Keigo Higashino: "Η αφοσίωση του υπόπτου Χ”
Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΚΛΕΙΔΑΡΙΘΜΟΣ (2012), σε μετάφραση Αντώνη Καλοκύρη
Τι ενδιαφέρον παρουσιάζει ο αστυνομικός μύθος, όταν ο δράστης αποκαλύπτεται -ανεπιφύλακτα, έως ανερυθρίαστα- από τις πρώτες, κιόλας, σελίδες; Και -σε όρους “σασπένς”- πόσο αποδεκτό είναι, αυτό που ο παραδοσιακός αναγνώστης του “αστυνομικού” ονομάζει “κορύφωση” ή “κάθαρση”, να μην συναρτάται με τη σύλληψη ή την αυτοκτονία ή, έστω, με την à la Highsmith ατιμωρησία του ενόχου, αλλά με την εθελούσια, έως “εθελοντική”, ομολογία του;
Ο Γιαπωνέζος Keigo Higashino [1] συγγραφικό αστέρι στην πατρίδα του, ανατρέπει τον καθιερωμένο αστυνομικό ειρμό, μετακυλίοντας το ερώτημα, από το παραδοσιακό whodunit ή το whydidit ή, έστω, το howdidit, αναδεικνύοντας έτσι το πρότυπο των πανάρχαιων κινεζικών “αστυνομικών” ιστοριών, όπου δράστης και φόνος είναι γνωστοί εξ αρχής και ο αναγνώστης εγκαταλείπεται στην πρόκληση των αλλεπάλληλων μαιάνδρων της γραφειοκρατίας και των αναρίθμητων προσώπων, που θα οδηγήσουν στην απόδειξη της ενοχής [2].
Με τη διαφορά ότι, στην “Αφοσίωση του υπόπτου Χ”, ο Higashino στριμώχνει εαυτόν ακόμη περισσότερο, υποκαθιστώντας τους πιο πάνω μαιάνδρους, με αυτούς επάλληλων παιχνιδιών του μυαλού [3]. Όχι, βέβαια, του οποιουδήποτε μυαλού! Αλλά, αυτών του “Βούδα” Τετσούγια Ισιγκάμι (ο “Ύποπτος Χ”) και του “Ντετέκτιβ Γαλιλαίο” Μαναμπού Γιουκάβα [4]. Και όπου οι δύο ιδιοφυείς, ιδιοφυΐα μαθηματική, ο πρώτος, ιδιοφυής φυσικός, ο δεύτερος, θα αποδυθούν σε μία μονομαχία όπου τα χτυπήματα των σπαθιών θα ακούγονται σε ημιτόνια και ο θρίαμβος θα εκφυλίζεται σε μάσκα οδύνης.
Εάν δεν ήταν εξαιρετικά επιτυχημένος γραφιάς, ο Higashino θα πρωταγωνιστούσε στη διεθνή σκακιστική αρένα. Οι χαρακτήρες του, σχεδόν όλοι μεγάλα τεμάχια και ελάχιστα πιόνια, αμύνονται ή επιτίθενται δαιμονικά, με τη “Μαύρη Βασίλισσα” Ισιγκάμι και τη “Λευκή Βασίλισσα” Γιουκάβα να προεξάρχουν στη μάχη. Όπου Μαύρος Βασιλιάς, η Αφοσίωση και Λευκός Βασιλιάς, η Φιλία. Και φαντασθείτε μία μάχη sotto voce, σε έκτο υποθετικό λόγο. Και με μία κρίσιμη απόκλιση από τους σκακιστικούς κανόνες· όπου εκεί, τουλάχιστον, έχουμε έναν νικητή, ενώ, στην εκδοχή Higashino, μόνο χαμένους…
“Η αφοσίωση του υπόπτου Χ” παρουσιάζει ενδιαφέρον και από την άποψη της κατηγοριοποίησης. Με εξαίρεση την εμπλοκή του στοιχείου “κινητό τηλέφωνο”, το βιβλίο θα μπορούσε να είχε γραφεί από τον όποιο αστυνομικό συγγραφέα, να εκτυλίσσεται στην όποια πόλη, την όποια εποχή, εντασσόμενο στην όποια “σχολή” αστυνομικής γραφής. Ο Χολμς θα μπορούσε άνετα να μπει στα παπούτσια του Γιουκάβα, το ίδιο και ο Πουαρό ή ακόμα και ο Μαιγκρέ. Αλλά και η υπόθεση και οι λιγοστές, αλλά εξαιρετικά έντονες σκηνές βίας, θα μπορούσαν, εξ ίσου άνετα, να κατηγοριοποιήσουν το βιβλίο στα hardboiled. Έχουμε, εδώ, μία διαχρονική “αστυνομική” γραφή-απόδειξη ότι η ποιοτική γραφή δεν επείγεται για την όποια καταχώρηση.
Και μία παρατήρηση, πριν ξεκινήσουμε τον περίπλου του “Υπόπτου Χ”:
Το βιβλίο δεν είναι “εύκολο”. Η επικοινωνία των δύο πρωταγωνιστών είναι σε ήχο πλάγιο. Αυτό που, για τον οποιονδήποτε, συνιστά μία καθημερινή κουβέντα, στα αυτιά του ιδιοφυούς μαθηματικού και του εξ ίσου χαρισματικού φυσικού μπορεί να πάρει διαστάσεις επικίνδυνου υπονοούμενου ή και απειλής. Χωρίς να εμπλέκονται οι υπερβολικά πολλοί χαρακτήρες ή τα αναρίθμητα flashback, που θα έκαναν το βιβλίο δυσανάγνωστο, ο Higashino απαιτεί την αδιάκοπη συνέργεια του αναγνώστη, σε όρους προσοχής και συγκέντρωσης. Σε σημείο που θα πρότεινα στον αναγνώστη και μία δεύτερη ανάγνωση, προκειμένου να εισπράξει το όλο του αρώματος αυτού του βιβλίου.
“Η αφοσίωση του υπόπτου Χ” λοιπόν και μια ιστορία που εκτυλίσσεται σε ένα περιβάλλον-ορισμό του απρόσωπου, μόλις έξω από το Τόκιο. Λαϊκό προάστιο, μικροαστικές πολυκατοικίες, ένας ετοιμόρροπος οικισμός αστέγων πλάι στο ποτάμι, ένα σχολείο μαθητών υπό αίρεση, η γέφυρα που οδηγεί από το σπίτι του Ισιγκάμι-ήρωά μας στο σχολείο (είναι ο καθηγητής των μαθηματικών) και στο Μπέντεν-τέι, το συνοικιακό take-away, όπου εργάζεται η Γιασούκο Χαναόκα-ηρωίδα μας, παλιά συνοδός σε κλαμπ ανδρών, στο Τόκιο.
Εποχή: Θα μπορούσε να είναι σήμερα.
Φωτογραφικά: Θα ταίριαζε το ασπρόμαυρο.
Περίεργος τύπος, αυτός ο Ισιγκάμι. Ασφαλώς και πρόκειται για μαθηματική ιδιοφυΐα. Πριν τριάντα τόσα χρόνια, οι συμφοιτητές του στο Αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο του Τόκιο, τον αποκαλούσαν ο “Βούδας”, αυτόν για τον οποίο οι καθηγητές του έλεγαν ότι “…είναι ο τύπος του φοιτητή που εμφανίζεται μία φορά κάθε πενήντα ή εκατό χρόνια” (σελ. 85).
