Μυθο-πλάσματα;
του Γιάννη Πανούση
Ονειρεύομαι έναν κόσμο όπου οι συγγραφείς θα ήταν υποχρεωμένοι από το νόμο
να κρατούν κρυφή την ταυτότητά τους και να χρησιμοποιούν ψευδώνυμα.
Μίλαν Κούντερα, Η τέχνη του μυθιστορήματος
Α. Εισαγωγικά
1. Ο έντεχνος γραπτός πεζός λόγος, δημόσια εκφραζόμενος και ιδιαίτερα φροντισμένος από τον συγγραφέα, μπορεί-κατά τους ειδικούς-να ενταχθεί στην υψηλή ή τη χαμηλή λογοτεχνία [με βάση πάντοτε μαχητά κριτήρια].
Μολονότι βρίσκω αντιφατικό ένας συγγραφέας να συμβουλεύει έναν άλλον συγγραφέα για το πως να γράφει «για ν’ ανέβει λογοτεχνική κατηγορία», καθώς μου θυμίζει την περίπτωση ενός αλκοολικού που εξηγεί σ’ έναν άλλον αλκοολικό τα καλά και τα κακά του πιοτού, θεωρώ χρήσιμο τον σχετικό διάλογο.
2. Αν η λογοτεχνία είναι «ο μόνος άγνωστος Θεός», τούτο δεν σημαίνει ότι «όλοι οι πιστοί» έχουν την ίδια άποψη, τόσο για την ουσία, όσο και για το εύρος της λογοτεχνίας, της αστυνομικής συμπεριλαμβανομένης.
3. Αν ως εγκληματολόγος, ο οποίος ασχολείται [οιονεί-ερασιτεχνικά] με την αστυνομική λογοτεχνία [λόγω «πετριάς»;] εκφέρω άποψη, αυτό δεν συνεπάγεται ότι μπορώ να σχεδιάσω το «τέλειο έγκλημα» ή ν’ αξιολογώ την πλοκή, εξέλιξη και κατάληξη ενός αστυνομικού μυθιστορήματος «με μπατσίστικο» τρόπο.
4. Ποιο είναι άραγε το άρωμα της αστυνομικής λογοτεχνίας; αναρωτιώνται πολλοί. Το «κάτι άλλο» που δεν γεννιέται αναγκαστικά από τη ζωή, αλλά από τη φαντασία του συγγραφέα αρκεί για να την εντάσσει στην ενδιαφέρουσα λογοτεχνία; Μήπως δημιουργεί νέους τρόπους ανά-γνωσης, νέα πρότυπα ή ρεύματα μέσα από νέες ταυτότητες ηρώων [δραστών και θυμάτων];
Δεν νομίζω ότι οι νέες προσεγγίσεις και αντιλήψεις [λογοτεχνική αδεία] για το έγκλημα και την εγκληματικότητα καθιστούν κάθε αστυνομικό μυθιστόρημα πρωτότυπο. Δεν είμαι θιασώτης του «νοοχαλαρωτικού διαβάσματος», της «παρασιτικής λογοτεχνίας» ή της ανορθολογικής λογοτεχνίας, η οποία κινείται άναρχα ανάμεσα στο όνειρο και τη φαντασία.
Πιστεύω στην ανάγκη ύπαρξης μίας λογοτεχνίας που δεν θα έχει το Κακό στο επίκεντρό της. Η αστυνομική λογοτεχνία δεν πρέπει να είναι «αναίσχυντη» και να δοξολογεί ιερόσυλα πρόσωπα ή πράγματα ή τη βαρβαρότητα και το αίμα.
Β. Το Κακό
Η λογοτεχνία του Κακού και του Φόβου/Τρόμου δεν συνιστά, κατά την άποψή μου ,κάποια εκδοχή «πολέμου κατά των κακών ανθρώπων», ώστε μέσω μιας υπαρξιακής λύτρωσης και αυθυποβολής, να επανασχεδιάσουν τα όρια και τους κανόνες της συμβίωσης. Δεν πιστεύω ότι μέσω του Κακού «οδεύουμε σε μία εποχή αθωότητας», όσο κι αν ο ταλαντούχος αστυνομικός συγγραφέας επιχειρεί να εντάξει τον Εξορκιστή του σε κάποιου είδους «λειτουργική κάθαρση». Έρωτας, φόβος και θάνατος γίνονται ένα κουβάρι σκοτεινών ψυχικών διεργασιών, με αδιόρατες λογικές επεξεργασίες.
