Georges Simenon: "Ο Γάτος"
Σκεπτόμουν τις προάλλες, πως, αν επιθυμούσε κάποιος να εξοντώσει τον Simenon-συγγραφέα, θα έπρεπε να τον είχε εγκαταστήσει σε ένα Ελληνικό νησί. Καλοκαίρι, κατά προτίμηση.
Θα εισήγαγε, έτσι, μία καινοτόμο ασθένεια (όσο και θανατηφόρο, για τον μεγάλο Βέλγο) που θα άκουγε στο όνομα “υπερφωτισμός”.
Αλλά, ας το αφήσουμε αυτό για αργότερα και ας καταπιαστούμε με την ένσταση (που τη βλέπω να έρχεται):
Τι δουλειά έχει “Ο γάτος”, σε μία Λέσχη Ανάγνωσης Αστυνομικής Λογοτεχνίας; Πού είναι το έγκλημα, πού είναι η δίωξη, η ομολογία, η τιμωρία; Πού είναι το κίνητρο; (1)
Πώς απαντάει κανείς;
Δηλαδή, η δηλητηρίαση δεν συνιστά δολοφονία; Ενός γάτου, εν προκειμένω;
Ο θανάσιμος ακρωτηριασμός δεν συνιστά δολοφονία; Ενός παπαγάλου, έστω;
Και δεν συνιστά επαρκή τιμωρία, η συνεχιζόμενη συγκατοίκηση με τον δολοφόνο;
Θα μου πείτε, εδώ έχουμε την τιμωρία του κυρίου και της κυρίας των θυμάτων. Ναι, αλλά όταν οι δολοφόνοι, ο κύριος και η κυρία, λειτουργούν χιαστί; Όταν θύματα, αλλά και θύτες, είναι οι ίδιοι;
Και έπειτα, το κίνητρο:
Δεν συνιστά επαρκές κίνητρο δολοφονίας η εισβολή ενός κεραμιδόγατου, του Ζοζέφ, στην κατοικία και τη ζωή της Μαργκερίτ Ντουάζ, γόνου μπισκοτοποιίας σε απόσβεση, ειδικά όταν “...αυτός ο γάτος δεν γουργούριζε ακριβώς όπως όλες οι γάτες· επρόκειτο μάλλον για ροχαλητό και μάλιστα ανθρώπου που τα είχε πιει” (σελ. 21) και όταν “...της ενέπνεε ένα τρόμο σχεδόν δεισιδαιμονικό” (σελ. 49), αλλά και ειδικότερα όταν ο Εμίλ Μπουέν, ο κύριος του γάτου και σύζυγος της Μαργκερίτ (με αυτήν τη σειρά, ως εάν χρειαζόταν να τονισθεί) “...ήταν το αρσενικό, το κτήνος που δεν σκέφτεται παρά τις προσωπικές του απολαύσεις” κι όταν η Μαργκερίτ “...είχε ήδη υποστεί το βαρύ του περπάτημα, τον τρόπο που περιφερόταν μες στο σπίτι όπου κάποτε βασίλευαν η διακριτικότητα και η λεπτότητα. Ήταν αδύνατο να συνηθίσει τα πούρα του, τα οποία στην αρχή έβγαινε και τα κάπνιζε στην εξώπορτα” (σελ. 48);
Αλλά και από τη μεριά του Εμίλ, με τον παπαγάλο, τον Κοκό, σταθερά απέναντί του; Και εκείνη η άθλια φράση της Μαργκερίτ: “...-Ίσως θα ήταν καλύτερα να μας αφήσεις για λίγο... «Μας» εννοούσε εκείνη και το ζωντανό της. Και ο γάτος ανατρίχιαζε, ξέροντας ότι θα τον έπαιρναν να τον πάνε στην παγωμένη τραπεζαρία όπου ο Μπουέν θα καθόταν σε μιαν άλλη πολυθρόνα” (σελ. 19).
Κακόμοιροι, Ζοζέφ και Κοκό...
Γιατί “κακόμοιροι”;
Δηλαδή, ποια τύχη σας επιφυλασσόταν, όταν οι κύριοί σας “...δεν βρισκόντουσαν πλέον στο σημείο, ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος, να εκδηλώνουν τόσο θεαματικά την ψυχική τους κατάσταση. Ένα τρεμούλιασμα, ένα σφίξιμο στις άκρες των χειλιών, μια φευγαλέα λάμψη της κόρης του ματιού τούς αρκούσε”; (σελ.15), ή όταν “ο καθένας τους ένιωθε θύμα και θεωρούσε τον άλλο τέρας”; (σελ. 53).
Παρίσι. Νοέμβριος.
