Μπούρος Λευτέρης: "Μικέλε"
Μιχάλη τον λέγανε κανονικά, αλλά κάτι απογεύματα στύλωνε τα πόδια και επέμενε να τον φωνάζουμε Μικέλε. Δεν το ’κανε ακριβώς από καπρίτσιο· είχε ακούσει στο ραδιόφωνο για εκείνη τη ληστεία με τους νεκρούς αστυνομικούς στην Αθήνα, και έτσι του κόλλησε: «Μικέλε», έλεγε. «Ο φονιάς των μπάτσων».
Είχε σκοτεινιάσει, στα χαμόσπιτα μούγκριζαν οι μηχανές αρμαθιάσματος, η μάνα της Αλέκας στο κουζινάκι τηγάνιζε αυγά, οι άντρες της οικογενείας στην αποθήκη· ένας έφτιαχνε τα καπνόφυλλα ματσάκια, ένας βελόνιαζε τις αρμάθες.
Εμείς βολοδέρναμε.
Παίζαμε κλέφτες και αστυνόμους εμείς· παριστάναμε τους ζόρικους, σε πολιτείες φανταστικές: Το γεφυράκι στην άκρη του χωριού ήτανε γιάφκα κακοποιών, μπροστά στο σπίτι της Αλέκας είχαμε το λημέρι του χωροφύλακα, παραπέρα, στην γκρεμίλα με τα μπάζα κοντά στις κούνιες, στήναμε τράπεζες, καφενεία όπου θα γινόταν μακελειό, ή κοσμηματοπωλεία που ο δεκάχρονος Μικέλε θα κατέκλεβε.
Είχα σκαρφαλώσει στο τρακτέρ εγώ, πάνω στο κάθισμα, χωροφύλακας και τα ρέστα:
Στην τσέπη μου ένα κομμάτι τριχιά για χειροπέδες, στο χέρι ένα κομμάτι ξύλο που είχε σκαλίσει ο Μιχάλης με το σουγιαδάκι του πατέρα του, έτσι που θύμιζε περίστροφο.
Έκανα δήθεν πως έψαχνα για υπόπτους στα σκοτάδια· το παιχνίδι είχε πλάκα με πολλούς κακοποιούς, μα εκείνο το βράδυ μόνο οι τρεις μας το ’χαμε σκάσει απ’ το αρμάθιασμα.
Τον παρατηρούσα τον Μιχάλη, καθώς ετοιμαζόταν για την έφοδο· τον ήξερα καλά:
Καθόμασταν απέναντι θρανία, παρόλο που ήταν μεγαλύτερος. Κοκκινοτρίχης, άγαρμπος και σβέλτος· δεν μου ’κανε πια εντύπωση εκείνη η μόνιμη κοκκινίλα κάτω από το μάτι του. Όταν τον είχα ρωτήσει σχετικά, μου είχε πει μόνο ότι πατέρας του μεθοκόπαγε τα μεσημέρια· δεν ήξερα τι διάολο είχε να κάνει εκείνη η πατρική συνήθεια με την κοκκινίλα του, αλλά σκεφτόμουν ότι σίγουρα υπήρχε κάποια σχέση με την εμμονή του στα παράνομα ψευδώνυμα.
Τον βλέπω τώρα με τη φαντασία μου, όπως τότε, δεκάχρονο, σβέλτο, ριψοκίνδυνο:
Ορμάει έξω απ’ τη γιάφκα μόνος, και η Αλέκα σε ένα παγκάκι πίσω από τις κούνιες κοιτάζει προς το μέρος του· το ξέρει ότι όπου να ’ναι θα την πιάσει, θα τη γραπώσει από τους ώμους της τους κοκκαλιάρικους, απ’ τον λαιμό, από τη μέση· είναι μεγάλο κορίτσι η Αλέκα, κοντά δώδεκα χρονών, και μένα ούτε να με κοιτάξει.
Είναι όμορφη.
Μικρή και αθώα, εύκολη λεία στα χέρια του Μικέλε, του φονιά των μπάτσων, του μικρού κακοποιού.
Εκείνος φτάνει στις κούνιες, εγώ σφίγγω το ξύλινο περίστροφο. Κρατιέμαι να μην πηδήξω απ’ το τρακτέρ- οι κανόνες στο παιχνίδι τριών ατόμων είναι απαράβατοι: από τη στιγμή που έχεις ξεκάθαρη εικόνα, δίνεις στον εγκληματία το αβαντάζ, αλλιώς δεν έχει γούστο.
Η Αλέκα διστάζει· πρέπει να ζητήσει βοήθεια μόλις ο Μικέλε περάσει τον φράχτη, μα δεν το κάνει, και το κοκκίνισμα στα μάγουλά της είναι κάτι που θα θυμάμαι για χρόνια, κάτι που δεν ξεχνιέται, κάτι που, γαμώτο, σκέφτομαι και τώρα· τώρα που οι παιδικοί ρόλοι επιστρέφουν για να μας ισοπεδώσουν, σαν σκουριασμένες ερπύστριες.
Ο Μικέλε τη γραπώνει.