Ο Ισιγκάμι κινείται στα σκέλη του τριγώνου λύκειο/Μπεντέν-τέι/δωμάτιό του. Κυρίως στο τρίτο σκέλος. Όπου αναπνέει ανάμεσα σε στοίβες μαθηματικών συγγραμμάτων και προσωπικών του σημειώσεων, σχετικών με προβλήματα που θα ευχόταν να ζήσει εκατό χρόνια, για να προλάβει να τα λύσει.
Έως ότου εισβάλουν στη ζωή του η Γιασούκο και η κόρη της, Μισάτο, νεόφερτοι και όμοροι γείτονες στο φτωχικό του. Σωτήρια εισβολή. Ο Ισιγκάμι τους οφείλει τη ζωή του, αφού εμφανίστηκαν τη στιγμή που -θανάσιμα απογοητευμένος από το συμπέρασμα ότι “…η ζωή του είχε χάσει το νόημά της, αφού δεν μπορούσε να προχωρήσει σε αυτό το (μαθηματικό) μονοπάτι” (σελ. 332)- ήταν έτοιμος να αυτοκτονήσει.
Και “Πόσο όμορφα είναι τα μάτια τους” (σελ. 333). Άρκεσε…
Η γλυκιά Γιασούκο. Και ΤΟ πρόβλημα: Σιντζί Τογκάσι. Τέως σύζυγος και από ιδρύσεως ρεμάλι. Αν επιδεικνύει μία συνέπεια σε κάτι, αυτό είναι η συστηματική χρηματική αφαίμαξη της Γιασούκο. Θα παρουσιάζεται στον εκάστοτε επαγγελματικό της χώρο και στις αλλεπάλληλες καινούριες διευθύνσεις της, ενοχλώντας την και απειλώντας την κλιμάκωση προς τη Μισάτο. Δεν πάει άλλο. Όταν ο Τογκάσι ανακαλύψει τη νέα διεύθυνση των γυναικών, για τη νιοστή επανάληψη του εκβιασμού του, η Μισάτο, πρώτη, θα επιτεθεί. Για να ακολουθήσει η Γιασούκο, με “το ηλεκτρικό καλώδιο που ξεπρόβαλλε σαν φίδι κάτω από το κοτάτσου [5]…” (σελ. 27). Και ο στραγγαλισμός.
Η μητέρα και η κόρη, δολοφόνοι. Και ο πανικός.
«Άκουσα φασαρία. Συνέβη κάτι;». Ο όμορος γείτονας Ισιγκάμι έτοιμος να υποχρεώσει. Ασυνάρτητες εξηγήσεις. «Κατάλαβα. Τέλος πάντων, αν χρειασθείτε τη βοήθειά μου, είμαι στη διάθεσή σας.» (σελ. 31).
Θα τη χρειαστούν.
“«Πρέπει να τις προστατέψω», σκέφτηκε ο Ισιγκάμι. Δεν υπήρχε περίπτωση να ξαναβρεθεί στη ζωή του πιο κοντά σε μια τόσο όμορφη γυναίκα” (σελ. 45). Απέναντι σε μία Γιασούκο, τρελή από την αγωνία, ο Ισιγκάμι θα επικαλεσθεί το απόλυτο credoτου: “«Η λογική θα μας βοηθήσει να τα ξεπεράσουμε όλα.»” (σελ. 48). Και το κουβάρι της ιστορίας θα αρχίσει να ξετυλίγεται, εδώ.
«Αν αυτό το αποκαλείς “λογική”, θα χαρώ ιδιαίτερα να αναλύσω κάποια στιγμή την εγκεφαλική σου λειτουργία.» (σελ. 49). Είναι η κάρτα εισαγωγής στην υπόθεση του Μαναμπού Γιουκάβα, με την ευκαιρία μιας παρτίδας σκάκι με τον φίλο του αστυνόμο Κουσανάγκι.
Προσοχή, εδώ:Ο Higashinoορίζει τη λογική, ως τον κοινό παρονομαστή Ισιγκάμι/Γιουκάβα.
Και ένα ανώνυμο πτώμα, που θα βρεθεί πλάι στο ποτάμι. Καμένα δάχτυλα και θρυμματισμένο κρανίο. Που σημαίνει αδυναμία λήψης αποτυπωμάτων ή διασταύρωσης με οδοντικά αρχεία. Κάποια μισοκαμένα ρούχα σε ένα βαρέλι, λίγο πιο πέρα. Και ένα κλεμμένο ποδήλατο, εγκαταλειμμένο. Ο Higashino δεν βραδυπορεί σε σχοινοτενείς συλλογισμούς και η αστυνομία δεν θα καθυστερήσει να βρει την άκρη. Μεταξύ αυτών που θα σπεύσουν να συνδράμουν, ένας ιδιοκτήτης ενοικιαζόμενων δωματίων. Κάποιος ένοικός του έχει εξαφανιστεί. Άμεση ταυτοποίηση τριχών του πτώματος και αυτών στο δωμάτιο του εξαφανισθέντος. Το ίδιο και με τα δακτυλικά αποτυπώματα που βρέθηκαν στο ποδήλατο και στο δωμάτιο του εξαφανισθέντος. Που ακούει, που άκουγε μάλλον, στο όνομα Σιντζί Τογκάσι…
Που κάποτε ήταν παντρεμένος. Το όνομα της συζύγου: Γιασούκο Χαναόκα.
Η επίσκεψη του αστυνόμου Κουσανάγκι και η πρώτη επαφή της Δίωξης με το άλλοθι της Γιασούκο: Σινεμά/δείπνο/καραόκε, για τις Γιασούκο/Μισάτο, το απόγευμα/βράδυ της 10ης Μαρτίου, ημέρας που είχε εξαφανιστεί ο Τογκάσι και που βρέθηκε το πτώμα στο ποτάμι.
Και η πρώτη επαφή του Κουσανάγκι με τον γείτονα, Ισιγκάμι. Ο απόλυτος τοίχος. Γιασούκο και Ισιγκάμι επαναλαμβάνονται: Μένουν δίπλα “«…άρα συναντιόμαστε κατά καιρούς και λέμε ένα γεια»” (σελ. 70).Αδιέξοδο στην έρευνα.
Η πληροφορία ότι, πέντε ημέρες πριν τη δολοφονία, ο Τογκάσι πέρασε από το κλαμπ όπου παλιότερα εργαζόταν η Γιασούκο. Το πράγμα μπλέκει και ο αστυνόμος προστρέχει στον “Ντετέκτιβ Γαλιλαίο”-Γιουκάβα. Δεν είναι η πρώτη φορά…
Ένα σημείο που θα τους ταλανίζει εξ αρχής είναι η ιστορία με το άλλοθι. Το δείπνο και το καραόκε αποδεικνύονται. Το σινεμά; Η Γιασούκο είχε επιδείξει τα εισιτήριά τους, στον Κουσαγκάμι. Κατά Γιουκάβα, «…Αν υποθέσουμε ότι τα εισιτήρια όντως αγοράστηκαν για άλλοθι, θα έλεγα ότι το να τα βάλει στο πρόγραμμα περιμένοντας πως θα πας να της τα ζητήσεις την καθιστά τρομακτικό αντίπαλο» (σελ. 83). Απολύτως σωστή, η διαπίστωση. Ακόμα περισσότερο, αν ο Γιουκάβα μπορούσε να εννοήσει τον Ισιγκάμι. Που επικοινωνεί τηλεφωνικά και από δημόσιο θάλαμο, σχεδόν καθημερινά, με τη Γιασούκο, μετακινώντας, κάθε φορά, μαεστρικά, τον πύργο του…
Η αναφορά του Κουσαγκάμι στον γείτονα των γυναικών. Ο Γιουκάβα “…θα ανοίξει διάπλατα τα μάτια πίσω από τα γυαλιά του. «Ο Ισιγκάμι, ο Βούδας!»”(σελ. 84). Τι το φυσικότερο από το να θελήσει να ξανασυναντήσει τη μαθηματική διάνοια και φίλο του από το Πανεπιστήμιο, μία εικοσιπενταετία πριν.