Που σημαίνει, δύο φορές Παρίσι. Και δύο φορές Νοέμβριος· κλασικό Σιμενόνειο κάδρο και η γραφή Simenon, στην ευτυχέστερη εκδοχή της.(2)
Η Μαργκερίτ και ο Εμίλ, 71 και 73 ετών, αντίστοιχα, και οι δύο σε δεύτερο γάμο, παντρεμένοι 8 χρόνια τώρα, τα τελευταία 4 αυτο-καταδικασμένοι στην αμοιβαία απόλυτη σιωπή. Και ο λόγος; Η Μαργκερίτ έχει δηλητηριάσει τον γάτο Του. Ο Εμίλ θα “μηρυκάσει τις μνησικακίες του” (σελ. 93) και θα ξεπουπουλιάσει τον παπαγάλο Της, “...κατά κάποιον τρόπο ήταν σαν να ξερίζωνε έτσι τα φτερά των Ντουάζ” (σελ. 95). Πολύχρωμα φτερά που θα κοσμήσουν το βάζο... Η σκηνή -αμέσως μετά το βασανιστήριο του Κοκό- ορισμός του ύπανδρου μίσους: “Συναντήθηκαν στη σκάλα, εκείνος κι εκείνη. Πρέπει να είδε το αίμα που κυλούσε απ’ το χέρι του και κατευθύνθηκε βιαστικά προς το σαλόνι. Δεν έβγαλε παρά μία μόνο κραυγή. Εκείνος είχε φτάσει στο κεφαλόσκαλο. Στράφηκε, αλλά κι όταν άκουσε έναν μαλακό γδούπο δεν του πέρασε καν η ιδέα να ξανακατέβει” (σελ.95).(3)
Να σταθούμε λίγο σε αυτήν την παράγραφο.
Συστηματικά, η ομόφωνη κριτική θέλει τον Simenon να διακρίνεται για την αμεσότητα, την ακρίβεια και τη λιτότητα της γραφής του.(4)
Ας κρατήσουμε, σαν ελάχιστο δείγμα, την παράγραφο της σελ. 95. Δύσκολα θα επέλεγε κανείς “ασκητικότερη” περιγραφή, για μία σκηνή υπέρτατου δράματος. Ακόμα και η πτώση της Μαργκερίτ είναι μουντή, σε απόχρωση. Έχουμε, εδώ, κάποιον που επιλέγει να δουλέψει με ό,τι το πλέον επίπεδο και απλούστερο, αν όχι απλοϊκότερο, από τα εργαλεία της δουλειάς του. Νομίζω ότι διακρίνω τον Hugh Laurie να κουβαλά στο πορτ-μπαγκάζ του μια αγκαλιά βιβλία του Simenon, σαν στήριγμα αν ξεμείνει από χειρόφρενο.
Ή, ας κρατήσουμε σαν δείγμα και ολόκληρο τον “Γάτο”. Πρόκειται για έναν μη-μύθο. Μία ιστορία πρακτικά μηδενικής δράσης, απολύτως στατική (αλλά και ο Maigré, δεν είναι το ίδιο “στατικός”;) όπου η κίνηση εξαντλείται σε αναδρομές και επικλήσεις, ο διάλογος σε σκέψεις και το σκηνικό σε ό,τι το πληκτικότερο εσωτερικό ενός λιλιπούτειου σπιτιού.
Και η επικοινωνία ανάμεσα στους δύο μεγάλους σιωπηλούς, μετά την απώλεια των Ζοζέφ/Κοκό; Ο Simenon καταργεί τους διαλόγους και το γηραιό ζεύγος ανταλλάσσει λακωνικά μηνύματα, σε άκρες χαρτιού! Μοιάζει σαν λογοτεχνικός διαγωνισμός δεξιοτεχνίας: Πώς παίρνουμε το μάξιμουμ, με τα λιγότερα δυνατά μέσα, “Το διπλωμένο χαρτάκι έμπαινε μεταξύ αντίχειρα και μέσου. Ο αντίχειρας δίπλωνε σαν επικρουστήρας όπλου και με ένα ξαφνικό τίναγμα έστελνε το σημείωμα στην ποδιά της Μαργκερίτ” (σελ. 13, βλ. και απόσπασμα, στο τέλος).
Αν δεχθούμε ότι μία ιστορία έχει πάντα κάτι αυτοβιογραφικό, ας αναζητήσουμε το είδωλο του Simenon στον καθρέφτη του “Γάτου”. Στις δύο εβδομάδες της περιόδου Σεπτέμβριος/Οκτώβριος 1966, που γράφτηκε το βιβλίο, ο Georges Simenon “ανέρρωνε” από το διαζύγιό του με την Denyse, ένα αδελφό αλκοολικό ναυάγιο (με τον συγγραφέα σε περιστασιακά συναφή εξάρτηση) και με βαριά κατάθλιψη. Μήπως στον Εμίλ Μπουέν του “Γάτου”, και στα κάποια ποτήρια κόκκινου με το που άνοιγε τα μάτια, ή στις μέχρι τελικής πτώσης επαφές του με γυναίκες ελευθερίων ηθών, αχνοφαίνεται ο συγγραφέας;
Ο “Γάτος” αποτελεί, μεταξύ άλλων, μία άσκηση ιδιοφυούς ισορροπίας.
