Agatha Christie: "Έγκλημα στο Εξπρές Οριάν"
Agatha Christie
Έγκλημα στο εξπρές Οριάν
(ΛΥΧΝΑΡΙ - 2007)
Μετάφραση: Λουκάς Λοράνδος
Murder on the Orient Express (1934)
(στο κείμενο που ακολουθεί αναφέρεται η λύση του γρίφου της ιστορίας)
Εν πρώτοις, το όνομα: “HerculePoirot”.
Ή, σε καθόλου ελεύθερη μετάφραση: το “Ηράκλειο πράσο”. “Πράσο”, αφού, στα γαλλικά, το “poirot” μπορεί να μην σημαίνει τίποτε, αλλά, ακουστικά, προφέρεται/ακούγεται ακριβώς όπως το “poireau” (“πράσο”).
Η μεγάλη Αγγλίδα Κυρία θα μεγεθύνει συστηματικά την απόσταση ανάμεσα στην ταπεινή εικόνα του ήρωά της και στους φρενήρεις μαιάνδρους του μυαλού του.
Μήπως και η πρώτη εμφάνιση του δαιμόνιου Βέλγου (άλλο οξύμωρο, κατά τους Γάλλους...) στο “Έγκλημα στο εξπρές οριάν” δεν εμπίπτει στην πρόθεση παγίδευσης του αναγνώστη σε μιαν εικόνα απαξίωσης; “Σε μια πόρτα της κλινάμαξας στεκόταν ένας νεαρός Γάλλος υπολοχαγός, με ολοκαίνουργια στολή και συνομιλούσε με ένα ανθρωπάκο, που ολόκληρο σχεδόν το κεφάλι του ήταν τυλιγμένο σ’ ένα χοντρό κασκόλ. Φαινόντουσαν μόνο η άκρη μιας κατακόκκινης από το κρύο μύτης και οι αιχμές ενός μουστακιού” (σελ. 11). Και, αμέσως μετά, “...Ο κοντός ανθρωπάκος έβγαλε το καπέλο του. Τι παράξενο που ήταν το κεφάλι του! Έμοιαζε με αυγό! Παρά την ταλαιπωρία της, η Μαίρη Ντέμπενχαμ, δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί και χαμογέλασε. Ένας γελοίος μικροκαμωμένος ανθρωπάκος. Ήταν από εκείνους, που δεν μπορούσε να τους πάρει κανείς στα σοβαρά” (σελ. 14) (1).
Το εξώφυλλο της πρώτης Αγγλικής έκδοσης - 04.01.1934 / 256 σελίδες
Να, ένα ενδιαφέρον σημείο: Αστυνομικοί και ντετέκτιβς, στην παγκόσμια Αστυνομική Λογοτεχνία, κατά κανόνα έως ανεξαίρετα, πουθενά και ποτέ δεν παρουσιάζονται “γελοίοι”. Σύμφωνοι, μπορεί να είναι κατατονικοί, αλκοολικοί, αποσυνάγωγοι, καμιά φορά βίαιοι όσο δεν πάει, ή άθλιοι οικογενειάρχες, αλλά ποτέ -και αυτό σύμφωνα με την όποια “σχολή” Αστυνομικής Λογοτεχνίας- “γελοίοι”.
Έχουμε λοιπόν αυτήν την πολύπλοκη ιστορία της Agatha Christie με ήρωα τον κύριο Ηρακλή Πουαρό, τον ιδιοφυή Βέλγο ο οποίος μιλάει τα άκαμπτα γαλλικά σχολικού εγχειριδίου. Χρησιμοποιώντας καταλλήλως τα «μικρά φαιά κύτταρά του», ο κύριος Πουαρό αποφασίζει ότι αφού κανείς σ’ ένα συγκεκριμένο βαγκόν-λι δεν θα μπορούσε να έχει κάνει τον φόνο μόνος του, τότε τον έκαναν όλοι μαζί, σπάζοντας τη διαδικασία σε απλές ενέργειες, όπως όταν μοντάρει κανείς το χτυπητήρι για τα αυγά. Κάτι τέτοια βιβλία είναι σίγουρο ότι θα εντυπωσιάσουν ακόμα και τα εξυπνότερα μυαλά. Μόνο ένας χαζός θα μπορούσε να μαντέψει τη λύση (2).
Η ιστορία είναι γνωστή στους περισσότερους, αναγνώστες ή σινεφίλ (3):
Στη διάρκεια μιας τρομακτικής χιονοθύελλας το εξπρές οριάν ακινητοποιείται, αμέσως μετά τη στάση του σε έναν επαρχιακό σερβικό σιδηροδρομικό σταθμό. Όλα μοιάζουν νεκρά και, περισσότερο από όλα, ένας ασυμπαθής Αμερικανός, ονόματι Σάμιουελ Ράτσετ, που θα ανακαλυφθεί στο διαμέρισμά του, θύμα ενός εγχειριδίου και δώδεκα χτυπημάτων.
