Τσαρλς Ντίκενς: Το αποτρόπαιο από τη σκοπιά του μεσοαστού
Το άρθρο αυτό αποτελεί μια φιλολογική περιπλάνηση στις ιστορίες του Καρόλου Ντίκενς (1812-1870) που σχετίζονται με τις απαρχές του αστυνομικού μυθιστορήματος, του μυθιστορήματος, δηλαδή, που θεματοποιεί το έγκλημα και το περιγράφει από μια συγκεκριμένη οπτική. Την οπτική του ερευνητή. Αναφέρομαι στο κλασσικό αστυνομικό μυθιστόρημα, του οποίου τα δομικά στοιχεία είναι ο φόνος, η διερεύνηση και η διελεύκανση από κάποιον που αναλαμβάνει τον ρόλο του ερευνητή. Το ιδιότυπο αυτό μυθιστόρημα που χαρακτηρίζεται από την ανάστροφη αφήγηση της ιστορίας αναδύθηκε ως είδος τον 19ο αιώνα μέσα από μια δεξαμενή ξέχειλη από προσμίξεις παλαιότερων και νεώτερων αφηγηματικών τύπων και τάσεων του 18ου αλλά και του 19ου αιώνα.
Τον 19ο αιώνα, η νέα αστική τάξη μεσαία αλλά και η εργατική διάβαζε όχι μόνον υψηλή λογοτεχνία αλλά φτηνά λαϊκά έντυπα που στόχευαν κυριώς στην δημιουργία ισχυρών συγκινήσεων. Τέτοιες ήταν οι ιστορίες τρόμου και αγωνίας, έρωτα και αποπλάνησης, μυστηρίου, φαντασμάτων, βιογραφίες ληστών και δολοφόνων, μελοδράματα κι εγκλήματα.[1] Κι ένας λόγος που αυτά τα αναγνώσματα γίνονταν ανάρπαστα ήταν ότι η βία και το έγκλημα ήταν μέρος της καθημερινότητας των ανθρώπων στις βιομηχανικές πόλεις, και στο Λονδίνο ιδιαίτερα. Όπου, ας σημειωθεί, ως το 1868 οι εκτελέσεις φυλακισμένων ήταν δημόσιες και τις παρακολουθούσε πλήθος κόσμου. Σ' αυτό το περιβάλλον έγραψε ο Ντίκενς και σ' αυτό το αναγνωστικό κοινό απευθύνθηκε. Και το κοινό ανταποκρίθηκε. Υπήρξε ένας από τους αγαπημένους και πλέον πολυδιαβασμένους, συγγραφείς όχι μόνο της εποχής του αλλά μέχρι σήμερα.
Όπως είναι αναμενόμενο, το έγκλημα τον απασχολεί, σε όλες τις εκφάνσεις του. Το αντιμετωπίζει από τη μεριά του μεσοαστού, ως κάτι αποτρόπαιο που πρέπει να τιμωρείται. Δεν είναι επαναστάτης ο Ντίκενς, αλλά δεν χάνει από τα μάτια του τις κοινωνικές ρωγμές που παράγουν έγκλημα κι εγκληματίες και τις στιγματίζει με πάθος και απαράμιλλο χιούμορ.[2] Στο τέλος των μυθιστορημάτων του αποκαθίσταται η τάξη, οι καλοί βρίσκουν την ευτυχία, οι κακοί τιμωρούνται και πολλοί που βρίσκονται ανάμεσα φεύγουν στην Αμερική και στην Αυστραλία είτε να μετανιώσουν, ή να βρουν την τύχη τους. Όλες οι πολυδαίδαλες πλοκές των δεκαεφτά μυθιστορήματων του ξεστρατίζουν σε ιστορίες παραβατικότητας που κυμαίνονται από την κλοπή ως το έγκλημα. Οι ιστορίες αυτές είναι δευτερεύουσες, συνεισφέρουν στο σώμα της αφήγησης αλλά δεν αποτελούν τον πυρήνα του μυθιστορήματος του. Ωστόσο ακολουθώντας τα ίχνη τους μπορούμε να δούμε πώς μετατοπίστηκε η σκοπιά της αφήγησης από τον εγκληματία στον διώκτη-ερευνητή και στη διερεύνηση του εγκλήματος[3]. Με άλλα λόγια πώς από τις ιστορίες αγωνίας και μυστηρίου φτάσαμε στη φόρμα του αστυνομικού όπως περιγράφεται πιο πάνω, και όπως το ξέρουμε σήμερα.