Ο Simenon θα βρει το αντίβαρο στο κλειστοφοβικό τού σπιτιού των Ντουάζ, στο βάθος της αλέας, με τα ερείπια που προηγούνται του υπό κατασκευή μαστόδοντος, από τη μία πλευρά, και τα δύο μέτρα της μάντρας στον περίκλειστο πίσω χώρο. Το αντίβαρο αυτό θα είναι οι συνεχείς παραπομπές στην πρότερη ανέμελη ζωή του Εμίλ, οι αριστοκρατικές καταβολές της Μαργκερίτ, απολιθωματικό κατάλοιπο μιας εποχής που έληξε, και η προσωρινή απόδραση του Εμίλ στη Νέλλυ, την απόμαχη πόρνη με τη χρυσή καρδιά. Πολλές φορές, η μεταφορά από το ένα σκηνικό στο άλλο είναι ενταγμένη στην ίδια παράγραφο, όταν δεν διακόπτεται, πάντα στην ίδια ενότητα, από τις σκέψεις των ηρώων που, πρακτικά, συνδιαλέγονται σκεπτόμενοι.
Μία άσκηση ιδιοφυούς ισορροπίας αλλά και δεξιοτεχνίας, που θα λειτουργήσει διπλά, αφού κάθε επιστροφή στο εσωτερικό του σπιτιού των σαρκοφάγων αφεντικών του επιτείνει το εσωστρεφές και το πνιγηρό.
Τι ένωσε αυτούς τους δύο;
Ο Εμίλ και η Μαργκερίτ φαίνονταν γερά γαντζωμένοι στους αντίποδες.
Ο Εμίλ; Ένας χειρώνακτας, παλιός οικοδόμος, μέχρι πριν τη σύνταξη στην Οδοποιία του Παρισιού, λάτρης, όσο δεν πάει, του κρασιού, του τηγανιού και της τεράστιας μπριζόλας, σύντροφος και συνοδοιπόρος του γάτου-αίλουρου Ζοζέφ, ο Εμίλ που κάπνιζε “... ιταλικά πουράκια, χοντροφτιαγμένα, πολύ μαύρα, πολύ δυνατά, αυτά που τα ονομάζουν φερετρόκαρφα” (σελ. 30), ο ίδιος που με την πρώτη του γυναίκα, την αισθησιακή Ανζέλ, “...Τις Κυριακές το καλοκαίρι, έπαιρναν το τρένο για κάποια κοντινή εξοχή, έτρωγαν έξω, συναντούσαν κι άλλα συμπαθητικά ζευγάρια και γλεντούσαν μαζί... Ζεσταίνονταν. Ίδρωναν. Έκαναν μπάνιο στο ποτάμι... κι όταν επέστρεφαν, είχαν μια παράξενη γεύση στο στόμα, τη γεύση από τα τηγανητά που είχαν φάει, από ξερά φύλλα, από την άμμο του ποταμού” (σελ. 50), την Ανζέλ που “...ήταν κορίτσι της υπαίθρου, γεροφτιαγμένη, με στιβαρά κόκκινα χοντρά χέρια...” (σελ. 30).
Η Μαργκερίτ; “Οι μαγαζάτορες της οδού Σαιν Ζακ τη λάτρευαν και τη σέβονταν. Δεν ανήκε στον κόσμο τους, αλλά σ’ έναν κόσμο χωριστό. Στη γειτονιά όπου ο πατέρας της είχε χτίσει παλιά τα σπίτια της παρόδου, που είχε και το όνομά του, ήταν κατά κάποιον τρόπο αριστοκράτισσα” (σελ. 46). Είχε γεράσει. Βέβαια, όταν ο Εμίλ την γνώρισε “δεν ήταν πια νέα αλλά μια γυναίκα κάποιας ηλικίας, λίγο λεπτεπίλεπτη, πράγμα που ενίσχυε τον αρχοντικό της αέρα. Το πρόσωπό της είχε ένα δροσερό ροδαλό χρώμα, σαν κουφέτου, πλαισιωμένο από λευκά μεταξένια μαλλιά, και μιαν έκφραση τρυφερή και καλοσυνάτη” (σελ. 46). Όμως, όταν ο Εμίλ τόλμησε μια φορά να σηκώσει το καπάκι του πιάνου τού πρώτου της συζύγου, που παρέμενε σιωπηλό από τον θάνατό του, “εκείνη κατέβηκε φουριόζα τη σκάλα, αγανακτισμένη, αδυνατώντας να καταλάβει πώς μπόρεσε να έχει τόσο θράσος” (σελ. 47). Οκτώ χρόνια πριν είχαν προσπαθήσει σαν ζευγάρι, “...Όμως δεν τα κατάφεραν. Φοβισμένοι και οι δύο, είχαν την εντύπωση ότι στην ηλικία τους οι κινήσεις που έκαναν αδέξια φάνταζαν γελοίες, σαν παρωδία. Ποιος ξέρει; Για τη Μαργκερίτ ίσως να ήταν ιεροσυλία. Θυμόταν πώς κρατούσε τα μάτια κλειστά, τα χείλη ερμητικά σφιγμένα. Ήταν αποφασισμένη να το υπομείνει” (σελ. 47). Αλλά και “...Ποτέ δεν είχαν προφέρει τη λέξη αγάπη. Δεν ήταν της ηλικίας τους...” (σελ. 83).
