Το αστυνομικό μυθιστόρημα στην Ελλάδα, από το 1995 μέχρι σήμερα
Πρώτη αξιολόγηση
του Henri Tonnet
Από το 1995 ένα αξιοσημείωτο φαινόμενο εκδηλώνεται στα ελληνικά γράμματα, η εμφάνιση ενός νέου αστυνομικού μυθιστορήματος, πλούσιου και ποικίλου.
Χρησιμοποιώ τον όρο Νέο Ελληνικό Αστυνομικό Μυθιστόρημα (ΝΕΑΜ), καθώς το είδος δεν απουσίαζε κατά τις προγενέστερες περιόδους (Χανός 1987, Tonnet 2006). Εμφανιζόταν, όμως, με διαφορετικές φόρμες, τυπικές και μη λογοτεχνικές. Με δυο λόγια, το ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα, πριν από το 1995, δημοσιευόταν πρωτίστως σε περιοδικά (Χανός 1979) και, στη συνέχεια σε λαϊκές εκδόσεις. Από άποψη θεματολογίας, βρισκόταν κάτω από την άμεση επιρροή άγγλων συγγραφέων του είδους, όπως η Agatha Christie [i], ο Peter Cheney [ii] ή ο Ian Fleming [iii] ή του γαλλο-βέλγου Simenon [iv].
Από το τέλος της δεκαετίας του 30 μέχρι την πτώση της χούντας, με τα περιοδικά Μάσκα, Μυστήριον, τη συλλογή Αστυνομικά βιβλία τσέπης, και, αρκετά αργότερα, ο Ταχυδρόμος, οι πλέον γνωστοί συγγραφείς αστυνομικού μυθιστορήματος είναι οι Νίκος Μαράκης [v], Γιάννης Μαρής [vi] και Αθηνά Κακούρη [vii]. Δεν έχουν λογοτεχνικές φιλοδοξίες αλλά, γενικά, διαθέτουν φροντισμένη πλοκή. Η μίμηση του Peter Cheney από τον Μαράκη και η πλοκή των αστυνομικών διηγημάτων της Αθηνάς Κακούρη είναι καλά δομημένες. Ο Μαρής κυριαρχεί στο χώρο με την πληθώρα των έργων του (πενήντα, όχι μεγάλης έκτασης, εκδοθέντα μυθιστορήματα), καλής ποιότητας (που, όμως, δεν θα χαρακτηρίζαμε αριστουργήματα). Τα δύο είδη που κυριαρχούν εξίσου είναι οι ιστορίες κατασκοπίας με αισθηματικές προεκτάσεις και η αστυνομική έρευνα όπου αναζητάμε τον δολοφόνο. Οι ήρωες είναι τυποποιημένοι και μας δίνουν την αίσθηση του ήδη ιδωμένου. Ο Τζιμ Κάρβας του Μαράκη είναι ο έλληνας Lemmy Caution, η Τούλα της Αθηνάς Κακούρη μια κοσμική miss Marple στην Πάτρα, ο Μίλων Φιρίκης του Νίκου Τσιφόρου ένας James Bond α λα ελληνικά και ο αστυνόμος Μπέκας του Μαρή ο έλληνας Maigret. Όλη αυτή η παραγωγή σταματά λίγο μετά την επιβολή της δικτατορίας του 1967 (Tonnet, 2006, 121-122).
Η πρόθεσή μου δεν είναι να αναλύσω λεπτομερώς τα, πλέον των εκατό, μυθιστορήματα που αποτελούν, επί του παρόντος, το νέο ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα, ούτε να ασχοληθώ ιδιαίτερα με αίτια της επανεμφάνισης του αστυνομικού μυθιστορήματος στην Ελλάδα μετά το 1995.
Θα ήθελα να κάνω μια σύντομη αξιολόγηση και να εξαγάγω κάποια γενικά συμπεράσματα. Μια συστηματική μελέτη των τριών μεγάλων σύγχρονων συγγραφέων αστυνομικής λογοτεχνίας, Ανδρέα Αποστολίδη, Πέτρου Μάρκαρη και Πέτρου Μαρτινίδη – τους αντιστοιχούν, ήδη, πάνω από 20 μυθιστορήματα – θα μπορούσε να αποτελέσει ένα καλό θέμα διατριβής.
Εάν συγκρίνουμε την έρευνα πάνω στο ΝΕΑΜ με τη δύσκολη εξερεύνηση της απαρχής του αστυνομικού είδους στην Ελλάδα, το έργο μας διευκολύνεται αφάνταστα από το γεγονός πως έχουμε πρόσβαση σε όλα τα κείμενα που εκδίδονται, καθώς τίποτα σημαντικό στον τομέα δεν δημοσιεύεται σήμερα σε περιοδικά.
Η πρώτη παρατήρησή μου θα ήταν πως δεν έχουμε να κάνουμε, ή τουλάχιστον δεν έχουμε να κάνουμε μόνο, με ένα σύνολο μεμονωμένων πρωτοβουλιών. Οι συγγραφείς του ΝΕΑΜ συμμετέχουν, περισσότερο ή λιγότερο ενσυνείδητα, σε ένα συλλογικό εγχείρημα. Η ύπαρξη αυτού του είδους Σχολής, γίνεται πιο εμφανής όταν, το καλοκαίρι του 2002, η εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ δημοσιεύει μια σειρά αστυνομικά διηγήματα τα οποία θα συγκεντρωθούν σε τόμο και θα κυκλοφορήσουν την ίδια χρονιά, από τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ στην αστυνομική τους σειρά, με τον τίτλο «Αστυνομικές Ιστορίες». Καινοτομία αποτελεί το γεγονός ότι οι συγγραφείς που επιλέχθηκαν από ΤΑ ΝΕΑ, είναι ήδη γνωστοί ως συγγραφείς αστυνομικών μυθιστορημάτων. Συναντάμε ξανά τα μεγάλα ονόματα του είδους, Αποστολίδη, Μάρκαρη, Μαρτινίδη, καθώς και δύο αστέρες ήσσονος λάμψης, τον Φίλιππο Φιλίππου και τη Νένη Ευθυμιάδη, με την τελευταία να κάνει μόνο ένα σύντομο πέρασμα από το είδος.
Θα ήταν άστοχο να πούμε πως ο εκδοτικός κόσμος δεν ενισχύει την αναγέννηση του ελληνικού αστυνομικού μυθιστορήματος; Τα πράγματα, μάλλον, πρέπει να είναι πιο περίπλοκα. Μπορώ να κάνω την εξής υπόθεση με κάθε επιφύλαξη: ο εκδοτικός οίκος ΑΓΡΑ αποφάσισε, κατ’ αρχήν, να δημιουργήσει μια σειρά ξένης αστυνομικής λογοτεχνίας, σε νέες καλές μεταφράσεις. Ένας από τους μεταφραστές ήταν ο Ανδρέας Αποστολίδης. Ο ίδιος οίκος εξέδωσε στη συνέχεια, αρχής γενομένης το 1995, τρία αστυνομικά μυθιστορήματα του Αποστολίδη.
Έτσι λοιπόν, για να εξηγήσουμε την αναγέννηση του είδους στην Ελλάδα, θα μπορούσαμε να πούμε «Εν αρχή ήσαν οι Εκδόσεις ΑΓΡΑ και ο Ανδρέας Αποστολίδης».
Όμως η εξήγηση αυτή φαντάζει απλοϊκή καθώς, την ίδια χρονιά, οι Εκδόσεις ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ εκδίδουν το πρωτόλειο του Πέτρου Μάρκαρη, Νυχτερινό Δελτίο. Ταυτόχρονη αναγέννηση ή μίμηση ενός εκδότη από έναν άλλο; Για την απάντηση θα πρέπει να απευθυνθούμε στους εμπλεκόμενους.