Whodunit(4),λοιπόν;
Και ο Πουαρό, το απόλυτο δεξί πόδι στο απόλυτο δεξί παπούτσι, θα αναλάβει την υπόθεση με τη βοήθεια του κυρίου Μπουκ, επίσης Βέλγου και Δ/ντή της Διεθνούς Εταιρείας Σιδηροδρόμων, και του “ήσυχου Έλληνα γιατρού” Κωνσταντίνου, χαρακτήρων-βατήρων της ιστορίας και της Christie, αφού θα βοηθούν τον Πουαρό στη διαμόρφωση των συλλογισμών του.
Και, βέβαια, θα ξεκινήσει την ανάκριση, πιο σωστά, τη συζήτηση, με τους επιβάτες της κλινάμαξας, αυτούς που ξεκίνησαν μαζί του το ταξίδι από την Κωνσταντινούπολη. Αφού πρώτα καταφέρει να εξιχνιάσει το πραγματικό όνομα του νεκρού: Κασσέτι (5)· απαγωγέως της μικρής Νταίζη Άρμστρονγκ, χρόνια πριν, στην Αμερική.
Η Christie χειρίζεται έξοχα την επαφή του Πουαρό με τους επιβάτες-επιτομή του ετερογενούς, αν όχι του ετερόκλητου, σε όρους καταγωγής, κοινωνικής τάξης και ηλικίας. Με δεδομένη τη γνωστοποίηση της πραγματικής ταυτότητας του θύματος σε όλους τους επιβάτες, και -βέβαια- τη συνακόλουθη “έκπληξή” τους, η σειρά των συζητήσεων και τα βασικά τους σημεία/συμπεράσματα (σελ. 85-174) μπορούν να παρουσιαστούν, ως εξής:
[Τρεις ενότητες: Πρώτη ενότητα, τα πρόσωπα, κατά σειρά προσέλευσης στη συζήτηση-ανάκριση, με τον Πουαρό (ο AlbertFinney, στην ταινία) /Δεύτερη ενότητα, η συμπεριφορά του Πουαρό, κατά περίπτωση / Τρίτη ενότητα, κύρια (προσωρινά) συμπεράσματα, κατά περίπτωση]
- Πιερ Μισέλ, ο Γάλλος συνοδός του τρένου (Jean-PierreCassel) / Ευγενική, προσηνής, σχεδόν φιλική / Μοιάζει να επαληθεύεται η αρχική άποψη (σελ. 57) ότι ο δολοφόνος, παρέμεινε στο τρένο, μετά τον φόνο.
- Έκτωρ Μακ Κουήν, ο Αμερικανός γραμματέας του Ράτσετ (AnthonyPerkins) / Τυπική, με έμφαση στις λεπτομέρειες / Παρότι ο Μακ Κουήν παραμένει μεταξύ των υπόπτων, δεν φαίνεται να ανατρέπεται η αρχική άποψη του Πουαρό, ότι το να καταφέρει ο Αμερικανός δώδεκα ή δέκα τέσσερις μαχαιριές στο θύμα του, “δεν θα συμβιβαζόταν με την ψυχολογία του”. Σύμπτωση το ότι ο πατέρας του Μακ Κουήν ήταν ο εισαγγελέας στην υπόθεση της απαγωγής της Μαίρης Άρμστρονγκ;
- Έντουαρντ Μάστερμαν, ο Άγγλος υπηρέτης του Ράτσετ (JohnGielgud) / Τυπική, εστιάζοντας στην ιδιότητα του ερωτώμενου / Αν μη τι άλλο, προσφέρει ακλόνητο άλλοθι στον συγκάτοικό του Ιταλό, βεβαιώνοντας ότι, όπως και ο ίδιος, δεν εγκατέλειψε το διαμέρισμά του, κατά τη διάρκεια της νύχτας.
- Η κυρία Χάμπαρντ, η εκκεντρική Αμερικανίδα (LaurenBacall) / Ευγενική και ανεκτική, απέναντι στις ιδιορρυθμίες της Αμερικανίδας· ο Πουαρό ρισκάρει να τον θεωρήσει κουτό / Το κουμπί της στολής του σιδηροδρομικού που θα βγάλει από την τσάντα της η Αμερικανίδα, θα συμβάλει στο παζλ. Ερώτημα-εμμονή του Πουαρό, σχετικά με το κλείδωμα της πόρτας που ενώνει το διαμέρισμά της, με αυτό του θύματος. Η Χάμπαρντ υπογραμμίζει ότι η Σουηδή-επισκέπτρια στο διαμέρισμά της την είχε βεβαιώσει ότι η πόρτα ήταν κλειδωμένη.
