ξερά εκείνος.
Δεν είχε διάθεση για κουβέντα, παρά μονάχα δεν έβλεπε την ώρα να ξαπλώσει στο κρεβάτι του. Είχε μετανιώσει ήδη που είχαν αποφασίσει αυτό το μικρό ταξιδάκι στη Σαντορίνη. Πού να ήξερε πως θα το μετάνιωνε ακόμα περισσότερο με το θέαμα που θα αντίκριζαν στη σάλα υποδοχής του ξενοδοχείου.
Η ξενοδόχος, καθισμένη πίσω από το πέτρινο γκισέ. Το κεφάλι της και τα χέρια της πάνω στο γραφείο, στο βιβλίο πελατών. Ίσως να κοιμόταν. Μπορεί να είχε ξενυχτίσει η γυναίκα απόψε, πώς να αντέξει όλη μέρα στη δουλειά. Όλοι ξενυχτούν εδώ, ακόμα κι ο Τζορτζ που είχε μάθει σε άλλους ρυθμούς ζωής.
Ο Τζόρτζ πάτησε τότε εκνευρισμένος το κουδούνι υποδοχής πάνω στο γκισέ. Πλινκ. Η ξενοδόχος δεν σήκωσε κεφάλι. Πλινκ, πλινκ, πλινκ. Ξανά τίποτα.
Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους ξαφνιασμένοι. Λες; Λες να μην κοιμάται; Η Άντα προχώρησε θαρρετά και άνοιξε το πορτάκι του γκισέ. Ούρλιαξε. Μια λίμνη από αίμα. Τα λευκά αθλητικά της παπούτσια κοκκίνισαν, κι εκείνη συνέχισε να φωνάζει. Κι έπειτα λιποθύμησε.
Όταν συνήλθε, βρισκόταν στην αγκαλιά του Τζορτζ. Κοίταξε γύρω της. Το ίδιο ξενοδοχείο, τα ίδια έπιπλα στον χώρο υποδοχής. Κάθονταν στον μεγάλο καναπέ, απέναντι ακριβώς από τη ρεσεψιόν. Το καλό ήταν ότι δεν έβλεπαν από εκεί τη νεκρή κυρία Παναγιώτα.
«Τι… τι θα κάνουμε τώρα Τζορτζ;»
Η Άντα τον κοίταζε αναστατωμένη κι ύστερα περιέφερε το βλέμμα της τριγύρω. Κανείς δεν ήταν εκεί. Όλοι έλειπαν. Οι δυο τους μαζί με τη νεκρή ξενοδόχο. Τι νούλα κι αυτή η εκδρομή τους, ποιος να το περίμενε άραγε;
«Πήρα τηλέφωνο την αστυνομία. Σε λίγο θα είναι εδώ».
«Ναι. Κι εμείς; Εγώ;» κοίταξε τα παπούτσια της που είχαν βαφτεί με αίμα.
Στα αριστερά τους, ο ουρανός είχε βαφτεί κόκκινος και μωβ, και το μεγάλο παράθυρο του ξενοδοχείου είχε μετατραπεί σε έναν τεράστιο πίνακα.
«Θυμάσαι, χθες το βράδυ;» είπε ο Τζορτζ. «Εκείνο τον τύπο, τον περίεργο. Τον νεαρό με τα τατουάζ. Μου φάνηκε ύποπτος. Της ζητούσε λεφτά, λες και την ήξερε κι από χθες».
«Εγώ πάλι λέω μήπως το έκανε ο άντρας της». Η Άντα ήταν σίγουρη πλέον. «Τους άκουσες πώς μαλώνανε; Χαμός έγινε. Ποιος ξέρει τι είχαν να χωρίσουν. Μπορεί αυτή να τα είχε με τον νεαρούλη…»
Κράτησαν για λίγο τις αναπνοές τους και τις σκέψεις τους μακριά ο ένας από τον άλλον. Αυτοί είχαν έρθει για διακοπές και τώρα… μπλέξανε με αστυνομίες, καταθέσεις και ποιος ξέρει τι άλλο.
