Αστυνομική λογοτεχνία: Οι πρόδρομοι του σημερινού είδους
Σε μια σύντομη αναδρομή στο παρελθόν, ανακαλύπτουμε ιστορίες που χάνονται στο βάθος του χρόνου, μύθους και θρύλους εποχών που ο άνθρωπος ήταν ικανός για κάθε βδελυρή πράξη. Ιστορίες με εγκλήματα και άλλες ενέργειες που παραβαίνουν τους ηθικούς κώδικες, υπάρχουν από την εποχή του πρώτου ανθρώπου, στη μυθολογία, στην ιστορία και στη λογοτεχνία. Από τον Κάιν ως τον Οιδίποδα, τους ανατολικούς λαούς, την Παλαιά Διαθήκη, τη Ρώμη, τον Μεσαίωνα, το Βυζάντιο, την Ιερά Εξέταση, τις επαναστάσεις και τους πολέμους, τους κατασκόπους και τους κοινούς εγκληματίες, τους ληστές της υπαίθρου από τον καιρό του Θησέα, και τον υπόκοσμο στις σκοτεινές μεγαλουπόλεις, άνθρωποι του περιθωρίου αλλά και άνθρωποι με πνευματικότητα διαπράττουν κατάπτυστες πράξεις.
Η λογοτεχνία πάντοτε θα ασχολείται με την παραβατική συμπεριφορά, ακόμα και σε ένα ροζ μυθιστόρημα, αφού θα υπάρχει η δράση και η αντίδραση, η πάλη του καλού έναντι του κακού, ώστε να γραφεί μια ιστορία με πλοκή. Πόσω μάλλον στην περίπτωση του αστυνομικού αφηγήματος, το κατ’ εξοχήν είδος που ασχολείται με αυτές τις άνομες πράξεις και με το έγκλημα.
Κινδυνεύοντας να χαρακτηριστώ ιερόσυλη, αφού οι αρχαίες ελληνικές τραγωδίες έχουν γραφεί ώστε να εξυπηρετούν έναν ανώτερο σκοπό, ωστόσο κλίνω στην άποψη πως, υπάρχει ένα τουλάχιστον κοινό στοιχείο που ενυπάρχει και στη σύγχρονη αστυνομική λογοτεχνία: Είναι ο φόνος. Όπως επίσης, υπάρχουν στοιχεία της πλοκής ή της τεχνικής που χρησιμοποιούνται και στις σύγχρονες αφηγήσεις crime και μυστηρίου: Προϊδεάζουν τον θεατή για την άδικη πράξη που πρόκειται να γίνει ή έχει ήδη συμβεί, παρουσιάζοντας την πλεκτάνη του θύτη και τον τρόπο σκέψης του, δίνοντας έτσι το εγκληματικό του προφίλ. Παρουσιάζουν ή υπονοούν τη διάπραξη του εγκλήματος και τις συνέπειές του. Δημιουργούν αγωνία στον θεατή αν ο θύτης θα τιμωρηθεί από τον άνθρωπο ή από τη θεία δικαιοσύνη ή μήπως θα αυτοτιμωρηθεί. Σε κάθε περίπτωση, υπάρχει η κάθαρση, όπου ο ήρωας μένει ζωντανός και δικαιώνεται. Εάν δεν υπάρχει η κάθαρση, όπως συμβαίνει κάποιες φορές στη σύγχρονη λογοτεχνία, ο θεατής έχει την αίσθηση του ανικανοποίητου και μη τέλους, δηλαδή της ματαιότητας.
Στις τραγωδίες του Αισχύλου, ο φόνος είναι μια μορφή τιμωρίας για έναν προγενέστερο φόνο. Είναι η αρχαϊκή μορφή δικαιοσύνης, το δίκαιο της ανταπόδοσης και της εκδίκησης για μια ανόσια ενέργεια. Έτσι, η θυσία της Ιφιγένειας τιμωρείται με μια διαδοχή φόνων, πρώτα του Αγαμέμνονα, και έπειτα, για τον φόνο του Αγαμέμνονα φονεύεται η Κλυταιμήστρα (Ορέστεια, 458 πΧ). Στον Σοφοκλή, η διαδοχή των φόνων οδηγεί τελικά στην αυτοτιμωρία (Οιδίπους τύραννος, 428 π.Χ). Ενώ στον Ευριπίδη, ο ανταποδοτικός φόνος σχετίζεται με την προσωπική επιλογή του ήρωα και όχι με τη θεία δικαιοσύνη (Μήδεια, 431 π.Χ).
Σε κάθε περίπτωση, η Μήδεια που σκότωσε τα παιδιά της και ο Οιδίποδας που σκότωσε τον πατέρα του οδηγούν σε κάποιο ηθικό δίδαγμα που θέλει ο ποιητής να περάσει στο κοινό του. Σε αντίθεση, ο σημερινός θεατής/αναγνώστης θεωρεί τον φόνο ως μια δραματική έκφανση του έργου και όχι ως κοινωνική πράξη. Ο λόγος του σύγχρονου συγγραφέα είναι περισσότερο ψυχαγωγικός, ακολουθώντας τα πρότυπα της εποχής του.