Γ. Ο συγγραφέας
1. Ο κόσμος των θεωριών και ο κόσμος της συγ-γραφής πού και πώς συναντιόνται άραγε με τον πραγματικό κόσμο;
Πολλές φορές το «μέσα» των ηρώων δεν συμπίπτει καθόλου -σε αξιακό επίπεδο- με το «έξω» των κοινών ηθικών παραδοχών, γι’ αυτό και συχνά τα κείμενα κρύβουν «τις αλήθειες» του συγγραφέα μέσα σε αμφισημίες κι αντιφάσεις.
2. Η σχέση του έργου με τον δημιουργό είναι πάντοτε περίπλοκη, δεν απέχει όμως πάρα πολύ των εμπειριών και της προσωπικότητας του συγγραφέα. Το μυθιστόρημα έχει τη «φωνή του συγγραφέα», δεν αντηχεί μόνο «τις φωνές των άλλων», αλλά δεν κινείται ούτε σε κενό χωρόχρονο ή σε μεταφυσικό επίπεδο. Από την άλλη, επειδή η πεζογραφία ιδεών εμπεριέχει περι-γραφές για τ’ ανθρώπινα πάθη, ορισμένοι αναγνώστες περιμένουν από τη λογοτεχνία να «λύσει αδιέξοδα» [ηθικής, κοινωνικής ή και πολιτικής χροιάς], με συνέπεια ν’ απογοητεύονται όταν ο συγγραφέας γίνεται στο τέλος προβλέψιμος, συμβατικά «ντροπαλός» ή και συμβατός με την πραγματικότητα.
Ακόμα και οι ασκήσεις μνήμης του συγγραφέα, με τις οποίες προσπαθεί να ερμηνεύσει το παρόν από τ’ απομεινάρια του παρελθόντος, δεν πείθουν τον ανυπόμονο, για ριζικές λύσεις, αναγνώστη ότι ο συγγραφέας όταν γράφει «κοιτάζει το φακό των αληθειών». Γι’ αυτό πολλοί διατείνονται ότι ο συγγραφέας στέλνει συχνά λαθεμένα μηνύματα, που καταλήγουν σε [ηθελημένες;] παραναγνώσεις.
3. Το μονοδιάστατο αστυνομικό μυθιστόρημα, όπως και οι μονολιθικές [οιονεί-ολοκληρωτικές;] προσεγγίσεις του συγγραφέα, θολώνουν την εικόνα και την αναπαράσταση των δρώντων προσώπων και παγιδεύουν τη δράση τους μέσα σε κλισέ εντυπωσιασμού.
Το μυθιστόρημα συγκροτείται από τη συνάντηση πολλών ζωών, πολλών επιπέδων, πολλών πράξεων και παραλείψεων, πολλών λαθών και πολλών συμβολισμών.
Γι’ αυτό η προσπέλαση στην ουσία του πρέπει να γίνεται ελεύθερα από τον κάθε αναγνώστη, χωρίς αφηρημένες σκέψεις, στερεότυπα, ατέρμονους συλλογισμούς και οι παρεμβάσεις/παρεκβάσεις του συγγραφέα να είναι λελογισμένες.
Η ταύτιση του συγγραφέα ή των αναγνωστών με τους ήρωες [συνήθως «συμπαθείς» εγκληματίες] περιπλέκει τα πράγματα και προσδίδει στην πλοκή άλλο νόημα από την αρχική υπόθεση εργασίας, όπως π.χ μπορεί να καταλήξει να είναι το αστυνομικό ένα αιμοσταγές αφήγημα αντι-ηρώων.
Δ. Η πλοκή
1. Τα τρία στάδια του φόνου [ιδέα-εκτέλεση-αποκάλυψη], που γίνονται τέσσερα με τη δίκη/τιμωρία, οι αλληλοδιαδοχικές και συχνά αλληλοσυγκρουόμενες εκδοχές, επιτρέπουν τις παράπλευρες/παράταιρες ερμηνείες και την πρόσκαιρη αληθοφάνεια ενοχής κι αθωότητας. Καθώς τα πάντα γυρνάνε γύρω από «κρυμμένα μυστικά», μέσα στο πλαίσιο μιας «σάπιας κοινωνίας» ή μιας «απειλητικής πόλης», τα προσωπικά τραύματα και βιώματα των πρωταγωνιστών φωτίζονται από πολλές οπτικές γωνίες.
