Η σημασία της έρευνας στην αστυνομική λογοτεχνία
του Γρηγόρη Αζαριάδη
Ένα από τα σημαντικότερα σημεία στην συγγραφή ενός αστυνομικού μυθιστορήματος αποτελεί η έρευνα, που διεξάγει κάθε σοβαρός και υπεύθυνος συγγραφέας, τουτέστιν κάθε συγγραφέας που σέβεται το έργο του και τους αναγνώστες του. Και γιά να ακριβολογήσουμε, η έρευνα προηγείται της έναρξης της συγγραφικής δραστηριότητας. Συγκεκριμένα, ο συγγραφέας συλλαμβάνει την κεντρική ιδέα, την επεξεργάζεται στον υπολογιστή του εγκεφάλου του και αρχίζει να σχηματίζει τον σκελετό της πλοκής. Πριν ακόμη καθίσει μπροστά στο λευκό χαρτί ή στον υπολογιστή του γραφείου του, ασχολείται με το θέμα της έρευνας.
Μιάς και μιλάμε γιά αστυνομικά μυθιστορήματα, θα πρέπει να ξεκινήσουμε από το θέμα των αστυνομικών διαδικασιών. Ο συγγραφέας πρέπει να έρθει σε επαφή με στελέχη της Αστυνομίας και να πληροφορηθεί κάθε στοιχείο, που αφορά στις διαδικασίες της έρευνας. Πως διεξάγεται μιά έρευνα, πως ανατίθενται τα καθήκοντα στα μέλη της ομάδας, που αναλαμβάνει την υπόθεση και ποιά είναι τα όρια που κινούνται. Πως συγκεντρώνονται τα στοιχεία και πως αξιολογούνται. Πως διεξάγονται οι συσκέψεις των αστυνομικών και τι συζητούν. Ακόμη περισσότερο πως προσάγονται οι μάρτυρες, πως ανακρίνονται οι ύποπτοι, ακόμη και πως λειτουργούν/συμπεριφέρονται και μιλούν οι αστυνομικοί στις καθημερινές δραστηριότητες τους. Ιδιαίτερα, όταν πρόκειται ο συγγραφέας να περιγράψει την σκηνή του εγκλήματος θα πρέπει να είναι εξαιρετικά προσεκτικός. Η θέση του πτώματος, η διασπορά του αίματος, τα ίχνη που αναζητούν οι αστυνομικοί και οι τεχνικοί (Τμήμα Εξερευνήσεων, Τμήμα Βιολογικών Υλικών, Βαλλιστική κλπ...) Όλα αυτά απαιτούν λεπτομερή ενημέρωση από τους ειδικούς ώστε να αναπαρασταθούν με ρεαλιστικό τρόπο. Σαν μιά αντιγραφή του «αστυνομικού ματιού» που αναπλάθει την σκηνή, καταγράφοντας κάθε μικρή λεπτομέρεια. Με αυτό τον τρόπο αποφεύγονται τρανταχτές ανακρίβειες του τύπου «βρέθηκαν κάλυκες από περίστροφο», δεδομένου ότι το περίστροφο κρατάει τους κάλυκες μέσα του...
Σημαντικό σημείο έρευνας του συγγραφέα αποτελεί η σκιαγράφηση του προφίλ του δολοφόνου. Ιδιαίτερα στην αιτιολόγηση των ψυχολογικών κινήτρων και στον προσδιορισμό των λόγων που κρύβονται πίσω από τις ενέργειες του, απαιτείται μιά σειρά συζητήσεων με ψυχολόγους, που μπορούν να διερευνήσουν τον ψυχισμό και την προσωπικότητα των ανθρώπων, που μπορεί να επιδείξουν οποιαδήποτε παραβατική συμπεριφορά, «κάτω από την επιφάνεια». Ο συγγραφέας πρέπει να χτίσει μεθοδικά το προφίλ ενός δολοφόνου με τρόπο που οι αναγνώστες να θεωρήσουν πειστικά τα κίνητρα και τον τρόπο που λειτουργούν.
Πιό συγκεκριμένα, όπως δείχνουν οι σχετικές πολυετείς και διεξοδικές έρευνες, η πλειονότητα των serial killers έχουν περάσει καθοριστικές φάσεις στην ζωή τους... Ενούρηση, βασανισμός ζώων, πυρομανία... Έχουν ιστορικό κακοποίησης κατά την παιδική ηλικία. Έχουν βιώσει την απόρριψη από το οικογενειακό περβάλλον, την εργασία, στις περισσότερες φορές και από το άλλο φύλο. Και η συμπεριφορά των περισσοτέρων ακολουθεί ένα ιδιαίτερο μοντέλο. Κατ’αρχήν το επαναλαμβανόμενο μοτίβο των δολοφονιών τους (modus operandi). Ακόμη κι αν εξελίσσεται, το μοτίβο μπορεί να επιβεβαιωθεί. Η συγκέντρωση τροπαίων (trophies) από τα θύματα. Η έντονη επιθυμία τους να «διαφημίσουν» το έργο τους στα ΜΜΕ. και να επιλέξουν ως «αντίπαλο» τον ικανότερο αστυνομικό και να τον προκαλούν, αφήνοντας μικρά στοιχεία, που μπορεί να οδηγήσουν μέχρι την σύλληψη τους. Πιθανόν, γιατί κατά βάθος αναζητούν κάποιον να τον λυτρώσει από το τέρας, που κρύβυν μέσα τους. Επίσης, διακινδυνεύουν παρακολουθώντας μέρος της έρευνας γιά τις δολοφονίες.