Θα σχολιάσω, σύμφωνα με τη σειρά της έκδοσής τους, τα μυθιστορήματα: «Oliver Twist» (1838), «Barnaby Rudge» (1841), «Martin Chuzzlewit» (1843), «Bleak House» (1852), και το ημιτελές «The Mystery of Edwin Drood» (1870), όπου διαγράφεται η πορεία της αστυνομικής αφήγησης. Στα ελληνικά έχουν μεταφραστεί τρία απ' αυτά: «Όλιβερ Τουίστ» (πολλές παιδικές & εφηβικές διασκευές, και Πεχλιβανίδης: Kλασσικό Eικονογραφημένο), «Το μυστήριο του Έντουιν Ντρουντ» (Εστία: 2008, μτφ. Αθηνά Κακούρη), και «Ζοφερός Οίκος» (Gutemberg: 2009, μτφ. Κλαίρη Παπαμηχαήλ).
Από τον «Όλιβερ Τουίστ» στον «Ζοφερό Οίκο»
Στο μυθιστόρημα «Όλιβερ Τουίστ» ο μικρός ορφανός ήρωας καταδιώκεται από τον ετεροθαλή αδελφό του, ο οποίος επιδιώκει να τον μετατρέψει σε εγκληματία, ώστε, σύμφωνα με έναν όρο της διαθήκης, να καρπωθεί την περιουσία του. Αφού περάσει μια σειρά οδυνηρών περιπετειών καταλήγει ο ανήλικος Όλιβερ στα χέρια του Φάιγκιν, ενός γέρου κακοποιού, αρχηγού μιας συμμορίας νεαρών πορτοφολάδων. Μετά από τις αποτυχημένες προσπάθειες του Φάιγκιν να τον κάνει πορτοφολά, αναλαμβάνει να διεκπεραιώσει την εντολή, ο Μπίλ Σάικς, συνεργάτης του Φάιγκιν. Ματαιώνει την προσπάθεια του η Νάνσυ, μια νεαρή ιερόδουλη, ερωμένη του Σάικς, με τη βοήθεια της οποίας ο Όλιβερ σώζεται, βρίσκει την ταυτότητα και την οικογένεια του. Ο Σάικς θεωρώντας εσφαλμένα ότι η Νάνσυ τον έχει προδώσει την σκοτώνει, τσακίζοντας την στο ξύλο. Μετά από μια αγωνιώδη καταδίωξη από τον όχλο, ο Μπιλ Σάικς κρεμιέται, προσπαθώντας να πηδήξει από τη στέγη ενός σπιτιού, ενώ ο Φάιγκιν, συλλαμβάνεται και καταδικάζεται σε θάνατο.
Το μυθιστόρημα είχε τεράστια επιτυχία. Θεωρήθηκε όμως ως «Newgate fiction»[4], πράγμα που δυσαρέστησε τον Ντίκενς. Ο λόγος ήταν ότι τα μυθιστορήματα αυτά θεωρούνταν κοινωνικά επιβλαβή γιατί θεματοποιούσαν εγκληματίες των οποίων η εκτέλεση αναφέρονταν στα Χρονικά της φυλακής Νιούγκεϊτ («Newgate Calendar»). Παρ' όλο που ο ήρωας της ιστορίας είναι ο Όλιβερ, οι δευτερεύοντες χαρακτήρες και ειδικά οι παραβατικοί καθιστούν την αφήγηση μοναδική. Κλέφτες, διαρρήκτες, απατεώνες, καταχραστές, ιερόδουλες, νταβατζήδες, προστάτες, δολοφόνοι, στοιχειώνουν τις νύχτες τους στενούς, σκοτεινούς δρόμους που ζέχνουν από βρώμα.