Ο δια-χωρισμός των τόπων και των ανθρώπων με βάση την «επικινδυνότητά τους» δημιουργεί την περιθωριακότητα και τον περιθωριακό τύπο, που ναι μεν γοητεύουν τον προβληματισμένο αναγνώστη, αλλά που σίγουρα δεν εξ-υπηρετούν κάποια ρομαντική άποψη της ζωής.
2. Ο αποτυχών επιπολιτισμός των ξένων [acculturation] και οι χαμένες ταυτότητές τους, που συχνά τους οδηγούν σε εγκλήματα επιβίωσης, μπορεί να συνεισφέρουν σε μία σύγχρονη ψυχογραφία της μεγαλούπολης, όμως δεν είναι εύκολο για τον αστυνομικό συγγραφέα [ούτε για τον εγκληματολόγο] να εντοπίσει τον άνθρωπο μέσα από τον εγκληματία. Όσο κι αν η αστυνομική λογοτεχνία συνδέεται με την ψυχανάλυση, δεν ενδιαφέρει τόσο τον αναγνώστη η περι-γραφή μιας ατομικής απο-κτήνωσης, όσο η κοινωνική, αξιακή κατάσταση και πραγματικότητα και η ορθή σκιαγράφηση κι απεικόνισή της.
Ακόμα κι αν [υπερ]τονίζονται ο ρόλος της τύχης [κι ατυχίας], η υπέρβαση των ορίων της ελευθερίας της βούλησης δεν πρέπει να νομιμοποιεί τη [μυθιστορηματική] βία, για να μη γίνει η αφήγηση μία «επαναληπτική καραμπίνα που πυροβολεί με ριπές».
Ε. Επίλογος
1. Επειδή δεν είμαι της άποψης ότι «όλα έχουν ένα [κρυμμένο;] νόημα» κι επειδή πιστεύω ότι «ο μίτος της Αριάδνης μπορεί να καταστεί Αριάδνη χωρίς μίτο», ισχυρίζομαι ότι το αστυνομικό μυθιστόρημα πρέπει να έχει ως όριο τα παιχνίδια της Μοίρας, όπως αυτά βιώνονται από τους ανθρώπους στην ακραία περίπτωση του εγκλήματος.
Μπορεί η Τέχνη να μην αντανακλά την ωμή πραγματικότητα σαν ένας σπασμένος καθρέφτης, αλλά σαν φακός να μεγεθύνει τις αιτίες του Κακού, δεν πρέπει όμως να δοξολογεί τις κακές πράξεις των [κακών;] ανθρώπων, να διατυπώνει grand theories ή να καλλιεργεί ψευδαισθήσεις.
2. Ούτε το cosy mystery [βελούδινο αστυνομικό], ούτε οι σουρεαλιστικοί μύθοι με υπερήρωες και άγιους-αμαρτωλούς θα συγ-κινούν εσαεί το αναγνωστικό κοινό. Ακόμα κι αν ο ίδιος ο συγγραφέας έχει διαπράξει το έγκλημα που αφηγείται, ακόμα κι αν η κινηματογραφική απόδοση ενός μυθιστορήματος προβάλλει πολύ αίμα, το κλειδί στην αστυνομική λογοτεχνία δεν είναι το έγκλημα καθ’ εαυτό, αλλά η περι-γραφή του βάθους των πραγμάτων, του πάθους των ανθρώπων και του λάθους της διαχείρισης των κρίσιμων καταστάσεων.
3. Η άσκηση γραφής πρέπει να συνοδεύεται από το λεκτικό ήθος ενός συγγραφέα που έχει συνειδητοποιήσει ότι δεν είναι ούτε προφήτης, ούτε φιλόσοφος, ούτε πολιτικός, ούτε ιστορικός. Αν μπορεί να μελετήσει μέσα από το αστυνομικό την ανθρώπινη ύπαρξη, χωρίς δημοσιογραφικές φιοριτούρες και χωρίς να αναδεικνύεται σε κριτή των πάντων, τότε -και μόνον τότε- η αινιγματική δύναμη της αστυνομικής λογοτεχνίας θα αφήσει πίσω της τα φαντασιοπληκτρογραφήματα και τις απομιμήσεις/προσομοιώσεις ζωής και θα εισέλθει στη νέα εποχή με ανοιχτά τα φτερά.