Η συνάντηση στο διαμέρισμα του Ισιγκάμι και η κατά Higashinoεκδοχή του πλέγματος “νοσταλγία/φιλία”. Και μία ευκαιρία για την απόδειξη ότι ο “Βούδας” συντηρείται σε εξαιρετική φόρμα, παρά την εγκατάλειψη των σχεδίων για ακαδημαϊκή καριέρα. Το πρόβλημα που θα εισηγηθεί ο Γιουκάβα: “Αν είναι εξίσου εύκολο να ελέγξεις την ακρίβεια των αποτελεσμάτων κάποιου άλλου με το να λύσεις μόνος σου ένα πρόβλημα –ή, αλλιώς, πώς θα μπορέσεις να διακρίνεις τη διαφορά δυσκολίας μεταξύ των δύο” (σελ. 104). Πρόβλημα κρίσιμο, για τη συνέχεια της ιστορίας μας.
Όπως κρίσιμος και ο διαφορετικός τρόπος προσέγγισης του στόχου, από τους δύο φίλους: “Ο Ισιγκάμι οικοδομούσε τα θεωρήματά του στα άκαμπτα θεμέλια των μαθηματικών τύπων, ενώ ο Γιουκάβα ξεκινούσε τα πάντα από την πρακτική παρατήρηση. Όταν συναντούσε κάποιο μυστήριο, προσπαθούσε να το αναλύσει. Ο Ισιγκάμι χρησιμοποιούσε προσομοιώσεις, ενώ ο Γιουκάβα προτιμούσε μια καθαρά πειραματική προσέγγιση” (σελ. 98).
Και είναι φυσικό ο Γιουκάβα να αναφερθεί στον Ισιγκάμι για τις έρευνες του Κουσανάγκι, τις σχετικές με τη γείτονα Γιασούκο.
Ο Ισιγκάμι θα επαναλάβει τα περί πρακτικά ανύπαρκτης επαφής μεταξύ τους. Ο Γιουκάβα θα αποχωρήσει, χωρίς ίχνος καχυποψίας για τον φίλο του.
Ενώ και η Γιασούκο θα επιχειρεί να αποκρυπτογραφήσει τον Ισιγκάμι: “Παρατήρησε τη κοντόχοντρη φιγούρα να βγαίνει στον δρόμο, απορώντας που ένας τόσο μοναχικός άνθρωπος είχε φίλους” (σελ. 112).
Ο μύθος μοιάζει να μπλοκάρει, εδώ. Για να εμφανιστεί το νέο πρόσωπο, ο “κύριος Κούντο [6].
Πελάτης στα μπαρ όπου εργαζόταν η Γιασούκο. Αλλά και θαυμαστής της. Μάλλον, και ερωτευμένος μαζί της. Μάλλον, και ασφαλώς ερωτευμένος μαζί της. Θα την συμβουλεύει, θα της στέκεται, “«Να εργάζεσαι σκληρά και να ’σαι ευτυχισμένη»” (σελ. 116), της έλεγε. “Και όταν ο Τογκάσι άρχισε να γίνεται πιο βίαιος, ο Κούντο ήταν ο πρώτος που το αντιλήφθηκε…«Πρέπει να βάλεις δικηγόρο. Εγώ θα πληρώσω» της είπε μια φορά” (σελ. 119).
Όμως, ο Ισιγκάμι επαγρυπνεί. Ο δισταγμός και το δίλημμα της Γιασούκο: Γνωρίζει ότι ο Ισιγκάμι είναι τσιμπημένος μαζί της. Και του οφείλει πολλά. “Τι θα συνέβαινε αν δημιουργούσε σχέση με κάποιον άλλον; Άραγε ο Ισιγκάμι θα συνέχιζε να την βοηθά;… Πόσο θα διαρκούσε όλο αυτό;… Έπρεπε να περιμένει μέχρι την παραγραφή της δολοφονίας του Τογκάσι για να δημιουργήσει σχέση με άλλον άντρα;” (σελ. 124).
Η επόμενη ενότητα (σελ. 125-148) είναι από τις πιο σημαντικές.
Κουσανάγκι και Γιουκάβα ανταλλάσσουν εικασίες, σχετικές με το άλλοθι της Γιασούκο. Όχι χωρίς λόγο. Εντάξει με το δείπνο και το καραόκε, που αποδεικνύονται. Αλλά το σινεμά; Τα εισιτήρια αποδεικνύουν τη θέαση; Κι αν, αφού εξασφάλισαν τα αποκόμματα της 10ης Μαρτίου, ημέρα του φόνου, είδαν το έργο την επομένη (ημέρα που η Μισάτο επέλεξε να διηγηθεί το φιλμ, σε συμμαθήτριά της;).
Η κρατούσα θεωρία, κατά Κουσανάγκι, ήταν ότι η “κυρία Α”, έχοντας δώσει με το θύμα ραντεβού στον τόπο του εγκλήματος, στραγγαλίζει τον Τογκάσι, που μόλις έχει φθάσει στο σημείο με το κλεμμένο ποδήλατο. Θεωρία για την οποία ο Γιουκάβα ενίσταται, υποστηρίζοντας το αδύνατο του εγχειρήματος από μία γυναίκα του σωματότυπου της Γιασούκο, στην οποία ο Κουσανάγκι προφανώς αναφέρεται. Το εναλλακτικό σενάριο, αυτό του φόνου σε άλλο σημείο και της μεταφοράς του θύματος στον χώρο όπου βρέθηκε, ήταν επίσης ανακόλουθο. Η Γιασούκο δεν οδηγεί. Και αν υπήρξε άνδρας συνεργός; (σκέψη του Γιουκάβα). Κατά Κουσανάγκι είναι το επικρατούν σενάριο, για τους άντρες του Τμήματος, «… αυτή τη στιγμή εξετάζουμε όσους σχετίζονται μαζί της…» (σελ. 135).
Όταν, μετά τη συζήτηση με τον Κουσανάγκι, ο Γιουκάβα συναντά τον Ισιγκάμι, ο φυσικός θα του ζητήσει να πάνε στο Μπέντεν-τέι. Όχι κάτι το ευχάριστο για τον Ισιγκάμι. Πολύ περισσότερο όταν στο μαγαζί μπαίνει και ο Κούντο, με τον οποίο ο Ισιγκάμι είχε ξαναδεί τη Γιασούκο. Οπότε και η ανάλογη αντίδραση. Που δεν θα διαφύγει του Γιουκάβα. Για τους αστυνομικούς που παρακολουθούν το Μπέντεν-τέι και τον Κούντο, το λίγο διαφορετικότερο ερώτημα είναι “…οι δύο αναπάντεχοι επισκέπτες του Μπέντεν-τέι, ο Μαναμπού Γιουκάβα και ο μαθηματικός που έμενε δίπλα στη Γιασούκο Χαραόκα” (σελ. 166).
