H μαγεία του παιγνιδιού: Λίγα λόγια για το αστυνομικό αφήγημα
Σύμφωνα με τον Ερνέστο Σάμπατο και ένα μικρό κείμενό του για την αστυνομική λογοτεχνία που βρίσκεται στο βιβλίο του Ετεροδοξία, ο Έντγκαρ Άλαν Πόε ήταν λάτρης των μαθηματικών και επινόησε με μιας το απόλυτο αστυνομικό είδος. Κατ’ αυτόν, ένα μυστηριώδες σύνολο στοιχείων, όπως ένα ματωμένο γάντι, ένα δακτυλικό αποτύπωμα, ένα μισοτελειωμένο τσιγάρο, ένα χαμόγελο, μπορούν να βοηθήσουν τον ερευνητή στην εξιχνίαση ενός εγκλήματος. Επομένως, ο ήρωας του Πόε, ο Αύγουστος Ντιπέν, δεν χρειάζεται ούτε να μεταμφιέζεται ούτε να κρατάει πιστόλι, του αρκεί να κάνει μια σειρά από συλλογισμούς για να φτάσει στη λύση του αινίγματος.
Ο Αύγουστος Ντιπέν στο "Κλεμμένο Γράμμα"
Ο Πόε στα διηγήματά του χρησιμοποιεί μια γερή αποδεικτική διαδικασία ώστε να δώσει αληθοφάνεια στη λύση του αινίγματος. Στους Φόνους της οδού Μοργκ γράφει τη φράση: «Η αναλυτική ικανότητα μπορεί να ενισχυθεί πολύ από την ενασχόληση με τα μαθηματικά και ιδίως με τον ανώτερο κλάδο τους». Ο Άρθουρ Κόναν Ντόιλ, ο πρώτος και σημαντικότερος μαθητής του Πόε, ο άνθρωπος που πήρε τον Ντιπέν, του άλλαξε χαρακτηριστικά και τον ονόμασε Σέρλοκ Χολμς, ήταν γιατρός και χρησιμοποιεί την επιστήμη στις έρευνές του για να φτάσει σε λογικά συμπεράσματα σχετικά με ένα έγκλημα. Επομένως, οι πρώτες αστυνομικές ιστορίες, τα πρώτα αστυνομικά μυθιστορήματα, ήταν παιγνίδια ευφυΐας, στηριγμένα στα μαθηματικά. Ο ντετέκτιβ είναι εκείνος που βάζει τα πράματα σε μια τάξη. Γι’ αυτό, στη Λέσχη Αστυνομικών Συγγραφέων του Λονδίνου, στην οποία μέλος ήταν και η Άγκαθα Κρίστι, υπήρχε ένας αυστηρός όρος: οι ντετέκτιβ έπρεπε να εξιχνιάζουν το έγκλημα χάρη στις πνευματικές τους ικανότητες και όχι κατά λάθος ή από σύμπτωση. Ωστόσο, σήμερα δεν χρειάζονται παρόμοιοι συλλογισμοί για την εξιχνίαση ενός εγκλήματος και την αποκάλυψη του δράστη, που στα κλασικά αστυνομικά μυθιστορήματα, τα ορθόδοξα, κυρίως εκείνα της λεγόμενης αγγλικής σχολής, προκαλεί έκπληξη στον αναγνώστη που οφείλεται στην ανατροπή της εξέλιξης. Η ανατροπή σηματοδοτείται πλέον και από μετατόπιση του ενδιαφέροντος. Ο δολοφόνος είναι συχνά γνωστός από την αρχή, οπότε το θέμα είναι πώς θα συλληφθεί, ή πώς θα καταδικαστεί: η Πατρίσια Χάισμιθ άνοιξε καινούργιους δρόμους. Αργότερα ήρθε η ανατροπή με το θρίλερ και την προβολή ως ηρώων των «κακών», οι οποίοι πλαγιάζουν με μοιραίες γυναίκες, πυροβολούν, σκοτώνουν, ώσπου να εξοντωθούν με τη σειρά τους από κάποιους ικανότερους από τους ίδιους. Ο Ντάσιελ Χάμετ κι ο Ρέημοντ Τσάντλερ παρέδωσαν το έγκλημα σ’ εκείνους στους οποίους ανήκει: στους εγκληματίες. Αυτό όμως δεν το υιοθέτησαν πολλοί συγγραφείς, δεδομένου ότι εγκλήματα δεν διαπράττονται μόνο από εγκληματίες, αλλά και από φιλήσυχους ανθρώπους με λευκό ποινικό