- Γκρέτα Όλσον, η Σουηδή ιεραπόστολος και νοσοκόμα (IngridBergman) / Τυπική. Μία συζήτηση που, απλά, έπρεπε να γίνει / Το κυριότερο, προσφέρει άλλοθι στη συγκάτοικό της Μαίρη Ντέμπενχαμ, ότι δεν εγκατέλειψε το διαμέρισμά τους, τη νύχτα του φόνου. Επιβεβαιώνει ότι η ενδιάμεση πόρτα Ράτσετ-Χάμπαρντ ήταν κλειδωμένη.
- Ναταλία Ντραγκομίρωφ, η πριγκίπισσα (WendyHiller) / Στο πνεύμα της “grandedame”. Όμως, ο Πουαρό φαίνεται να επιμένει στις λεπτομέρειες / Αναφορά στις φιλικές σχέσεις της πριγκίπισσας με την οικογένεια Άρμστρονγκ. Απαντά με εξαιρετική ασάφεια, στην ερώτηση του Πουαρό, τη σχετική με την τύχη της νεότερης κόρης των Άρμστρονγκ.
- Το ζεύγος των ευγενών (Αντρένυϊ) (JacquelineBissetκαι MichaelYork) / Εξαιρετικά προσεκτική προσέγγιση, δεδομένης της διπλωματικής ιδιότητας και του ευερέθιστου του κόμη / Ο Πουαρό εστιάζει στον σκουρόχρωμο λεκέ του διαβατηρίου της Ελένα Αντρένυϊ. Μηδενική η συμβολή του ζεύγους, στον προβληματισμό: “δύο άνθρωποι που δεν είδαν και δεν άκουσαν τίποτα απολύτως”.
- Ο συνταγματάρχης Άρμπουθνοτ (SeanConnery) / Αξιόλογη ισορροπία, ανάμεσα στην εκμυστήρευση και στη σύγκρουση /O συνταγματάρχης αρνείται ότι γνωρίζει τον Άρμστρονγκ, ενώ φαίνεται διατεθειμένος να στηρίξει τη Μαίρη Ντέμπενχαμ, πάση θυσία. Ο
- Πουαρό συμπεραίνει: “Είναι αδύνατον, εντελώς αδύνατον, ένας τόσο έντιμος, λίγο χαζούλης Άγγλος να μαχαιρώσει, δώδεκα φορές μάλιστα, έναν εχθρό του! ....Είναι αδύνατο να έγινε τέτοιο πράγμα”.
- Σάιρους Χάρντμαν, ο Αμερικανός ντετέκτιβ (ColinBlakely) / Γρήγορη και ουσιώδης συζήτηση μεταξύ “συναδέλφων”. Όχι ότι ο Πουαρό δεν συντηρεί τις επιφυλάξεις του / Αναφορά του Χάρντμαν στον Μακ Κουήν. Τον είχε δει “πολλές φορές στο γραφείο του πατέρα του (εισαγγελέα) στη Νέα Υόρκη”. Ο Χάρντμαν αποκαλύπτει ότι ο Ράτσετ του είχε περιγράψει αυτόν που τον απειλούσε, “ένας κοντός ανθρωπάκος, μελαχρινός, με φωνή που έμοιαζε γυναικεία”. Στην ερώτηση του κυρίου Μπουκ, αν πιστεύει ότι ο Χάρντμαν “λέει την αλήθεια”, ο Πουαρό απαντά, “Ναι”.
- Αντόνιο Φοσκαρέλλι, ο Αμερικανός πωλητής αυτοκινήτων (DenisQuilley) / Ο επεμβατικός Πουαρό, απέναντι στον λαλίστατο Ιταλό /Ο Πουαρό “αθωώνει” τον Ιταλό, με βάση τον συλλογισμό “Δεν είναι απ’ τα εγκλήματα που... πώς να σας εκφράσω... που θα διέπραττε ένας θερμόαιμος Λατίνος. Δείχνει καθαρό μυαλό, ψυχρό και υπολογιστικό. Ο δράστης πρέπει ν’ ανήκει, κατά τη γνώμη μου, στην αγγλοσαξονική φυλή”.