Ο Κούντο δεν θα διαφύγει της “ανάκρισης”. Εντυπωσιακή η προσέγγιση της αστυνομίας, σε όρους επικοινωνίας· στις επαφές της με τον Ισιγκάμι, τη Χαραόκα και τον Κούντο, ο Κουσανάγκι και ο υπαστυνόμος του Κισιτάνι επιδίδονται σε ένα ρεσιτάλ καλών τρόπων (να στοιχηματίσει κανείς ότι δεν είναι ακριβώς το ίδιο, με τους εκπρόσωπους της Γιακούζα;). Ο Κουσανάγκι θα συμπεράνει ότι Κούντο είναι ερωτευμένος με τη Γιασούκο. Όσον αφορά τον Ισιγκάμι, η συζήτηση με τον Κουσανάγκι θα τον μπερδέψει. Ποιος παρακολουθεί ποιον; Πώς λειτουργεί ο Γιουκάβα; Ποια η σχέση Γιουκάβα/ Κουσανάγκι; “Τον πλημμύρισε μια αίσθηση ναυτίας, λες κι ένας περίπλοκος μαθηματικός τύπος, που τον θεωρούσε τέλειο, είχε αρχίσει να οδηγεί σε λανθασμένα αποτελέσματα εξαιτίας κάποιας απρόβλεπτης μεταβλητής” (σελ. 182).
Αλλά, ο Κούντο δεν θα διαφύγει και του Ισιγκάμι. Που θα τον παρακολουθήσει, μέχρι το ξενοδοχείο όπου ο πρώτος θα συναντούσε τη Γιασούκο. Θα τον φωτογραφίσει. Σκεπτόμενος και το κείμενο του σημειώματος που θα έστελνε στη Γιασούκο, με τις φωτογραφίες. “… Δεν μπορώ παρά να ρωτήσω· τι σου είναι αυτός ο άντρας; Αν έχετε σχέση, μιλάμε για σοβαρή προδοσία. Δεν καταλαβαίνεις τι έχω κάνει για χάρη σου; … Οφείλεις να σταματήσεις άμεσα να τον βλέπεις…. Μου είναι πολύ απλό να φροντίσω ώστε ο άντρας αυτός να έχει μοίρα ανάλογη με του Τογκάσι… ” (σελ. 196).
Προσοχή, εδώ.
Μην πέσετε στην παγίδα του Higashino.
Πρόκειται για κείμενο που σκέπτεται ένας Ισιγκάμι σε πρώτο παραληρηματικό στάδιο; Ή πρόκειται για διατύπωση που ο μαθηματικός σκέπτεται ότι θα εξυπηρετήσει το πλάνο του;
Μη βιαστείτε να απαντήσετε…
Μια έντονη συζήτηση-διένεξη Κουσανάγκι-Γιουκάβα. Τελικά, ο φυσικός διενεργεί τη δική του έρευνα; Και ο αστυνομικός συζητά με τον Ισιγκάμι, ερήμην του φυσικού; Θα ομονοήσουν, προς στιγμή, συζητώντας για το ποδήλατο. Ο Γιουκάβα εισηγείται μία νέα παράμετρο. Το ποδήλατο ήταν καινούριο, ώστε να είναι αυξημένες οι πιθανότητες να καταγγελθεί η κλοπή του, από τον ιδιοκτήτη του. Όπως και συνέβη. Γιατί, όμως; Μήπως γιατί η καταγγελία εξυπηρετούσε τον δολοφόνο, οδηγώντας την έρευνα σε λάθος κατεύθυνση; Και υπήρχε νόημα να κάψουν τα δάχτυλα του πτώματος, από τη στιγμή που άφησαν τα αποτυπώματά του στο παρακείμενο ποδήλατο, αποτυπώματα που οδήγησαν στην ταυτοποίηση του θύματος; Όμως: «Θα σας εμπόδιζε να καταλήξετε στην ταυτότητα του θύματος, αν δεν υπήρχαν τα αποτυπώματα στο ποδήλατο;», θα αναρωτηθεί ο Γιουκάβα. Όχι, βέβαια, αφού η ταυτοποίηση έγινε και μέσω της ανάλυσης του DNA (οι τρίχες το θύματος και στο δωμάτιο του εξαφανισθέντος Τογκάσι). Άρα, μπέρδεμα.
Ο Κουσανάγκι υποψιάζεται, πλέον, τον Ισιγκάμι. Ένσταση Γιουκάβα: «… ο φόνος δεν είναι ο λογικότερος τρόπος να γλιτώσεις από μία δύσκολη κατάσταση… Ο Ισιγκάμι θα φρόντιζε να μην εμπλακεί ποτέ σε κάτι τόσο ξεκάθαρα αντιπαραγωγικό. Φυσικά ισχύει και το αντίθετο. Δηλαδή, θεωρώ ότι είναι ικανός να προβεί σε μια αποτρόπαιη πράξη, υπό την προϋπόθεση να αποτελεί τη λογικότερη ενέργεια». Το στοιχείο “λογική” πάντα παρόν… Για να συνεχίσει, ο Γιουκάβα: «Αν εμπλέκεται, πιστεύω ότι δεν βοήθησε στη δολοφονία καθεαυτή. Με άλλα λόγια όταν πια αντιλήφθηκε ο Ισιγκάμι τη κατάσταση, ο Τογκάσι ήταν ήδη νεκρός. Τι επιλογές είχε; Αν υπήρχε περίπτωση να αποκρύψει το συμβάν, θα το επιχειρούσε. Στην αντίθετη περίπτωση θα έκανε τα πάντα για να δυσχεράνει τις έρευνες. Θα έδινε λεπτομερείς οδηγίες στη Γιασούκο Χαναόκα και την κόρη της, λέγοντάς τους τι να πουν στις ερωτήσεις των αστυνομικών και ποια αποδεικτικά στοιχεία να παρουσιάσουν ανά περίπτωση. Με άλλα λόγια, ένα σχέδιο που έπρεπε να το ακολουθήσουν πιστά» (σελ. 226).
Κοντά, Γιουκάβα, πέφτεις κοντά! Όχι, πολύ κοντά, αλλά κοντά!
“Καθώς τα έλεγε αυτά στον Κουσανάγκι, ή έκφραση του Γιουκάβα φανέρωνε απίστευτη οδύνη –και, όπως είχε σκεφτεί εκείνη τη στιγμή ο αστυνομικός, μια κάποια μοναξιά. Ίσως ο φυσικός φοβόταν μήπως έχανε έναν παλιό φίλο μόλις τον είχε ξαναβρεί μετά από τόσα χρόνια” (σελ. 227).
Ο Κουσανάγκι θα συνεχίσει να πιέζει, πάντα με το γάντι, τον Ισιγκάμι, εστιάζοντας στο πρόγραμμα του καθηγητή τη 10η Μαρτίου, ημέρα του φόνου. Δεν θα προχωρήσει ένα βήμα, στην έρευνά του. Μέχρι…
Μέχρι που ο καθηγητής θα αναφερθεί στα “τυφλά σημεία”. «... Απλώς εκμεταλλεύομαι τα τυφλά σημεία που προκύπτουν όταν οι μαθητές θεωρούν κάποια πράγματα δεδομένα. Συνήθως έτσι κάνουν». «Τυφλά σημεία;», θα ρωτήσει ο Κουσανάγκι. «Για παράδειγμα, τους δίνω μια άσκηση που μοιάζει με γεωμετρικό πρόβλημα αλλά είναι αλγεβρικό» (σελ. 238). Συζήτηση που ο Κουσανάγκι θα μεταφέρει στον Γιουκάβα.
“«Τυφλά σημεία, ε; Χαρακτηριστικός Ισιγκάμι.» Ο Γιουκάβα χαμογέλασε πλατειά. Την αμέσως επόμενη στιγμή όμως, η έκφραση του φυσικού άλλαξε. Σηκώθηκε απότομα και πιάνοντας το κεφάλι και με τα δυο του χέρια πήγε ως το παράθυρο. Κοίταξε προς τα πάνω τον ουρανό” (σελ. 249).