Το πρώτο χαρακτηριστικό που προξενεί εντύπωση, είναι η ύπαρξη δύο κατηγοριών συγγραφέων: οι σχεδόν ειδικοί και οι άλλοι. Για πάνω από μια δεκαετία ήδη, τρεις συγγραφείς παράγουν συστηματικά αστυνομικά έργα, με τον καθέναν από αυτούς να έχει τα δικά του χαρακτηριστικά, ενώ άλλοι δεν κάνουν παρά ένα πέρασμα από το αστυνομικό μυθιστόρημα ή το θρίλερ, ανοίγοντας ενδιαφέροντα μονοπάτια χωρίς, εντούτοις, να εξακολουθούν το εγχείρημα. Τελικά, βλέπουμε σήμερα να επαναλαμβάνεται η κατάσταση που επικρατούσε τις δεκαετίες του 50-60, όπου υπήρχε ο Μαρής και οι άλλοι. Τώρα έχουμε τρεις «επί κεφαλής» και έναν αρκετά μεγάλο αριθμό συγγραφέων που δεν έχουν εκδώσει παρά έναν μικρό αριθμό βιβλίων. Οι τρεις που προανέφερα δεν είναι άλλοι από τους Πέτρο Μάρκαρη (γεν. 1937), Πέτρο Mαρτινίδη (1948) και Ανδρέα Αποστολίδη (1953). Στους δευτερεύοντες συγγραφείς, χωρίς να εξαντλούμε τη λίστα, μπορούμε να καταχωρίσουμε τους ακόλουθους: Μαριλένα Πολιτοπούλου, Νάσο Χριστογιαννόπουλο, Τιτίνα Δανέλλη, Θανάση Μπαλοδήμα, Τόλη Νικηφόρου, Νίκο Βλαντή, Δημήτρη Μαμαλούκα, Παναγιώτη Αγαπητό, Γιώργο Λακόπουλο, Γιάννη Ράγκο, Σώτη Τριανταφύλλου, Τεύκρο Μιχαηλίδη και Μάιρα Παπαθανασοπούλου.
Με τον Μάρκαρη να είναι ο μεγαλύτερος σε ηλικία από τους τρεις και ο πιο επιτυχημένος (είναι [viii] ο μόνος που έχει μεταφραστεί και έχει ήδη κάνει έναν απολογισμό της καριέρας του [ix]), δεν προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι οι άλλοι κάνουν αναφορά, ενίοτε, στο έργο του. Έτσι στο Μοιραίοι Αντικατοπτρισμοί, [ΝΕΦΕΛΗ, 2003], ο Μαρτινίδης γράφει σε ένα σημείο ότι θα μπορούσαν να καλέσουν τον Κώστα Χαρίτο, τον αστυνόμο του Μάρκαρη:
Προσθέτει κάτι ακόμα για έναν αστυνόμο Κώστα Χαρίτο, που μόλις αναλάβει από καποια προβλήματα υγείας θα έρθει να αναλάβει τη συνέχεια της υπόθεσης, μα δε δίνω σημασία (σελ. 246)
Ο Ανδρέας Αποστολίδης πάει ακόμη πιο πίσω /θα έλεγα «πιο πέρα»/ στην παραπομπή στο ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα, καθώς, στο Φάντασμα του μετρό, εμπλέκει ένα από τα πρόσωπα του Μαρή, τον δημοσιογράφο Μακρή. Επιπλέον, ο Αποστολίδης και ο Μάρκαρης ανταλλάσσουν κάποιες θεματικές, όπως θα δούμε πιο κάτω.
Ένα δεύτερο σημαντικό σημείο αφορά στους συγγραφείς. Πριν από τη δεκαετία του 90, η πλειοψηφία των ελλήνων συγγραφέων αστυνομικού μυθιστορήματος ήταν δημοσιογράφοι οι οποίοι, επαγγελματικά, έγραφαν ελαφρά άρθρα για το πλατύ κοινό. Η νέα γενιά είναι, συνολικά, λιγότερο επαγγελματίες αλλά κατά πολύ περισσότερο λογοτεχνικής αισθητικής. Η συγγραφή αστυνομικών μυθιστορημάτων αποτελεί, ενίοτε, χόμπυ για πανεπιστημιακούς δασκάλους. Ο Πέτρος Μαρτινίδης διδάσκει στο τμήμα αρχιτεκτονικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου. Ο Πέτρος Μάρκαρης είναι καθηγητής στο τμήμα θεάτρου του ιδίου πανεπιστημίου, ο Παναγιώτης Αγαπητός διδάσκει βυζαντινή ιστορία στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, η Μαρλένα Πολιτοπούλου διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Είναι προφανές ότι αυτοί οι διανοούμενοι, που διαβάζουν και στοχάζονται, είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι σε προβλήματα φόρμας, ύφους και ψυχολογικής και κοινωνικής αληθοφάνειας σε σύγκριση με τους προγενέστερους. Τα κείμενά τους κερδίζουν σε λεπτολογία και έκταση αυτό που, ενίοτε, χάνουν είναι σε αποτελεσματικότητα.
Ένα τρίτο χαρακτηριστικό του ΝΕΑΜ είναι ο πλούτος και η ποικιλία στη θεματολογία του. Μπορούμε να πούμε, χωρίς να υπερβάλουμε, ότι όλες οι κατηγορίες του παραδοσιακού μυθιστορήματος ενσωματώνουν εφεξής μια αστυνομική παραλλαγή. Υπάρχει το ιστορικό αστυνομικό, το ψυχολογικό αστυνομικό, το κοινωνικό αστυνομικό, το πολιτικό αστυνομικό και, ακόμη, το μαθηματικό αστυνομικό. Τα «λύτρα» γι αυτόν τον πλούτο, που είναι επίσης αισθητός στο αστυνομικό μυθιστόρημα και άλλων χωρών, είναι ότι αυτή καθεαυτή η έρευνα, το αίνιγμα και η λύση του, περνούν μάλλον σε δεύτερο πλάνο. Αυτή η εξέλιξη, η οποία κάνει το αστυνομικό να προσεγγίζει όλο και περισσότερο το παραδοσιακό λογοτεχνικό μυθιστόρημα, δεν είναι της απόλυτης προτίμησης του κοινού. Δεν είναι, αναμφίβολα, τυχαίο που, από την τριάδα, αυτός που σημειώνει τη μεγαλύτερη επιτυχία, κυρίως στο εξωτερικό, ο Πέτρος Μάρκαρης, είναι αυτός που παραμένει πιο κοντά στην αστυνομική παράδοση. Και είναι αξιοσημείωτο το ότι, για να παρουσιάσουν τον συλλογικό τόμο Αστυνομικές Ιστορίες του 2002 με τα πέντε διηγήματα, οι συγγραφείς δεν μιλούν για αινίγματα ούτε για αστυνομικούς:
Πέντε πολυδιαβασμένοι συγγραφείς αστυνομικών ιστοριών αποκαλύπτουν τα ανομολόγητα πάθη, τις σκοτεινές πλευρές της ανθρώπινης ψυχής και τις δολοπλοκίες που εξυφαίνονται στο περιθώριο της ελληνικής κοινωνίας.
Μια παρουσίαση που θα άρμοζε περισσότερο στο λαϊκό ρομαντικό μυθιστόρημα του τέλους του 19ου αιώνα, παρά στους διαδόχους του Γιάννη Μαρή.