Όλα αυτά αναφέρονται από τους μυθικούς Ρέσσλερ και Ντάγκλας μέχρι τους σύγχρονους profilers και αποτελούν αναγκαία στοιχεία, που θα πρέπει ο συγγραφέας να ενσωματώσει στον ζωγραφικό πίνακα του πορτραίτου του δολοφόνου. Και μιάς και στην χώρα μας υπάρχουν ελάχιστοι profilers και δύσκολα προσβάσιμοι, θα πρέπει να γίνει διεξοδική μελέτη των θεωρητικών κειμένων των μεγάλων ερευνητών. Εδώ μπορεί βέβαια να βοηθήσουν και οι πεπειραμένοι ψυχολόγοι, που έχουν σχετική εμπειρία από ψυχολογικές αξιολογήσεις εγκληματιών στην χώρα μας. Όπως μπορούν να βοηθήσουν και στην σκιαγράφηση των «καλών». Των αστυνομικών που επιδιώκουν την σύλληψη του δολοφόνου και πρέπει αντίστοιχα να περιγραφούν με ρεαλιστικό τρόπο.
Δεν είναι καθόλου ρεαλιστική η εικόνα αστυνομικών, που έχουν καταναλώσει μεγάλη ποσότητα αλκοόλ, στην σκηνή του εγκλήματος. Ούτε καν η εμφάνιση τους με βρώμικα, απεριποίητα ρούχα. Δύο Σκανδιναβοί αστυνομικοί συγγραφείς, ο Σουηδός Leiff G.W. Persson κι ο Νορβηγός Jorn Lier Horst, με πολυετή αστυνομική εμπειρία αμφότεροι στις χώρες τους και μάλιστα ο Persson ακόμη και σήμερα θεωρείται κορυφαίος εγκληματολόγος στην χώρα του, είναι κατηγορηματικοί, υποστηρίζοντας ότι ποτέ δεν θυμούνται να έχουν συναντήσει σε παρόμοιες περιπτώσεις αστυνομικούς μισομεθυσμένους, ούτε καν αξύριστους. Αντίθετα, όλοι είχαν μιά απόλυτα αξιοπρεπή εμφάνιση οπιαδήποτε στιγμή του συμβάντος, μέρα ή βαθιά νύχτα.
Στην ρεαλιστική αναπαράσταση της σκηνής μιάς δολοφονίας, πολύ χρήσιμες είναι και οι πληροφορίες, που ο συγγραφέας μπορεί να αντλήσει από συζητήσεις με ιατροδικαστές. Η μεγάλη εμπειρία τους μπορεί να χαρακτηριστεί πολύτιμη σε πολλές περιπτώσεις, δεδομένου ότι ξεφεύγουν από τα στενά όρια του τύπου «πότε επήλθε ο θάνατος» ή «το όπλο που προκάλεσε τον θάνατο ήταν ένα αμβλύ όργανο» κλπ. και αποτελούν πλέον αναπόσπαστο και λίαν σημαντικό μέλος της ομάδας ερευνών των αστυνομικών. Οι ιατροδικαστές βοηθούν σημαντικά στην διαμόρφωση του λεγόμενου «γενικευμένου μοτίβου», το οποίο υπερβαίνει τα στενά όρια του κλασικού modus operandi και εμπλουτίζεται με περισσότερα και γενικότερα στοιχεία, που αναφέρονται στις ιδιαίτερες συνθήκες την στιγμή του εγκλήματος.
Έτερον σημείο μεγάλου ενδιαφέροντος αποτελεί η συμβουλευτική επίδραση εγκληματολόγων, αλλά και ποινικολόγων. Οι εγκληματολόγοι θα βοηθήσουν τον συγγραφέα να αντλήσει πολύτιμες πληροφορίες γιά την κοινωνική πλευρά των παραβατικών πράξεων και τον τρόπο, που προσπαθούμε να αναλύσουμε και να κατανοήσουμε τα αίτια και τις κοινωνικές συνέπειες. Από την πλευρά τους, οι ποινικολόγοι θα εμπλουτίσουν την σκέψη του με αποκαλυπτικά case studies του παρελθόντος και θα τον βοηθήσουν να ακολουθήσει ρεαλιστικά τα απαραίτητα νομικά βήματα γιά την εξέλιξη μιάς υπόθεσης. Στο σημείο αυτό, θα μπορούν να αποφευχθούν υπερβολές στον τρόπο σύλληψης κάποιου υπόπτου, καθώς θα πρέπει να τηρηθούν οι σχετικές νόμιμες διαδικασίες. Γιά παράδειγμα, πρακτικές τύπου Ράμπο με βίαιες προσαγωγές υπόπτων, ή παράνομες έρευνες χωρίς την έκδοση σχετικού εντάλματος ή κράτηση πέραν συγκεκριμένου χρονικού ορίου και ανάκριση «υπόπτου», όσο κι αν μπορεί κάποια στιγμή να συμβούν στην πραγματικότητα δεν παύουν να αποτελούν «μη νόμιμες» ενέργειες.
