Ρεξ Στάουτ
Φίλοι μου,
Ἔχοντας βρεθεῖ χωρίς ἐλαφρό ἀνάγνωσμα σέ μέρες πού μοῦ χρειαζόταν πολύ, κατέβασα στό Κίντλ ἔνα βιβλίο μέ τρεῖς νουβέλλες τοῦ Ρέξ Στάουτ. Δέν ξέρω πόσοι ἀπό σᾶς τούς νέους τόν ἔχουν διαβάσει αὐτόν τόν ἀμερικανό πού ἔγραφε περί τά μέσα τοῦ περασμένου αἰῶνος. Ὁ ἥρωάς του εἶναι ἕνας ὑπέρμετρα παχύς ἄντρας, πού ἀντιπαθεῖ τίς γυναῖκες ἀλλά λατρεύει τό καλό φαγητό καθώς καί τίς ὀρχιδέες, τίς ὁποῖες καί καλλιεργεῖ στόν τελευταῖο ὄροφο τῆς μονοκατοικίας του στήν Νέα Ὑόρκη. Ἐκεῖ, ἐκτός ἀπό τόν μάγειρά του, στεγάζεται καί τό δεξί του χέρι, ὁ τετραπέρατος καί ταχύτατος Ἄρτσι Γκούντγουην, αὐτός πού κάνει καί ὅλο τό ποδοκόπι γιατί ὁ Νῆρο (Νέρων) δέν τό κουνάει ρούπι ἀπό τό σπίτι του καί τήν εἰδικά σχεδιασμένη γι αὐτόν πολυθρόνα τοῦ γραφείου του, λύνοντας ἀπό ἐκεῖ μέσα ὅλες τίς περίπλοκες ὑποθέσεις πού ἀναλαμβάνει δίχως οὔτε μιά φορά νά μεθύσει, νά βρίσει ἤ νά ἐπιδοθεῖ σέ κραιπάλες.Θά μπορούσαμε νά τόν φανταστοῦμε νά παρακολουθεῖ τούς ἥρωες τῶν ἀμερικανικῶν ἔργων δράσης καί νά κάνει τό χαρακτηριστικά περιφρονητικό του «Πφούϊ».
Ποῦ τόν θυμήθηκα τόν Ρέξ Στάουτ καί γιατί σᾶς τόν ἀναφέρω;
Τόν θυμήθηκα γιατί σ’αὐτόν πάει ὁ νοῦς μου καθε φορά πού χρειάζομαι νά διαβάσω κάτι πολύ συναρπαστικό πού εἶναι συγχρόνως καί ἀνάλαφρο καί καλογραμμένο. Ὁ Ρέξ Στάουτ στήνει ἱστορίες περίπλοκες πού κυλοῦν ταχύτατα, μέ ἕναν διάλογο γεμάτο ἔξυπνες ἀτάκες. Τό ὅλο ὕφος του ἔχει μιά χαριτωμένη αὐθάδεια. Εἶναι ἀπ’τούς συγγραφεῖς ἐκείνους πού στόχο τους ἔχουν νά σέ ψυχαγωγήσει. Δέν καταπιάνεται νά σοῦ διδάξει τίποτα ἤ νά κάνει κοινωνιολογική ἀνατομία, ἤ ψυχολογία. Παίζει μέ φιγοῦρες, σάν τοῦ καραγκιόζη ἅς ποῦμε, ἀλλά ἐξαιρετικά ζωηρές καί ἄκρως διασκεδαστικές. Ὅταν κλείσεις τό βιβλίο νοιώθεις σά νά ξυπνᾶς ἀπὀ ἕναν ἀναπαυτικό ὕπνο. Ἐπί πλέον, καί ἴσως αὐτό νά εἶναι καί τό πιό γοητευτικό, ὁ Ρέξ Στάουτ γράφει ὠραία, πλούσια ἀγγλικά.
Ἐγώ ἐπανέρχομαι στά βιβλία του γιατί τά θεωρῶ γνήσια ἀστυνομική λογοτεχνία – πού σημαίνει πώς τό ὕφος στό ὁποῖο γράφει εἶναι λόγος μετά τέχνης. Τόν διαβάζω λοιπόν γιατί τέρπει ἅμα καί διδάσκει, πράγμα πού κανέναν δέν βλάφτει.
Σᾶς ἁσπάζομαι.