Η διαίσθηση του φυσικού; Ή κάτι περισσότερο;…
Η συζήτηση Ισιγκάμι-Γιουκάβα που θα ακολουθήσει θα είναι καθοριστική, για τη συνέχεια της ιστορίας. Στον υποθετικό του λόγο, ο φυσικός θα είναι σαφέστατος: «… Θέλοντας και μη, είμαστε παγιδευμένοι στα γρανάζια της κοινωνίας… Ή μάλλον εμείς είμαστε τα γρανάζια… Ο κόσμος χρειάζεται τα γρανάζια, όλα τους· είναι χρήσιμα μέχρι το τελευταίο. Στην πραγματικότητα, κάθε γρανάζι καθορίζει τον ρόλο του στο σύστημα… Για να λυθεί η υπόθεση, δεν πρέπει να σκεφτόμαστε ότι το πρόβλημα είναι το άλλοθι της ύποπτης. Το πρόβλημα είναι άλλο. Μια διαφορά μεγαλύτερη από εκείνη μεταξύ γεωμετρίας και άλγεβρας… θα μιλούσα για καμουφλάζ. Για να μην πω παραπλάνηση. Οι αστυνομικοί έχουν ξεγελαστεί από το καμουφλάζ των κακοποιών. Όσα θεωρούν ως στοιχεία, στην πραγματικότητα δεν είναι… Όταν ένας ερασιτέχνης επιχειρεί να αποκρύψει κάτι, όσο πιο περίπλοκο είναι το καμουφλάζ, τόσο βαθύτερα σκάβει τον λάκκο του. Ο ευφυής δεν κάνει το ίδιο. Ο ευφυής κάνει κάτι απλούστερο, κάτι όμως που ένας συνηθισμένος άνθρωπος δεν θα μπορούσε καν να ονειρευτεί, το τελευταίο που θα περνούσε απ’ το μυαλό ενός συνηθισμένου ανθρώπου...» (σελ. 254-257). Και ο Γιουκάβα θα συνεχίσει. Μεταφέροντας -αν όχι ανακοινώνοντας- στον Ισιγκάμι τις απόψεις του για το ποδήλατο, για τα μισοκαμένα ρούχα, για το πολτοποιημένο πρόσωπο του θύματος, αλλά και δίνοντας την απάντηση στο παλιότερο ερώτημα που του είχε θέσει ο μαθηματικός: “Τι είναι δυσκολότερο, να δημιουργήσεις ένα άλυτο πρόβλημα ή να το λύσεις;” Και η, κατά Γιουκάβα, απάντηση: «Είναι δυσκολότερο να δημιουργήσεις το πρόβλημα παρά να το λύσεις. Το μόνο που χρειάζεται να κάνει όποιος επιχειρήσει να το λύσει, είναι να σεβαστεί τον δημιουργό του προβλήματος.» (σελ. 261).Ήταν αρκετό. Για τον Ισιγκάμι ήταν αρκετό. “Τέλειωσε, σκέφτηκε. Ο φυσικός είχε καταλάβει τα πάντα” (σελ.261).
Δύο κινήσεις του Ισιγκάμι.
Η πρώτη: Θα τηλεφωνήσει στη Γιασούκο. Τρεις επιστολές και ένα σημείωμα την περιμένουν στο γραμματοκιβώτιό της. Να φυλάξει τις επιστολές. Να διαβάσει προσεκτικά το σημείωμα, που πρέπει να καταστρέψει αμέσως μετά.
Η δεύτερη: Ο Ισιγκάμι θα ομολογήσει!
Τον φόνο του Τογκάσι.
Έτσι, απλά.
Άρα, η ιστορία κλείνει εδώ;
Όχι, βέβαια…
Και αν η “ομολογία” του Ισιγκάμι, δεν είναι παρά η δεύτερη αμυντική του γραμμή;
Εμπρός σε έναν κατάπληκτο Κουσανάγκι, ο Ισιγκάμι θα αναφερθεί στην ιδιότητά του: σωματοφύλακας της Γιασούκο!
«Έχω αναλάβει να την προστατεύω από τύπους με όχι και τόσο καλές προθέσεις… Η συμφωνία μας ήταν μυστική… Εμφανίστηκε ο Τογκάσι που εγώ δεν γνώριζα και είπε ότι ήταν ο εν διαστάσει σύζυγός της… Μου ζήτησε τη διεύθυνσή της και τον έστειλα σε ένα διαμέρισμα στην όχθη του ποταμιού… Για να τον οδηγήσω σ’ ένα μέρος χωρίς πολύ κόσμο… Του έδωσα και τον αριθμό του κινητού μου και του είπα να μου τηλεφωνήσει αν δεν έβρισκε το διαμέρισμα… Επέστρεψα στο διαμέρισμά μου και άρχισα τις προετοιμασίες… Αφού εξέτασα διάφορες επιλογές, κατέληξα στον στραγγαλισμό… Πήρα ένα ταξί προς το ποτάμι… Ο Τογκάσι μου τηλεφώνησε ότι δεν έβρισκε το διαμέρισμα… Μου είπε πού βρίσκεται ο ίδιος… Τον είδα να κάθεται σ’ ένα κομμάτι γρασίδι δίπλα στο ποτάμι… Δεν με αντιλήφθηκε… Τύλιξα το καλώδιο γύρω από τον λαιμό του… Για να είμαι ειλικρινής, ήταν ευκολότερο απ’ όσο περίμενα… Μπορώ να έχω λίγο τσάι ακόμα;… Πρώτα, αφαίρεσα τα ρούχα του με το κοπίδι… Κατόπιν διέλυσα το πρόσωπό του… Στη συνέχεια έκαψα τα αποτυπώματά του με τον αναπτήρα… Βρήκα ένα σιδερένιο βαρέλι, έχωσα μέσα τα ρούχα του και τα έκαψα.» (σελ. 269-276).
«Είπατε στη Γιασούκο Χαναόκα ότι τον σκοτώσατε;» θα ρωτήσει ο εμβρόντητος Κουσανάγκι.
«Για ποιον λόγο; Οι γυναίκες είναι φριχτές στο να κρατάνε μυστικά… Επικοινωνούσα όμως κρυφά με την κυρία Χαναόκα… Μέσω ενός ενισχυτή ήχου στη μεσοτοιχία… Δεν κρυφάκουγα. Μου μιλούσε… Όλες οι πληροφορίες δίνονταν για λογαριασμό μου. Ζητούσε από μένα να κάνω κάτι...» (σελ. 278).
Η Γιασούκο, κατά δήλωσή της, δεν γνώριζε ότι ο Ισιγκάμι σκότωσε τον Τογκάσι. Θα αρνηθεί την όποια σχέση με τον μαθηματικό. Ο Ισιγκάμι απαξιώνεται σε παρανοϊκό. Και, ασφαλώς, η Γιασούκο θα εμφανίσει τις τρεις ανώνυμες επιστολές που “βρήκε” στο γραμματοκιβώτιό της. Όλες απειλητικές, στο πνεύμα των πρότερων σκέψεων του Ισιγκάμι (βλ. πιο πάνω). Κείμενα που θα διασταυρωθούν με το σχέδιο ανέκδοτου κειμένου στον υπολογιστή του Ισιγκάμι… Ο Ισιγκάμι σκότωσε τον Τογκάσι. Για όλους είναι καθαρό.