Τέταρτο, το μάλλον αρνητικό αποτέλεσμα αυτής της νέας οικουμενικής αντίληψης του ΝΕΑΜ είναι η πληθώρα των παρεκβάσεων που συναντάμε και, κατά κανόνα, μία σχετική φλυαρία. Αυτό είναι προφανές αν συγκρίνουμε τις 200, κατά μέσο όρο, σελίδες ενός μυθιστορήματος του Μαρή ή του Μαράκη, τα βιβλία των οποίων –κυριολεκτικά- ήταν της τσέπης, με τον όγκο που επιβάλλουν στους αναγνώστες τους οι σύγχρονοι συγγραφείς. Το τελευταίο βιβλίο του Μάρκαρη έχει 430 σελίδες. Μόνο ο Αποστολίδης διατηρεί, σε γενικές γραμμές, το σχήμα βιβλίου τσέπης στην ΑΓΡΑ, καθώς και έναν σχετικά μικρό αριθμό σελίδων (172 σελ. στο Φάντασμα του μετρό). Αλλά στην ΩΚΕΑΝΙΔΑ φαίνεται να αποφάσισε για ένα αισθητά μεγαλύτερο βιβλίο. Το Διαταραχές στα Μετέωρα μετρά 364 σελίδες.
Πέμπτο, η εμφανής επιρροή του γαλλικού αστυνομικού μυθιστορήματος (polar) καθώς και του αγγλικού ή αμερικανικού είχε ως αποτέλεσμα έναν εις βάθος μετασχηματισμό της προσωπικότητας του ερευνητή που, πολύ συχνά γίνεται ο κύριος ήρωας του έργου. Στα βιβλία του Μαρή και της Κακούρη, ο ερευνητής, ένας αστυνομικός ή μια κυρία της υψηλής κοινωνίας της Πάτρας, δεν εμπλεκόταν πραγματικά στο μύθο του εγκλήματος· στην περίπτωση της Τούλας, της ερευνήτριας της Κακούρη, το έγκλημα αφορούσε σε φίλες της. Τα λίγα που γνωρίζαμε για την προσωπική ζωή του ερευνητή, απόλυτα κανονική και συνηθισμένη, έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με τον κόσμο των παθών και των εγκλημάτων με τον οποίον ερχόταν σε αντιπαράθεση αλλά που δεν τον άγγιζε. Ή, ακόμη, ο ερευνητής κρατούσε μιαν απόσταση με εντελώς διαφορετικό τρόπο, καθώς ήταν ένας υπεράνθρωπος, όπως ο Τζιμ Κάρβας του Μαράκη ή ο Μίλων Φιρίκης του Τσιφόρου. Με το ΝΕΑΜ η κατάσταση αλλάζει. Ο ερευνητής χάνει τη γαλήνη του. Ο Κώστας Χαρίτος δεν παύει στιγμή να αντιδρά βίαια ή να καταθλίβεται από την ελληνική πραγματικότητα εν γένει. Η Σώτη Τριανταφύλλου δημιουργεί έναν καταθλιπτικό, αμερικανό επιθεωρητή, του οποίου το όνομα, Stuart Mallown θυμίζει τον ήρωα του Raymond Chandler. Πιο σοβαρά, ο Πέτρος Μαρτινίδης, ο οποίος ίσως ενθυμείται τον Ripley της Patricia Highsmith, χρησιμοποιεί ως ήρωες και ερευνητές πρόσωπα όχι ιδιαίτερα «καθαρά» τα οποία είτε επεξεργάζονται κάποιο αδίκημα ή έχουν ήδη διαπράξει κάποιο έγκλημα και οι ίδιοι, γεγονός που, εντούτοις, δεν τους καθιστά λιγότερο συμπαθητικούς.
Έκτο, το πιο χαρακτηριστικό σημείο αυτής της νέας παραγωγής είναι η σχεδόν πεισματική παρουσία της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας και της επικαιρότητας, αυτής με την οποία μας βομβαρδίζουν τα ΜΜΕ. Ο Μαρής ήταν αξιοσημείωτα διακριτικός προς αυτή την κατεύθυνση. Στις περιπέτειες του αστυνόμου Μπέκα δεν συναντάμε παρά φευγαλέες νύξεις αυτού που σήμερα αποκαλούμε επικαιρότητα των διασημοτήτων: Μιλάει για τη Σοφία Λόρεν, τη Μπριζίτ Μπαρντό ή τον Τζέημς Μποντ, αλλά αποφεύγει τον εμφύλιο πόλεμο ή τις διώξεις της αριστεράς από τη δεξιά κυβέρνηση (Tonnet, 2005, 333). Αντιθέτως, με έναν τρόπο περισσότερο ή λιγότερο έντονο, οι συγγραφείς της τριάδας του ΝΕΑΜ ασχολούνται με την ελληνική ιστορία, από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και μετά.
Το έργο του Ανδρέα Αποστολίδη, τόσο τα μυθιστορήματα όσο και τα διηγήματα, βρίθει αναφορών στην πρόσφατη ελληνική ιστορία. Νομίζω πως το κύριο θέμα του Αποστολίδη είναι η ιστορία (η ιστορία της Ελλάδας και, παράλληλα, η ιστορία του αστυνομικού μυθιστορήματος). Οι χαρακτήρες του, πολύχρωμοι και πάντα λίγο υπερβολικοί, μοιάζει να είναι προϊόν διαφόρων πολιτικών καταστάσεων. Είναι χαρακτηριστικός ο τίτλος της συλλογής διηγημάτων του Αστυνομικές ιστορίες για πέντε δεκαετίες. Διηγείται, συχνά παρωδώντας την παλιά ελληνική αστυνομική λογοτεχνία, έξι ιστορίες, οι οποίες έχουν ως πλαίσιο τα δραματικά γεγονότα τα σχετικά με τον ψυχρό πόλεμο: Εφιάλτης (τα γεγονότα του Δεκέμβρη του 1944), Το πέρασμα του Μίλλαρντ (ο εμφύλιος το 1948), Ο θάνατος του ιατροδικαστή (1953, η δεξιά στην εξουσία και η στρεβλή πολιτική του παράνομου Κομμουνιστικού Κόμματος). Το τελευταίο διήγημα της συλλογής, Αναταραχή στον Νέο Κόσμο, που εκτυλίσσεται το 1986, παρουσιάζει τη βία ομάδων περισσότερο ή λιγότερο μυστικών, τόσο φανατικών αναρχικών όσο και φονταμενταλιστών χριστιανών ορθοδόξων.