μητρώο ή με την έξωθεν καλή μαρτυρία, δηλαδή από ανθρώπους της διπλανής πόρτας που οι κοινωνικές συνθήκες τους βγάζουν από τα όριά τους. Τέτοιους ήρωες έχει στα βιβλία του ο Ζορζ Σιμενόν, ο οποίος δίνει έμφαση στην ανατομία των ανθρώπινων χαρακτήρων. Στη συνέχεια, στην πλοκή επανήλθαν τα στοιχεία ως πειστήρια για την ενοχή κάποιου. Αυτή τη φορά δεν είναι τα τσιγάρα, τα αποτυπώματα, τα δρομολόγια των τρένων και τα πονηρά χαμόγελα, αλλά κάποια άλλα στοιχεία των οποίων η αξιολόγηση βοηθάει τους ειδικούς στο να αποφασίσουν αν η υπόθεση θα μπει στο αρχείο ή αν θα κινηθεί η διαδικασία διαλεύκανσης. Η συλλογή αυτών των στοιχείων στηρίζεται στην επιστήμη. Ας θυμηθούμε πως ο Κόναν Ντόιλ έβαλε τον Σέρλοκ Χολμς να χρησιμοποιεί την επιστήμη για την εξιχνίαση των εγκλημάτων. Ο ίδιος επινόησε το τεστ αίματος, τη λήψη αίματος με βελόνα, το ονόμασε «τεστ Σέρλοκ Χολμς» και με βάση αυτό εντόπιζε τον δράστη. Σήμερα, αρκετοί συγγραφείς, εξιχνιάζουν εγκλήματα μέσω της ανάλυσης του DNA, όπως κάνει κι η αστυνομία.
Σέρλοκ Χολμς
Ο Σάμπατο τονίζει ότι το αστυνομικό είδος από την αρχή κιόλας επιζήτησε την πρωτοτυπία και την έκπληξη κι ότι ένα από τα παράδοξά του ήταν πως κατέστησε περιττή την αστυνομία, δηλαδή την αντικατέστησε με έξυπνους ερασιτέχνες. O ίδιος υπογραμμίζει πως ποτέ ένα έγκλημα δεν εξιχνιάστηκε από έναν παίχτη του γκολφ ή από έναν κριτικό τέχνης. «Πάντα η αστυνομία εξιχνιάζει τα εγκλήματα», δηλώνει. Συμπερασματικά, το αστυνομικό αφήγημα βαθμιαία προσεγγίζει την πραγματικότητα κι έτσι το είδος έρχεται σήμερα πιο κοντά στη φυσική παρά στα καθαρά μαθηματικά. Η λογοτεχνία όμως δεν νοιάζεται πάρα πολύ για τις επιστήμες, παρόλο που ενίοτε τις χρησιμοποιεί. Ενδιαφέρεται κυρίως να διασκεδάσει τον αναγνώστη, να του προσφέρει απόλαυση. Ίσως γι’ αυτό, ο Σάμπατο προτιμάει τα αστυνομικά μυθιστορήματα όπου η έμφαση δίνεται στο παιγνίδι, το τέχνασμα, το χασομέρι. «Κάνει καλά ο Γκράχαμ Γκριν που θεωρεί τα αστυνομικά μυθιστορήματα entertainments», γράφει,. Ένας τρόπος για να συμβεί αυτό είναι ο συγγραφέας να βάλει τον αναγνώστη στο παιγνίδι, να πάρει κι αυτός μέρος στην περιπέτεια που είναι η λύση του αινίγματος. Για τον σκοπό αυτό του πετάει κάπου κάπου μερικά στοιχεία για να τον βοηθήσει. Ή καλύτερα για να τον μπερδέψει. Αυτή είναι η μαγεία του παιγνιδιού. Πάντως, είναι φανερό πως η αστυνομική λογοτεχνία περνά μια νέα περίοδο ακμής. Το νέο αστυνομικό μυθιστόρημα έχει ξεφύγει από το μυστήριο και το αίνιγμα κι έχει γίνει κοινωνικό αλλά και πολιτικό. Δεν τέρπει μόνο αλλά και προβληματίζει. Αυτό ξεκίνησε από τη Γαλλία και τον Ζαν Πατρίκ Μανσέτ ως απόηχος του Μάη του ’68 και οδήγησε στο λεγόμενο μεσογειακό αστυνομικό μυθιστόρημα, που εδώ που τα λέμε δεν έχει και πολλά στοιχεία από τον Πόε και τον Άρθουρ Κόναν Ντόιλ.