- Μαίρη Ντέμπενχαμ, η Αγγλίδα γκουβερνάντα (VanessaRedgrave) / Ένας περίεργα(;) συγκρουσιακός Πουαρό, απέναντι στη νεαρή Αγγλίδα που φαίνεται να ξέρει και να κρύβει πολλά / Επιβεβαίωση από την Ντέμπενχαμ για την ύπαρξη της γυναίκας με το κόκκινο κιμονό. Ο Πουαρό θα μονολογήσει, “Δεν μπορώ να καταλάβω... Δε βγαίνει κανένα νόημα”. Και θα εμπιστευθεί στον Μπουκ, “Δεν τη θεωρώ ικανή να φτάσει στο σημείο να μαχαιρώσει έναν άνθρωπο. Θα προτιμούσε να καταφύγει στα δικαστήρια”. Όμως η σύγκρουση με την Ντέμπενχαμ δεν θα αποφευχθεί (σελ. 192-196).
- Χίλντεγκαρντ Σμιντ, η Γερμανίδα καμαριέρα της πριγκίπισσας Ντραγκομίρωφ (RachelRoberts) / Επιφανειακά τυπική, που, όμως, προσφέρει ένα καινούριο, όσο και σημαντικό στοιχείο / Η Σμιντ επανέρχεται στο θέμα του κοντού, μελαχρινού και με μουστάκι συνοδού. Και με φωνή που έμοιαζε γυναικεία. Το απόλυτο μπέρδεμα.
Το απόλυτο μπέρδεμα, πράγματι.
Υπάρχουν τουλάχιστον τρία βασικά σημεία που παραμένουν αναπάντητα. Η ακριβής ώρα του φόνου, η ταυτότητα της κυρίας με το κόκκινο κιμονό και αυτή του μελαχρινού συνοδού με το μουστάκι:
- Το σπασμένο ρολόι στην τσέπη του θύματος έδειχνε μία και τέταρτο. Έτσι ήταν; Ή, ο δολοφόνος (ή, οι δολοφόνοι) είχε (είχαν) μετακινήσει τους δείκτες, για να δημιουργηθεί άλλοθι;
- Σχετικά με την κάτοχο του κόκκινου κιμονό, ο κύριος Μπουκ θα είναι σαφής: “Ομολογούμε ότι δεν μπορούμε να λύσουμε το μυστήριο του κόκκινου κιμονό” (σελ. 213).
- Όσο για τον κοντό, μελαχρινό συνοδό, με το μουστάκι και την ψιλή φωνή, δεν θα μπορούσε παρά να ήταν αυτός που έχασε το κουμπί της στολής του στο διαμέρισμα του θύματος. Στολή για την οποία ο δια της εις άτοπον απαγωγής συλλογισμός (δεν χωρούσε ο καθένας στη στολή που βρέθηκε) ανέδειξε τέσσερις υποψήφιους, την πριγκίπισσα Ντραγκομίρωφ, την Μαίρη Ντέμπενχαμ, τον υπηρέτη Έντουαρντ Μάστερμαν και την κόμισσα Αντρένυϊ. Οι τρεις πρώτοι είχαν ακλόνητο άλλοθι, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των συνταξιδιωτών τους, ενώ η κόμισσα -και κατά την κατηγορηματική διαβεβαίωση του συζύγου της- είχε πάρει υπνωτικά χάπια τη βραδιά του φόνου.
Τρία, λοιπόν βασικά σημεία, επί πλέον του ακριβού γυναικείου μαντηλιού και του καθαριστικού της πίπας· ευρημάτων που, μαζί με το κουμπί της στολής του άγνωστου συνοδού, οι Πουαρό & Co ανακάλυψαν στο βαγόνι του νεκρού και των οποίων η κυριότητα παραμένει στον αέρα:
- Για το μαντήλι ερίζουν τέσσερις, η κυρία Χάμπαρντ, η Μαίρη Ντέμπενχαμ και η Χίλντεγκαρντ Σμιντ, των οποίων τα ονόματα, πρώτο ή δεύτερο, αρχίζουν από το “Χ”, κεντημένο σε μια γωνία του μαντηλιού. Στις υπόπτους που προαναφέρθηκαν, να προστεθεί η νεαρή κόμισσα Έλενα Αντρένυϊ, ή, πιο σωστά, η Χέλενα Αντρένυϊ, αφού το αρχικό “X” είχε καλυφθεί από τον λεκέ στο διαβατήριό της...
- Για το καθαριστικό της πίπας, πρώτος ο Πουαρό θα επιμείνει ότι πρόκειται για παραπλανητικό εύρημα, που αποβλέπει στην εμπλοκή του συνταγματάρχη Άρμπουθνοτ, μόνου καπνιστή πίπας, στο βαγόνι.