«Ναι, αλλά εγώ τι θα κάνω με τα παπούτσια μου;» τον ρώτησε με αγωνία η Άντα.
Άρχισε ύστερα να λύνει τα κορδόνια, έβγαλε τα παπούτσια της και τα κοιτούσε με αποτροπιασμό. Ναι, τώρα ήταν ξυπόλυτη, αλλά οι πατούσες της ήταν επίσης ματωμένες.
«Θεέ μου, πώς μπλέξαμε!» είπε μελοδραματικά, σηκώνοντας τα χέρια της ψηλά, αλλά Εκείνος δεν την άκουσε για να της δώσει εξηγήσεις.
Το μυαλό της θόλωσε, πετάχτηκε επάνω κι έτρεξε προς τα έξω, στη μικρή αυλή του ξενοδοχείου. Ο ξυλόφουρνος ήταν αναμμένος από ώρα, θα τον είχε ετοιμάσει για τις βραδινές παραγγελίες των πελατών της η ξενοδόχος, δίχως να ξέρει τι την περιμένει. Η Άντα, σε κατάσταση πανικού, αφαίρεσε γρήγορα το πορτάκι έτοιμη να πετάξει μέσα τα παπούτσια της και να τα κάψει.
«Σταμάτα να κάνεις βλακείες», της φώναξε ο Τζορτζ και δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει για να την σταματήσει. Γιατί θα είχε σίγουρα και συνέχεια. Η γυναίκα του μέσα στην ταραχή της μπορούσε να ενοχοποιήσει η ίδια τον εαυτό της.
Την έπιασε προστατευτικά από τους ώμους, αλλά εκείνη συνέχισε να τρέμει.
«Ήρεμα. Ήρεμα, Άντα», της είπε με όσο περισσότερη πειθώ διέθετε. «Πρέπει τώρα να πάμε μέσα, να ψάξουμε για στοιχεία».
«Στον τόπο του εγκλήματος; Τι λες, παιδί μου; Απαγορεύεται!», του απάντησε εκείνη. Ήταν η ίδια που πήγε να κάψει τα παπούτσια της προηγουμένως.
Δεν χρειάστηκε όμως και πολύ για να την πείσει. Η γυναικεία περιέργεια που υπερτερεί πάντα του φόβου οδήγησε τα βήματά τους στη ρεσεψιόν.
Αλλά δεν τη βρήκαν! Η νεκρή γυναίκα δεν ήταν εκεί! Φόβος και τρόμος τους πλημμύρισε ξαφνικά και σκέπασε κάθε άλλο συναίσθημα. Ήταν αυτονόητο ότι για να λείπει το πτώμα, άρα ο δολοφόνος βρισκόταν ακόμα στο ξενοδοχείο. Στο ξενοδοχείο. Μόνο αυτός και οι μάρτυρες. Οι μάρτυρες. Ο Τζορτζ κι η Άννα.
Υπήρχε μια πόρτα πίσω από το γκισέ που οδηγούσε σε ένα δωμάτιο. Η σκέψη ότι ο δολοφόνος είχε τραβήξει το πτώμα ως εκεί, όπως φαινόταν ολοκάθαρα από τα ίχνη του αίματος στο πάτωμα, τους έκανε να ανατριχιάσουν. Η πόρτα ξαφνικά έτριξε και άρχισε να ανοίγει σιγά σιγά, μαρτυρικά. Κάποιος στεκόταν στο άνοιγμα και φαινόταν καθ’ όλα τρομακτικός.
«Τι ψάχνετε;» τους ρώτησε. «Είμαι ο υπάλληλος του ξενοδοχείου».
Η Άντα ξερόβηξε σαστισμένη.
«Δεν… δεν σας έχουμε ξαναδεί εδώ, κύριε».
Ο «υπάλληλος» βγήκε από το χώρο του γκισέ και το ζευγάρι άρχισε να οπισθοχωρεί. Αλλά αυτός μάλλον δεν ήθελε να τους κάνει κακό. Κατευθύνθηκε προς τον καναπέ και κάθισε αποκαμωμένος.
