Monsieur Maigret, Comissaire Simenon
-Μήπως πρέπει να πάρεις άλλη μία ασπιρίνη; τον ρώτησε η γυναίκα του.
-Αν μού δώσεις θα την πάρω.
Ζ. Σιμενόν, Ο Μαιγκρέ και ο πεθαμένος του
Ζει, άραγε, ο Μαιγκρέ κι αν ναι, υπήρξε ποτέ νέος, διερωτάται ο Χανς ΄Αλτενχαϊμ στο δοκίμιό του, με τον τίτλο «΄Ενα όνειρο του Μαιγκρέ», για τον ήρωα του Σιμενόν, ένα ερώτημα που θα μπορούσε, κάλλιστα, να τεθεί και για τον συμπατριώτη του Αρκύλ Πουαρό, αλλά και για όλους τους ήρωες του polar, από τον Φίλιπ Μάρλοου μέχρι τον παρισινό «συνάδελφο» του, Νεστόρ Μπουρμά. Ομως, καθ’ οδόν προς τη «Λεωφόρο Σιμενόν», ο αναγνώστης θα μπορέσει να ξαναδεί στο Simenon Cinema τις γιγαντοαφίσες από τα μυθιστορήματα του (82 Maigret και 218 non Maigret), και να σταθεί στις προθήκες των βιβλιοπωλείων για να θαυμάσει τα βιβλία, που συνεπήραν το αναγνωστικό κοινό με την ίδια αφοσίωση που έδειξε για τη Βίβλο ή τα έργα του Λένιν και του Καρλ Μάυ, αφού ήδη δεκαετίες πριν είχε μεταφραστεί τουλάχιστον σε 42 γλώσσες και κυκλοφορήσει σε 31 χώρες. Αυτός ο σύγχρονος μισάνθρωπος, εσωστρεφής και συντηρητικός, αλλά, ταυτόχρονα, «μέσα στη ζωή», που διατηρεί τις συνήθειές του στη φορμόλη του παρελθόντος και του επαγγέλματος, είναι ένας μικροαστός par exellence: αφήνεται στις περιποιήσεις της συμβίας του, Mme Maigret (έμμεση πλην σαφής αναφορά στη μητρική στοργή, που θα την αναγνωρίσει, εβδομηντάχρονος πλέον, στο Γράμμα στη μητέρα μου), η οποία, όταν δεν μαγειρεύει και δεν πλέκει, δεν παραλείπει να σχολιάζει με μορφασμούς και χειρονομίες τις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις του, και να τού ετοιμάζει το τσάι, ώστε αυτός να μπορεί να διαβάζει απερίσπαστος «μία παλιά λαϊκή έκδοση του Δουμά πατρός, με κιτρινισμένα φύλλα, με εικονογράφηση ρομαντική». Ταυτόχρονα, δημιουργός και ήρωας συχνά αλληλοσυμπληρώνονται και αλληλοσυγκρούονται, στα όνειρα και την πραγματικότητά τους, καθώς ξεφυλλίζει κανείς τα αστυνομικά και κοινωνικά μυθιστορήματα του γεννημένου στη Λιέγη, το 1903, Σιμενόν, από μικροαστικό περιβάλλον καταγομένου, που σε ηλικία 19 ετών θα εγκατασταθεί στο Παρίσι, για να ξεκινήσει, επτά χρόνια αργότερα, το πρώτο ταξίδι του Ζυλ Μαιγκρέ. Όμως, ο Μαιγκρέ -σε αντίθεση με τον δημιουργό του, ο οποίος, την περίοδο της γερμανικής Κατοχής, θα ζήσει στην επαρχία και θα συνεχίσει να δημοσιεύει σε φασιστικά έντυπα, με αποτέλεσμα να ασκηθεί δίωξη εις βάρος του ως «συνεργάτης» και να καταδικαστεί σε δύο χρόνια απαγόρευσης δημοσίευσης των έργων του- υπήρξε, πράγματι, κάποτε κι αυτός νέος, με φίλους στην Αντίσταση και ιστορίες από την Κατοχή. Ηλθε εις γάμου κοινωνίαν με την αλσατικής καταγωγής Λουίζ, με την οποία θα ζήσουν μαζί, κοντά στη Βαστίλλη, στο σπίτι της Μπουλβάρ Ρισάρ Λενουάρ για το υπόλοιπο του βίου τους, σε αντίθεση με τον ίδιο τον Σιμενόν, που θα ταξιδέψει στη Νότια Γαλλία, τον Καναδά και την Κούβα, θα ζήσει δέκα χρόνια στην Αμερική (λόγω της δίωξης εις βάρος του), μέχρι να εγκατασταθεί στη Λωζάννη, αεικίνητος και χαλκέντερος, χωρίς να σταματήσει ποτέ να γράφει σε πυρετώδεις ρυθμούς, έχοντας ήδη συνάψει τρεις γάμους, αλλά και φιλίες με τον Αντρέ Ζιντ, τον Χένρυ Μίλλερ και τον Φεντερίκο Φελλίνι, για τον οποίο, όπως λέγεται, άσκησε πιέσεις, ως καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Καννών, να βραβευτεί η Dolce Vita.