Υπάρχει και ένα άλλο σημείο, που ο αναγνώστης αρχίζει να υποψιάζεται και που η καλή Christie θα αποκαλύψει στη σελίδα 264. Να δανειστούμε τα λόγια του Πουαρό: “Μου έκανε καταπληκτική εντύπωση το γεγονός ότι συνάντησα εξαιρετική δυσκολία να εντοπίσω κάποια κατηγορία για οποιονδήποτε στο τρένο. Ακόμα, κάθε φορά που υποπτευόμουν κάποιον, βρισκόταν κάποιος άλλος, άσχετος φαινομενικά, να του προμηθεύσει άλλοθι”. Αυτό ήταν ένα εξαιρετικά σημαντικό ερώτημα. Γιατί όσο δυσκολότερο ήταν να απαντηθεί, τόσο πιεστικότερα οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι την πιθανότερη εκδοχή αποτελούσε μία άψογα σκηνοθετημένη συλλογική απόπειρα.
Η Christie έχει την άποψή της, όπως και ο αναγνώστης, τη δική του.
Υπάρχει ένα στοιχείο που, παρά το αναμφισβήτητο βάρος του, χειραγωγείται συστηματικά από την Christie. Στο τρένο των φαινομενικά ασχέτων μεταξύ τους επιβατών, δολοφονείται ο φερόμενος σαν υποκινητής μιας παλιάς απαγωγής με τραγική κατάληξη και συνέπειες. Ήδη, από τα πρώτα στάδια της έρευνας, αποκαλύπτεται ότι, εκεί, στην άκρη του κόσμου, στον ίδιο συρμό, συνταξιδεύουν με το θύμα τουλάχιστον δύο επιβάτες (ο Έκτωρ Μακ Κουήν, γραμματέας του Ράτσετ/Κασσέτι, και η πριγκίπισσα Ντραγκομίρωφ) που γνώριζαν εξαιρετικά καλά, είτε την υπόθεση της απαγωγής (ο Μακ Κουήν), είτε την οικογένεια Άρμστρονγκ (η Ντραγκομίρωφ). Υπάρχουν ακόμα άλλοι τρεις (ο Χάρντμαν, ο συνταγματάρχης Άρμπουθνοτ και η κυρία Χάμπαρντ), που θα μπορούσαν να γνώριζαν, την υπόθεση της απαγωγής, ο πρώτος, τον πατέρα της απαχθείσας, ο δεύτερος και την οικογένεια Άρμστρονγκ, η τρίτη. Θα το επαναλάβουμε: Όλοι αυτοί, εκεί, στην άκρη του κόσμου, στον ίδιο συρμό, στο ίδιο βαγόνι. Αυτή η -στατιστικά- εξόφθαλμα απαράδεκτη συγκυρία δεν θα έπρεπε να επιβάλει στον Πουαρό να ψάξει εξονυχιστικά προς αυτήν την κατεύθυνση και όχι να περιορίζεται, απλά, στο να ερωτά τους ανακρινόμενους, αν έχουν πάει ποτέ στην Αμερική, ή αν γνώριζαν την οικογένεια Άρμστρονγκ; Και, ίσως το σημαντικότερο: Μετά τη συμπλήρωση των επαφών του με τους επιβάτες της κλινάμαξας, ο Πουαρό γράφει ένα aide mémoire δέκα “θεμάτων προς εξήγηση” (σελ. 211), το οποίο και υποβάλλει προς συζήτηση στους δύο βατήρες των συλλογισμών του, τον κύριο Μπουκ και τον γιατρό Κωνσταντίνου. Το σημείωμα εστιάζει στο ανεξήγητο της παρουσίας της γυναίκας με το κιμονό, όπως και του μελαχρινού συνοδού με τη λεπτή φωνή και στην ακριβή ώρα τέλεσης του εγκλήματος. Κανένα από τα δέκα σημεία δεν αναφέρεται στη σκανδαλώδη σύμπτωση της “παρουσίας” αρκετών επιβατών, στην υπόθεση Άρμστρονγκ! Σεβαστή η χαρισματική πλοκή που εξαντλεί το στοιχείο “whodunit”, αλλά, εδώ, όσο βλάσφημο και αν ακούγεται, έχω την εντύπωση ότι η Christie “εκβιάζει” ελαφρώς τη λογική.
Και η μεγάλη Αγγλίδα θα βγάλει τον άσο από το συγγραφικό της μανίκι, με καθυστέρηση, μόλις στη σελίδα 264: “...Τότε μόνο κατάλαβα τι συνέβαινε, αγαπητοί μου. Όλοι ήταν αναμεμειγμένοι στην υπόθεση. Γιατί ήταν απίθανο να ταξιδεύουν με το ίδιο τρένο τόσοι άνθρωποι σχετιζόμενοι με την υπόθεση Άρμστρονγκ. Δεν μπορεί να ήταν σύμπτωση. Ήταν όλα προσχεδιασμένα”.