«Χάλια τα κάνατε εδώ», τους είπε αναστενάζοντας. «Παντού αίματα».
«Δεν… δεν φταίμε εμείς, κύριε», κόμπιασε η Άντα.
«Ούτε κι εγώ», είπε εκείνος. «Ήμουν υπάλληλος εδώ και κάτι φεγγάρια. Μου ρούφηξε το μεδούλι η άτιμη κι εγώ κουβέντα δεν έλεγα. Δούλευα δεκαοχτώ ώρες τη μέρα, ρεσεψιόν, κουζίνα, ψώνια, επισκευές, όλα, τα πάντα! Κι αυτή τι μου ‘δινε; Ένα χαρτζιλίκι, λες κι ήμουν κανένα δωδεκάχρονο. Στην αρχή δεν μ’ ένοιαζε, αλλά όχι να μου φορτώσει και τη δουλειά της καμαριέρας, αυτό πάει πολύ. Όλα έγιναν στο δωμάτιο 101, από εκεί ξεκίνησαν».
«Δηλαδή;» ρώτησε ευγενικά η Άντα. «Σας έβαλε να αλλάξετε σεντόνια;»
«Όχι. Εκεί συναντούσα… τον άντρα της. Κι αυτή μας έπιασε στα πράσα».
«Κατάλαβα», είπε ο Τζορτζ. «Και γι’ αυτό έπρεπε να τη σκοτώσεις; Και απατημένη και πεθαμένη η ξενοδόχος;»
Ο υπάλληλος πετάχτηκε επάνω. Είχε θυμώσει με τον Τζορτζ που δεν μπορούσε να εννοήσει τι συνέβαινε. Ίσως να είχε λόγους να διαπράξει έναν τέτοιο φόνο, αλλά γιατί άραγε τους έπιανε τέτοιου είδους συζητήσεις, αυτή την ώρα; Σε λίγο θα ερχόταν η αστυνομία.
«Δεν μπορείτε να καταλάβετε εσείς. Τίποτα δεν μπορείτε να καταλάβετε», ήταν η απάντησή του. «Δεν με πλήρωνε. Τι δεν καταλαβαίνετε; Αλλά δεν τη σκότωσα εγώ. Σιγά μην τη σκότωνα να πάω και φυλακή γι’ αυτήν».
Τότε ποιος; Ήταν το ερώτημα που τους είχε εξάψει τη φαντασία, αλλά μάλλον δεν θα το μάθαιναν σύντομα. Ο υπάλληλος θα αρνιόταν την ενοχή του σίγουρα ως το τέλος στην αστυνομία. Μπορεί να την είχε σκοτώσει ο ίδιος ο άντρας της. Κι ο υπάλληλος να τον βοήθησε να εξαφανίσουν το πτώμα. Μπορεί… Κι άλλα μπορεί…
Ο υπάλληλος άνοιξε την πόρτα του ξενοδοχείου κι έφυγε. Έτσι. Σαν να μην είχε έρθει ποτέ. Μονάχα το βιβλίο πελατών που είχε την ώρα του θανάτου της η ξενοδόχος, ανοιχτό σαν μαξιλάρι στο νεκρό κεφάλι της, μπορεί να έδινε απαντήσεις. Ή μια ομολογία από τον σύζυγο. Ή ένα αποτσίγαρο από τον δολοφόνο. Κάτι, κάποιος, τέλος πάντων που λογάριαζε χωρίς τον ξενοδόχο.
Η Άντα κι ο Τζορτζ άνοιξαν κι αυτοί την πόρτα και κάθισαν στο σκαλάκι της εισόδου, περιμένοντας την αστυνομία. Ήταν κι αυτή μια κάποια λύση, να περιμένουν.
Από μέσα τώρα ακουγόταν το ουρλιαχτό μιας γυναίκας. Επιτέλους, κάποιος ακόμα που δεν είχε πάει να δει το ηλιοβασίλεμα.
Πρώτη δημοσίευση: εφημερίδα «Τα Νέα», Σάββατο 2 – Κυριακή 3 Ιουλίου 2022
Tags: Κωνσταντίνα Μόσχου