Και τελικά το άσκοπο ειδεχθές έγκλημα. Η καταδίωξη του εγκληματία από το αγριεμένο πλήθος. Η αγωνία, ο φόβος, η ενοχή, τα οράματα που τον τρελαίνουν και τον οδηγούν στο θάνατο. Το σκυλί του που τον ακολουθεί ως το τέλος και μοιράζεται την τύχη του. Κι ο Φάιγκιν, το τελευταίο βράδυ της ζωής του στο υγρό κελί της φυλακής, οι τύψεις, η αναζήτηση της εξιλέωσης. Μια ιστορία noir. Το έρεβος του νου, το άλγος της ψυχής του εγκληματία. Εκεί εστιάζεται η αφήγηση. Ένα ενδιαφέρον που διατήρησε ο Ντίκενς σ' όλα τα μυθιστορήματά του. Όλα περιέχουν noir ιστορίες. Ωστόσο, όπως θα δούμε παρακάτω υπήρξε μια σταδιακή μετακίνηση προς τα άλλα δομικά χαρακτηριστικά του αστυνομικού, τη διερεύνηση, τον ερευνητή, την διαλεύκανση.
Το «Μπάρναμπυ Ραντζ», η πρώτη ιστορική νουβέλα του Ντίκενς, εξελίσσεται την περίοδο των μεγαλύτερων ταραχών στο Λονδίνο (Gordon Riots:1780)[5]. Μια από τις ιστορίες που συνθέτουν το μυθιστόρημα αφορά ένα έγκλημα που έχει γίνει πριν από εικοσιδύο χρόνια. Ο δολοφόνος θεωρείται νεκρός. Όταν ξαναγυρίζει στον τόπο του εγκλήματος, ο αδελφός του θύματος, Τζέφρυ Χέιρντέηλ, τον αναγνωρίζει, καταλαβαίνει ότι είναι ο δολοφόνος, τον συλλαμβάνει και τον βάζει στη φυλακή, όπου δικάζεται και εκτελείται δι' απαγχονισμού μετά τις ταραχές.
Και πάλι η εξιστόρηση δεν γίνεται από τη σκοπιά του εγκλήματος και της διαλεύκανσης του. Παρουσιάζεται μια μελοδραματική άποψη του εγκληματικού νου και της ενοχής του δολοφόνου. Ωστόσο, το στοιχείο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για την αστυνομική αφήγηση είναι η διαμεσολάβηση του Χέιρντεηλ, αδελφού του θύματος, στην αναγνώριση και την τιμωρία του δολοφόνου. Με άλλα λόγια, διαγράφεται αχνά ένας ερευνητής - διώκτης και μια έρευνα.
Στο μυθιστόρημα «Μάρτιν Τσάζελγουιτ», ο απατεώνας Τιγκ Μόνταγκ διατάζει έναν υπάλληλο μιας εικονικής εταιρείας που έχει στήσει, τον μυστηριώδη Νάτζετ, να ερευνήσει τις ύποπτες συνθήκες θανάτου του πατέρα του πλούσιου συνεταίρου του, Ίωνα Τσάζελγουιτ. Ο Νάτζετ ερευνά και μαθαίνει ότι πράγματι ο Ίωνας Τσάζελγουιτ αποπειράθηκε να σκοτώσει τον πατέρα του. Χρησιμοποιώντας το μυστικό ο Τιγκ Μόνταγκ εκβιάζει τον συνεταίρο του. Τρελλός από φόβο ότι το μυστικό του θα μαθευτεί ο Ίωνας Τσάζελγουιτ μεταμφιέζεται και δημιουργώντας ένα υποτυπώδες άλλοθι σκοτώνει τον εκβιαστή του. Ο Νάτζετ ανακαλύπτει τον δολοφόνο και τον καταδιώκει.
Το ενδιαφέρον και σ' αυτήν την ιστορία είναι στραμμένο στον δολοφόνο. Πρέπει να σημειωθεί όμως ότι αυτή τη φορά το έγκλημα δεν αφορά κακοποιούς αλλά ευκατάστατους πολίτες. Φεύγει, δηλαδή απο το κοινωνικό πλαίσιο του υποκόσμου και εισέρχεται στη μεσαία αστική τάξη. Κυρίως, γίνεται ένα ακόμη βήμα ως προς την εξέλιξη της αστυνομικής αφήγησης. Δημιουργείται ένας ερασιτέχνης ντετέκτιβ, ο Νάτζετ. Ο πρώτος σε μυθιστόρημα του Ντίκενς, όπως λέει ο Ph. Collins[6].