Για όλους, πλην του Γιουκάβα:
«Με το να παραδοθεί και να ομολογήσει, ο Ισιγκάμι σας πρόσφερε μια λύση που, απ’ όπου κι αν την εξετάσετε δεν μπορεί παρά να είναι σωστή… Σας δοκιμάζει…Το μόνο που κάνατε είναι να ακολουθήσετε τα βήματα που οδηγούν στην απόδειξή του…» (σελ. 289). Και θα οδεύσει προς τη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου προς άγραν τοπικών εφημερίδων. Τι ψάχνει ο Ντετέκτιβ Γαλιλαίο; Μήπως, κάποια φαινομενικά άσχετη είδηση, αναφορικά με την ανεύρεση ανώνυμου πτώματος στο ποτάμι;..
Για να ακολουθήσει το tête-à-tête Γιουκάβα-Γιασούκο.
Ένας οδηγός-υπόδειγμα ψυχολογικής πίεσης.
Στην αρχή της κουβέντας και απέναντι σε μία Γιασούκο που συνεχίζει να αρνείται κατηγορηματικά την όποια γνώση των κινήσεων του Ισιγκάμι, ο Γιουκάβα θα επιδράμει με ένα εκκωφαντικό: «Είναι πραγματικά λυπηρό που ο Ισιγκάμι αποφάσισε να παραδοθεί… Η σκέψη ότι ένας άνθρωπος με τέτοιο ταλέντο θα λιώνει σ’ ένα κελί φυλακής με κάνει, ως επιστήμονα, να αισθάνομαι πραγματικά στενοχωρημένος». Για να συνεχίσει:«Κι όμως, λέει ψέματα… Μόνον έναν λόγο μπορώ να σκεφτώ. Δεν λέει ψέματα από μόνος του, αλλά για χάρη κάποιου άλλου, για να κρύψει την αλήθεια… Το άλλοθί σας ισχύει… Δεν σας φαίνεται περίεργο ότι δεν χρειάστηκε να πείτε ψέματα;… Βλέπετε , ο Ισιγκάμι φρόντισε ώστε να μπορείτε να πείτε μόνο την αλήθεια… Δεν αμφιβάλλω ότι ακόμα και τώρα δεν γνωρίζετε τα περισσότερα απ’ όσα έκανε… Ξέρετε, έχει κάνει μια τρομερή θυσία προκειμένου να σας προστατέψει. Μια θυσία τόσο μεγάλη που, συνηθισμένοι άνθρωποι όπως εσείς κι εγώ, δεν θα την φανταζόμαστε καν… Μου είναι οδυνηρό που σας τα λέω όλ’ αυτά… Είμαι σίγουρος ότι θα προτιμούσε πάση θυσία να μη μάθετε ποτέ την αλήθεια. Όχι για χάρη του, αλλά για δική σας… Ακόμη κι αν είναι ενάντια στην επιθυμία του, δεν αντέχω να μην μάθετε την αλήθεια… Σκότωσε έναν άντρα –εκείνον που βρέθηκε δίπλα στον Παλιό Εντογκάβα… Ναι. Προκειμένου να σας προστατέψει, ο Ισιγκάμι διέπραξε έναν φόνο –στις δέκα Μαρτίου. Μία ημέρα μετά τη δολοφονία του Σιντζί Τογκάσι» [7] (σελ. 308-312).
Και η Γιασούκο; “Το πρόσωπό της είχε ασπρίσει εντελώς” (σελ. 312), διαπίστωση του Κουσανάγκι που παρακολουθούσε τη συνάντηση από μακριά.
Κατά Γιουκάβα, ο Ισιγκάμι θα σκότωνε κάποιον άλλον και θα φρόντιζε ώστε το πτώμα του να παραπέμπει στον Τογκάσι. «… Είναι ικανός για οτιδήποτε αρκεί να είναι λογικό… Το επόμενο πρωινό που η Γιασούκο Χαναόκα σκότωσε τον Σιντζί Τογκάσι, ο Ισιγκάμι ήρθε σε επαφή με έναν άστεγο...» (σελ. 319). Τον οποίο και θα παρασύρει στο δωμάτιο του Τογκάσι, αφού πρώτα εξαφανίσει κάθε αποτύπωμα του Τογκάσι (κάποιο άρωμα Highsmith, εδώ, με τον ταλαντούχο κύριο Ρίπλεϋ, στο διαμέρισμα του Ρίτσαρντ Γκρίνλιφ, στη Ρώμη;), έτσι ώστε το μόνο γενετικό υλικό στο δωμάτιο να παραμένει αυτό του άστεγου (οριακά δυνατό, αλλά όχι ανέφικτο). Μικρό ερωτηματικό, εδώ: Ο Higashino βασίζει την ιστορία του στη συναίρεση γενετικού υλικού στον τόπο του εγκλήματος, με αυτό του δωματίου. Προεξοφλώντας, έτσι, ότι ο ιδιοκτήτης των ενοικιαζόμενων θα ανέφερε την εξαφάνιση του πελάτη του, στην αστυνομία… Λίγο αδύναμο.
Πάντα κατά Γιουκάβα, ο Ισιγκάμι με την ίδια λογική των τυφλών σημείων -κάνοντας ένα αλγεβρικό πρόβλημα να μοιάζει με γεωμετρικό- χρησιμοποίησε ένα άλλο πτώμα, για να δημιουργήσει ένα άλλο άλλοθι για τη Γιασούκο. Έχοντας προσφέρει στη Γιασούκο ένα άλλοθι (σινεμά/δείπνο/καραόκε) όχι ακλόνητο ώστε η αστυνομία να αναγκασθεί να στρέψει αλλού τις υποψίες της, με το ενδεχόμενο “…κάποιος ίσως έφτανε στο σημείο να κατεβάσει την περίφημη ιδέα ότι το πτώμα που βρήκαν δεν ήταν του Σιντζί Τογκάσι” (σελ. 317).
Και η Γιασούκο; Θυμόταν το σημείωμα, αυτό που της έστειλε ο Ισιγκάμι, μαζί με τα τρία “γράμματα”, αυτό που της ζητήθηκε να καταστρέψει. Αμέσως μετά τις οδηγίες είχε προσθέσει ένα τελευταίο μήνυμα: “«Πιστεύω ότι ο Κουνιάκι Κούντο είναι έντιμος και έμπιστος. Αν τον παντρευτείτε, σίγουρα ενισχύετε τις πιθανότητες να ευτυχήσετε, εσείς και η Μισάτο. Σας παρακαλώ να με ξεχάσετε. Μη νιώθετε τύψεις. Αν δεν είστε ευτυχισμένη, όσα έκανα θα είναι μάταια»… Πρώτη φορά συναντούσε μια τόσο βαθιά αφοσίωση. Πίστευε ότι δεν υπήρχε. Κι όμως, τη διέθετε ο Ισιγκάμι, κρυμμένη πίσω από την ανέκφραστη μάσκα του προσώπου του –ένα πάθος απολύτως αδιανόητο για τον μέσο άνθρωπο” (σελ. 329). Κάτω από ένα τσουνάμι τύψεων, μία Γιασούκο σε πλήρη ανισορροπία. Κάτι που θα επιτείνει η απόπειρα αυτοκτονίας της Μισάτο, που μόλις μαθαίνει. Και που θα την οδηγήσει στο ολέθριο σφάλμα.