Αλλά, και πάλι: Τι τους ένωσε;
Εκείνη είχε καλέσει σε βοήθεια· τον γείτονα, που ήταν ο Εμίλ. Διαρροή νερού στο προκατακλυσμιαίο σπίτι της. Και ο Εμίλ θα σπεύσει, “...είχε εισχωρήσει, κατά τύχη σχεδόν, σ’ έναν κόσμο που μόνο από μακριά τον είχε αντικρύσει... Είχε γίνει πραγματικά αποδεκτός; Είχε σταματήσει μιαν απλή διαρροή νερού. Η γυναίκα του πρόσφερε ένα ποτηράκι λικέρ, όπως σ’ έναν εργάτη που τελειώνει μια δουλειά μες στο σπίτι” (σελ. 130).
Δυο άνθρωποι που δεν είχαν ζήσει ποτέ μόνοι.
Εκείνη, ανάμεσα στα έπιπλα Αμπίρ, στους Ντουάζ, “κάποια μωρά ξαπλωμένα πάνω σε τομάρια αρκούδας, ο γερο-Ντουάζ στην πολυθρόνα του, στο γραφείο του, η αδελφή του με κόμμωση σαν της αυτοκράτειρας Ευγενίας”, μετά ο σύζυγος, πρώτο βιολί στην Όπερα και καθηγητής πιάνου.
Εκείνος, από παλιά στις παρέες των συναδέλφων, πίσω από ένα -ή περισσότερα- ποτήρια κόκκινου, στα μπαρ και τα μπιστρό, πλάι στα εργοτάξια, με τις πιτσιρίκες να ζουζουνίζουν γύρω τους, με τον Ζοζέφ, που τον είχε βρει πολύ μικρό στο βάθος ενός εργοταξίου, σύντροφό του και που “…όταν είχε διασχίσει το δρόμο για να παντρευτεί τη Μαργκερίτ, ο γάτος τον είχε ακολουθήσει” (σελ. 17).
Η επιθυμία, η ανάγκη να έχουν πάντα κάποιον πλάι τους, κάποιον που θα τους έκλεινε τα μάτια, κάποτε· για να ευτελιστεί, γρήγορα, στο ποιος θα επιβίωνε του άλλου: “-Ξεχνάς ότι είμαι γυναίκα και ότι μια γυναίκα έχει πάντα την τελευταία λέξη, όπως ακριβώς μια γυναίκα ζει τρία έως πέντε χρόνια περισσότερο απ’ τον άντρα... Αρκεί να μετρήσεις τις χήρες... Κατά πόσο είναι περισσότερες από τους χήρους;...” (σελ. 29).
Και ο Εμίλ θα καταφύγει στη Νέλλυ. Παλιά πόρνη, τώρα ιδιοκτήτρια του AupetitSancerre, “...πάντα πρόθυμη να κάνει έρωτα με την ίδια φυσικότητα που οι πελάτες έπιναν το κρασί τους” (σελ. 115). Όπως πριν είκοσι χρόνια, ο Εμίλ θα στριμωχτεί και θα στριμώχνεται πίσω από τον πάγκο του μπιστρό και την τούλινη κουρτίνα της κουζίνας, “…όρθιος σε μια συγκεκριμένη θέση…”. Εκείνη “...σήκωνε το φόρεμά της με μια κίνηση τόσο φυσική που δεν έμοιαζε καθόλου άσεμνη, και πρότεινε τα λευκά της οπίσθια” (σελ. 116). Η Νέλλυ θα τον προσέξει. Θα τον φροντίσει. Θα τον κρατήσει κοντά της, όταν ο Εμίλ, μη αντέχοντας τη συγκατοίκηση με τη Μαργκερίτ, θα αποδράσει από το κενοτάφιο των Ντουάζ. Για λίγες ημέρες. Για να επιστρέψει, ενδοτικό θύμα μιας καταρρέουσας Μαργκερίτ. Σφάλμα! Τίποτα δεν θα έχει αλλάξει. Ο Simenon προσφέρει την τρυφερή εκδοχή της γραφής του, στο πρόσωπο της Νέλλυς και της αποσβεννύμενης Μαργκερίτ, απλά για να εξάρει το μάταιο της απόπειρας. Τα σημειώματα, μόνος τρόπος επικοινωνίας, θα συνεχιστούν· ανάμεσά τους, το δια χειρός Μαργκερίτ ανεπανάληπτο, “...καλά θα κάνεις να πλυθείς. Βρωμάς” (σελ. 203).