Στη διάρκεια των αιώνων, έχουν μείνει στην προφορική παράδοση και σε γραπτά κείμενα, ιστορίες εγκλημάτων άλλοτε λογοτεχνικά τοποθετημένες και άλλοτε ως ιστορίες φρίκης. Ας μην ξεχνάμε πως τα γνωστά σε εμάς παιδικά παραμύθια, με τα οποία μεγαλώσαμε, δεν είχαν δημιουργηθεί για ανηλίκους. Εμπεριέχουν εγκλήματα και συμπεριφορές που πολύ απέχουν από τα λάιτ σημερινά κείμενα που μας έχουν παραδοθεί. Οι μύθοι και τα παραμύθια είναι πανανθρώπινα και τα συναντάμε σε διάφορες παραλλαγές, ανάλογα με τον πολιτισμό και την ιδιοσυγκρασία του κάθε λαού. Έτσι, παρατηρούμε -κατά την άποψή μου- χειρότερης μορφής εγκλήματα από όσα περιγράφονται στη σύγχρονη αστυνομική λογοτεχνία: κανιβαλισμό, αιμομιξία, παιδοκτονίες, τεμαχισμούς, φόνους, βιασμούς κ.ά. (βλέπε συλλογή παραμυθιών, αδερφοί Jacob & Wilhelm Grimm, 1812).
Υπάρχουν κάποιες αναφορές για ιστορίες που μοιάζουν με το σύγχρονο αστυνομικό αφήγημα, που χάνονται στο βάθος των αιώνων. Ήδη στο Χίλιες και μία νύχτες (Αγνώστου, 9ος αι.), σε αρκετές ιστορίες που προέρχονται από την ελληνική μυθολογία και τη βυζαντινή παράδοση, προστίθενται και άλλες από χώρες της ανατολής. Εδώ υπάρχει ένα διήγημα που μου κίνησε το ενδιαφέρον. Πρόκειται για την Ιστορία των τριών μήλων, όπου ο χαλίφης Χαρούν αλ-Ρασίντ διατάζει τον βεζίρη του να ανακαλύψει αυτόν που διέπραξε το έγκλημα μέσα σε τρείς μέρες. Ένας πρώιμος «ντετέκτιβ» γεννιέται λοιπόν.
Στην Κίνα, υπάρχουν επίσης παρόμοιες ιστορίες, που ονομάζονται Gong’ an fiction, με δικαστές που διερευνούν εγκλήματα, και παρουσιάζουν ενδιαφέρον, με ήρωες όπως ο δικαστής Μπάο (16ος αι.) και ο δικαστής Ντι (Ti) (18ος αι.)
Στη βυζαντινή περίοδο, έχουν διασωθεί κείμενα με θέμα τον υπόκοσμο της εποχής, όμως δεν υπάρχουν στοιχεία για τη ύπαρξη λογοτεχνικού αφηγήματος που να περιγράφει έγκλημα και επίλυση ή τιμωρία. Περίεργο ίσως, και μάλιστα σε μια κοινωνία πόλης, από τις πρώτες αυστηρά αστυνομευόμενες και με απόλυτες εξουσίες στον πραίτορα του Δήμου, στους πράκτορες της μυστικής αστυνομίας και στον κβέστορα που παρακολουθούσε τις κινήσεις των ξένων. Φαίνεται ότι οι λόγιοι της εποχής δεν εκμεταλλεύτηκαν τη δύναμη της δημοτικής γλώσσας στα ακριτικά έπη για να εισάγουν νέα είδη πεζογραφίας.
Στον ελλαδικό χώρο, στα μετέπειτα χρόνια της τουρκοκρατίας, φυσικό ήταν να κυριαρχήσει η προφορική παράδοση, κυρίως μέσα από την δημοτική ποίηση. Για την τάξη των πόλεων και των χωριών φρόντιζαν ο βοεβόδας και οι δημογέροντες, οι οποίοι διόριζαν πολιτοφύλακες, αγροφύλακες και εθνοφύλακες, σε μια εποχή που οι άνθρωποι ήταν απαίδευτοι και μπορούσαν να διαπράξουν φόνο με ευκολία, είτε γιατί ήταν ληστές, είτε λόγω ερωτικού πάθους ή βεντέτας. Η δημοτική ποίηση διέσωσε κάποιες ιστορίες, στα είδη που ονομάζονται διηγηματικά και παραλογές, σε τόσο έντεχνη και τραγική αφήγηση που θυμίζουν αρχαία ελληνική τραγωδία. Εδώ δεν χρειάζεται ομοιοκαταληξία, είναι τόσο έντονο αυτό που περιγράφεται ώστε ο αναγνώστης χάνεται μέσα στην τραγικότητα του ύφους. Ας θυμηθούμε τον Μενούση, που τυφλωμένος από ζήλεια σφάζει τη γυναίκα του, ή τη γυναίκα του πρωτομάστορα στο γεφύρι της Άρτας (κοινός βαλκανικός μύθος) με ποιον τρόπο την ξεγελούν ώστε να την θανατώσουν.
Όλες αυτές οι ιστορίες που αναφέρω, έχουν έναν κοινό παρανομαστή: το έγκλημα, την ανόσια πράξη, το κίνητρο, την αγωνία του θύματος, τις τύψεις του δολοφόνου, όχι απαραίτητα και τη σύλληψή του, γιατί η κάθαρση έρχεται συνήθως με την αιώνια αυτοτιμωρία. Είναι ωστόσο πρόδρομοι της αστυνομικής αφήγησης, που ξεκινά να γεννάται στα χρόνια της βιομηχανικής επανάστασης (18ος-19ος αι.) όταν πλέον οι άνθρωποι από κάθε γωνιά της υπαίθρου συρρέουν στις πόλεις για εργασία. Έτσι ήταν απαραίτητο να συσταθούν σώματα που θα τηρούσαν την τάξη στις πόλεις, και παράλληλα να γραφούν ιστορίες με θέμα το έγκλημα και την επίλυσή του, εξ ου και η γένεση της αστυνομικής λογοτεχνίας.
Δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό τεχνών
«Θεματοφύλακες λόγω τεχνών»