Θα εμφανιστεί εμπρός στην τριανδρία Γιουκάβα-Κουσανάγκι-υπόδικου Ισιγκάμι. Και, στο έλεος των Eρινύων, θα σταθεί εμπρός στον Ισιγκάμι “…θα σωριαστεί στο πάτωμα κάνοντας μια βαθιά μετάνοια: «Λυπάμαι. Ειλικρινά λυπάμαι. Αυτό που κάνατε για μας… Αυτό που κάνατε για μας… Ξέρω ότι θέλατε να είμαστε ευτυχισμένες, αλλά κάτι τέτοιο είναι… είναι αδύνατο… Οφείλω να πληρώσω κι εγώ για ό,τι έκανα… Φταίω κι εγώ… Θα αναλάβω τις ευθύνες μου μαζί σας κύριε Ισιγκάμι. Είναι το μόνο που μπορώ να κάνω για σας… Λυπάμαι. Λυπάμαι. Λυπάμαι τόσο μα τόσο πολύ…» (σελ. 340).
Ολέθριο σφάλμα, κατά Ισιγκάμι. Ευτελίζοντας, έτσι, και επίσημα, τον “παρανοϊκό” ερωτευμένο μαθηματικό, σε απλό δολοφόνο: “Ο Ισιγκάμι πισωπάτησε κουνώντας αρνητικά το κεφάλι του σαν να είχε σπασμούς. Τα χαρακτηριστικά του είχαν παραμορφωθεί από την οδύνη… Αμέσως μετά περιστράφηκε γύρω από τον άξονά του πιέζοντας τις γροθιές στους κροτάφους του και ούρλιαξε –ένα μακρόσυρτο, βροντερό ουρλιαχτό που θύμιζε ζώο. Μια κραυγή σύγχυσης και απόγνωσης. Μια κραυγή που ανατρίχιασε όσους την άκουσαν… Ο Γιουκάβα στράφηκε προς τον Ισιγκάμι και ακούμπησε απαλά τα χέρια στους ώμους του μεγαλόσωμου άντρα… Ο Κουσανάγκι παρατηρούσε τον Ισιγκάμι να ουρλιάζει. Είχε την αίσθηση ότι ο μαθηματικός ούρλιαζε με όλη του την ψυχή” (σελ. 341).
Ο Higashinο δεν διεκδικεί λογοτεχνικές δάφνες με την “Αφοσίωση του υπόπτου Χ”. Το ύφος είναι επίπεδο, οι περιγραφές εξαιρετικά λιτές, η αλληγορία απούσα (δεν αναφέρομαι στον υποθετικό λόγο των πρωταγωνιστών), η τοπιογραφία πρακτικά ανύπαρκτη, οι διάλογοι κοινότοποι και η κυριολεξία Μετσόβιου τύπου. Επί πλέον, για να επανέλθω στα της “κατηγοριοποίησης” των πρώτων παραγράφων, ένας αγγλόφωνος ευκολότερα θα καταχωρούσε το βιβλίο στα thrillersή στα mysterynovels, παρά στην crimefiction.
Τι απομένει;
Πολλά! Εκτιμώ στον Higashino (με την επιφύλαξη του μικρού δείγματος) ό,τι και στον Simenon.
Χρησιμοποιούν τα λιγότερο δυνατά εργαλεία, για το κάλλιστο αποτέλεσμα. Που είναι η καθαρότητα του μύθου, χωρίς φτιασίδια, ακροβατικά flashback, εξεζητημένα λόγια σχήματα ή, αντίθετα, τη συστηματική καταφυγή στη διεθνή του υβρεολόγιου.
Τι απομένει, λοιπόν, στην “Αφοσίωση του υπόπτου Χ”;
Αυτό που απομένει είναι το κρίσιμο στοιχείο σε κάθε αστυνομική ιστορία: Το πρακτικά “άτρωτο” του μύθου. Το πρακτικά “άτρωτο” του μύθου, σε όρους δομής, πλοκής, ροής και “ατμόσφαιρας” (όσης κατάχρησης και αν έχει τύχει η αναφορά σε αυτήν). Το “άτρωτο” του μύθου, σε συνδυασμό με χαρακτήρες πρωτότυπους σε σύλληψη και παρουσία, που δεν είναι εκεί για να επιδείξουν την αυθεντικότητα και την πρωτοτυπία τους, αλλά, απλά, για να υπηρετήσουν αποτελεσματικά τον μύθο.
Και ένα σχόλιο-ομολογία μιας αυθαιρεσίας, πριν κλείσω:
Στο βιβλίο, ο Ισιγκάμι ενεργεί σαν φύλακας άγγελος των δύο γυναικών, αναλαμβάνοντας κινδύνους ανομολόγητους, για τον ίδιο. Για τον αναγνώστη, ο λόγος παραμένει σχετικά αίολος. Πέρα από το “επιφώνημα” της αρχής: “«Πρέπει να τις προστατέψω», σκέφτηκε ο Ισιγκάμι. Δεν υπήρχε περίπτωση να ξαναβρεθεί στη ζωή του πιο κοντά σε μια τόσο όμορφη γυναίκα”, τίποτε δεν νομιμοποιεί το είδος και τον βαθμό της παρέμβασης-εμπλοκής του Ισιγκάμι, αμέσως μετά τη δολοφονία του Τογκάσι από τις δύο γυναίκες. Ο αναγνώστης θα παραμένει με το αναπάντητο ερώτημα μέχρις ότου, μόλις εννέα σελίδες πριν το τέλος του βιβλίου, ο Higashino αποκαταστήσει την ισορροπία, με την αναφορά στην απόφαση του Ισιγκάμι να αυτοκτονήσει και τη σωτηρία του από την παρουσία των γυναικών. Έτσι παρουσιασμένο, φλερτάρει με την προσπάθεια του συγγραφέα να καλύψει, την τελευταία στιγμή, ένα κενό ή να εξηγήσει το ανεξήγητο.
Η αυθαιρεσία μου, λοιπόν, συνίσταται στη μεταφορά στην αρχή των Σημειώσεων (βλ. σελ. 4) της αναφοράς στην παρ’ ολίγο αυτοκτονία του Ισιγκάμι και την εξ αυτού ευγνωμοσύνη του προς τη Γιασούκο, ευγνωμοσύνη που εξηγεί -αν δεν δικαιολογεί- το είδος και τον βαθμό της εμπλοκής του Ισιγκάμι στην υπόθεση.
Απόσπασμα από την “Αφοσίωση του υπόπτου Χ”
Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι ενδεικτικό των υπόγειων διαδρομών στη διαλεκτική Κουσανάγκι/Γιουκάβα. Όπως και στην έμφαση που ο Higashinoδίνει στο στοιχείο λογική, στοιχείο ακρογωνιαίο στην υπόθεση του “Υπόπτου Χ”:
“Ο Κουσανάγκι στράφηκε ξανά μπροστά και συνέχισε να προχωρά, με ελαφρώς βλοσυρό ύφος. Ο υπαστυνόμος είχε πάρει το μέρος της Χαναόκα πριν ακόμα χτυπήσουν την πόρτα της την πρώτη φορά. Δεν μπορούσε να περιμένει καμία αντικειμενική γνώμη από πλευράς του.
Στο μυαλό του Κουσανάγκι επέστρεψε η μεσημεριανή του συζήτηση με τον Γιουκάβα. Ο φυσικός είχε πει ότι, στην περίπτωση που εμπλεκόταν ο Ισιγκάμι, ο φόνος κατά πάσα πιθανότητα δεν ήταν προμελετημένος. Υπήρχαν ένα σωρό ατέλειες. Ο Γιουκάβα επέμενε ως προς αυτό.