Η συνταγή, που ορίζει σε κάθε αστυνομικό έργο να σκιαγραφείται μια στιγμή ή μια περίοδος της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας, χρησιμοποιείται και στα μυθιστορήματα του ίδιου συγγραφέα. Το πρώτο, Το Χαμένο παιχνίδι (ΑΓΡΑ), εκτυλίσσεται σε μια πολυκατοικία στο Κολωνάκι (πιθανότατα αναφορά στο πρώτο μυθιστόρημα του Μαρή, του 1953) τον Απρίλιο του 1967, τη στιγμή της κατάληψης της εξουσίας από τους Συνταγματάρχες. Το δεύτερο, Το φάντασμα του μετρό, (ΑΓΡΑ,1996), στο οποίο ο χρόνος δράσης δεν καθορίζεται επακριβώς, εκτυλίσσεται κατά τη διάρκεια της κατασκευής του αθηναϊκού μετρό. Δεν πρόκειται πια εδώ για ιστορία με την κυριολεκτική έννοια της λέξης, αλλά μάλλον για έναν ηθικό απολογισμό της ελληνικής κοινωνίας στα τέλη του 20ου αιώνα. Βλέπουμε τη συνεργία αστυνομίας και παρανόμων στη “διάρρηξη του αιώνα” στην τράπεζα “Προνοίας Επενδύσεων”. Συναντάμε “ιδιωτικούς” αστυνομικούς αρκετά βυθισμένους στο αλκοόλ, όπως ο Λέλος Λίβας, που έχει πολλά κοινά με τους συναδέλφους του του παραδοσιακού αμερικανικού νουάρ. Συνεχίζοντας εκ παραλλήλου την εξερεύνησή του στον μυθικό κόσμο του Γιάννη Μαρή, ο Αποστολίδης κάνει τον δημοσιογράφο Ιάσονα Μακρή της εφημερίδας Η Πρωϊνή, έναν από τους ερευνητές της ιστορίας. Με τα Εγκλήματα στην Πανσιόν Απόλλων (2000), η δράση τοποθετείται εκ νέου σε μια κομβική περίοδο της ελληνικής ιστορίας, αυτής της επανόδου της δημοκρατίας, τον Σεπτέμβριο του 1974. Σε μια πολυτελή πανσιόν κάποιας ελληνικής λουτρόπολης, όπου οι αντιτιθέμενοι στο καθεστώς των συνταγματαρχών συναντούν κάποιους από τους συνεργάτες τους που κρύβονται εκεί, λαμβάνουν χώρα δύο εγκλήματα. Η έρευνα διεξάγεται με τρόπους πολύ διαφορετικούς από έναν αξιωματικό της χωροφυλακής και τον δικηγόρο Ανδρέα Οικονόμου, ένα πρόσωπο που επανεμφανίζεται στον μυθιστορηματικό κόσμο του Αποστολίδη. Το μυθιστόρημα Λοβοτομή (2002) συνεχίζει την εξερεύνηση της κρυφής εξαχρείωσης της αθηναϊκής κοινωνίας. Εδώ, μέσα σε έναν στρόβιλο ίντριγκας, έχουμε να κάνουμε με εμπόριο ανθρωπίνων οργάνων, -θέμα με το οποίο ήδη έχει καταπιαστεί ο Μάρκαρης στο Νυχτερινό δελτίο, με ακροδεξιές ομάδες και σερβική μαφία- και που θα δούμε να εμφανίζεται εκ νέου στον Κύριο μέτοχο του Μάρκαρη, το 2006.
Το παράδοξο στα μυθιστορήματα του Αποστολίδη είναι η μίξη καλής ιστορικής τεκμηρίωσης, γεγονός που επιτρέπει να ορίζεται καλά το χρονικό πλαίσιο του μυθιστορήματος, και η παιγνιώδης χρήση της φαντασίας και της τεχνοτροπίας που παραπέμπει στην πλούσια παραφιλολογική κουλτούρα του συγγραφέα. Ο ίδιος έχει απόλυτα συνείδηση αυτού του συνδυασμού, τον οποίο ορίζει ως εξής, αναφορικά με τα διηγήματά του Αστυνομικές ιστορίες για πέντε δεκαετίες:
Τα διηγήματα παραπέμπουν συχνά σε γνωστά γεγονότα, αλλά είναι γραμμένα με τη φαντασία και την υπερβολή των λαϊκών περιοδικών και παίζουν με το ύφος των αστυνομικών ρεπορτάζ.
Ο κίνδυνος αυτής της ειρωνικής αποστασιοποίησης είναι ότι μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την καταστροφή της εντύπωσης του πραγματικού, που απαιτεί ο κοινός αναγνώστης κάθε μυθιστορήματος.
Εκ πρώτης όψεως τα μυθιστορήματα του Πέτρου Μάρκαρη βρίσκονται στον αντίποδα εκείνων του Ανδρέα Αποστολίδη. Το μυθιστόρημα του Μάρκαρη δεν παρουσιάζεται σαν λογοτεχνικό παιχνίδι, αλλά σαν μια πραγματική έρευνα. Και, χωρίς αμφιβολία, δεν είναι τυχαίο που τα πρώτα του μυθιστορήματα έφεραν ως υπότιτλο τον χαρακτηρισμό “αστυνομικό μυθιστόρημα”. Καμία ειρωνική αποστασιοποίηση (τουλάχιστον έκδηλη) από τον ερευνητή καθώς, από την αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, ο Μάρκαρης μας κάνει κατευθείαν κοινωνούς των στοχασμών του αστυνόμου Κώστα Χαρίτου.
Εντούτοις, με διαφορετικά μέσα, ο Μάρκαρης ανταποκρίνεται στην ίδια, διπλή, απαραίτητη προϋπόθεση του νέου ελληνικού αστυνομικού μυθιστορήματος: εκμοντερνίζει τη θεματική του είδους, χωρίς να αποφεύγει να το τοποθετήσει μέσα στα πλαίσια του παραδοσιακού αστυνομικού, εκείνου της δεκαετίας του ’50 και του Γιάννη Μαρή.
Αντί, όπως ο Αποστολίδης, να κάνει απλές αναφορές στα μυθιστορήματα του Μαρή, ο Μάρκαρης επιτυγχάνει κάτι πιο λεπτό, την μετενσάρκωση του Μπέκα, του ερευνητή-φετίχ του Μαρή. Ο χαρακτήρας του Κώστα Χαρίτου συνεχίζει, αναπτύσσει και, κατά κάποιο τρόπο, δίνει μεγαλύτερο βάρος στις δυνατότητες του Μπέκα.
Και οι δύο άνδρες είναι παντρεμένοι με γυναίκες πιστές και αφοσιωμένες, καλές μητέρες και εξαίρετες μαγείρισσες. Έχουν από μια πολυαγαπημένη κόρη που κάνει καλές σπουδές αλλά που δεν φαίνεται να θέλει να παντρευτεί, τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον. Και οι δύο άνδρες είναι λίγο παλιομοδίτες και καταδικάζουν τον -υποτίθεται- παράλογο και ανήθικο κόσμο της νεολαίας. Μιλούν λίγο, είναι δύστροποι, γκρινιάρηδες ολκής. Είναι αστυνομικοί πολύ ευσυνείδητοι με ανεπτυγμένη διαίσθηση.
Ο Χαρίτος υπερισχύει του Μπέκα σε όλα αυτά τα σημεία. Όπως ο επιθεωρητής Κολόμπο, ο Χαρίτος έχει ένα εντελώς ντεμοντέ αυτοκίνητο, ένα Μιραφιόρι που δεν ξεπερνά τα 60 χλμ την ώρα. Ξεπερασμένα “αρσενικός” δεν έχει δώσει στη γυναίκα του το δικαίωμα να κάνει αναλήψεις από τον τραπεζικό του λογαριασμό, καθώς είναι πεισμένος πως θα ξοδέψει αλόγιστα τα λίγα χρήματα που αυτός κερδίζει.