Χρειάστηκαν όλοι αυτοί οι συλλογιστικοί μαίανδροι, για να αποκαλυφθεί το προφανές;
Τα “φαιά κύτταρά” του, λοιπόν, θα οδηγήσουν τον Πουαρό στη λύση και οι δώδεκα χρήστες του εγχειριδίου θα αποκαλυφθούν. Στην όσο δεν πάει καρτεσιανή λογική του πανέξυπνου Βέλγου, η κυρία Χάμπαρντ, στον τελευταίο ρόλο της καριέρας της σαν μεγάλης τραγωδού, θα εξηγήσει τα πώς και τα γιατί της απόπειρας των δώδεκα “ενόρκων-εκδικητών” (σελ. 270-272) και η Christie θα συγκρατήσει το ξέσπασμα της γηραιάς κυρίας στο σωστό και ακριβές επίπεδο του Αγγλοσαξονικού μελό, δηλαδή του καθόλου μελό.
Και οι ένοχοι θα διαφύγουν τη δίωξη, με τη συνέργεια του Πουαρό.
Για το κλασικό “whodunit”, η αποκάλυψη της ενοχής συναιρείται, αν όχι με την καταδίκη, τουλάχιστον με τη σύλληψη. Οι εξαιρέσεις θεωρήθηκαν τουλάχιστον εικονοκλαστικές. Στην Highsmith, για παράδειγμα -που δεν είναι το πλέον κατάλληλο παράδειγμα, αφού, στην περίπτωσή της, δεν έχουμε την κλασική σχολή του “whodunit”- ο Ρίπλεϋ θα συνεχίσει να δρα, ατιμώρητος, αφού, κατά την Highsmith, κανέναν δεν ενδιαφέρει η απόδοση δικαιοσύνης.
Στο “Έγκλημα στο εξπρές οριάν”, όμως;
Συγχωρείται η απόκλιση;
Συγχωρείται· αν δεν επιβάλλεται:
“Αποφασίσαμε, λοιπόν, όλοι μας, ..... πως η θανατική ποινή που τόσο φτηνά την είχε γλιτώσει ο Κασσέτι, έπρεπε να εκτελεστεί”, θα ομολογήσει η κυρία Χάμπαρντ, κατά κόσμον Λίντα Άρντεν, η μεγάλη τραγωδός· για να συνεχίσει: “Δεν το έκανα μόνο επειδή ήταν αίτιος του θανάτου της κόρης μου, της εγγονής μου και της άλλης κοπέλας. Είχε στην ανύπαρκτη συνείδησή του κι άλλες απαγωγές πριν από τη Νταίζη και μπορεί να ακολουθούσαν κι άλλα” (σελ 270 και 272).
Στη διαστροφική ιδιοφυΐα του Ρίπλεϋ, η Christie θα αντιπαραθέσει τη δολοφονία-σταυροφορία!
Μια ιστορία με τον Πουαρό αναμφίβολα προεξάρχοντα, που θα επέβαλλε στους Γάλλους να αναθεωρήσουν τον όρο “histoireBelge”…
Ιστορία, πάντως, η οποία, μεταξύ άλλων, καταφέρνει, χάρη και στη γοητεία που εκλύει η Christie, να αντιπαρέρχεται την επουσιώδη (ή, την ουσιώδη;) ένσταση, τη σχετική με το ποιες θα ήσαν οι πιθανότητες, να συμπέσουν, οι εμπνευστές και δράστες του “τέλειου” ομαδικού εγκλήματος, με τον ικανότερο ιδιωτικό ντετέκτιβ επί προσώπου γης, στο ίδιο δρομολόγιο τρένου, ανάμεσα στα χιλιάδες δρομολόγια, των χιλιάδων τρένων;
Αλλά, επί τέλους, έλεος με την υπερανάλυση. Ακόμα και η αποφλοίωση της μαγείας, έχει τα όριά της.
Δύο ακόμη σημεία, που νομίζω ότι πρέπει να αναφερθούν:
Το πρώτο, έχει να κάνει με το εξαιρετικής ποιότητας υποδόριο χιούμορ, κάποιες θέσεις σχετικά ακραίες, αλλά και τον αυτοσαρκασμό της Christie, στοιχεία που, επί πλέον, προσφέρονται σε σοφές δόσεις:
- “...Ο Πουαρό που είχε μάθει πια τη νοοτροπία των Άγγλων, μάντεψε πως ο συνταγματάρχης είχε πει μέσα του: «Κι άλλος διαβολεμένος ξένος»” (σελ. 17).
- Η κυρία Χάμπαρντ αναφερόμενη στη Γκρέτα Όλσον, “Είναι Σουηδέζα, ξέρετε, η καημένη” (σελ. 41). Στο πρωτότυπο, “Poorcreature, she’saSwede”.
- Και πάλι η κυρία Χάμπαρντ, που μόλις την πληροφόρησαν ότι βρίσκονταν σταματημένοι, κάπου στη Γιουγκοσλαβία:“Ω! σ’ αυτά τα Βαλκάνια, πρόσθεσε η Αμερικάνα. Τι περιμένετε!” (σελ. 49).