Το μυθιστόρημα «Ζοφερός Οίκος» αφορά την εφιαλτική εξέλιξη μιας δικαστικής υπόθεσης με ολέθριες συνέπειες για τους ήρωες. Ωστόσο υπάρχει εγκιβωτισμένη μια σημαντική ιστορία αστυνομικής υφής. Η λαίδη Ντέντλοκ έχει μια νόθα κόρη την οποία απέκτησε πριν παντρευτεί τον βαρόνο Ντέντλοκ. Ο δικηγόρος του συζύγου της, Τάνγκιλχορν, ανακαλύπτει το μυστικό της και την εκβιάζει. Όταν βρίσκεται δολοφονημένος οι υποψίες στρέφονται σ' έναν φίλο του παλιού εραστή της λαίδης που φυλακίζεται. Ωστόσο, η Ορτάνς, η καμαριέρα της λαίδης Ντέντλοκ, στρέφει τις υποψίες εναντίον της. Αυτή ανίκανη ν' αντιμετωπίσει τον διασυρμό, εξαφανίζεται και πεθαίνει. Ο αστυνομικός επιθεωρητής Μπάκετ, που έχει αναλάβει την έρευνα της δολοφονίας του δικηγόρου βρίσκει το πτώμα της. Διαλευκαίνει την υπόθεση και συλλαμβάνει την πραγματική δολοφόνο που είναι η καμαριέρα Ορτάνς. Πυροβόλησε τον δικηγόρο εξοργισμένη από την περιφρόνηση με την οποία την αντιμετωπίζει, θεωρώντας την ανταμοιβή της για την εξυπηρέτηση που του προσέφερε εξευτελιστική. Τον είχε βοηθήσει ν' ανακαλύψει το μυστικό της λαίδης Ντέντλοκ.
Η ιστορία έχει όλα τα γνωρίσματα μιας σημερινής αστυνομικής ιστορίας, δολοφονία, έρευνα, διαλεύκανση και μάλιστα από έναν αστυνομικό. Ο επιθεωρητής Μπάκετ, είναι ο πρώτος αστυνομικός επιθεωρητής που παρουσιάζεται σε αγγλικό μυθιστόρημα. Πέρα από την διερεύνηση της δολοφονίας του δικηγόρου, ασχολείται και με άλλες υποθέσεις. Αν και το αρνήθηκε ο Ντίκενς, είχε κυκλοφορήσει η φήμη ότι δημιούργησε τον Μπάκετ χρησιμοποιώντας ως πρότυπο τον Τσάρλς Φρέντερικ Φιλντ, πραγματικό επιθεωρητή της Μητροπολιτικής Αστυνομίας, τον οποίο εκτιμούσε βαθύτατα.
Το ημιτελές μυθιστόρημα
Τέλος το ημιτελές μυθιστόρημα «Το μυστήριο του Έντουιν Ντρουντ» εκλαμβάνεται από πολλούς μελετητές ως αστυνομικό, διότι η εξαφάνιση-φόνος του Ντρουντ βρίσκεται στο επίκεντρο της πλοκής. Η ιστορία στήνεται με βάση τον ανταγωνισμό μεταξύ δύο ανδρών για την αγάπη της Ροζ Μπαντ. Του Νέβιλ Λάντλες, ενός νεαρού μυστηριώδους καταγωγής, και του Τζον Τζάσπερ, θείου του Έντουιν Ντρουντ με διχασμένη προσωπικότητα. Στην επαρχία ζει ως ευυπόληπτος διευθυντής εκκλησιαστικής χορωδίας, ενώ στο Λονδίνο επισκέπτεται το χαμαιτυπείο της Πριγκίπισσας Πάφερ, όπου ενδίδει στο πάθος του. Είναι οπιομανής.