Ο Τ. Τζ. Μπίνυον, στο έργο του Ο ντετέκτιβ στη λογοτεχνία, θα διαπιστώσει καίρια, ότι ο Σιμενόν «δεν δημιουργεί απλώς έναν χαρακτήρα, πολύ περισσότερο αληθινό απ’ ότι το είδος μπορεί να αντέξει, αλλά χτίζει με αυτόν έναν ολόκληρο κόσμο που τον περιβάλλει»· μαζί και ένα interieur στο οποίο κινείται με τους δικούς του, προσωπικούς ρυθμούς, που εκκινούν από την προετοιμασία και τον καπνό της πίπας του, ένα σύμβολο, που μάς επαναφέρει στη μνήμη τον πίνακα του Μαγκρίτ, στην αντιστροφή (της φοράς του αντικειμένου και) του τίτλου του, καθώς «αυτή εδώ είναι η πίπα του Μαιγκρέ!» και καταλήγουν στη σόμπα του, τη μόνη στο κτήριο της Αστυνομικής Διεύθυνσης που έχει πλέον κεντρική θέρμανση. Ο Μαιγκρέ δεν διαθέτει, κατ’ επιταγήν του δημιουργού του, τις αρετές των κλασσικών ντετέκτιβς και επιθεωρητών, από τον Ντυπαίν και τον Χολμς μέχρι τον Πουαρό και τον Κολόμπο, χωρίς, όμως, να είναι και ο χαρακτηριστικός τύπος του «μπάτσου» (ίσως, διόλου τυχαία, τον ρόλο του Μαιγκρέ τον υποδύθηκαν ηθοποιοί, όπως ο Ζαν Γκαμπέν, ο Χάιντς Ρύμανν, ο Τζίνο Τσέρτι και ο Μπρούνο Κρέμερ, αλλά ποτέ ο Λίνο Βεντούρα): ο Μαιγκρέ-Σιμενόν πάσχει και συμπάσχει, με την ίδια φυσικότητα που ο πρώτος παίρνει το παλτό του, καθώς ο δεύτερος κάθεται μπροστά στη γραφομηχανή του. Ο ΄Αλτενχαϊμ περιγράφει αναλυτικά τη «μέθοδο Μαιγκρέ»: «από ένα συγκεκριμένο σημείο και μετά, ο Μαιγκρέ αφήνει όλες τις παρατηρήσεις, τις ενδείξεις, τα εργαστηριακά αποτελέσματα και τις αναφορές των πληροφοριοδοτών να αποδράσουν από τη συνείδησή του, καθώς βρίσκεται σε έναν εφιάλτη, νύχτα-μέρα, τα πρόσωπα περνούν από μπροστά του, μαζί με τους δρόμους, τα δωμάτια ξενοδοχείων, τα γωνιακά μπιστρό, που συνάντησε κατά τη διάρκεια των περιπολιών και των ατελείωτων αναμονών του, σαν φόντο του ονειρικού του κόσμου», σε συνδυασμό με την «ανοιχτή παρακολούθηση» του υπόπτου, τη διαισθητική προσέγγιση της υπόθεσης και την «πείρα της ζωής με γνώμονα την καθημερινότητα», που θυμίζει την ποιοτική παράδοση των επιστημών του πνεύματος, πρωτού αυτές αλωθούν από τον θετικισμό και τον λειτουργισμό.
Ο Σιμενόν καλλιέργησε, πράγματι, ένα « μυθιστόρημα-δέντρο » (Romanbaum), από το οποίο ξεχωρίζει ο επιθεωρητής Μαιγκρέ, δεκαετίες πριν επικρατήσουν η λογική των target groups και οι λογοτεχνικοί ατζέντηδες, που «εκτιμήθηκε από τις ιδιωτικές υπαλλήλους και τους φορτηγατζήδες πρωτού αναγνωριστεί από την λογοτεχνική κριτική», μεταφέροντας πιστά, στα βιβλία και τις κινηματογραφικές αίθουσες, -αυτός ο Βέλγος- τον χώρο (Milieu) και την ανεπανάληπτη ατμόσφαιρα μιας Γαλλίας του petit bourgeois, που αναδυόταν από τα παλιά διόροφα σπίτια, τις γραμμές των τραίνων και τα μικρά bistro, με ονόματα όπως Petit Albert ή Daufin και φωτιζόταν από τα πρόσωπα των γηραιών θυρωρών, τα κρυφά πάθη των λογιστών και τα όνειρα των κοριτσιών της Μονμάρτρης.
* Δημοσιεύτηκε στην εβδομαδιαία εφημερίδα «Η εποχή», στο πλαίσιο δισέλιδου αφιερώματος στον Ζ. Σιμενόν, δέκα χρόνια μετά τον θάνατο του συγγραφέα. Στο αφιέρωμα συμμετείχε η Μάρι Θεοδοσοπούλου, ενώ παρουσιάστηκαν σχετικοί τίτλοι από τη γαλλική βιβλιογραφία. Να υπενθυμίσουμε ότι, πολύ πριν από τις επιμελημένες εκδόσεις της «Άγρας», είχαν κυκλοφορήσει αρκετές μεταφράσεις έργων του Ζ. Σιμενόν (Άγκυρα, Γκόνης, Βίπερ κ.ά.), μεταξύ των οποίων και αρκετοί τίτλοι του «Μαιγκρέ», σε έκδοση τσέπης και μετάφραση του Δ. Γιαννουκάκη, από την εφημερίδα «Βραδυνή».