Η σύζυγος του Μπέκα, όπως κι εκείνη του Μαιγκρέ, δεν ανακατεύεται στα θέματα που ανήκουν στη δικαιοδοσία της αστυνομίας. Οι απλές αναφορές στη συζυγική ζωή των δύο χαρακτήρων, έχουν σκοπό να τονίσουν πως πρόκειται για χαρακτήρες απολύτως φυσιολογικούς και συνηθισμένους. Βέβαια, ο Χαρίτος ανήκει στις τάξεις των σοβαρών ερευνητών: δεν είναι ένας καρδιοκατακτητής σας τον Τζιμ Κάρβα ή τον Νέστορα Μπουρμά. Δεν διατηρεί παθιασμένες σχέσεις με κάποια ερωμένη, όπως ο Πέπε Καρβάλιο του Βάσκεθ Μονταλμπάν ή ο Σαλβατόρε Μονταλμπάνο του Αντρέα Καμιλλέρι. Εντούτοις, ο Κώστας και η γυναίκα του Ανδριανή, αν και ερωτευμένοι, δεν σταματούν να διαπληκτίζονται αφενός, αλλά και να τα βρίσκουν πάνω από ένα πιάτο με εξαιρετικά γεμιστά ή τα ψίχουλα ενός κέικ που “δεν τρώγεται” και, στη συνέχεια, στο κρεβάτι. Ο Μάρκαρης, με τρόπο που μοιάζει λίγο με αυτόν του Frédéric Dard, αλλά με ένα στυλ λιγότερο γκροτέσκο, δεν μας κρύβει τίποτα σε αυτόν τον τομέα. Ένας από τους λόγους των συγκρούσεων μεταξύ του Χαρίτου και της Ανδριανής, είναι η τυφλή εμπιστοσύνη εκείνης σε οτιδήποτε ακούσει και δει στην τηλεόραση, ιδίως σε θέματα αστυνομικής θεματολογίας:
« Ευτυχώς που υπάρχουν οι δημοσιογράφοι και φέρνουν στο φως κάποια πράγματα. Γιατί αν περιμέναμε από την αστυνομία…», ακούω την Ανδριανή να μου λέει με περιφρόνηση και βιδώνομαι διπλά. (σελ. 135)
Αν και ο Χαρίτος είναι ένας εξαίρετος αστυνομικός, είναι προφανές ότι οι μέθοδοί του είναι αρκετά λιγότερο συμβατικές από αυτές του Μπέκα. Ο ήρωας του Μαρή μπορούσε να κάνει τη δουλειά του χωρίς ν’ ανησυχεί για την πολιτική, καθώς βρισκόταν, προφανέστατα, σε αρμονία με την ιεραρχία του. Είχε λάβει μέρος στην Αντίσταση, γεγονός που του έδινε ένα “πιστοποιητικό πατριωτισμού”. Ο Χαρίτος βρίσκεται σε μια λιγότερο βολική κατάσταση. Οι περιπέτειές του διαδραματίζονται την εποχή της ανεξέλεγκτης κυριαρχίας του ΠΑΣΟΚ, με την διαφθορά να αναπτύσσεται ανάμεσα στους αριστερούς που έχουν γίνει επιχειρηματίες. Σ΄ αυτό έρχονται να προστεθούν δύο ανησυχητικά κοινωνικά φαινόμενα, η εισροή αλβανών μεταναστών, οι οποίοι κατηγορούνται για τα πάντα και ο θρίαμβος της τηλεόρασης πάνω στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης. Ο Χαρίτος, λοιπόν, όπως και ένα κομμάτι της ελληνικής αστυνομίας, είχε εμπλακεί στη “βρώμικη δουλειά” των Συνταγματαρχών. Δεν είναι εντελώς “πολιτικά ορθός”:
Αυτή την τακτική [της ανάκρισης] την είχα μάθει από τον αστυνόμο Κωσταρά, στη χούντα, που με είχαν αποσπάσει για ένα διάστημα στην Μπουμπουλίνας. [...] Εμένα, η δουλειά μου ήταν να κουβαλάω τους κρατούμενους για ανάκριση. Στεκόμουν όρθιος σε μια γωνιά, παρακολουθούσα τον Κωσταρά και θαύμαζα την τεχνική του. Τώρα πια ξέρω ότι όλα αυτά ήταν μαλακίες, δεν είχε από πού να κρατηθεί κι έριχνε άδεια για να πιάσει γεμάτα [x].
Εντούτοις, Ο Χαρίτος διατηρεί αμφιλεγόμενες αλλά μάλλον φιλικές σχέσεις με έναν παλιό κομμουνιστή, τον Λάμπρο Ζήση, ο οποίος είχε βασανιστεί την περίοδο της χούντας και που του χρησιμεύει ως πληροφοριοδότης σε διάφορες περιστάσεις. Πώς μπορεί να εξηγηθεί αυτό; Η απάντηση φαίνεται να είναι η ακόλουθη. Αν ο Μπέκας δε βρισκόταν μέσα σε ιδεολογικές συγκρούσεις, ο Χαρίτος και ο “συνένοχός” του κομμουνιστής βρίσκονται πέρα από αυτές . Ο Χαρίτος δεν ακολουθεί το ιδεολογικό ρεύμα, όπως υποκριτικά κάνει ο ανώτερός του, ο υπερβολικά πολιτικοποιημένος Γκίκας. Αμφισβητεί, για παράδειγμα, την αυτόματη ενοχοποίηση των Αλβανών. Είναι ικανοποιημένος με το να κάνει σωστά τη δουλειά του του “μπάτσου”, όπως την έκανε και τον καιρό της χούντας. Δίπλα του, ο κομμουνιστής Λάμπρος Ζήσης, έχοντας απαλλαγεί από τις ψευδαισθήσεις του, έγινε -με τη σειρά του- κι αυτός “μπάτσος”: στοιχειοθετεί ενοχοποιητικούς φακέλους εναντίον των πρώην συντρόφων του της αριστεράς. Έτσι, τα δύο άκρα συναντήθηκαν:
« Όταν δεν σου μένει τίποτα άλλο να πιστέψεις, πιστεύεις στην αστυνομία», μου απαντάει [ο Λάμπρος] μ’ ένα χαμόγελο γεμάτο πίκρα. « Είστε [οι αστυνομικοί] ο πάτος. Εγώ πάτωσα και ανταμώσαμε. Αυτό είναι όλο» [xi].
Θα είχαμε πολλά να πούμε ακόμη για τον κόσμο του Μάρκαρη.
Κατά τη γνώμη μου, η γοητεία του Μάρκαρη, όπως εκείνη του Raymond Chandler, βρίσκεται στα πολλαπλά χιουμοριστικά του σχόλια, με ένα χιούμορ συχνά κυνικό, και στις γελοίες συγκρίσεις που αφθονούν στα κείμενά του. Ο Χαρίτος γογγύζει σε κάθε περίσταση, γεγονός που τον κάνει να αντιλαμβάνεται περισσότερο από τους άλλους, τον παραλογισμό και τις συγκρούσεις της καθημερινής ζωής. Σχετικά με τον ανελκυστήρα του κτηρίου της αστυνομίας:
Ο μέσος χρόνος αναμονής στο ασανσέρ είναι από πέντε ως δέκα λεπτά, ανάλογα με τη διάθεσή του να σε δουλέψει. Αν νευριάσεις κι αρχίσεις να πατάς συνέχεια το κουμπί, μπορεί να κάνει και τέταρτο. Το ακούς που είναι στον δεύτερο, λες νάτο, ανεβαίνει, και ξαφνικά αυτό μετανιώνει και παίρνει την κάθοδο. Ή το αντίθετο. Κατεβαίνει στον τέταρτο κι αντί να συνεχίσει, παίρνει πάλι την άνοδο. Καμιά φορά διαολίζομαι κι αρχίζω ν’ ανεβαίνω δυο-δυο τα σκαλιά, πιο πολύ για να ξεθυμάνω παρά που βιάζομαι. Άλλες φορές πάλι με πιάνει το πείσμα μου και λέω, αφού κανείς δε βιάζεται, τι θέλω εγώ και τρέχω, τρελός είμαι; Ακόμα και την αυτόματη πόρτα του τη ρύθμισαν έτσι που ν’ ανοίγει αργά, για να σου σπάει τα νεύρα [xii].