Τέλος, σε οποιαδήποτε περίπτωση δευτερεύουσας ή παράλληλης ιστορίας στην βασική πλοκή του αστυνομικού μυθιστορήματος, η προσφυγή στην συμβουλή ανθρώπων με εξειδικευμένες γνώσεις μόνο θετικά αποτελέσματα μπορεί να έχει. Όταν π.χ, ο συγγραφέας αναφέρεται σε άτομα που έχουν εργαστεί σε ανθρωπιστικές οργανώσεις, καλό θα ήταν να μιλήσει με κάποιους, που έχουν εργαστεί σε παρόμοιες οργανώσεις. Ή αν περιγράφεται ένα κύκλωμα σατανιστών, καλό θα ήταν να έχει πάρει σχετικές πληροφορίες από ανθρώπους με σχετική εμπειρία. Εδώ να αναφερθεί ότι ακόμη και η Αστυνομία σε πρόσφατη δολοφονία με υποψίες περί σατανιστών, προσέφυγε στην βοήθεια κύκλων της Εκκλησίας με γνώσεις περί σατανισμού.
Θα πρέπει βέβαια να λάβουμε υπόψη και τον καθοριστικό παράγοντα στην συγγραφή ενός αστυνομικού μυθιστορήματος και δεν είναι άλλος από την μυθοπλασία. Ο συγγραφέας, πέραν της οπιασδήποτε έρευνας που διεξάγει και των πληροφοριών που συγκεντρώνει, είναι τελικά ο απόλυτος άρχων του μυθιστορήματος που ο ίδιος γράφει. Αυτονόητον, αλλά χρειάζεται να τονιστεί. Ο βαθμός χρησιμοποίησης όλων των προαναφερόμενων «στοιχείων ρεαλιστικότητας» επαφίεται στην συγγραφική πέννα, μάλλον καλύτερα στο προσωπικό του λαπ τοπ! Αν ο συγγραφέας έχει δημιουργήσει ένα δικό του σύμπαν, όπου «δικαιολογούνται» ιπτάμενοι ντετέκτιβς ή ακόμη και ιπτάμενα πτώματα διατηρεί το δικαίωμα να τα συμπεριλάβει στο έργο του, όσο κι αν αυτό πόρρω απέχει της κανονικής πραγματικότητας.
Θυμάμαι όταν έγραψα τα δύο πρώτα μυθιστορήματα μου, μίλησα με κάποιο στέλεχος του Τμήματος Εγκλημάτων κατά Ζωής. Η πρώτη του παρατήρηση ήταν «όλα ωραία και καλά, αλλά στο κτίριο της ΓΑΔΑ απαγορεύεται το κάπνισμα... κι οι δικοί σας ήρωες το έχουν κάνει ντουμάνι!» Όταν τον ευχαρίστησα και του είπα ότι θα αφαιρέσω τις σκηνές όπου οι ήρωες καπνίζουν, μου απάντησε «ναι, αλλά έτσι θα καταστρέψετε την μαγεία της ατμόσφαιρας του βιβλίου», κατάλαβα τι εννοούσε ο συμπαθής αστυνομικός φίλος. Η εντατική έρευνα και η συνεχής εναγώνια αναζήτηση της ρεαλιστικής αναπαράστασης των γεγονότων πρέπει να αποτελεί σίγουρα την βάση γιά την συγγραφή ενός πειστικού αστυνομικού μυθιστορήματος, αλλά ταυτόχρονα να βρίσκεται σε αρμονική ισορροπία με το συγγραφικό ταλέντο της μυθοπλασίας. Κάτι τέτοιο άλλωστε μου έχουν δηλώσει σαφώς σε προσωπικές συζητήσεις και συνεντεύξεις δύο από τους κορυφαίους Σκανιναβούς αστυνομικούς συγγραφείς της εποχής μας. Ο Jo Nesbo και ο Arne Dahl υποστηρίζουν ότι συγκεντρώνουν όλες τις πληροφορίες από την έρευνα και τις συζητήσεις με τους ειδικούς, αλλά σε τελική ανάλυση αποφασίζουν οι ίδιοι σε ποιό βαθμό θα τις ενσωματώσουν στην πλοκή των μυθιστορημάτων τους.
Δημοσιεύτηκε στο ένθετο «Βιβλιοδρόμιο» της εφημερίδας «Τα Νέα Σαββατοκύριακο»,
19-20 Οκτωβρίου 2019
Tags: Γρηγόρης Αζαριάδης