- Ο Πουαρό συνομιλεί με τον Μακ Κουήν: “-Πιθανόν να έχετε ακούσει το όνομά μου, εξακολούθησε ο Πουαρό. -Ναι, μου φαίνεται σα γνωστό. Νόμιζα όμως, ότι ο Πουαρό ήταν ένας γνωστός κομμωτής... Ο Ηρακλής Πουαρό τον κοίταξε με απέχθεια.-Απίστευτο, ψιθύρισε” (σελ. 60).
- Ο κύριος Μπουκ, αποτεινόμενος στον Πουαρό και αναφερόμενος στον Φοσκαρέλλι: “Θα ξέρετε, βέβαια, ότι οι Ιταλοί είναι άσσοι στο χειρισμό του μαχαιριού! Είναι επίσης μεγάλοι ψεύτες. Δε μου αρέσουν καθόλου” (σελ. 151).
- “Δεν ξέρετε πόσο μ’ αρέσει να βλέπω τους Άγγλους να θυμώνουν, έκανε ο Πουαρό. Είναι τόσο διασκεδαστικοί. Όσο πιο θυμωμένοι είναι, τόσο λιγότερο επιβάλλονται στον εαυτό τους και τη γλώσσα τους” (σελ. 247).
- Ο Μάστερμαν, ο υπηρέτης, αναφερόμενος στον Φοσκαρέλλι: “...Επειδή δεν είναι Άγγλος, δε θα πει ότι μπορεί να είναι κακός άνθρωπος” (σελ. 253).
Το δεύτερο σημείο αναφέρεται στη μετάφραση. Μένω με την εντύπωση ότι είναι υπερβολικά χαλαρή. Και έχει λάθη:
- (Σελ. 65): “...ότι αυτός ο συγκρατημένος Μακ Κουήν θα μπορούσε να χάσει την ψυχραιμία του και να καταφέρει δέκα τέσσερις μαχαιριές στο θύμα του”. Στο πρωτότυπο: “... this sober, long-headed MacQueen losing his head and stabbing his victim twelve or fourteen times”.
- (Σελ. 130): “-Ανήκετε στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών;”. Στο πρωτότυπο: “-You belong to the League of Nations?”. Πρόκειται για την Κοινωνία των Εθνών, που ιδρύθηκε το 1919. Και δεν θα μπορούσε να αναφέρεται στον ΟΗΕ, που ιδρύθηκε το 1945 (το βιβλίο εκδόθηκε το 1934).
- Ορισμένοι τίτλοι Κεφαλαίων αλλάζουν σημαντικά:
(Σελ. 78): “Η απαγωγή”. Στο πρωτότυπο: “The Armstrong kidnapping case”.
(Σελ. 235): “Ένα μικρό τέχνασμα!” Στο πρωτότυπο: “The Christian Name of Princess Dragomiroff”.
(Σελ. 244): “Το μυστικό της δεσποινίδας Ντέμπενχαμ”. Στο πρωτότυπο: “The Identity of Mary Debenham”.
(Σελ. 256): “Ο Πουαρό θριαμβεύει!” Στο πρωτότυπο: “Poirot Propounds (προτείνει) Two Solutions”.
Διερωτώμαι αν αλλαγές αυτής της κλίμακας συνιστούν πρακτική στη Μετάφραση και, εάν ναι, πού βρίσκεται το όριο.
Σκέφτηκα να μην παραθέσω στο τέλος των Σημειώσεων ένα απόσπασμα από το βιβλίο, όπως αυτό συνηθίζεται. Θα (μου) ήταν δύσκολο να το απομονώσω.
Εδώ, έχουμε να κάνουμε με κάτι ειδικό.
Το κείμενο της Christie δεν νομίζω ότι προσέβλεψε σε κάποια ιδιαίτερη λογοτεχνική δάφνη. Η τοπιογραφία πρακτικά απουσιάζει, οι διάλογοι έχουν τη γοητεία κινήσεων σκακιού και η διαδοχή των εικόνων (μου) θυμίζει τον ήχο αποστολής τέλεξ.
Ακόμα και αν αναζητούσαμε το πολυβασανισμένο στοιχείο της “ατμόσφαιρας”, αυτό μοιάζει να απουσιάζει σε μάλλον σημαντικό βαθμό, παρά το σκηνικό της κλινάμαξας, τις ενδυματολογικές ιδιαιτερότητες των πρωταγωνιστών και το εξεζητημένο των φραστικών σχημάτων. Ίσως, η βάσει σχεδιαγράμματος κίνηση σε χώρο ασφυκτικά περίκλειστο, καθώς και η διάχυτη πολυφωνία, έως κακοφωνία, εθνικοτήτων και συμπεριφορών, να είναι ο υπόλογος.