Ή σχετικά με τον ξυλοδαρμό ενός δημοσιογράφου :
Γιατί δεν τον αρχίζω στις φάπες; Γιατί δεν τον πλακώνω στα χαστούκια; Γιατί δε στήνω δυο καρέκλες, να τον δέσω ανάμεσά τους, να του βγάλω κάλτσες και παπούτσια και να τον περάσω από φάλαγγα; Ο αστυνομικός που έχει σταματήσει να δέρνει είναι σαν τον καπνιστή που έκοψε το τσιγάρο. Έστω κι αν λογικά λες ότι έκανες καλά που το ‘κοψες, μέσα σου πεθαίνεις να ρίξεις μερικές φάπες, όπως ο τέως καπνιστής, που ψοφάει για μια τζούρα [xiii] .
Στο έργο του Μάρκαρη υπάρχουν, επίσης, απολαυστικές συγκρίσεις. Για παράδειγμα αναφορικά με το γραφείο του αστυνόμου, μετά την αναχώρηση του τηλεοπτικού συνεργείου:
Αρχίζουν να μαζεύουν τα συμπράγκαλά τους και το γραφείο μου επανέρχεται πάλι, σαν τον άρρωστο, που ξέφυγε τον κίνδυνο και τον αποσυνδέουν από τις συσκευές [xiv].
Ή η θεατρινίστικη οδύνη ενός δημοσιογράφου της τηλεόρασης:
Η λύπη στάζει από το πρόσωπο του παρουσιαστή, όπως η μύξα από το ρουθούνι [xv].
Ή ακόμη για μια γυναίκα που αισθάνθηκε αδιαθεσία:
Δυο γυναίκες προσπαθούσαν ακόμα να τη συνεφέρουν ραντίζοντάς την με νερό, όπως τα ψάρια για να δείχνουν φρέσκα [xvi].
Νομίζω πως, παρά την εναλλαγή των θεμάτων, το έργο του Μάρκαρη δεν ανανεώνεται πραγματικά, τουλάχιστον όχι περισσότερο από εκείνο του Μαρή, το οποίο έχει ως μοντέλο. Υπάρχει στο τελευταίο του βιβλίο, τον Βασικό μέτοχο (2006) μια υπερβολή αναφορικά με τις οικογενειακές περιπέτειες του Χαρίτου -η κόρη του Κατερίνα κρατείται ως όμηρος- που εμπλέκει πολύ τον αστυνόμο και του αφαιρεί την συμπαθητική πλευρά του απλού ερευνητή της αλήθειας.
Ο Πέτρος Μαρτινίδης ακολουθεί μια ακριβώς αντίθετη τροχιά. Μου φαίνεται πως βελτιώνεται καθώς «χτίζει» το έργο του. Ο Μαρτινίδης ενδιαφέρεται, πολύ περισσότερο από την πολιτική ιστορία της Ελλάδας, για τα διάφορα κοινωνικά φαινόμενα: στους πανεπιστημιακούς και καλλιτεχνικούς κύκλους που στηρίζονται στην απάτη, σε ορθόδοξες ομάδες της δεξιάς που κατασκευάζουν θαύματα, σε σκευωρίες στο ποδόσφαιρο κατά τη διάρκεια των αγώνων του Ευρωπαϊκού κυπέλου.
Από τα μέλη της τριάδας, ο Μαρτινίδης είναι αυτός που εμφανίζεται πιο αργά, το 1998, με το Κατά συρροή [ΝΕΦΕΛΗ]. Δεν διαθέτει τη γρήγορη γραφή του Αποστολίδη, ούτε τη σφριγηλότητα του Μάρκαρη. Τα πρόσωπα στα έργα του δεν είναι τυποποιημένα, ούτε καρικατούρες (τουλάχιστον τα κεντρικά). Ανήκουν συχνά, όπως και ο συγγραφέας, στον πανεπιστημιακό χώρο της Θεσσαλονίκης (φοιτητές -κυρίως φοιτήτριες- με προβλήματα, διδάκτορες έτοιμοι για όλα προκειμένου να εξασφαλίσουν μια έδρα, συμπεριλαμβανομένης και της αντιγραφής του συγγράμματος ενός άλλου). Τα μυθιστορήματά του και οι εξεζητημένες αναφορές που περιέχουν, τα προορίζουν να απευθύνονται σε ένα πιο καλλιεργημένο κοινό.
Αυτό που εντυπωσιάζει περισσότερο στον Μαρτινίδη είναι η απομάκρυνσή του από τα παραδοσιακά σχήματα του αστυνομικού μυθιστορήματος, ο αμφίσημος κόσμος των έργων του και ο καλά δομημένος χαρακτήρας των έργων του.
Στα έργα του Μαρτινίδη δεν υπάρχει σαφής διαχωριστική γραμμή μεταξύ του κόσμου του εγκλήματος και αυτού των ερευνητών του. Αυτοί που αναζητούν την αλήθεια βρίσκονται συχνά με το ένα πόδι στο χώρο της παραβατικότητας. Κάποιοι, όπως ο ερευνητής του στα Παιχνίδια μνήμης [ΝΕΦΕΛΗ, 2001], βρίσκονται ήδη στη φυλακή. Το αμφίσημο σύμπαν του Μαρτινίδη, βρίθει απατεώνων, πιασμένων στην παγίδα των ταυτοτήτων που έχουν οικειοποιηθεί. Έτσι ο “ήρωας” του Σε περίπτωση πυρκαϊάς [ΝΕΦΕΛΗ, 1999], απευθύνεται σε ένα αστυνομικό τμήμα για να εκδώσει ταυτότητα στο όνομα ενός από τους φίλους του, καθώς σκοπεύει να διαπράξει μια ληστεία και να διαφύγει χρησιμοποιώντας πλαστό όνομα. Όμως, στο αστυνομικό τμήμα, μια γοητευτική και μάλλον επικίνδυνη νέα γυναίκα, τον περνά για αστυνομικό και ζητά την προστασία του απέναντι στον σύζυγό της, ο οποίος την απειλεί. Με αυτόν τον τρόπο, ο ήρωας του Μαρτινίδη, θα εμπλακεί σε μιαν υπόθεση δολοφονίας. Εντέλει, με τους χαρακτήρες των έργων του να κυκλοφορούν στον ίδιο χώρο του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης και με την επανεμφάνιση, ορισμένων εξ αυτών, σε διάφορα μυθιστορήματά του, ο Μαρτινίδης συνθέτει ένα είδος αστυνομικής Ανθρώπινης Κωμωδίας, που διαδραματίζεται στη Θεσσαλονίκη και της οποίας τα τέσσερα πρώτα μυθιστορήματα αποτελούν την Τετραλογία Τέσσερις Πανεπιστημιακοί Φόνοι. Με το Μοιραίοι αντικατοπτρισμοί (2003) αρχίζει μια τριλογία, η οποία συμπεριλαμβάνει και τα Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία (2005) και Ο Θεός φυλάει τους άθεους (2006) και έχει τον τίτλο Θεατρικοί θάνατοι.
Τα άφθονα και πυκνά βιβλία του Μαρτινίδη δεν διαβάζονται τόσο εύκολα, όσο εκείνα του Μάρκαρη. Η αστυνομική τους ίντριγκα, κυρίως στα πρώτα από αυτά, είναι λίγο περίπλοκη. Αλλά οι χαρακτήρες του έχουν μεγαλύτερη υπόσταση από εκείνους αρκετών συναδέλφων του. Τέλος, ο Μαρτινίδης θα έπρεπε επίσης να μελετηθεί και ως ένας συγγραφέας μη αστυνομικής λογοτεχνίας.