ΥΓ1. Η μεταμυθοπλασία, ως μυθοπλασία των μυθοπλασιών, δεν μπορεί ν’ αντιμάχεται τη «λογοτεχνία του πραγματικού» ή την τεκμηριωτική μυθοπλασία, επιχειρώντας ένα άτεχνο κολλάζ κάθε λόγου, τέχνης κι επιστήμης, γιατί έτσι παγιδεύει τον συγγραφέα σε παιχνίδι εντυπώσεων και φαντασιώσεων κι όχι γλωσσικού ύφους και ήθους, χωρίς ναρκισσισμούς και ακροβατισμούς.
ΥΓ2. Η μυθοπλασία δεν είναι από μόνη της ένα λογοτεχνικό επίτευγμα αν δεν συνοδεύεται και από ουσία, ιδίως ως προς την απόδοση της πραγματικότητας. Οι ακρότητες της φρίκης και του εγκλήματος δεν συνιστούν από μόνες τους αυτονομιμοποίηση της μυθοπλαστικής αξίας του έργου, όταν το μοτίβο είναι συχνά ένας κόσμος χωρίς αξίες, όπου τα τέρατα επικρατούν, μέσω μιας μορφής οιονεί-λογοτεχνικής βαρβαρότητας.
Ο παράγων Χ της εγκληματογένεσης οξύνεται και μεγεθύνεται, κάτι σαν βιοπολιτικοκοινωνική τυραννία, η οποία όμως δεν είναι ικανή να θεμελιώσει πειστική εκδοχή.
ΥΓ3. Το έχω ξαναγράψει. Δεν είναι αναγκαίο ο συγγραφέας να πηγαίνει «με ή κόντρα στον καιρό του», ούτε να γίνεται ρεπόρτερ ή να δηλώνει ότι κατέχει την έκτη διαίσθηση. Η ισορροπία ανάμεσα στο ρεαλισμό και την αλληγορία, ακόμα κι αν ο συγγραφέας θέλει να παίζει το ρόλο του «σκιώδους» ήρωα, είναι το μέγα ζητούμενο που κάνει ένα μυθιστόρημα σημαντικό.
ΥΓ4. «Μόνο μία άκρη της αλήθειας να σηκώσω / Να ρίξω λίγο φως στην πλαστογραφημένη μας ζωή / Όσο μπορώ κι όσο κρατήσω» [Τίτος Πατρίκιος, Όσο μπορώ κι όσο κρατήσω].
Το κείμενο βασίζεται
-στο θεωρητικό επίπεδο στα βιβλία
Κώστα Καβανόζη, Μεταξύ μυθοπλασίας και πραγματικότητας, Πατάκης 2022
Μίλαν Κούντερα, Η τέχνη του μυθιστορήματος, μτφ. Γ. Η. Χάρης, Εστία 2023
Γιάννη Πανούση, Το δίκαιο και το άδικο, οι αθώοι και οι ένοχοι, το Καλό και το Κακό στην αστυνομική μυθοπλασία, Παπαζήσης 2021
-στις δημοσιογραφικές παρουσιάσεις ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΩΝ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΩΝ
των Φ. Φιλίππου, Γρ. Αζαριάδη, Δ. Δουλγερίδη, Γρ. Μπέκου, Λ. Κουζέλη και άλλων [σε Βήμα Κυριακής, Καθημερινή Κυριακής, ΕφΣυν-νησίδες, Νέα-Βιβλιοδρόμιο κ.λπ.]
-στα σχόλια σε ηλεκτρονικές ιστοσελίδες [μ.ά. oanagnostis, fractalart, neoplanodion, bookpress και στο «πολάρ»]
-σε απόψεις για ειδικά θέματα Δ. Παναγιωτάτου, Κ. Γεωργουσόπουλου, Βαγγ. Χατζηβασιλείου, Γ. Μπασκόζου, Γ. Ράγκου κ.λπ.
-σε συνεντεύξεις [Τζο Ντέσμπο, Αντρ. Καμιλέρι, Π. Μάρκαρη κ.λπ.]
-σε διηγήματα των μελών της ΕΛΣΑΛ [Β. Δανέλλη, Α. Δάρδα, Χ. Σπυροπούλου, Κ. Καλφόπουλου κ.λπ.]
* Όσοι ενδιαφέρονται για τις ακριβείς υποσημειώσεις-παραπομπές, αυτές βρίσκονται στη διάθεση του γράφοντα.