«Αν είχε σχεδιάσει τον φόνο εκ των προτέρων, δεν θα χρησιμοποιούσε ποτέ το σινεμά ως άλλοθι», είχε επισημάνει ο Γιουκάβα. «Θα ’ξερε ότι η ιστορία με την ταινία δεν ήταν πειστική –γεγονός που επιβεβαιώνεται και από την καχυποψία σου. Ο Ισιγκάμι σίγουρα θα το καταλάβαινε. Και αυτό δημιουργεί ένα άλλο, σοβαρότερο ερώτημα. Για ποιον λόγο ο Ισιγκάμι να βοηθήσει τη Γιασούκα Χαναόκα να δολοφονήσει τον Τογκάσι; Ακόμη κι αν ο Τογκάσι τής έκανε τη ζωή δύσκολη, κι εκείνη κατέφευγε στον γείτονά της για βοήθεια, ο Ισιγκάμι θα σκεφτόταν άλλη λύση στο πρόβλημα. Ο φόνος θα ήταν η τελευταία του επιλογή.»
«Γιατί, επειδή δεν είναι αρκετά μοχθηρός;»
Ο Γιουκάβα είχε κουνήσει αρνητικά το κεφάλι, με βλέμμα ψυχρό. «Δεν είναι θέμα ιδιοσυγκρασίας. Ο φόνος δεν είναι ο λογικότερος τρόπος να γλιτώσεις από μια δύσκολη κατάσταση. Ο Ισιγκάμι θα φρόντιζε να μην εμπλακεί ποτέ σε κάτι τόσο ξεκάθαρα αντιπαραγωγικό. Φυσικά», είχε προσθέσει, «ισχύει και το αντίθετο. Δηλαδή, θεωρώ ότι είναι ικανός να προβεί σε μια αποτρόπαιη πράξη υπό την προϋπόθεση να αποτελεί τη λογικότερη ενέργεια.»
«Και πώς πιστεύεις ότι εμπλέκεται ο Ισιγκάμι;»
«Αν εμπλέκεται, πιστεύω ότι δεν βοήθησε στη δολοφονία καθεαυτή. Με άλλα λόγια, όταν πια αντιλήφθηκε ο Ισιγκάμι την κατάσταση, ο Τογκάσι ήταν ήδη νεκρός. Τι επιλογές είχε; Αν υπήρχε περίπτωση να αποκρύψει το συμβάν, θα το επιχειρούσε. Στην αντίθετη περίπτωση θα έκανε τα πάντα για να δυσχεράνει τις έρευνες. Θα έδινε λεπτομερείς οδηγίες στη Γιασούκο Χαναόκα και στην κόρη της, λέγοντάς τους τι να πουν στις ερωτήσεις των αστυνομικών και ποια αποδεικτικά στοιχεία να παρουσιάσουν ανά περίπτωση. Με άλλα λόγια, ένα σχέδιο που έπρεπε να τα ακολουθήσουν πιστά.»
Που σημαίνει, σύμφωνα με τη θεωρία του Γιουκάβα, πως ό,τι τους είχαν πει μέχρι στιγμής η Γιασούκο Χαναόκα και η Μισάτο δεν ήταν η προσωπική τους, ξεκάθαρη κατάθεση, αλλά η εκδοχή που είχε προετοιμάσει ο Ισιγκάμι, ο οποίος βρισκόταν πίσω από όλα αυτά κινώντας διαρκώς τα νήματα.
«Φυσικά», είχε προσθέσει χαμηλόφωνα ο φυσικός, «όλα αυτά δεν είναι παρά εικασίες –μια θεωρία βασισμένη στην υπόθεση της εμπλοκής του Ισιγκάμι. Η υπόθεση ίσως είναι λανθασμένη. Στην πραγματικότητα, το ελπίζω. Εύχομαι με όλη μου την καρδιά να μην έχει την παραμικρή ανάμιξη.»
Καθώς τα έλεγε αυτά στον Κουσανάγκι, η έκφραση του Γιουκάβα φανέρωνε απίστευτη οδύνη –και, όπως είχε σκεφτεί εκείνη τη στιγμή ο αστυνομικός, μια κάποια μοναξιά. Ίσως ο φυσικός φοβόταν μήπως έχανε έναν παλιό φίλο μόλις τον είχε ξαναβρεί μετά από τόσα χρόνια.
Όμως ο Γιουκάβα δεν είπε ποτέ στον Κουσανάγκι για ποιον λόγο έφτασε να υποψιάζεται τον Ισιγκάμι. Έδειχνε να έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο Ισιγκάμι ήταν ερωτευμένος με τη Γιασούκο χωρίς να αναφέρει τα όποια στοιχεία διέθετε για να στηρίξει αυτή τη θεωρία.”(σελ. 225-227).
Σημειώσεις
[1] Ο KeigoHigashino (1958-), πολυγραφότατος Ιάπωνας συγγραφέας αστυνομικών και παιδικών βιβλίων, θα εγκαταλείψει την επαγγελματική του ενασχόληση, ως μηχανικός, μετά την επιτυχία του πρώτου του βιβλίου (“Hokago”/“Afterschool”, 1985). “Η αφοσίωση του υπόπτου Χ” προτάθηκε για το βραβείο EdgarAllanPoe, το 2012 (βλ. http://en.wikipedia.org/wiki/Keigo_Higashino).
[2] Γνωρίζουμε ότι ο Ολλανδός RobertvanGulik (1920-1967), διέπρεψε στη συγγραφή κινεζικών αστυνομικών ιστοριών, όπου πρωταγωνιστεί ο δικαστής Τι (πρόσωπο υπαρκτό, με τον ανώτερο βαθμό του Επιτρόπου, στην Κίνα του 7ου αιώνα). Ο vanGulikθα ανατρέψει στα μυθιστορήματά του την παραδοσιακή κινεζική σχολή, μεταφέροντας, επί το “Δυτικότερο”, την αποκάλυψη του ενόχου, στο τέλος.
[3] Για να μην αναφερθούμε στις ακραίες απαιτήσεις, περί την ακρίβεια και τη συνέπεια του μύθου, όπου ο αναγνώστης παρακολουθεί τις κινήσεις του δράστη από την πρώτη αναφορά της παραβατικής δραστηριότητας, στην αρχή, και καθ’ όλη την εξέλιξη του μύθου.
[4] Ο Higashino είχε εκδώσει, μέχρι το 2012, τρία μυθιστορήματα με τον “Ντετέκτιβ Γαλιλαίο”. “Η αφοσίωση του υπόπτου Χ” (2005) ήταν το πρώτο της σειράς. Έχει, επίσης, εκδώσει πέντε συλλογές διηγημάτων, με τον ίδιο ήρωα, στο διάστημα 1998-2012.
[5] Kotatsu= Χαμηλό ξύλινο τραπέζι, στον χώρο της υποδοχής, καλυπτόμενο από το futon, είδος χοντρής κουβέρτας, με μία θερμαντική πηγή από κάτω. Συχνά, η πηγή αυτή είναι ενσωματωμένη στο τραπέζι. Η χρήση του Kotatsu απαντά σχεδόν αποκλειστικά, στην Ιαπωνία.
[6] Μικρή ένσταση, εδώ: Η εμφάνιση του Κούντο, μόλις στο τέλος του πρώτου τρίτου του βιβλίου, μπορεί, άδικα έστω, να κριθεί ως “εμβόλιμη”. Δεδομένης της σπουδαιότητας της παρουσίας του στην υπόθεση, η εμφάνισή του ενωρίτερα στην ιστορία θα συνέβαλλε σε “κομψότητα”.
[7] Το bold, του υπογράφοντος.