Όμως, είμαι υποχρεωμένος να δεχθώ ότι, για πολλούς, μάλλον τους περισσότερους, είναι αυτά ακριβώς τα στοιχεία που συνιστούν και συμβάλλουν στην “ατμόσφαιρα” του βιβλίου.
Ή, μιλώντας για την ιστορία του φόνου στο εξπρές οριάν και για να στρίψουμε την πλάτη στους υπεραναλυτικούς της παρέας, απλά, αφεθείτε στη μαγεία της Christie.
Αθήνα, Ιανουάριος 2013
(Κριτικές Σημειώσεις, με την ευκαιρία της 69ης Συνάντησης της Λέσχης Αστυνομικής Λογοτεχνίας του ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, της 31.01.2013)
---------------------------------------------------------------------------------------
(1) Αποτολμώντας ένα τεράστιο -και κατ’ αυτό ριψοκίνδυνο- άλμα, μήπως και ο Μπέκας του Μαρή δεν προσπαθεί να παγιδέψει τον απέναντί του, μέσω της απελπιστικά κοινότοπης εμφάνισής του;
(2) Δεν έβαλα εισαγωγικά στην παράγραφο, για να σας επιτρέψω τη σκέψη «μα τι γράφει, αυτός;». Αυτός, λοιπόν, σας λέει ότι η παράγραφος αναπαράγει το σχετικό κείμενο του Raymond Chandler, από το δοκίμιό του “Η απλή τέχνη του φόνου” (εκδόσεις Λυχνάρι, μετάφραση Χίλντας Παπαδημητρίου σελ. 20). Σημειώνετε ότι ο Chandler δεν προτείνει τα πιο πάνω, επηρεασμένος από κάποια καινοφανή λογοτεχνική σχολή, αφού αυτά γράφτηκαν το 1934 (έτος πρώτης έκδοσης του “Έγκλημα στο εξπρές οριάν”, όπως εξάλλου και του “Η απλή τέχνη του φόνου”).
(3) Η αφίσα από το ομώνυμο έργο, σκηνοθεσίας Sidney Lumet (1974). Χτυπήστε στο Google: “Murder on the Orient Express (1974 film)”, και μπείτε στο σχετικό site Wikipedia. Όπου και η αναφορά των χαρακτήρων και του εξαιρετικού cast της ταινίας.
(4) Συντομογραφία του "Who [has] done it?". Τη σχολή ‘whodunit”, που συμπίπτει με τη χρυσή εποχή (1920-1950) της “detective fiction” (της “Αστυνομικής Λογοτεχνίας”, σε καταχρηστική μετάφραση) ανέδειξαν συγγραφείς, Βρετανοί κατά κανόνα, όπως η Agatha Christie, ο G. K. Chesterton και η Dorothy L. Sayers, αλλά και οι Αμερικανοί S. S. Van Dine, John Dickson Carr και Ellery Queen. Τη συντηρητική/συμβατική γραφή του whodunit διαδέχτηκε το Αμερικανικό hard-boiled -κύρια- των Dashiell Hammett, Raymond Chandler και Mickey Spillane, όπου η βία, το αστικό σκηνικό (έναντι της κλασικής Αγγλικής τοπιογραφίας του βρετανοτραφούς whodunit) και το λιγότερα περίτεχνο της γραφής, αποτελούν τους άξονες αναφοράς του είδους. Όπως θα γράψει ο R. Chandler στο “Thesimpleartofmurder”: “Ο Χάμετ έδωσε τον φόνο πίσω στους ανθρώπους που τον διαπράττουν επειδή έχουν κάποιο λόγο, κι όχι για να προσφέρουν ένα πτώμα στην αφήγηση· και τον διαπράττουν με τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους, όχι με χειροποίητα πιστόλια μονομαχίας, δηλητήριο κουράρε και τροπικά ψάρια. Περιέγραψε αυτούς τους ανθρώπους όπως ήταν, και τους έβαλε να μιλούν και να σκέφτονται στη γλώσσα που χρησιμοποιούν συνήθως για τέτοιους σκοπούς” (ό.π. σελ. 28).
(5) Η συναίρεση με την υπόθεση Άρμστρονγκ γίνεται χάρη στην όχι απόλυτα πειστική (και δεν είναι θέμα μετάφρασης) “αναζωογόνηση” ενός ελάχιστου κομματιού μισοκαμένου χαρτιού (σελ. 75)· στο πρωτότυπο κείμενο, το αίσιο αποτέλεσμα της σχετικής απόπειρας του Πουαρό φαντάζει το ίδιο απίθανο.