Και ο επιμελής αναγνώστης θα παρακολουθήσει τον μύθο, μια ιστορία μίσους και συμβιβασμών, γιατί τι προσφορότερο σε συμβιβασμό, από το μίσος;
Ή φυσικό συνεπακόλουθο του άκρατου μίσους δεν μπορεί παρά να είναι το έγκλημα; Άρα, ο επιμελής αναγνώστης να περιμένει το έγκλημα στο τέλος του “Γάτου”; Θα ήταν λογικά αναμενόμενος ο φυσικός θάνατος, μετά έναν οκταετή περίπλου φθοράς και επιθέσεων, μέσα στον στοιχειωμένο κώδωνα των Ντουάζ; Επί τέλους, δεν διαθέτει επαρκή βέλη στη φαρέτρα του, ο Εμίλ; Και άλλα τόσα, η Μαργκερίτ; Και δεν θα προκαλούσε τον καλό αστυνομικό συγγραφέα μία μεγαλειώδης σκηνή αίματος, λυτρωτική εκτόνωση σε πίεση ετών; Όμως, ο μεγάλος Βέλγος, θα κλείσει πονηρά το μάτι: Και γιατί το έγκλημα θα πρέπει να είναι “τετελεσμένο”; δεν αρκεί να είναι “απειλούμενο”;
Ε, λοιπόν, η Μαργκερίτ θα σβήσει, μόνη, “...άραγε είχε φωνάξει;... Είχε προφέρει το όνομά του μες στο κενό του σπιτιού χωρίς αντίλαλο;...” (σελ. 210). Ο Εμίλ δεν θα την προλάβει. Δεν θα είναι παρών στην αναχώρηση για το μεγάλο ταξίδι, όπως δεν είχε προλάβει και την αναχώρηση της Ανζέλ, αφού κάποιος συνάδελφος τον έθελξε με ένα γρήγορο ποτηράκι, “έτσι, στο φτερό”.
Κι ο ίδιος, θύμα ενός εμφράγματος, παραδομένος στη χαύνωση του τίποτα: “... Ήταν... Δυσκολευόταν να σκεφτεί... Το χαμόγελο του γιατρού... Ήταν... Έψαχνε τη λέξη... Δεν την εύρισκε... Δεν ήταν πια τίποτα...-” (σελ. 213).
Ακριβώς 10 χρόνια μετά το “Ο ανθρωπάκος από το Αρχαγκέλσκ” (1956-Εκδόσεις ΑΓΡΑ / Μετάφραση: Αργυρώ Μακάρωφ / 37η Συνάντηση της Λέσχης Αστυνομικής Λογοτεχνίας, της 11.02.2010), ο “Γάτος” θα καταγράψει μία ακόμα κατάθεση στον γάμο à la Simenon, τον δεσμό-ελεγεία στην ασύμβατη διαφορετικότητα, αφού το ζευγάρι Εμίλ/Μαργκερίτ δεν αποτελεί παρά ρεπλίκα του ζεύγους Ζονάς/Τζίνα, το τέλειο αριστερό πόδι στο άψογο δεξί παπούτσι, μια ατμόσφαιρα στο πλήρες φάσμα του γκρι, αργή έως στατική, όπου μόνο το ημιτόνιο παραμένει αποδεκτό και η έκρηξη συνιστά την εξαίρεση, μια ιστορία κώδωνα, εδώ το σπίτι-θήκη, εκεί η επαρχιακή πολιτεία όπου οι ήρωες καλούνται να συστρέφονται, οι ματιές των γύρω, αδιάκριτες, επιτιμητικές, φιλύποπτες, η μοναξιά όχι στην απεραντοσύνη του άδειου, αλλά ανάμεσα στους άλλους, απέναντι στους άλλους, η οπτική της επαρχίας, όπου κι αν είναι αυτή, στη βαθιά χώρα ή σε μια κόγχη της μεγαλούπολης· απλά, για να υπενθυμίζει την καταφυγή έως αδύνατη και ότι η “επαρχία” είμαστε εμείς.