Η Ροζ Μπαντ είναι αρραβωνιασμένη με τον Έντουιν Ντρουντ, σύμφωνα με τη θέληση των πεθαμένων γονιών τους. Διαλύουν, όμως, τον αρραβώνα τους, επειδή δεν αγαπιούνται. Αυτό δεν το μαθαίνουν ο Λάντλες κι ο Τζάσπερ παρά αφού εξαφανιστεί ο Έντουιν Ντρουντ. Πριν από την εξαφάνιση του περιγράφεται ένας βίαιος καυγάς με τον Λάντλες, όπου παρίσταται κι ο Τζάσπερ. Όταν λοιπόν εξαφανίζεται ο Ντρουντ και υπάρχουν υποψίες ότι δολοφονήθηκε, ο Τζόν Τζάσπερ κατηγορεί τον Λάντλες. Ωστόσο, και ο ίδιος μισούσε θανάσιμα τον Ντρουντ θεωρώντας τον αντίζηλο. Μετά την εξαφάνιση του Ντρουντ, εμφανίζονται δύο άγνωστοι. Ο υποπλοίαρχος Ταρτάρ και ο Ντικ Ντάτσερυ. Ο Ταρτάρ είναι φίλος του Λάντλες κι έρχεται να τον βοηθήσει να ξεσκεπάσει τον πραγματικό δολοφόνο. Ο Ντικ Ντάτσερυ, είναι ένας μυστηριώδης άγνωστος ο οποίος δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον για τις κινήσεις του Τζον Τζάσπερ, ανακρίνοντας, λόγου χάρη, την Πριγκίπισσα Πάφερ. Επίσης, δημιουργούνται υποψίες ότι είναι μεταμφιεσμένος.
Ο Ντίκενς έγραψε έξη συνέχειες του μυθιστορήματος και ο προγραμματισμός ήταν για άλλες έξη. Πολλοί προσπάθησαν να το τελειώσουν με τον ένα, ή τον άλλο τρόπο. Ένας πνευματιστής μάλιστα ισχυρίστηκε ότι η λύση που έδωσε υπαγορεύτηκε από το πνεύμα του Ντίκενς. Ο Κόναν Ντόυλ, δημιουργός του Σέρλοκ Χολμς, και ο ίδιος πνευματιστής, επαίνεσε τη λύση του. Η τελευταία απόπειρα λύσης έγινε το 2011 από τον σερ David Madden, πρώην πρέσβη της Μεγάλης Βρετανίας στην Αθήνα. Το 2015, η εφημερίδα Daily Mail σε συνεργασία με το πανεπιστήμιο του Μπάκινχαμ ζήτησε από το κοινό να δώσει τη δική του λύση. Έλαβε 15.000 απαντήσεις. Ως επί το πλείστον θεωρούσαν τον Τζων Τζάσπερ δολοφόνο, πράγμα με το οποίο συμφωνούν οι περισσότεροι μελετητές του Ντίκενς, καθώς και μέλη της οικογένειάς του.
Δεν είναι δυνατό να επιβεβαιωθεί αν «Το Μυστήριο του Έντουιν Ντρουντ» θα εξελισσόταν σε αστυνομικό μυθιστόρημα, αν δηλαδή, η δολοφονία και η διαλεύκανση της θα αποτελούσαν το κύριο θέμα της εξιστόρησης. Ωστόσο, ως το σημείο που έφτασε η αφήγηση, η δολοφονία βρίσκεται στο επίκεντρο της πλοκής, εμφανίζονται ερευνητές, διεξάγεται έρευνα και το πιθανότερο είναι ότι θα επακολουθούσε η διαλεύκανση. Επίσης η έρευνα έχει στοιχεία αναδρομικότητας. Με άλλα λόγια, μ' αυτό το μυθιστόρημα κορυφώνεται η απεικόνιση της εξέλιξης της αφήγησης, έστω και σχηματικά, από το μυστήριο στο αστυνομικό, όπως διακρίνεται στα μυθιστορήματα του Ντίκενς.
Ωστόσο, θα ήταν λάθος να θεωρηθεί ο Ντίκενς συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων. Δεν είναι. Όπως δεν είναι συγγραφέας ιστοριών αγωνίας, τρόμου, ρεαλιστικών κοινωνικών, διδακτικών, διασκεδαστικών, ιστορικών. Είναι όλα αυτά μαζί και κάτι περισσότερο. Συνέθεσε την εικόνα του Λονδίνου του 19ου αιώνα, στην εποχή του και για τις επόμενες γενιές.