Θα ήθελα, τελειώνοντας, να αφήσω την τριάδα Αποστολίδης-Μάρκαρης-Μαρτινίδης και να πω δυο λόγια για άλλους συγγραφείς. Το κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η μη συστηματική πλευρά της “παραγωγής” τους. Εξαίρεση αποτελούν η Μαρλένα Πολιτοπούλου, με τις ψυχολογικές και λίγο θολές έρευνες του αστυνόμου Περικλή Γιατζόγλου σε τρία μυθιστορήματα [Ο κύριος Μάριος μετάνιωσε αργά (1999), Δώδεκα Θεοί τρεις φόνοι (2005) και Η μνήμη της πολαρόιντ(2008)], καθώς και ο Παναγιώτης Αγαπητός, τα βυζαντινά αστυνομικά μυθιστορήματα του οποίου αριθμούν, μέχρι στιγμής, τα τρία: Το εβένινο λαούτο (2003), Ο Χάλκινος οφθαλμός (2006) και Μέδουσα από σμάλτο (2009). Κεντρικός ήρωας των μυθιστορημάτων αυτών είναι ο πρωτοσπαθάριος Λέων. Πιθανόν, επειδή είναι δύσκολο να μιλάμε για “αστυνομικό” μυθιστόρημα τον 9ο αιώνα μ.Χ., ο Αγαπητός δίνει στα έργα του τον υπότιτλο “βυζαντινές ιστορίες μυστηρίου”. Παρόλο που η επίδραση του συγκεκριμένου είδους, που ξεκίνησε με τον Umberto Eco, και με το οποίο ασχολήθηκαν και άλλοι συγγραφείς, όπως η ιταλίδα Danila Comastri Montanari (οι έρευνες του Publius Aurélius) είναι εμφανής, ο Αγαπητός κάθε άλλο παρά ανασκευάζει το Όνομα του ρόδου. Ο συγγραφέας γνωρίζει σε βάθος τον βυζαντινό πολιτισμό, αλλά δεν μας βομβαρδίζει με λόγιες αναφορές. Βυθιζόμαστε στην ατμόσφαιρα της εποχής και ακολουθούμε την ιστορία με ενδιαφέρον. Είναι εμφανές ότι το έπος του πρωτοσπαθάριου Λέοντα θα έχει συνέχεια.
Κάποιοι συγγραφείς ανέπτυξαν στα ελληνικά το είδος του θρίλλερ, συχνά βίαιου. Θα ήθελα εδώ να αναφέρω την Απαγωγή του εκδότη [ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ, 2005] του Δημήτρη Μαμαλούκα, έργο αγωνίας και βίαιο που σου κόβει την ανάσα, το οποίο διαδραματίζεται στην Ιταλία και που ολοκληρώνεται με μιαν εκατόμβη [xvii]. Στον αντίποδα το θρίλλερ του Νίκου Βλαντή, WWW. Tospitimas. Gr( ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ, 2002), είναι υπερβολικό και δεν πείθει.
Πρέπει να κάνουμε ιδιαίτερη μνεία σε δύο βιβλία, λόγω της πρωτοτυπίας τους. Θέλω να μιλήσω για το Έγκλημα στο DaCapo (ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ, 2006) του Γιώργου Λακόπουλου. Ο Λακόπουλος δημιουργεί εδώ μια εντελώς νέα κατηγορία στο ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα, το πολιτικό αστυνομικό. Με μεγάλη οικονομία μέσων (το βιβλίο αποτελείται, σχεδόν εξ ολοκλήρου, από διαλόγους ανάμεσα στον ερευνητή, σύμβουλο του αρχηγού της αντιπολίτευσης και διάφορα πρόσωπα του πολιτικού χώρου και αυτού των ΜΜΕ, με αφορμή το θάνατο του υπουργού οικονομικών της κυβέρνησης), ο συγγραφέας κρατά τον αναγνώστη σε αγωνία μέχρι και την τελευταία από τις 300 σελίδες του βιβλίου. Ένας αναγνώστης ενήμερος για τα ελληνικά πολιτικά δρώμενα, θα δει την απόλαυσή του να αυξάνει, καθώς πρόκειται για ένα μυθιστόρημα με “κλειδιά”.
Ένα μυθιστόρημα (που δεν θα χαρακτηρίζαμε αστυνομικό) της Σώτης Τριανταφύλλου, μας οδηγεί στους γεωγραφικούς αντίποδες του Λακόπουλου. Πρόκειται για το Κινέζικα κουτιά. Τέσσερις εποχές του ντετέκτιβ Μαλόουν [ΠΑΤΑΚΗΣ 2006]. Ο ντετέκτιβ Στιούαρτ Μαλόουν, ιδιωτικός αστυνομικός που υποφέρει από κατάθλιψη και αϋπνία, εγκαταλελειμμένος από τη σύντροφό του, προσπαθεί υποτονικά να λύσει το μυστήριο του θανάτου επτά ατόμων στην Κινέζικη Συνοικία, καθώς και εκείνον ενός νέου άνδρα, κυνηγού ελαφιών, στη Νεμπράσκα. Η βοηθός του θα πεθάνει και κανένα από τα μυστήρια δεν θα λυθεί. Αλλά αυτό δεν έχει καμιά σημασία, καθώς η Τριανταφύλλου μας κάνει να βιώσουμε την ατμόσφαιρα της Τσάινατάουν και να αγαπήσουμε τον Μαλόουν, τον ιρλανδό αντιήρωά της.
Παρά τη θεωρητική του προέλευση, το μαθηματικό αστυνομικό μυθιστόρημα του Τεύκρου Μιχαηλίδη, Πυθαγόρεια εγκλήματα (ΠΟΛΙΣ, 2006), τραβά λιγότερο την προσοχή, κυρίως γιατί τα μαθηματικά δεν αποτελούν το επίκεντρο της αστυνομικής ίντριγκας. Η εξέλιξη της σύγχρονης μαθηματικής επιστήμης, έτσι όπως αυτή διακρινόταν στις αρχές του 20ου αιώνα, στο συγκεκριμένο βιβλίο είναι κυρίως εγκυκλοπαιδικής υφής.
***
Για να συνοψίσουμε αυτήν την πρώτη εκτίμηση του ΝΕΑΜ, μπορούμε να πούμε ότι αυτή η κατηγορία, ήδη σήμερα αρκετά μεγάλη, εμπλουτίζεται και διαφοροποιείται διαρκώς. Είναι αναμφισβήτητο ότι η τριάδα των Αποστολίδη-Μάρκαρη-Μαρτινίδη, έκαστος με τα δικά του χαρακτηριστικά, άνοιξε ένα κεφάλαιο στην νεοελληνική πεζογραφία που οι ιστορικοί της λογοτεχνίας ή της παραλογοτεχνίας, δεν θα έπρεπε να αγνοήσουν. Ο Αποστολίδης γράφει ένα αστυνομικό μυθιστόρημα παροδικό και με αναφορές στη σύγχρονη ιστορία, ο Μαρτινίδης δημιουργεί στην Ελλάδα το αμφίσημο αστυνομικό και ο Μάρκαρης δωρίζει στην πινακοθήκη των λογοτεχνικών αστυνόμων έναν αξέχαστο έλληνα, τον Χαρίτο, έναν μπάτσο γκρινιάρη, αποτελεσματικό και με χιούμορ.
Εάν θέλαμε να καταδείξουμε σε τι διαφέρει το νέο ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα από το παλιό, θα λέγαμε ότι δεν καλλιεργείται εξίσου συστηματικά από όλους τους συγγραφείς. Μερικοί, όπως η Νένη Ευθυμιάδη ή η Σώτη Τριανταφύλλου, κάνουν ένα γρήγορο “πέρασμα” από το είδος, άλλοι -όπως η τριάδα Αποστολίδης-Μάρκαρης-Μαρτινίδης-, δημιουργούν σταδιακά ένα αστυνομικό έπος, με συχνότητα περίπου ενός μυθιστορήματος το χρόνο, επικεντρώνοντας είτε σε έναν αστυνόμο-φετίχ, είτε στον πανεπιστημιακό χώρο της Θεσσαλονίκης ή, γενικώτερα, στην Ελλάδα, από τον Εμφύλιο μέχρι τις μέρες μας. Το νέο ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα ενσωματώνει απολύτως τη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας.