Θα ήταν παράλειψη να μην εξάρει κανείς τη δουλειά τής Αργυρώς Μακάρωφ, στη Μετάφραση. Αν το επίτευγμα δεν είναι στην απλή μεταγλώττιση των λέξεων, αλλά σε αυτήν της Σιμενόνειας “ατμόσφαιρας”, στη Μακάρωφ επιτρέπεται να υποστηρίζει ότι χαρίζει ένα δεύτερο πρωτότυπο.
Προτίμησα το πιο κάτω απόσπασμα, που είναι και οι πρώτες σελίδες του βιβλίου, γιατί όλα τα κρίσιμα στοιχεία της ιστορίας είναι εδώ: Η υποφωτισμένη ατμόσφαιρα, η επικοινωνία που δεν ήταν, ο ήχοι που τρόμαζαν, το αβυσσαλέο μίσος, το κρυμμένο κάτω και πίσω από τις νανοκινήσεις και τις σιωπές της καθημερινότητας. Όλος ο “Γάτος” είναι η ανάδειξη των πιο πάνω στοιχείων, που σωρεύονται, ήδη, στις πρώτες του σελίδες:
(για τεχνικούς λόγους, υιοθετώ το μονοτονικό σύστημα, έναντι του πολυτονικού της ανά χείρας έκδοσης)
“Άφησε την εφημερίδα που ξεδιπλώθηκε πρώτα στα γόνατά του και μετά γλιστρώντας αργά προσγειώθηκε στο γυαλισμένο παρκέ. Θα νόμιζε κανείς ότι είχε αποκοιμηθεί αν δεν σχηματιζόταν, πότε πότε, μια αδιόρατη σχισμή ανάμεσα στα βλέφαρά του.
Η γυναίκα του άραγε το νόμιζε; Έπλεκε, καθισμένη στη χαμηλή της πολυθρόνα, στην άλλη μεριά απ’ το τζάκι. Ποτέ δεν έδειχνε ότι τον παρατηρεί, όμως εκείνος γνώριζε, εδώ και πολύ καιρό, ότι δεν της ξέφευγε τίποτε απολύτως, ούτε η πιο ανεπαίσθητη κίνηση ή σύσπαση.
Απέναντι, ο ατσαλένιος κάδος κατέβηκε με φόρα ψηλά από το γερανό και έπεσε κατακόρυφα στο έδαφος, δίπλα στην μπετονιέρα, με τον εκκωφαντικό θόρυβο των σιδερικών. Σε κάθε γδούπο, το σπίτι ταρακουνιόταν και κάθε φορά η γυναίκα αναπηδούσε, φέρνοντας το χέρι στο στήθος, σάμπως και ο θόρυβος, που ήταν πλέον καθημερινός, να έφτανε βαθιά στα σπλάχνα της.
Παρατηρούσαν ο ένας τον άλλον. Δεν ήταν απαραίτητο να κοιτάζονται κατάματα. Εδώ και χρόνια παρατηρούσαν ο ένας τον άλλον μ’ αυτόν τον τρόπο, ύπουλα, καραδοκώντας και εκλεπτύνοντας συνεχώς τις μεθόδους του παιχνιδιού.
Εκείνος χαμογέλασε. Το ρολόι, από μαύρο μάρμαρο με μπρούτζινες διακοσμήσεις, έδειχνε πέντε πάρα πέντε και θα έλεγες ότι μετρούσε τα λεπτά, τα δευτερόλεπτα. Στην πραγματικότητα τα μετρούσε κι εκείνος μηχανικά, περιμένοντας ώσπου ο μεγάλος δείχτης να έρθει κάθετα. Τότε, η φασαρία της μπετονιέρας και του γερανού σταματούσαν απότομα. Οι άντρες, με μουσαμαδιές και με πρόσωπα και χέρια μουσκεμένα απ’ τη βροχή, ακινητοποιούνταν για μια στιγμή, πριν κατευθυνθούν προς την ξύλινη παράγκα που είχαν στήσει σε μια γωνιά του εργοταξίου.
Ήταν Νοέμβριος. Ήδη από τις τέσσερις το απόγευμα, εργάζονταν με το φως προβολέων που κι αυτοί δεν θ’ αργούσαν να σβήσουν, το σκοτάδι και η σιωπή θα έπεφταν ακαριαία, και η αδιέξοδη πάροδος δεν θα φωτιζόταν παρά μόνο από τον μοναδικό φανοστάτη.
Τα πόδια του Εμίλ Μπουέν είχαν βαρύνει από τη ζέστη. Όταν μισάνοιγε τα μάτια έβλεπε τις φλόγες, άλλες κίτρινες, άλλες γαλαζωπές στην απαρχή τους, να ξεπηδούν από τα κούτσουρα της φωτιάς. Το τζάκι ήταν από μαύρο μάρμαρο, όπως και το ρολόι και τα κηροπήγια με τους τέσσερις βραχίονες που βρίσκονταν αριστερά και δεξιά του.