Η Αλέκα δίνει το σήμα τελικά· δεν φωνάζει, όμως, γιατί κάτι τέτοιο μπορεί να σταματήσει το αρμάθιασμα, και να κάνει το χωριό να χορέψει σαν διάολος σε βαρέλι με λιβάνι.
Πηδάω, τρέχω, φτάνω στις κούνιες, τους βλέπω:
Εκείνος είναι πίσω της, έχει το χέρι περασμένο στον λαιμό της, την παίρνει όμηρο, σε μια υποθετική ληστεία που μόλις έχει στραβώσει και που, υποθετικά, θα καταλήξει με τους δυο μας να πλακωνόμαστε.
Τα λόγια του κοινότοπα, τα ’χω ξανακούσει:
«Κάνε πίσω, μπάτσε!».
Πισωπατούν.
Σηκώνω το αξιοθρήνητο περίστροφο, λέω κάπως δυνατά, με κάποια ένταση: «Είσαι παγιδευμένος, Μικέλε! Πίσω σου αδιέξοδο. Την έχει βάψει. Άσε το κορίτσι».
Η Αλέκα ψιθυρίζει ένα «βοήθεια». Τα μάγουλά της έχουν ροδίσει όμως, το χαμόγελο στο πρόσωπό της μαρτυρά ότι εκείνο το παιχνίδι, το ακίνδυνο, το παιδικό, δεν είναι παρά μια αφορμή για μία απενοχοποιημένη επαφή προεφηβικών σωμάτων.
«Παράτησέ τα, βάλ’ τα με κάποιον στα μέτρα σου!».
Φωνάζω με τη βεβαιότητα προηγούμενων παιχνιδιών. Είναι η ώρα που αφήνουμε τα θεατρινίστικα και το ρίχνουμε στο κλοτσοσκούφι.
Τότε, συμβαίνει το απρόσμενο:
Ο Μικέλε οπισθοχωρεί ακόμη λίγο, το σουγιαδάκι του πατέρα του εμφανίζεται ξαφνικά, και τώρα γυαλίζει κάτω από τις λάμπες του χωριού, κάτω από τον λαιμό της Αλέκας, κάτω από τον καταραμένο βόμβο του αρμαθιάσματος. Και τότε εκείνη φωνάζει στη αλήθεια «βοήθεια», τότε εγώ κάνω τον σταυρό μου, τότε ο Μικέλε, λες και κάποιος διάολος το ’θελε, την αγγίζει με εκείνη τη λάμα στον λαιμό, κάτω από το πηγούνι της…
Και ύστερα αίμα, κλάματα, συγγνώμες. Και ένα ψέμα.
Λένε ότι το πρώτο ψέμα είναι η Πύλη της Κολάσεως: φέρνει μόνο ψευτιές, δάκρυα, οδυνηρές συγγνώμες…
Λένε επίσης κάποιοι ψυχολόγοι ότι αρκεί μια εικόνα σε πρώιμες παιδικές εικόνες για να εντοπίσει κανείς έναν μελλοντικό αλήτη και μια κακοποιημένη γυναίκα.
Η ιστορία της Αλέκας και του Μιχάλη ξεκίνησε με ένα μεγάλο ψέμα και μια εκκωφαντική σιωπή:
Είπαμε στους γονείς της ότι σκόνταψε σε κείνη την γκρεμίλα, και ότι ο Μιχάλης την έσωσε λίγο πριν τα σιδερένια μπάζα της καρφώσουν τον λαιμό ανεπανόρθωτα.
Εγώ σιώπησα τότε.
Τότε, τώρα, και πάντα:
Τους είδα στα διπλανά θρανία να μεγαλώνουν, να αγαπιούνται, να παντρεύονται.
Η κοκκινίλα κάτω από το μάτι του Μιχάλη έμεινε ίδια και απαράλλαχτη, όμως το σημάδι στον λαιμό της Αλέκας πολλαπλασιάστηκε, πέρασε στους ώμους της, έγινε μελανιά στο μάτι, πάνω στα μπούτια, στην κοιλιά, στα χέρια των παιδιών της.
Και τώρα, χρόνια αμέτρητα από εκείνο το βράδυ, σήμερα, που τα παιχνίδια γίναν πραγματικότητα, ήρθε στο Τμήμα η Αλέκα, και με βρήκε.
«Πάει ο άντρας μου», είπε.
Πάει ο Μικέλε.
Σκοτάδι, γύρναγε από το καφενείο μεθυσμένος, έχασε τον δρόμο, σκόνταψε σε κείνη την γκρεμίλα (στις κούνιες που παίζαμε παλιά, τη θυμάσαι την γκρεμίλα με τα μπάζα;) και σκοτώθηκε.
Η Αλέκα δεν μπόρεσε να τον σώσει.
Είχε μια φρέσκια μελανιά στο πηγούνι της, λίγο ψηλότερα από το σημάδι που της είχε χαρίσει εκείνο το σουγιαδάκι.
Εκείνη δε μίλησε καθόλου για αυτό, και εγώ, όπως πάντα, έκανα ότι δεν είδα τίποτα.
* Πρώτη δημοσίευση: "Ελεύθερος Τύπος", 27 Αυγούστου 2020
Tags: Λευτέρης Μπούρος