Απομακρυνόμενο σαφέστατα από την παραλογοτεχνία, αναμιγνύει αναζητήσεις λογοτεχνικού τύπου, σκιαγραφεί επιδέξια τους χαρακτήρες, δανείζεται δημιουργικά εκφράσεις από τη λαϊκή γλώσσα και την αργκό. Δεν περιορίζεται πλέον στη θεματολογία του Μαρή, την έρευνα γύρω από ένα έγκλημα που έγινε στους κόλπους της ανώτερης αστικής τάξης της δεκαετίας του ’50, αλλά εξαπλώνεται όλο και περισσότερο σε θέματα, χώρους και χρόνο δράσης. Έχουμε ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα που διαδραματίζεται στο μεσαίωνα, ελληνικό αστυνομικό χωρίς έλληνα αστυνομικό που εκτυλίσσεται στη Ν. Υόρκη ή στην Ιταλία, αστυνομικό αμιγώς πολιτικό. Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο αφορά στον ερευνητή, ο οποίος εμπλέκεται όλο και περισσότερο στις υποθέσεις και αποδεικνύεται όλο και λιγότερο ηρωϊκός ή πολιτικά σωστός. Συναντάμε έναν πρώην συνεργάτη της χούντας, έναν καταθλιπτικό ερευνητή, μια πλειάδα παραβατικών αστυνομικών.
Ελπίζω ότι αυτή η σύντομη παρουσίαση μιας παραγωγής για την οποία δεν υπάρχουν εγχειρίδια, σας κίνησε την περιέργεια ώστε να θελήσετε να εξερευνήσετε από μόνοι σας αυτή την “άγνωστη γη” που λέγεται νέο ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα. Με κίνδυνο να φανώ αντιφατικός, θα έλεγα ότι τα καλύτερα από αυτά τα βιβλία δεν προορίζονται να εντυπωσιάσουν την παγκόσμια κριτική, ακόμα κι αν αρχίσουν να την ενδιαφέρουν λίγο. Γράφτηκαν για να διαβαστούν. Και το επιτυγχάνουν θαυμάσια.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Χανός Δημήτρης, 1979, Το αστυνομικό μυθιστόρημα και ο περιοδικός τύπος, Hobby du livre.
Χανός Δημήτρης, 1987, Η λαϊκή λογοτεχνία (Το λαϊκό Μυθιστόρημα), Μάσκα.
Ιωακειμίδου Λητώ, 2005, «Αισθητικά κριτήρια (παρα)λογοτεχνικότητας στο έργο του Γιάννη Μαρή και του Ανδρέα Αποστολίδη: η άρση της αμφισημίας και ο αναγνώστης», Δια-κείμενα 7, Θεσσαλονίκη.
Μαρτινίδης Πέτρος, 1994, Συνηγορία της παραλογοτεχνίας, Υποδομή.
Φιλίππου Φίλιππος, 1998, «Έλληνες συγγραφείς. Συνολική αναφορά σε αυτούς που γοήτευσαν και δημιούργησαν μυθικούς αστυνομικούς και ντετέκτιβ» Αστυνομική λογοτεχνία. Καθημερινή, «Επτά ημέρες», 28 Ιουλίου.
Πρεβελάκη Μάρω, 1992, «Ο φίλος μας Γιάννης Μαρής», La Littérature de l’après-guerre: Thématiques et formes d’écriture, NALCO, σελ. 93-103.
Τonnet Henri, 2005, «Σκέψεις για την εξέλιξη του νεοελληνικού αστυνομικού μυθιστορήματος», Ο λόγος της παρουσίας. Τιμητικός τόμος για τον Παν. Μουλλά, ΣΟΚΟΛΗΣ
Tonnet, Henri 2006, « Réflexions sur l’évolution du roman policier grec » in Autour du roman grec moderne. Sept études, Mésogeios / Méditerranée, 29-30, 2006.
(Πρώτη δημοσίευση στα γαλλικά στο Revue des Études Néo-helléniques, Παρίσι-Αθήνα, N.S. 3, 2007, σελ. 127-145)
μετάφραση από τα γαλλικά
Νίνα Κουλετάκη
Σημειώσεις
[i] Η επιρροή της Agatha Christie είναι ιδιαίτερα αισθητή στα διηγήματα της Αθηνάς Κακούρη.
[ii] Από τον Peter Cheney έχει επηρεαστεί ο Νίκος Μαράκης (1904-1973).
[iii] Ο Νίκος Τσιφόρος (1909-1970) εξέδωσε (1979) μία παρωδία κατασκοπευτικού μυθιστορήματος, στο στυλ των περιπετειών του James Bond: Μίλων Φιρίκης. Το κείμενο είχε δημοσιευτεί σε συνέχειες, το 1965, στο περιοδικό Ταχυδρόμος.
[iv] Ο αστυνόμος Μπέκας του Γιάννη Μαρή είναι έκδηλα επηρεασμένος από τον Maigret του Simenon (Πρεβελάκη, 1992, Tonnet, 2006, 117-121).
[v] Ένα κορίτσι στο εδώλιο, χωρίς ημερομηνία έκδοσης, Πεχλιβανίδης.
[vi] Τα 50 μυθιστορήματα του Μαρή είναι πάντα διαθέσιμα (χωρίς ημερομηνία έκδοσης) από τις εκδόσεις «Ατλαντίς» του Πεχλιβανίδη. Από τα πιο χαρακτηριστικά, τα Έγκλημα στο Κολωνάκι (πιθανότατα του 1954), Έγκλημα στα παρασκήνια, Η εξαφάνιση του Τζων Αυλακιώτη.
[vii] Τα διηγήματα της Αθηνάς Κακούρη, τα οποία αρχικά εμφανίστηκαν –κατά τη δεκαετία του 60- στο περιοδικό Ταχυδρόμος, είναι σήμερα διαθέσιμα από τις εκδόσεις Εστία: Αλάτι στα φυστίκια και άλλα αστυνομικά διηγήματα, 1974, Έγκλημα της μόδας, 2000, Οι κήποι του διαβόλου, 2001, Η κομμένη κεφαλή, 2001.
[viii] Αυτό δεν είναι πλέον αληθές. ΟΣέργιος Γκάκαςμεταφράστηκε στα γαλλικά, ο Πέτρος Μαρτινίδης στα ισπανικά και ετοιμάζονται μεταφράσεις του Ανδρέα Αποστολίδη και Πέτρου Μαρτινίδη στα γαλλικά (Απρίλιος 2010).
[ix] Βλ. το αυτοβιογραφικό του έργο Κατ’ εξακολούθηση, [ΠΑΤΑΚΗΣ, 2005].
[x] Νυχτερινό Δελτίο, σελ. 107
[xi] Νυχτερινό Δελτίο, σελ. 279-280
[xii] Νυχτερινό Δελτίο, σελ. 16
[xiii] Νυχτερινό Δελτίο, σελ. 83.
[xiv] Νυχτερινό Δελτίο, σελ. 23.
[xv] Νυχτερινό Δελτίο, σελ. 132
[xvi] Νυχτερινό Δελτίο, σελ. 11
[xvii] Του ιδίου συγγραφέα και με το ίδιο αποτελεσματικό στυλ Ο μεγάλος θάνατος του Βοτανικού [ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ, 2003]