Μες το σπίτι, εκτός από την κίνηση των χεριών της Μαργκερίτ και του ανεπαίσθητου μεταλλικού ήχου από τις βελόνες του πλεξίματος, όλα ήταν σιωπηλά, ακίνητα, όπως σε μια φωτογραφία ή σ’ έναν πίνακα ζωγραφικής.
Πέντε παρά τρία. Παρά δύο. Αργά και κουρασμένα, κάποιοι εργάτες άρχισαν να κατευθύνονται προς την παράγκα για ν’ αλλάξουν, όμως ο γερανός λειτουργούσε ακόμη και ο κάδος με το τελευταίο φορτίο μπετόν ανυψωνόταν προς τα καλούπια του πρώτου ορόφου.
Παρά ένα. Πέντε. Ο δείκτης τρεμόπαιξε διστακτικά στο ωχρό καντράν και ακούστηκαν οι πέντε χτύποι με μεγάλες παύσεις ανάμεσά τους, σάμπως μέσα στο σπίτι όλα έπρεπε να κινούνται αργά.
Η Μαργκερίτ αναστέναξε και αφουγκράστηκε για ώρα την ξαφνική σιωπή που επικράτησε έξω και θα διαρκούσε μέχρι το επόμενο πρωί.
Ο Εμίλ Μπουέν σκεφτόταν. Με αδιόρατο χαμόγελο κοιτούσε τις φλόγες από τη σχισμή των βλεφάρων του.
Ένα κούτσουρο, το πάνω, δεν ήταν παρά ένας μαυρισμένος σκελετός απ’ όπου ανέβαιναν λωρίδες καπνού. Τα δυο άλλα ήταν ακόμη κάκκινα αλλά τα τριξίματά τους προανήγγελλαν ότι κι αυτά δεν θ’ αργούσαν να σβήσουν.
Η Μαργκερίτ αναρωτήθηκε αν θα σηκωνόταν εκείνος να πάρει κούτσουρα από το καλάθι για να τα αντικαταστήσει. Ήταν κι οι δυο τους συνηθισμένοι στη θαλπωρή του τζακιού και την απολάμβαναν σε σημείο που το δέρμα τους προσώπου τους έτσουζε, και αναγκάζονταν να τραβήξουν τις πολυθρόνες τους πίσω.
Το χαμόγελό του έγινε πιο πλατύ. Δεν προοριζόταν για εκείνη. Ούτε για τη φωτιά. Απλώς για μια ιδέα που του πέρασε από το μυαλό.
Δεν βιαζόταν να την κάνει πράξη. Είχαν χρόνο και ο ένας και ο άλλος, όλον το χρόνο μέχρι την ημέρα που ο ένας απ’ τους δύο θα πέθαινε. Πώς να ξέρουν ποιος θα έφευγε πρώτος; Σίγουρα το σκεφτόταν και η Μαργκερίτ. Το σκεφτόντουσαν και οι δύο εδώ και πολλά χρόνια, πολλές φορές την ημέρα. Είχε γίνει η ουσιαστική τους έγνοια.
Κατέληξε να αναστενάξει με τη σειρά του., το δεξί του χέρι άφησε το μπράτσο της δερμάτινης πολυθρόνας και ψηλαφώντας βρήκε την τσέπη της ρόμπας του. Έβγαλε ένα μικρό σημειωματάριο που έπαιζε σημαντικό ρόλο στη ζωή του σπιτιού. Τα μακρόστενα φύλλα ήταν διάτρητα, πράγμα που του επέτρεπε να κόβει λωρίδες χαρτιού τριών πόντων.
Ένα κόκκινο κάλυμμα. Ένα λεπτό μολυβάκι ήταν περασμένο από ένα δερμάτινο θηλύκι.
Άραγε η Μαργκερίτ ανατρίχιασε; Μήπως αναρωτήθηκε ποιο θα ήταν αυτή τη φορά το μήνυμα;
Βεβαίως το είχε πια συνηθίσει, όμως ποτέ δεν ήξερε τί λέξεις θα της έγραφε, και εκείνος επίτηδες παρέμενε για αρκετή ώρα ακίνητος, με το μολύβι στο χέρι, σαν να συλλογιζόταν.
Δεν είχε τίποτε το ιδιαίτερο να της ανακοινώσει. Ήθελε απλώς να την αναστατώσει, να της κόψει την ανάσα, ακριβώς τη στιγμή που σταματώντας η φασαρία του εργοταξίου εκείνη ένιωθε μια κάποια ανακούφιση.