Διηγήματα αστυνομικής υφής
Ο Κάρολος Ντίκενς έγραψε και ιστορίες με αστυνομική υφή, μάλιστα μια απ' αυτές είναι χριστουγεννιάτικη, συγκεκριμένα: «A House to Let» με τους Wilkie Collins, Εlisabeth Gaskell και Adelaide Anne Procter, συνεργάτες του περιοδικού Houshold Words του οποίου είχε την επιμέλεια. Ωστόσο, η γνωστότερη είναι η «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία» («A Christmas Carol»). Μια αφήγηση με φαντάσματα τα οποία τη νύχτα των Χριστουγέννων στοιχειώνουν τον άπονο, γέρο τσιγκούνη, Εμπενέζερ Σκρουτζ με αποτέλεσμα, μετά την επίσκεψή τους, να γίνει συμπονετικός και γενναιόδωρος. Η νουβέλα, από την ημέρα που κυκλοφόρησε, 19 Δεκεμβρίου 1843, δεν σταμάτησε ποτέ να εκδίδεται σε διάφορες παραλλαγές. Έγινε ταινίες, μιούζικαλ, κόμικ, ταινία κινουμένων σχεδίων για μικρούς και μεγάλους. Καθιέρωσε την έκδοση χριστουγεννιάτικων βιβλίων και επηρέασε τη δυτική αντίληψη των Χριστουγέννων. Έστησε ένα ευρωπαϊκό, παγανιστικό και χριστιανικό πανηγύρι, όπου το φαγητό, το ποτό και η προσευχή είχαν τη θέση τους δίπλα δίπλα[7].
Οι ήρωες του Ντίκενς είναι καρικατούρες που δεν έχουν το βάθος των ηρώων του Τολστόη, ούτε οι πλοκές του την αρτιότητα της πλοκής των Αθλίων του Ουγκώ. Ωστόσο, ακόμη και μελετητές που στέκονται κριτικά απέναντι του παραδέχονται ότι «είναι μεγάλος συγγραφέας, ακόμη κι αν δεν είναι καλός συγγραφέας»[8]. Ότι είναι ο καλύτερος όλων, έγραφε στα ημερολόγια του ο Ντοστογιέφσκι και διάβαζε και ξαναδιάβαζε τα βιβλία του κλαίγοντας από συγκίνηση. Πάνω απ' όλα, ήταν ο αγαπημένος συγγραφέας όχι μόνο της δικής του εποχής. Είναι από τους ελάχιστους των οποίων τα βιβλία εκδίδονται, διαβάζονται και συγκινούν κοντά 200 χρόνια.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Louis James: «Fiction for the working man 1830-1850», Penguin, 1973.
[2] Stefan Zweig: «Balzack. Dickens, Dostoevsky: Builders of the Spitit», Routledge, 2017.
[3] Martin Priestman: «Introduction: Crime fiction and detective fiction» στο «Crime Fiction», Cambridge 2003.
[4] «Τα Χρονικά του Νιούγκεϊτ» ήταν ένας κατάλογος δημοσίων εκτελέσεων των καταδικασμένων σε απαγχονισμό στις φυλακές Νιούγκειτ στο Λονδίνο. Σύντομα η έκδοση του καταλόγου συνοδεύτηκε από φτηνά φυλλάδια («Penny dreadful» pulp) που περιείχαν βιογραφίες των κακοποιών που εκτελούνταν. Στα μέσα του 18ου αιώνα «Τα χρονικά του Νιούγκεϊτ» εκδίδονταν σε τόμους, ενώ το περιεχόμενο τους εμπλουτίστηκε με κοινωνικά θέματα και περιγραφές σύγχρονων γεγονότων. Η μυθοπλασία της εποχής που βασίστηκε στα χρονικά της φυλακής ονομάστηκε «Newgate Fiction».
[5] Το 1780 έγινε μια αντι-παπική διαδήλωση στο Λονδίνο εξαιτίας ενός διατάγματος που καταργούσε τις διακρίσεις εναντίον των Καθολικών. Σύντομα η διαμαρτυρία μετατράπηκε σε βίαιες ταραχές που συνοδεύτηκαν με εκτεταμένες πυρκαγιές και λεηλασίες.
[6] Phillip Collins: «Dickens and Crime», MacMillan, 1962.
[7] G. K. Chesterton: Charles Dickens, Methuen & CO. LTD., 1946.
[8] ό. π.
Δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση αστυνομικής λογοτεχνίας
«The Crimes and Letters Magazine» (CLM), τχ. 3, Δεκέμβριος 2017, σσ. 12-15