Αστυνομικής λογοτεχνίας εγκώμιον
"Τι καθιστά ένα αστυνομικό, αστυνομικό;" αναρωτιέται ο Γενς Γέσεν στο πρόσφατο λογοτεχνικό ένθετο της εφημ. Ζeit (4.11.), αφιερωμένο στην αστυνομική λογοτεχνία, κι αμέσως ο αναγνώστης καθηλώνεται σαν να διάβαζε την ίδια στιγμή ένα καλό αστυνομικό μυθιστόρημα. Αν το είδος αυτό, που οφείλει τη γένεσή του στους «Φόνους της οδού Μοργκ», του μάστορα «της φρίκης και του τρόμου», Ε. Α. Πόε, και έχει περάσει διά πυρός και σιδήρου (κυριολεκτικά, λόγω των φονικών εργαλείων) από τη λογοτεχνική κριτική, έχει ιδιαίτερες δυσκολίες στο να καθηλώσει τον αναγνώστη μέχρι να εξιχινιάσει το Κακό, άλλο τόσο δύσκολο καθίσταται για τη λογοτεχνική (και κατ’ επέκτασιν, κινηματογραφική) θεωρία να καθηλώσει επίσης τον αναγνώστη, ώστε να κατανοήσει σε βάθος το είδος και να εντοπίσει το Καλό, χωρίς να απολέσει την «απόλαυση του κειμένου», του λογοτεχνικού, αλλά και του κριτικού.
Κατ’ αρχάς, το είδος είναι το μόνο που διαθέτει αφ’ εαυτού τόσες υποδιαιρέσεις και υποκατηγορίες (αστυνομικές ιστορίες, ιστορίες με ντετέκτιβ, κατασκοπικό, θρίλερ, μυστήριο, νουάρ, πολάρ και νεοπολάρ -μία λέξη-, ρομάν πολισιέ, «σκληροτράχηλο», γκαγκστερικό, δικαστικό δράμα, πολιτικό, οικολογικό κ.ά.), που ακυρώνουν εξαρχής οποιοδήποτε ενδεχόμενο επιστροφής σε μία, ούτως ή άλλως παρωχημένη, συζήτηση περί «παραλογοτεχνίας». Αυτή η «ριζωματική ιδιότητα» το αποκαθιστά στα μάτια του κριτικού, αλλά και του αναγνώστη, ακόμα κι αν τα μικρά αριστουργήματα είναι τόσο σπάνια όσο τα «μαύρα διαμάντια σε κόκκινο βελούδο»
Δεν χρειάζεται να παραθέσει πλέον κανείς τα «μεγάλα ονόματα» του αστυνομικού, από τον Γκαμποριό στον Μανσέτ, και από την Κρίστι στη Χάισμιθ, ή τις «εθνικές σχολές» (αγγλοσαξονική, αμερικανική, γαλλική, ιταλική, ισπανόφωνη, σκανδιναβική) για να λειτουργήσει πειστικά προς αυτή την κατεύθυνση. Αρκεί να αναλογιστεί πόσοι λογοτέχνες έγραψαν «αστυνομικό» στην ευρύτερη έννοια: Φώκνερ, Ρομπ-Γκριγιέ, Χεμινγουέι, Ντίρενματ, Κέρτες, Βασιλικός, Κέστνερ, Λεμ, Ντέμπλιν, Πούσκιν, Χάντκε κ.ά., αλλά και πόσοι φιλόσοφοι ενέκυψαν στο είδος, από τον διεισδυτικό Κράκαουερ («Der Detektiv-roman») μέχρι τον αποδομητικό, αλλά Διαφωτιστικό συνάμα Ντελέζ («Η φιλοσοφία του noir»), για να πείσει κανείς και τον πλέον δύσπιστο περί του αντιθέτου.
Ο,τι όμως «κλείνει», διαδικαστικά, τον ατέρμονα διάλογο μεταξύ «φονταμενταλιστών» και «πραγματιστών» στο λογοτεχνικό - αναγνωστικό πεδίο, δεν είναι τόσο το γεγονός ότι οι εκδοτικοί οίκοι έχουν ήδη από τα μέσα του προηγούμενου αιώνα το «αστυνομικό» στο εκδοτικό τους πρόγραμμα, με προεξάρχουσα τη série noire της Gallimard, υπό τη διεύθυνση του Μαρσέλ Ντυαμέλ, όσο ότι η λογοτεχνία (belles letters) και το αστυνομικό - περιπετειώδες οφείλουν την ύπαρξή τους στην ίδια μήτρα της δημόσιας σφαίρας: στο «μυθιστόρημα σε συνέχειες» (Feuilletonroman), που δημοσιευόταν τακτικά στις μεγάλες ευρωπαϊκές και αμερικανικές εφημερίδες και, αργότερα, συνεχίστηκε στις φτηνές περιοδικές εκδόσεις, οι οποίες στον Μεσοπόλεμο στέγασαν την pulp fiction: δράση, γυναίκες, χρήμα με φόντο, συνήθως, τη μητρόπολη.
«Η λογοτεχνία είναι όπως η συνείδηση: φτάνει πάντοτε αργοπορημένη», σημειώνει ο Ντελέζ στο εγκώμιο για τη σειρά της Gallimard και τον Ντυαμέλ. Το ίδιο θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε και για το αστυνομικό. Που, κατά βάσιν, οφείλει την ύπαρξή του στην αργοπορημένη εμφάνιση της αστυνομίας.
Δημοσιεύτηκε στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 28/11/2010