Πέρασαν πολλές ιδέες από το μυαλό του άντρα, που τις απέρριψε τη μία μετά την άλλη. Ο ρυθμός από τις βελόνες του πλεξίματος δεν ήταν πλέον ο ίδιος. Είχε καταφέρει να την ανησυχήσει, να της κεντρίσει εν πάση περιπτώσει την περιέργεια.
Το απολάμβανε και άφησε την απόλαυσή του να κρατήσει άλλα πέντε λεπτά· ακούστηκαν τα βήματα κάποιου εργάτη που κατευθυνόταν από την πάροδο προς τον κεντρικό δρόμο.
Κατέληξε να γράψει, με χοντροκομμένα γράμματα:
Ο ΓΑΤΟΣ
Μετά παρέμεινε ξανά για ένα διάστημα ακίνητος και αφού έσχισε πρώτα μία λωρίδα από το φύλλο έβαλε πάλι στην τσέπη του το σημειωματάριο.
Τέλος, το δίπλωσε πολλές φορές, όπως κάνουν τα παιδιά όταν θέλουν να πετάξουν κάποιο χαρτί με τη βοήθεια ενός λάστιχου. Εκείνος δεν είχε ανάγκη από λαστιχάκι. Είχε αποκτήσει στο παιχνίδι αυτό μια καταπληκτική, σχεδόν μακιαβελλική, δεξιοτεχνία.
Το διπλωμένο χαρτάκι έμπαινε μεταξύ αντίχειρα και μέσου. Ο αντίχειρας δίπλωνε σαν επικρουστήρας όπλου και με ένα ξαφνικό τίναγμα έστελνε το σημείωμα στην ποδιά της Μαργκερίτ.
Δεν αστοχούσε σχεδόν ποτέ, και κάθε φορά το πανηγύριζε μέσα του.
Ήξερε ότι η Μαργκερίτ θα έκανε πως τάχα δεν είδε τίποτε, θα συνέχιζε το πλέξιμο, κουνώντας τα χείλη σαν να προσευχόταν, ενώ μετρούσε σιωπηλά τις θηλιές” (σελ. 9-13).
Αθήνα, Νοέμβριος 2012.
Σημειώσεις για την Λέσχη Ανάγνωσης Αστυνομικής Λογοτεχνίας του ΜΕΤΑΙΧΜΙΟΥ
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Αν θεωρηθεί ότι αυτά αποτελούν τα sinequanon στοιχεία ενός “αστυνομικού” αναγνώσματος. Όταν, κατά τον André Malraux: “Ασφαλώς πρόκειται για λάθος, να αναζητούμε το στοιχειώδες του αστυνομικού μυθιστορήματος στην πλοκή και στην έρευνα για τον δράστη. Ο περιορισμός στο στοιχείο “πλοκή” θα ήταν της τάξης μιας παρτίδας σκακιού –μηδενικής τέχνης. Το σημαντικό είναι η ανάδειξη ενός ηθικού ή ποιητικού γεγονότος, σε όλη του την ένταση. Η πλοκή αξίζει όσο αυτό που μεγεθύνει” (από τον Πρόλογο στο “Sanctuary”, του WilliamFaulkner).
[2] H ίδια non-Maigré εκδοχή που είχε επιβάλει στον André Gide, ήδη στις αρχές των ετών ’40, να δηλώσει την πρωτοκαθεδρία του Simenon, μεταξύ των πεζογράφων της εποχής του «Simenon est un romancier de génie et le plus vraiment romancier que nous ayons dans notre littérature d'aujourd'hui» (Ο Simenon είναι ένας ιδιοφυής πεζογράφος, οπό τους πιο αυθεντικούς που διαθέτει η λογοτεχνία του καιρού μας).
[3] Τον Φεβρουάριο του 1967, ο Simenon εκμυστηρεύτηκε στον Pierre Depray-Ritzen, συγγραφέα του “Georges Simenon - Romancier de l’instinct” ότι “Ο γάτος” ήταν “ό,τι σκληρότερο έχω γράψει”. Επτά χρόνια αργότερα, ο Simenon στο “Lettre à maMère” θα γράψει ότι εμπνεύστηκε το θέμα του “Γάτου”, παρατηρώντας τα του δεύτερου γάμου της μητέρας του.
[4] Αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση του στιλ γραφής του Simenon, φαίνεται να έπαιξε η Colette. Όταν ο Simenon, στις αρχές των ετών ’20, άρχισε να στέλνει στην εφημερίδα LeMatin κείμενά του, η Colette, εκδότρια τότε της εφημερίδας, τον προέτρεψε να εγκαταλείψει το πομπώδες ύφος και να υιοθετήσει μία απλή γραφή, περιοριζόμενος στο απολύτως απαραίτητο.